□15□
Chapter 15: Maybe it's not our fault
《Μα έχω έμπνευση δεν γίνεται να απορρίπτεις έτσι έναν καλλιτέχνη!》 Φώναξε εκνευρισμένη η Chaeri στο τηλέφωνο της και ακούστηκε η ασυνήθιστα βαριεστημένη φωνή του Henri από την άλλη γραμμή, ο οποίος τόλμησε να ακυρώσει την συνάντηση τους
Το να ακυρώνεις συνάντηση που είχε κανονίσθει εδώ και σχεδόν μια εβδομάδα, ήταν ένα τεράστιο χτύπημα κάτω από τη ζώνη για την Chaeri, που λάτρευε τα προγράμματα και την οργάνωση. Εκνευρίζοταν όταν κάτι ανατρεποταν. Αναζητουσε την τάξη και την οργάνωση κάτι που φαίνεται πως δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα τον άντρα με τα απαίσια ξανθά μαλλιά.
Κουνώντας στον αέρα τα κοντα πόδια της, η νεαρή ανασηκωθηκε από το μαλακό κρεβάτι της και προσπάθησε να στρώσει τα ανακατεμένα μαλλιά που είχαν ηλεκτριστει από την αγαπημένη της πλεκτη γαλάζια κουβέρτα.
《Λυπάμαι που σε πήρα τόσο αργά αλλά και εγώ πριν λίγο έμαθα για αυτή την αλλαγή σχεδίων. Δεν θα αργησω πολύ οπότε μόλις τελειώσω με το ραντεβού έρχομαι στο σπίτι σου. Κράτα την έμπνευση σου 》 αποπειράθηκε να καλυτερέψει την κατάσταση ο νεαρός κλείνοντας τα μάτια του σταδιακά μπω της έντονης νυστας που τον είχε καταβάλει
《Ραντεβου; ΑΚΥΡΏΝΕΙΣ ΤΗΝ ΈΜΠΝΕΥΣΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΣ ΣΕ ΡΟΜΑΝΤΙΚΌ ΡΑΝΤΕΒΟΥΔΑΚΙ!》 Σχεδόν τσίριξε η Chaeri και γουρλωσε εκνευρισμένη τα μάτια της καθώς ανεμίζε το κατά κοκκινο πλέον πρόσωπο της με το ελεύθερο της χέρι
《 Πίστεψε με εαν μπορούσα δεν θα πήγαινα. Με πίεσε η αδερφή μου》
《Και θα πας με αυτά τα απαίσια μαλλιά να κάνεις νέες γνωριμίες;》ρώτησε η Chaeri κοιτάζοντας το χρυσό σκαλιστό ρολόι της που από στιγμή σε στιγμή θα σήμανε 12 στα μεσάνυχτα
《Που μένεις; Θα έρθω να αλλάξουμε αυτό το χυδαίο χρωμα και πρέπει να σου διαλέξω ρουχα》πέταξε εντελώς απρόσμενα η νεαρή, μέχρι και η ίδια σαστισε για λίγο ακούγοντας τα λόγια που ξεστόμισε
Εδώ και αρκετά χρόνια δεν αποζητουσε την συντροφιά κάποιου. Όσο απροσδόκητο και αν ήταν η Chaeri άρχισε να βρίσκει σχεδόν παρηγορητικη την παρέα του Henri.
Είχε απομακρύνει από τη ζωή της όλους τους φίλους τους και είχε ξεχάσει πως ήταν να ανυπομονεις στην ιδέα ότι θα συναντήσεις κάποιο άτομο το οποίο συμπαθείς.
Αλήθεια ήταν πως είχε έμπνευση και ένιωθε άνετα αρκετά ώστε να ζωγραφίσει έστω τη μορφή του άντρα αλλά περισσότερο απ' όλα ήθελε να κάτσει δίπλα του και να μιλήσουν για τα ανόητα πράγματα για τα οποία συνήθως μιλούσαν.
Η Chaeri τον συμπαθούσε και ήθελε να τον βοηθήσει.
Ήθελε να ζωγραφίσει στο πρόσωπο του ένα αληθινό, ξεγνοιαστο χαμόγελο.
Επειδή πραγματικα του άξιζε.
¤¤¤
《Δεν ήταν σωστό που ξύπνησες την Paula για να σε φέρει μέχρι εδώ. Εφόσον επεμενες τόσο πολύ θα μπορούσα εγώ να-》ξεκίνησε ο Henri με την συνηθης διάλεξη του και η Chaeri τον διέκοψε σηκώνοντας το χέρι της ψηλά
Η νεαρή στεκόταν στο κατώφλι του, κρατώντας μια τεράστια πλαστική σακούλα, κατσαρές μπούκλες έπεφταν από τον σχεδόν κατεστραμμένο κότσο που είχε επιμεληθεί και φορούσε την συνηθισμένη μαύρη βελούδινη φόρμα της που ήταν ασορτί με μια -υπερβολικά- μακριά ζακέτα.
《Για όνομα του θεού κεράσι, πλέον έχουμε καλοκαίρι》 σχολίασε με μια βραχνή φωνή ο Henri , τρίβοντας τα μάτια του και με το άλλο χέρι του υπέδειξε στην κοπέλα να περάσει μέσα στο σπίτι του
《Έφερα κάτι βαφές μαλλιών που σταμάτησε να χρησιμοποιεί η μητέρα μου. Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα ώστε να επέλεγα το κατάλληλο χρώμα αλλά νομίζω και αυτό κάνει》 μουρμούρισε η Chaeri κοιτάζοντας την υφασμάτινη τσάντα που ήταν γεμάτη από κουτιά βαφής τα οποία αποφάσισε η μητέρα της να μην χρησιμοποιήσει εν τέλη
Σηκώνοντας δειλά το κεφάλι της έριξε κλεφτές ματιές στην λιτή διακόσμηση του σπιτιού από παλιά χρησιμοποίημενα έπιπλα. Το σαλόνι και η μικρή κουζινουλα τα οποία αποτελούσαν έναν ενιαίο χώρο, ήταν αδειανά από την παρουσία άλλων ατόμων.
《Τα αδέρφια μου και η μάνα μου κοιμούνται οπότε θα σε παρακαλουσα μην μιλάς δυνατά άλλίως η Nadine θα ξυπνησει πάλι 》ψιθύρισε ο νεαρός καθώς οδηγούσε μεσα στο σκοταδι την Chaeri σε ένα μικρό διάδρομο
Όταν έφτασαν στο παλιο μπάνιο με το πολύχρωμο ψηφιδωτό πλακάκι ο Henri άνοιξε το φως και έκλεισε τη πόρτα του μπάνιου,ρίχνοντας ένα κουταβισιο βλέμμα στην Chaeri , η οποία τοποθέτησε την τσάντα της στον μαρμάρινο νιπτήρα και άρχιζε να φέρνει στην επιφάνεια τα σύνεργα της: Ένα σώληναριο μαύρης βαφής και ένα ζευγάρι πλαστικών μπλε γαντιών.
《Είσαι αποφασισμένη έτσι δεν είναι; Απλά σκέφτομαι πως θα στεναχωρηθεί η αδερφη μου》 ξεκίνησε να μονολογεί, παίζοντας με την άκρη της αμανικης λευκής μπλούζας του, την οποία ήταν έτοιμος να αφαιρέσει για να μην λερωθει όμως σταμάτησε τελευταία στιγμή
《Απλά θα βάλουμε μια παλιά πετσέτα για να μην γεμίσεις με βαφές. Δεν χρειάζεται να αφαιρέσεις τίποτα!》τσίριξε σχεδόν η νεαρή και άρχισε να αναζητεί απεγνωσμένα στο χώρο για οτιδήποτε που είχε τη φόρμα υφάσματος
《Συγγνώμη συνήθεια του επαγγέλματος》 απάντησε γεμάτος ειρωνεία ο Henri καθώς άνοιξε το λευκό ντουλάπι που βρισκόταν κατω από τον νιπτήρα , βγάζοντας μια πολύχρωμη πετσέτα που ήταν γεμάτη από λουλούδια και την τύλιξε γύρω από τους μεγάλους ώμους του
Φορώντας αποφασισμένη τα πλαστικά γάντια που περιείχε το κουτί και εχοντας με μια τεράστια γκριμάτσα στο πρόσωπο της , η κοπέλα έριξε μέσα ένα μικρό μαύρο πλαστικό ποτήρι που είχε φέρει , όλο το περιεχόμενο της βαφής και το οξυζενέ και άρχισε να ανακατεύει το υλικό.
Το μόνο που ακουγόταν στην σχεδόν ασφυκτική παλιά τουαλέτα ήταν ο ηχος της κίτρινης λάμπας που αναβοσβήνε επιθετικά.
Ο νεαρός άρπαξε ένα παιδικό ξύλινο σκαμπό που βρισκοταν διπλα απο τη μαρμάρινη μπανιέρα και έκατσε μπροστά από τον μικρό καθρέπτη του ντουαλπιου ρίχνοντας εξαντλημένος τους σφιχτους ωμους του.
Με πολύ αγαρμπες κινήσεις η Chaeri έριξε γενναιόδωρα μια τεράστια ποσότητα του υγρού στο κεφάλι του νεαρού και άρχισε να το απλώνει με τα χέρια της.
《Αυτό το ραντεβού μου κατέστρεψε ολόκληρο το πρόγραμμα. Υποτίθεται πως αύριο έπρεπε να πάω και στη σχολή...Νιώθω τόσο άσχημα που το μάθημα θα ακυρωθεί εξαιτίας μιας ηλιθιας επιθυμίας της αδερφής μου 》 εξομολογήθηκε ο Henri κλείνοντας τα μάτια του και για λίγο αφέθηκε στην άνεση και την ζεστασιά των χεριών της νεαρής
《Μπορούσες να της πεις οχι》 απάντησε η Chaeri καθώς άπλωνε παντού τη μαύρη βαφή-ίσως να έβαψε ελάχιστα και το αριστερό αυτι του Henri- ήταν μια μικρή λεπτομέρεια που ήλπιζε να μην παρατηρούσε ο νεαρός
《Με την Lita δεν πάει έτσι. Κανείς δεν της λέει όχι》η απόλυτη ησυχία επέστρεψε και η κοπέλα ξεροκαταπιε άβολα την στιγμή που ολοκλήρωσε με το 'αριστούργημα' της
《Τώρα θα πρέπει να περιμένουμε》 έσπασε την ηρεμία 'το κεράσι' και αφαίρεσε τα γάντια της προσεκτικά καθώς έθεσε ένα χρονόμετρο στο κινητό της το οποίο είχε παρατήσει πάνω στο πλυντήριο ρούχων που βρισκόταν δύο βήματα μακριά της
Η αλήθεια είναι πως η Chaeri διαισθάνθηκε οτι ο μεγαλύτερος δεν βρισκόταν στην συνήθης χαρωπή διάθεση του. Του έδινε συνέχεια άβολες απαντήσεις ή σταματούσε να μιλάει.
Είχε συνηθίσει τόσο πολύ στο να την συμπονουν οι άλλοι και δεν γνώριζε πως να το κάνει η ίδια.
Μια από τις πολλές διαφορές της με τον Henri ήταν πως εκείνος είχε μάθει να δίνει στοργή στους υπόλοιπους όμως ποτέ δεν εκλαμβανε κάτι αντίστοιχο για τον εαυτό του.
Η τεράστια μορφή του νεαρού είχε συρρικνωθεί και τα μάτια του είχαν επικεντρωθεί στο χαλασμένο μαρμάρινο πλακάκι κάτω από τα πόδια του.
Ένα ζεστό, σπλαχνικο χέρι του χάιδεψε απαλά τη πλάτη και γύρισε απότομα το κεφάλι του , πλέον βρισκόταν πλήρως επικεντρωμένος στο ζεστό χαμόγελο της νεαρής.
《Θα με αφήσεις να σε ζωγραφίσω όση ώρα περιμένουμε για να γίνεις άνθρωπος; Έφερα το μπλοκ μου!》 Ανακοίνωσε δαγκωνοντας το κάτω χείλος της και απομάκρυνε βιαστικά το χέρι της-ήταν λες και είχε ακουμπήσει κάποιο πολύ καυτό μάτι κουζίνας-
Τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του μαλακώσαν και τα μάτια του πήραν τη μορφή ενός μισοφέγγαρου εξαιτίας του πλατιου χαμόγελου του.
Δίχως να πει άλλη λέξη απλά έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και η Chaeri έτρεξε για να φέρει τα καλλιτεχνικά σύνεργα της ,τα οποία είχε προμελετησει πως θα της γινόταν χρήσιμα.
¤¤¤
《Καλος είσαι》 ψιθύρισε η κοπέλα περήφανα και στάθηκε δίπλα από τον Henri ο οποίος παρατηρούσε προσεκτικά στον καθρέπτη τα νέα μαλλιά του
Πάνω στο πλυντήριο ρούχων κοιτοταν το ανοιχτό τετράδιο της του όποιου η τελευταία λευκή σελίδα είχε γεμίσει από ένα βιαστικό σκίτσο του Henri να κάθεται στο υπερβολικά μικρό για εκείνον μωβ καρεκλάκι.
《Αύριο μόλις τελειώσεις από το ραντεβού απλά γύρνα σπίτι και ξεκουράσου...Δουλεύεις πολυ》 σχολίασε η Chaeri που άρχιζε να συγκεντρώνει όλα της τα υπάρχοντα στην υφασμάτινη τσάντα της
《Δουλεύω αργά το βράδυ οπότε σκέφτομαι να πάω για λίγο στον Jay και μετά κατευθείαν για δουλειά》έδωσε μια ξερή απάντηση καθώς άρχισε να συμμαζέυει τον χαμό που προκάλεσε ο τυφώνας Chaeri
《Ήδη κάνεις αρκετές δουλειές. Που αλλού εργάζεσαι;》
Σιωπή . Ώστε είχε έρθει η ώρα που θα άκουγε τη συγκεκριμένη ερώτηση. Ο νεαρός γνώριζε πολύ καλά πως όσο περνούσε ο καιρός η Chaeri θα έκανε πιο πολλές ερωτήσεις όμως για την συγκεκριμένη ερχόταν να μην υπόγειο ποτέ.
《Σε ένα- νυχτερινό κλαμπ. Δεν θα σου άρεσε. Έχει αρκετά πολύχρωμα αντικείμενα 》 ψέλλισε τόσο γρήγορα που με τόσο ζόρι διέκρινε η νεαρή τις λέξεις που ξεστόμισε
《Δεν σκόπευα να σε επισκεπτω ούτως ή άλλως . Henri δεν σε ξέρω σχεδόν καθόλου όμως καταλαβαίνω πως δεν σου αρέσει και πολύ εκείνο το μέρος στο οποίο δουλεύεις το βράδυ. Αν θες μπορούμε να σου δίνουμε καλύτερο μισθό-》
《Πρέπει να μείνω εκεί. Η μητέρα μου είχε κάνει ένα συμβόλαιο με τον τυπα που έχει το μπαρ. Αλλά λήγει σύντομα. Σε λίγους μήνες θα ειμαι ελεύθερος》 καθησύχασε τον εαυτό του και συνέχισε να καθαρίζει τον μαρμάρινο νιπτήρα ρίχνοντας περιστασιακά σταγόνες κρύου νερού
Όλα τα χρόνια καταπίεσης και ψυχικής κούρασης θα έληγαν. Παρ'ολα αυτα εξακολουθούσε να νιώθει πικρία για όλα αυτά που του στέρησε εκείνο το απαίσιο μαγαζί.
《Πραγματικά το μισώ εκείνο το μέρος. Επειδή δούλευα εκεί έχασα τον κόσμο μου. Το μόνο άτομο που νοιαζόταν 》
《Μην λες ανοησίες . Εάν νοιαζόταν δεν θα σε εγκατέλειπε μόνο και μόνο για τη δουλειά σου》η Chaeri έδωσε μια βιαστική απαντηση δίχως να επεξεργαστεί αρκετά την αλλαγή του κλίματος της συζήτησης
《Με ότι και να ασχολείσαι το βράδυ δεν αναιρεί το γεγονός πως εισαι ο Henri. Πάντα θα έχεις αυτο το χαζό χαμόγελο και θα τρέχεις να βοηθήσεις τους άλλους ακόμη και εάν δεν μπορείς. Μην υποτιμάς τόσο τον εαυτό σου. Με εκνευρίζει》 όμως συνέχισε αυτή τη φορά το πρόσωπο της είχε μια πολύ σοβαρή , σκοτεινή έκφραση και έκλεισε απότομα την τσάντα της για να αποφύγει την άβολη σιωπή
《Πότε δεν έχω κολακεύσει τόσο πολύ κάποιον άλλο άντρα εκτός από τον πατέρα μου. Θα έπρεπε να νιώθεις πολύ περήφανος》συνέχισε και γέλασε ελάχιστα καθώς ακούμπησε απαλά την ξύλινη πόρτα και ο Henri που όλη αυτή την ώρα στεκόταν ακίνητος , ακούγοντας προσηλωμένος στα άπλα όμως γνήσια λόγια της , χαμογέλασε και ανακάτεψε τα νέα μαλλιά της
《Νιώθω περήφανος. Σε ευχαριστω Chaeri》
¤¤¤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top