□14□


Chapter 14: Late bloomer

Έχοντας επιστρέψει την Chaeri με ασφάλεια στο σπίτι της o Henri άνοιξε σιγά την παλιά πόρτα του σχεδόν ετοιμόρροπου σπιτιού και γύρισε το κεφάλι του προς τη μικρη πηγή φωτός που εξέπεμπε από το ασφυκτικό μπαλκόνι του σαλονιού.

Οι γαλάζιες γυαλιστερές κουρτίνες ανέμιζαν στους ρυθμούς του ελαφρού σχεδόν καλοκαιρινού αέρα και ο νεαρός μετακίνησε τα μισό κλειστα λευκά παραθυρόφυλλα αντικρίζοντας την σκυφτή φιγούρα της μητέρας του η οποία καθόταν σε ένα μικρό πλαστικό καρεκλάκι -το οποίο είχε κλέψει από ένα πανηγύρι πριν δύο χρόνια- . Όταν ο Henri την ρώτησε το λόγο που το πήρε στα κρυφά , η γυναίκα είπε "επειδή είναι όμορφο. Μου αρέσουν τα όμορφα πράγματα και επειδη δεν μπορούσα να το εχω επρεπε καπως να το αποκτήσω"

Ένα μεγάλο κύμα καπνού έβγαινε από τα αβαφτα ζουμερά χείλη της Lucia και αφαιρώντας το τσιγάρο από το στόμα της γύρισε πολύ αργά και έριξε μια κλέφτη μάτια στον Henri.

Τα πόδια της είχαν γίνει σχεδόν ένα με το ψηφιδωτό ζεστό πλακάκι και τα μακριά μαύρα μαλλιά της κάλυπταν τα λαδί αμυγδαλωτα ματια της . Ήταν μια από τις σπάνιες φορά που τα ρούχα της την φορούσαν αντί να τα φοράει εκείνη.

Χαρτοπετσέτες ηταν κολλημένες σου στήθος της οι οποίες βρισκόταν στο εσωτερικό από το γκρίζο εφαρμόστο μπλουζάκι της. Οι χαρτοπετσέτες ήταν μια λύση για να μην λερώσει το ύφασμα με το γάλα που δεν σταματούσε να στάζει για κάποιο λόγο. Η Lucia πίστευε πως με τη τεταρτη γέννα τα στήθη της θα είχαν στερέψει αλλά έκανε λάθος.

Για πολλά έκανε λάθος. Ποτέ όμως δεν φημίζοταν για την καλή διαίσθηση της.

Τα αξυριστα πόδια της ήταν εκτεθειμένα από το κοντό εξίσου γκρίζο σορτσάκι και τα στερεωσε πάνω στα πράσινα κάγκελα του μπαλκονιού.

Στον Henri ποτέ δεν του άρεσε η βεράντα. Το μόνο που έβλεπες ήταν τσιμεντένιοι δρόμοι, αυτοκίνητα που τα οδηγούσαν βιαστικοί οδηγοί και ψυχρές πολυκατοικίες. Τίποτα το γραφικό.

Εκτός και εάν, η πενιχρή ύπαρξη των πινακίδων οδικής κυκλοφορίας στις γωνίες κάθε τετραγώνου,  που προετρεπαν όλους τους οδηγούς να ακολουθήσουν το ένστικτο τους δίχως να γνωρίζουν που θα έφταναν, θεωρούταν κάτι εξωτικό.

Ο μεγάλος γιος πήρε την κουνηστη ξύλινη καρέκλα της Francesca και την τοποθέτησε δίπλα από το πολύτιμο σκαμπό της μητέρας του.

《Η αδερφή σου σε έψαχνε. Λέει πως σου βρήκε γκόμενα 》 ψέλλισε η Lucia τρίβοντας με το ένα χέρι τους μαύρους κύκλους από τα κατά κόκκινα μάτια της

Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί από το σκούρο μπλε πέπλο και το όπως πάντα αστραφτερό φεγγάρι το είχε διαδεχτεί. Την συγκεκριμένη ημέρα είχε ξαστεριά και ο αέρας ήταν πιο καθαρός από ότι συνήθως. Ήταν μια μαγευτική βραδιά.

Όσο τουλάχιστον μπορούσε να είναι μέχρι να ανοίξει το στόμα της η Lucia.

Ο νεαρός είχε περάσει τόσο όμορφα βλέποντας τη φίλη του να απολαμβάνει την τέχνη του Jay. Όταν έφυγαν του είπε πως αισθάνθηκε ένα 'ρεύμα έμπνευσης' και πως έπρεπε κατευθείαν να ζωγραφίσει.

"Σου είπα μέχρι να φύγω από εκεί , δεν θέλω να γνωρίσω κανέναν. Αλλά όσο και να γκαριζω εάν δεν λήξει το συμβόλαιο ξέρω πώς δεν μπορώ να ξεκουμπιστω από εκει" απάντησε ο νεαρός και τα κατά πράσινο μάτια του στόχευαν την αιτία του συμβολαίου

《Πάλι θα μου το κοπανήσεις πως τα έκανα σκατα; Το ξέρω Henrico δεν χρειάζεται να μου το υπενθυμίζεις》 ανταπόκριθηκε η Lucia σβήνοντας το τσιγάρο της στο πλακάκι και άρπαξε το πακέτο με τις άκρως γραφικές, προειδοποιητικες εικόνες

Οι δημιουργοί των συγκεκριμένων πακετων τσιγάρων πίστευαν πως ένα καμμενο δάχτυλο ποδιού θα απέτρεπε έναν συστηματικό καπνιστή από το να συνεχίσει την αγαπημένη του συνήθεια. Χαριτωμένο. Ποτέ δεν λειτουργούσε.

Ωχ η Lucia χρησιμοποίησε το πλήρες όνομα , σκούρα η κατάσταση.

《Συγγνώμη που το να ανοίγω τα πόδια μου σε ξένους  πλέον δεν αρκούσε και έπρεπε να κάνω συμφωνία με τον μαλακα...Το να δούλευες εκεί για εννιά χρόνια δεν είναι τίποτα σπουδαίο.  Εγώ δουλεύω εκεί πάνω από εικοσι...είκοσι...εικοσι κάτι χρόνια! Αναθεματισμένα μαθηματικά...Πίστευα πως και εσύ δεν θα είχες πρόβλημα εάν δούλευες εκεί. Στην αρχή σου άρεσε. Μόλις η άλλη η σαφρακιασμενη σε παράτησε αποφάσισες πως μισούσες το επάγγελμα》 έκανε μια παύση για να ανάψει με τον μεγάλο μωβ αναπτήρα της ακόμη ένα τσιγάρο

《Εάν θες να ξέρεις το επάγγελμα μας είναι μια από τις  πιο αρχαίες δουλειες. Ή κάτι τέτοιο. Έτσι μου είχε πει ο πατέρας του Emilio》

《Μαμά δεν δουλεύεις πλέον εκεί. Είσαι σερβιτόρα》 δήλωσε ο Henri και η μητέρα του γέλασε ειρωνικά και ταρακούνησε τους ώμους της

Το ξαφνικό κλάμα της μικρής Nadine έφτασε σαν σειρήνα μέχρι το μπαλκόνι , η Lucia παρέμεινε ατάραχη.

Δεν κινήθηκε καθόλου. Απλώς κοιτούσε το φανάρι του απέναντι πεζοδρόμιου καθώς άλλαζε από πράσινο σε κόκκινο .

Η Nadine κλαίει δεν θα πας;》

《Θα της περάσει. Την ταισα , της άλλαξα πανα, δεν της λείπει τίποτα》

Οι κραυγές βοήθειας του βρέφους άρχισαν να γίνονται πιο έντονες.

《ΚΛΑΊΕΙ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΚΟΥΣ; ΣΕ ΧΡΕΙΆΖΕΤΑΙ ΓΑΜΩ》 φώναξε ο Henri αρπάζοντας το τσιγάρο από το χέρι της και το έριξε στο πάτωμα

《Τι σόι μανα είσαι; Σε σιχαίνομαι κάποιες φορές πραγματικά》

《Κατάλαβα. Με σιχαίνεσαι. Την γυναίκα που σε μεγάλωσε, που σου βρήκε δουλειά και που σε αφήνει ακόμη να μένεις στο σπίτι της. Την γυναίκα που παρατησε τα πάντα για εσένα》

《Τίποτα δεν παράτησες για εμάς. Πάντα τον εαυτό σου σκέφτεσαι. Εαν νοιαζοσουν δεν θα με αφηνες στα χέρια του ενός και του άλλου》

Η συνήθως βαριά και σταθερή φωνή του νεαρού, λύγισε. Η εικόνα του Henri που καμπουριαζε καθώς προσπαθούσε να μην πέσει από την καρέκλα που αποδείχθηκε πολύ μικρή για τα μέτρα του, θύμιζε ένα μικρό αγοράκι που ζητούσε προσοχή, ίσως ένα σημάδι θαλπωρής εάν ήταν τυχερός.

Ποτέ η μητέρα του δεν του είπε "δεν πειράζει, αρκεί που προσπάθησες".

Δεν θυμόταν καν πότε ήταν η τελευταία φορά που τον αγκάλιασε

《Δεν γνωριζεις τίποτα για εμένα. Αν ήξερες τις θυσίες που έκανα για να είσαι ο άντρας που είσαι σήμερα θα μου φιλουσες τα πόδια από ευγνωμοσύνη》 η Lucia δεν φώναξε καθόλου. Τα λόγια της έσταζαν δηλητήριο και πικρία

《Μαμά η Nadine έχει κατι" μια τρεμάμενη νεανική φωνή πλησίασε την Lucia και η ψιλολιγνη φιγούρα της ξανθιάς νεαρής στερεωσε τη πλάτη της πάνω στις άκρες του πατζουριου κρατώντας με τα αδύναμα χέρια της το μωρό που εξακολουθούσε να κλαίει

《Τίποτα δεν έχει.  Έτσι κάνουν τα μωρά》εξέφρασε σχεδόν ψιθυριστά η ταλαιπωρημένη μεσήλικη και άρπαξε στην αγκαλιά της με σχεδόν μηχανικές κινήσεις το βρέφος και εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο του πλέον εξοργισμένου Henri

《Μην της δίνεις σημασία. Κουράστηκε αρκετά σήμερα θα της περάσει》απολογήθηκε εκ μέρους της μητέρας τους η Lita η οποία πλησίασε τον αδερφό της και του χάιδεψε παρηγορητικα τον ώμο του

Ο Henri σήκωσε το κεφάλι του και στο καθησυχαστικό χαμόγελο  της μικρότερης αδερφής του είδε μια αποφασισμένη και ώριμη κοπέλα.

Εκείνη πάντα καταλάβαινε καλύτερα τη μητέρα τους.

Έλεγε στον Henri να μην την κατηγορεί τόσο πολύ όμως ο νεαρός δεν το κατανοούσε ποτέ.

Ευθύνη ενός γονέα είναι να προστατευει τα παιδιά του και πίστευε πως η Lucia μόνο αυτό δεν έκανε.

Ησυχία επικράτησε και ο ηχος μιας μηχανής που σχεδόν έκοψε τον αέρα από την ταχύτητα της , πλυμηρισε όλο το χώρο.

Κοιτάζοντας το μονίμως κόκκινο φανάρι ο Henri αναστέναξε και η γλυκιά φωνή της αδερφής του σχεδόν απορροφοθηκε από το ανοιξιάτικο αεράκι.

《Στο είπε η μαμά πως βρήκα τη κατάλληλη κοπέλα για εσένα; Πρόσφατα πήγα στο σπίτι μιας φίλης και οταν γνώρισα την αδερφής της κατάλαβα αμέσως πως ταιριάζετε απόλυτα》ξεφουρνισε η Lita και ο νεαρός πήρε άλλη μια πιο βαθιά ανάσα για να προετοιμαστεί

《Lita το να βρω σύντροφο δεν θα μου λύσει τα προβλήματα. Σταμάτηστε να επιμένετε, έχω κουραστεί》 εξέφρασε ο Henri και έβγαλε το κινητό του, ανοίγοντας το καθώς κοίταξε για χιλιοστή φορά την φωτογραφία που είχε βγάλει με την Agnes όταν έγιναν ζευγάρι -την οποία είχε θεσει ως ταπετσαρία στην μικρή οθόνη της συσκευής-

Τότε τα μαλλιά του στην φωτογραφία  ήταν σκούρα κάστανα, σχεδόν μαύρα, ταίριαζαν με τα κοντά μαλλιά της του αντίστοιχου χρώματος . Τα λεπτά χείλη της τα οποία ήταν καλυμμένα πάντα  από lip gloss κερασιού , είχαν γεμίσει με κόκκινα σημαδια τα ζουμερά μάγουλα  του Henri. Έδειχναν χαρούμενοι.

Μεθυσμένοι από την χαρά της ανεμελιάς και της νεανικοτητας.

Ο Henri μέχρι τότε είχε φίλησει αρκετά άτομα όμως  θεωρούσε πως το πρώτο του φιλι ήταν εκείνο που του έδωσε η Agnes , μια νύχτα που και όταν μόνοι τους σε ένα απομονωμένο παγκάκι της  ενοριακης εκκλησίας.

《Η Agnes παντρεύεται. Δεν την ενδιαφέρεις πλέον.  Προχωρά τη ζωή σου και έστω γνώρισε νέα άτομα. Σας κανόνισα να βγείτε σε δύο ημέρες. Έστω πήγαινε για εμένα και ας μην την ξανά συναντήσεις ποτέ. Μπορεί να αποκτήσεις μια νέα φίλη ,ποιος ξέρει》απαίτησε σχεδόν η Lita και σταύρωσε τα χέρια της γύρω από τη μέση της , μια συνήθεια που είχε υιοθετήσει από την μητέρα της , κάνοντας τη να μοιάζει ακόμη περισσότερο με την Lucia

Ο Henri όσο μεγαλώνε τόσο περισσότερο έμοιαζε με  το πατέρα του , ειχαν ακριβως την ίδια μύτη-όπως έλεγε η μητέρα του- .

Σε αντίθεση με την Lita η οποία ήταν η φτυστη απομίμηση της ασταθούς γυναίκας.

Είχε πιο μακριά μαύρα μαλλιά, εκείνης όμως ήταν ισια.  Είχε ακριβώς το ίδιο ύψος με τη Lucia και τα μάτια της ηταν ελαφρώς πιο καστανά αλλά 'κάτω από τον ήλιο μοιάζουν πράσινα' όπως συνήθιζε να λέει. Στην εμφάνιση της και στον χαρακτήρας της εξισου δεν είχε κληρονομήσει τίποτα.

Όχι ότι θυμόταν καλά τον πατέρα της.

Πέθανε όταν ήταν τεσσάρων. Υπήρχε o μύθος, δημιουργημένος από την εξαίρετη φαντασία της Lucia, πως ο άντρας ονόματι Otis έχασε τη ζωή του σε ένα  αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Έπειτα η Lita έμαθε ότι ο άντρας  πέθανε από τα χέρια κάποιων τοκογλύφων επειδή τους χρωστούσε ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό.

Την αγαπούσε όμως. Ήταν ο μόνος άντρας στη ζωή της Lucia που πραγματικά την υποστήριξε. Τους πλυμηριζε με αγάπη για τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Ο Henri δεν τον συμπαθούσε και πάντα του φερόταν με αγένεια αλλά η αλήθεια είναι πως ζήλευε πολύ  την Lita όταν έβλεπε τον πατέρα της να της φιλάει το κούτελο γεμάτος στοργή.

Μπορεί να μην έμενε καν μαζί τους και με το που γεννήθηκε η νεαρή, η Lucia κράτησε μόνο τυπικές σχέσεις μαζί του αλλά στεναχωρήθηκε αρκετά όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν θα ξανά έμπαινε στην πόρτα του σπιτιού της.

Της είχε προσφέρει βοήθεια με πολλούς τρόπους και ποτέ δεν την είχε εκμεταλλευτεί με τον οποιοδήποτε τρόπο.

Όταν κάποιες φορές επισκέπτεται τον τάφο του μαζί με τη Lucia το μόνο παράπονο της ειναι πως 'ο Otis ήταν πολύ κοντός και όταν γκρίνιαζε ακουγόταν σαν εκνευρισμένο κουνούπι'.

Του άρεσε για κάποιο λόγο να φοράει καουμπόικα καπέλα- ο Henri πίστευε πως ήταν ένα τέχνασμα για να φαίνεται ψηλότερος- και όλα του τα τζιν μπουφάν ήταν σκισμένα.

Ήταν καταξανθος αλλά είχε σχεδόν μαύρα μάτια και το χαρακτηριστικό του στοιχείο ήταν το απαίσιο μικροσκοπικό του μουστάκι που απλά υπήρχε για να τον κάνει πιο εκφοβιστικο , κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήταν. 

Στην εφηβική του ηλικία o Henri αναρωτιόταν αν η μητέρα τους είχε αγαπήσει πραγματικά τον Otis και εάν εκείνος ζούσε ακόμη, πως θα ήταν η ζωή τους;

Ίσως να μην είχε αλλά αδέρφια.

Ίσως η Lucia να επαυε να κλαίει όταν κοιτούσε τα άστρα και σκεφτόταν τον πατέρα του Henri , του οποίου το όνομα ήταν απαγορευμένο. Κανείς δεν τολμούσε να το ξεστομίσει.

Ίσως και εκείνος να μην χρειαζόταν να μεγάλωσει την Lita, ενω ειχε να διαχειριστεί την απώλεια της Francesca.

Ο νεαρός ταρακούνησε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις που του έτρωγαν τα σωθικά και επιστησε την προσοχή του στην φλύαρη συζήτηση με την αδερφή του.

《Έχω για φίλους τον Jay και την κεράσενια δεν θέλω άλλους 》 ανεφερε με μια δόση ειρωνείας ο Henri και η αδερφή του έβγαλε τη γλώσσα της ως μια ένδειξη πλήξης

《Δεν αναφερόμουν στους 'προστατευόμενους' σου. Ας είμαστε ειλικρινής. Δύο φίλους έχεις και οι δύο χρειάζονται βοήθεια με κάποιον τρόπο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που απλά έκανες παρέα με κάποιον που βρίσκεις ενδιαφέρον σαν άτομο; Πάντα προσεγγίζες άτομα που φαίνονταν προβληματισμένα με κάτι στην απόπειρα σου να τους βοηθήσεις. Ξέρω πως νοιάζεσαι για τους φίλους σου αλλά αμφιβάλλω για το εάν σε νοιάζει ο εαυτός σου 》

《 Την λένε Nessa. Θα σου αποθήκευσω το νούμερο της για να στείλεις την ώρα και το μερος》επέβαλε η Lita και εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο με το τρόπο που έκανε αισθητή την παρουσία της

Κάποιες φορές ο μεγαλύτερος αδερφός απορρουσε για το εάν η Lita ήταν μια ηλικιωμένη επιμονή γιαγιά εγκλωβισμένη στο σώμα μιας δεκαεπταχρονης.

Μια τεράστια ανάσα ξέφυγε από το στόμα του Henri ο οποίος ξανά άνοιξε το κινητό του για να παρατηρήσει για άλλη μια φορά την αγαπημένη του φωτογραφία πρώτου πέσει για ύπνο.

¤¤¤

Henri is a simp

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top