□16□

Η Chaeri δεν γνώριζε πως είχε καταλήξει σε εκείνο το τρομακτικό μέρος που έμοιαζε σαν να ήταν βγαλμένο από ταινία θριλερ.

Αυτά συνέβαιναν όταν είχε υπερβολικο ελεύθερο χρόνο.

Ξύπνησε και θυμήθηκε πως δεν είχε να ασχοληθεί με τίποτα απολύτως -εν μέρη κατηγορούσε τον Henri για αυτό - οπότε αποφάσισε να πάει για μια βόλτα.

Φρόντισε τα λουλούδια της και συνειδητοποίησε πως της τελείωνε το φάρμακο για τις τριανταφυλλιές της .

Βέβαια αντί για το πιο κοντινό ανθοπωλειο κατέληξε στην άλλη άκρη της πόλης, έξω από την πόρτα του μαγαζιού που δούλευε ο Jay.

Την προηγούμενη φορά που είχε πάει, ένα τεράστιο αίσθημα φόβου την είχε καταβάλει αλλά  έπειτα από την γνωριμία της με τον Jay και την εξοικείωση με τον χώρο δεν τρόμαζε τόσο πολύ.

Πρώτου φύγουν ο Jay της είχε προτείνει να τον επισκέπτεται όταν αισθανόταν μοναξιά, η Chaeri ούσα μια περήφανη εγωίστρια , φυσικά και αρνήθηκε την καλοπροαίρετη πρόταση του.

Μπορεί το μέρος να μην της φαινόταν τόσο απειλητικό πλέον που το κοιτούσε καλύτερα , ωστόσο εξακολουθούσε να βρίσκει δυσοίωνη  την παρουσία του Jay.

Ξεφυσωντας μικρές ανάσες θάρρους η νεαρή μπήκε μέσα στην είσοδο του τατουατζιδικου και χαιρέτησε υπερβολικά βιαστικά τον άντρα που στεκόταν βαριεστημενα πισω από το γραφείο.

《Γεια. Ψάχνω τον Jay》 έδωσε μια κοφτή πρόταση , αποφεύγοντας  οποιαδηποτε οπτική επαφή

《Δεν έχει ξεκινήσει τα ραντεβού》 απάντησε ο άντρας και διόρθωσε  άτσαλα τα ανακατεμένα μαλλιά του καθώς παρατήρησε τα κατά κόκκινα μάγουλα της Chaeri και τα τρεμαμενα δάχτυλα της που κρατουσαν βιαια την άκρη του μαύρου φορεματος της που έφτανε μέχρι τα γόνατα της

《Κατάλαβα. Ο Jay κοιμάται στο δωμάτιό του αλλά δεν υπάρχει θεμα αν τον ξυπνήσουμε ακολούθησε με 》 συνέχισε καθώς ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του την ώρα που σηκωνόταν από την δερμάτινη καρέκλα του

Ένα τεράστιο κύμα άγχους διέφυγε από ολόκληρο το σώμα της και ακολούθησε τον όχι πολύ ψηλότερο της άντρα ο οποίος της συνόδευσε μέχρι την μέση του διαδρόμου και της άνοιξε την ήδη μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα.

Η Chaeri τον ευχαρίστησε- από μέσα της- και μόνο εκείνη μπήκε μέσα στο δωμάτιο.

Η μυρωδιά του τσιγάρου και του ροδακινου ήταν το πρώτο πράγμα που κατέκλυσε τις αισθήσεις της , την ώρα που η κοπέλα προσαρμόζε τα μάτια της στο σκοτεινό φωτισμό.

《Ποιος άνθρωπος κοιμάται μέχρι τη μια το μεσημερι;》 ρώτησε ειρωνικά η νεαρή και ένας βαθύς βρυχηθμος την έκανε να πάψει με την ομιλία της

《Είναι νωρίς ακόμη 》 ακούστηκε η βαριά φωνή του αγουροξυπνημενου  Jay του οποίου το χέρι άρχισε να ακουμπάει διαφορά αντικείμενα πρώτου φτάσει το στόχο  του που ήταν η μικρή κόκκινα λάμπα ακριβώς δίπλα του

Το δωμάτιο απέκτησε ένα ελαφρύ κίτρινο φως και η Chaeri ξεκίνησε όπως συνήθως να επιτηρεί τον χώρο.

Οι λευκοί τοίχοι ήταν καλυμμένοι από χαρτιά με σκιτσα λουλούδιων. Η παρουσία του κρεβατιού ήταν ανύπαρκτη, στο πάτωμα υπήρχε μια τεράστια έκταση καλυμμένη από πολλά σεντόνια και μαξιλάρια με ιδιαίτερα πολύχρωμα σχέδια και από πάνω από όλα αυτά είχε απλωθεί ο Jay ο οποίος παραδόξως έμοιαζε να βρίσκεται σε απόλυτη άνεση.

Με πολύ προσπάθεια ο νεαρός σηκώθηκε λίγο και στήριξε την πλάτη του στον κρύο τοίχο , ανοίγοντας πλήρως τα μάτια του.

《Ομολογώ πως δεν το περίμενα ότι εσύ θα ήσουν το πρώτο άτομο που θα έβλεπα αυτό το πρωί. Η αλήθεια να λέγεται πως δεν με χαλάει καθόλου 》αυτές ήταν οι πρώτες- κάπως ψευδές λέξεις που έβγαλε από το στόμα του  χαμογέλωντας ελάχιστα και ανακάτεψε τα μακριά μαύρα μαλλιά του

Ιδρώτας είχε καλύψει ολόκληρο το σώμα του, το οποίο  ήταν  αρκετα εκτεθειμένο, καθώς τα μόνα ρούχα που φορούσε ήταν ένα αμανικο λευκό φανελακι που φανέρωνε τα αδύνατα και γεμάτα τατουάζ χέρια του και μια γκρίζα βερμούδα τόσο κατεβασμένη σε σημείο που φανέρωνε το ροζ λάστιχο του εσώρουχου του.

《Εσύ με το που ξυπνάς βλακείες λες》 απάντησε η Chaeri καλύπτοντας τα μάτια της με το δεξί της χέρι

Τα δάχτυλα της άρχισαν να τρέμουν πάλι όχι όμως από φόβο  αυτη τη φορα, από κάτι άλλο που η νεαρή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει.

Ο Jay απεναντίας ήταν εντελώς άνετος , ξαπλωμένος σαν το χταπόδι στο απαλό του στρώμα.  Τα πρασινογκριζα μάτια του γυάλιζαν από τα παιχνιδισματα της λάμπας και η καθαρή πλέον από τα μούσια επιδερμίδα του τόνιζε καλύτερα τις γωνιές του προσώπου του.

《Λοιπόν τι θες; Είσαι τσαντισμένη που ο Henri σε λίγες ώρες θα βγει για ρομαντικό ραντεβουδακι;》 ψευδισε ο συνομήλικος  βάζοντας και άλλο αλάτι στη πληγη

《Μου είχε υποσχεθεί πως θα τον ζωγράφιζα. Αθέτησε την υπόθεση του》 πέταξε τόσο γρήγορα που ούτε η ίδια δεν το είχε συνειδητοποιήσει και σταύρωσε ενοχλημένη τα χέρια της

Απορροφημένη από τον εκνευρισμό της κατέβασε τις άμυνες της και κοίταξε τον Jay στα μάτια.

Παρατηρώντας καλύτερα έπεσε στην αντίληψη της , η παρουσία μιας νέας προσθήκης ένος ασημένιου σκουλαρικιου  στην γλωσσα του νεαρού. Το σκουλαρίκι προφανώς ήταν ο υπαίτιος της εμφάνισης ψευδισματος στην ομιλία του . Η Chaeri το βρήκε καπως αστείο. Της θύμιζε τον Donald Duck. Και αυτή η σκέψη προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα ενός ακατάπαυστου γέλιου από τη μεριά της κοπέλας.

《Ο Henri μου είχε πει πως δεν είσαι καλά όμως δεν περίμενα ότι το εννοούσε με αυτό το τρόπο》ο νεαρός τεντωθηκε και χαμογελασε κρυφά

《Είπε ο τυπάς που μιλάει σαν πάπια》 απάντησε ανάμεσα στο συνεχόμενο γέλιο της και ο Jay εστίασε το βλέμμα του στις μωβ κουρτίνες του αδειανου δωματίου

《Είναι φρέσκια η τρύπα δεν την έχω συνηθίσει ακόμη!Μάλλον ήταν λάθος επιλογή να το κάνω. Γαμωτο δεν έπρεπε να τον ακούσω 》 μίλησε ο Jay στον εαυτο του και άκουσε πάλι το χαρακτηριστικό γέλιο της Chaeri

Εάν δεν της είχε αδυναμία ο Henri θα την είχε ξεφορτωθεί προπολλου. 'Πρέπει να του άρεσει πολυ' έτσι πίστευε ο Jay.

《Υποθέτω καλό είναι... Απλά θα ήταν καλύτερα αν δεν μιλούσες σαν τον Donald Duck》

《Δείξε λίγο έλεος μόλις ξύπνησα. Τι θες από εμενα;》 σηκώθηκε και φορεσε  ένα πεταμένο φλοραλ πουκάμισο που είχε εγκαταληψει  στο στρώμα του εδώ και ημέρες

《Δεν θέλω κάτι. Απλά με έφερε ο δρόμος εδώ 》 απάντησε και ο Jay πήρε μια τεράστια ανάσα πλησιάζοντας τη νεαρή

《Προλαβαίνεις να σταματήσεις τον Henri πάντως. Αφού σου αρεσει γιατί-》

《ΤΙ; Φυσικά και δεν μου αρέσει ο Henri. Εκνευριστικα που μου ακύρωσε τα σχέδια αλλά δεν με ενδιαφέρει η προσωπική του ζωή. Είμαστε απλά...φίλοι》 τον διέκοψε και διατήρησε την απόσταση της νιώθοντας εκτεθειμένη

《Και εμένα γιατί ήρθες να με δεις; Μήπως γουστάρεις εμένα;》 άρπαξε ένα κουτί με τσιγάρα και έναν αναπτήρα που είχε επίσης πεταμένο κάπου στο αυτοσχέδιο στρώμα του και έβαλε ένα τσιγάρο ανάμεσα από τα χλωμά χείλη του

《Πρέπει να μου αρέσεις για να έρθω να σε δω; Απλά είχα περιέργεια. Μου αρέσει η τέχνη σου. Και θέλω να δω τα έργα σου σε καμβά. Θα μπορούσες να πας σε εκθέσεις》  πρότεινε η Chaeri όμως παρατήρησε πως το πρόσωπο του συνομιληκου της σκοτείνιασε

《Δεν είναι αυτά για εμένα. Ο πρώην μου , προσπάθησε να βάλει τα έργα μου σε εκθέσεις. Η αίθουσα μπορεί να ήταν γεμάτη από στολίδια όμως εκείνοι που βρισκόταν εκει ήταν υποκριτές . Δεν πήγαιναν για τη τέχνη. Δεν την αγαπούσαν πραγματικα. Εγώ ζωγραφίζω επειδή το απολαμβάνω. Με γεμίζει.  Εσύ γιατί ζωγραφίζεις;》 ο νεαρός διατύπωσε μια τόσο απλή ερώτηση που όμως εβαλε την Chaeri σε σκέψη

Η αναυδη Chaeri ένιωσε τα πόδια της καρφωμένα στο βρώμικο πάτωμα. Από οταν θυμόταν τον εαυτό της ζωγράφιζε.  Ποτέ δεν είχε σκοπό. Απλά ζωγράφιζε επειδή ήταν καλή σε αυτό.

Πλέον είχε γίνει ρουτίνα για εκείνη. Ελάχιστες φορές αισθανόταν αυτή την έμπνευση που σε χτυπάει ξαφνικά σαν ηλεκτροσόκ.

Αυτό το πάθος που είχε ο Jay όταν μιλούσε μόνο και μόνο για τέχνη άραγε να το είχε και εκεινη;

《Πάμε κάπου να ζωγραφίσουμε;》 ρώτησε ο Jay σπάζοντας την σιωπή και χαμογέλασε βγάζοντας το πλέον αναμμένο τσιγάρο από το στόμα του

¤¤¤

Διορθώνοντας τον γιακά της  μαύρης μπλούζας του , ο Henri έβαλε το δεξί χέρι του στην τσέπη του μακριου τζιν παντελονιού και έβγαλε ένα γλειφιτζούρι στην αγαπημένη του γεύση:κεράσι.

Τα πλέον μακριά καστανά μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του και κουνιόταν στους ρυθμούς του ανέμου παρόλο που είχε προσπαθήσει να τα τιθασευσει με ζελε πριν φύγει από το σπίτι του. 

Δεν είχαν περάσει καν δύο λεπτά από την ώρα συνάντησης και ήδη το άγχος τον έτρωγε σιγά σιγά.

Έχοντας κοιμηθεί μόνο για δύο ώρες αισθανόταν σαν αυτά τα ζόμπι στις ταινίες που έβλεπε. Βέβαια θα ήταν από εκείνα τα ζόμπι που πέθαιναν πρώτα δίχως καμία αντίσταση.

Είχε ξενυχτησει ψάχνοντας να βρει το κατάλληλο μέρος για το ραντεβού. Ήθελε να είναι ενα μαγαζί με αρκετό κόσμο , ζέστη ατμόσφαιρα και νόστιμα εδέσματα  ώστε να μην τρομάξει το ραντεβού του.

Έπειτα από μια ενδελεχής έρευνα -αφιέρωσε πάνω από δύο ώρες στο να 'επισκέπτεται' διάφορες  διαδικτυακές ιστοσελίδες χρησιμοποιώντας το παλιό λάπτοπ της αδερφής του το οποίο έσβηνε ανα δέκα λεπτά- κατέληξε στο ιδανικό μέρος.

Μια μικρή μοντερνα καφετέρια στο κέντρο της πόλης η οποία φημίζοταν για τα γευστικά γλυκά της. Ο νεαρός δεν είχε μπει καν μέσα ακόμη όμως η μυρωδιά του ζεστού καφέ ήδη είχε φτάσει στη μύτη του.

Και οσον αφορα τα ρούχα του , είχαν ήδη επιλεχθεί από την Chaeri η οποία γκρίνιαζε επί πόση ώρα ότι δεν μπορούσε να βρει ούτε ένα αξιοπρεπες μπλουζάκι  στην ντουλάπα του όμως εν τέλη κατέληξε ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα.

Γνώριζε αρκετά καλά πως το συγκεκριμένο θα ήταν το πρώτο και το τελευταίο του ραντεβού με το συγκεκριμένο άτομο , δεν έπαυε όμως να αγχώνεται . Μπορεί να αφιέρωναν το πολύ μια ώρα μαζί αλλά ευχόταν έστω και σε αυτή την ώρα να μην την έκανε να αισθανθεί άβολα. Η παρουσία του φάνταζε επιβλητική και πολλές φορές τρόμαζε τους άλλους άθελά του. 

Τη στιγμή που κατέβασε το κεφάλι του για να ελέγξει την ώρα ακουσε μια ήρεμη απαλή φωνή να τον καλεί.

《Είσαι ο Henri σωστα; Συγγνώμη για την καθυστέρηση》

Ο Henri χαμογέλασε και κοκαλωσε την στιγμή που είδε την κοπέλα .

Εμοιαζε ανησυχητικά πολύ με εκείνη.

Την Agnes.

Την μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top