□03□
03. Tainted
《Lita σε δέκα λεπτά φεύγουμε δεν μπορείς να αλλάξεις ρούχα ΠΑΛΙ. Έχεις ήδη αλλάξει δύο φορές》είπε ο Henrico εξαντλημένος πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ του
《Δεν θα μπορούσες ποτέ να καταλάβεις από μόδα. Όταν φοράω φούστα και μια γλυκούλα μπλούζα βγαίνω έξω και κρυώνω. Αλλά όταν φοράω τη ζεστή πλεκτη μπλούζα που έφτιαξε η γιαγιά δεν ταιριάζει με τη φούστα άρα πρέπει να αλλάξω όλα τα ρούχα μου》 απάντησε η έφηβη ξύνοντας προβληματισμένη το κεφάλι της καθώς κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέπτη του κοινού δωματίου τους για την σχεδόν εκατοστή φορά
《Henri το μωρό κλαίει τι να κάνω;》 ακούστηκε η φωνή του μικρού αγοριού που μόλις εμφανίστηκε κρατώντας στα χέρια του ένα μωρό
Το σύνηθες πρωινό χάος επικρατούσε.
Η Lita αλλάζε για τρίτη φορά τα ρούχα της. Στην πέμπτη απόπειρα θα σταματούσε.
Ο Emilio έφερνε με τα χίλια ζόρια το βαρύ παιδι στο δωμάτιο του μεγάλου αδερφού και άρχισε να κλαίει μαζί με το μωρό.
Και η μητέρα τους κοιμοταν αδιαφορώντας για τις φωνές και τα ουρλιαχτά διότι είχε επιστρέψει πριν μια ώρα από την δουλειά της.
Ο μεγαλύτερος -οντας ο αντικαταστατής της μητέρας του- πήρε με τεράστια άνεση το μόλις δύο μηνών μωρό στα χέρια του και την τάισε με το γάλα που είχε ετοιμάσει λίγα λεπτά νωρίτερα.
Το ζεστό μπουκάλι ακούμπησε τα απαλά χείλη του μικρού κοριτσιού και τα κλάματα σταμάτησαν.
《Emilio,Lita πάρτε τις τσάντες σας και πηγαίνετε στο αυτοκίνητο 》 σχεδόν πρόσταξε ο νεαρός με τα ξανθά μαλλιά και τα μικρότερα αδέρφια του εκτέλεσαν τις εντολές του πιστά
¤¤¤
Εφόσον ο Henrico είχε βεβαιωθεί πως τα αδέρφια του είχαν μπει με ασφάλεια στο σχολικο κτίριο σχολείο, ξεκίνησε πάλι τη μηχανή τυ αρκετά πάλιου αυτοκινήτου του και έριξε μια κλέφτη μάτια στο μωρό που καθόταν ήρεμο στο ειδικό καρεκλάκι του στις πίσω θέσεις.
Κανείς δεν μπορούσε να προσέχει το μικρό παιδί πάλι οπότε θα έπρεπε να το πάρει μαζί στη δουλειά του.
Αν και η μικρή Nadine είχε γίνει κάτι σαν τη μασκότ του μαγαζιού με τα σάντουιτς στο οποίο δούλευε λίγες ώρες ο Henrico ώστε να έχει ένα παραπανίσιο χαρτζιλίκι.
Παρκαροντας το μικρό αυτοκίνητο στο πλάι του πεζόδρομιου ο νεαρός βγήκε από το όχημα και πήρε την μικρή αδερφή του στην ζέστη αγκαλιά του που πιο πολύ σαν παιδί του φάνταζε και κατευθύνθηκε προς το μικρό μαγαζί.
Άνοιξε την καθαρή γυάλινη πόρτα και αμέσως αντίκρισε αρκετά γνώριμα πρόσωπα συνανθρώπων οι οποίοι χαμογέλασαν στο θέαμα της μικρής Nadine η οποία σήμερα φορούσε ένα τεράστιο λευκό φιόγκο στα ελάχιστα μαλλιά της.
《Επιτέλους έφερες τη Nadine!》 αναφώνησε μια νεαρή κοπέλα χαρωπά καθώς έσφιξε την αλογοουρά στην οποία βρισκόταν τα μαύρα κατσαρα μαλλιά της Και γρήγορα πήγε να πάρει παραγγελία από έναν πελάτη που καθόταν σε ένα κοντινό τραπέζι
Ο Henrico χαμογέλασε στην κοπέλα και πήγε στην ,γεμάτη ωσμες, κουζίνα του μαγαζιού. Όλα τα άτομα που μαγειρευαν στην κουζίνα τον χαιρέτησαν με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο τους και ο νεαρός έβαλε την αδερφή του να κάτσει στο συνηθισμένο καρεκλάκι - το οποίο είχε φέρει η κυρία Μάγδα η οποία δεν το χρειαζότανε πλέον καθώς τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει- .
Το αγόρι με τα ξανθά μαλλιά αφαίρεσε από τις ανοιχτές πλάτες του την αγαπημένη του γουνα και την πέταξε σε μια από τις ασημενιες κρεμάστρες καθώς φόρεσε το κίτρινο καπέλο και ένα ζευγάρι με πλαστικά γάντια.
《Έχουμε πάρα πολλές παραγγελίες σήμερα. Οι ντελιβεραδες πηγαινοέρχονται συνεχόμενα》είπε βιαστικά ένας υπάλληλος που κολλούσε χαρτάκια από παραγγελίες στον καφέ πίνακα
《Τώρα που ήρθα εγώ, μη φοβου αγαπημένοι συνεργάτες μου. Δεν με αποκαλούν τυχαία Flash 》 ανακοίνωσε γεμάτος ενθουσιασμο ο Henrico και άρχισε να ρίχνει κάτι καυαψυγμενες πατάτες στο πολύ χρησιμοποιημένο λάδι του τηγανιού
《Φίλε μου λύπαμαι που στο λέω αλλά δεν πρέπει να παινεύεσαι και τόσο πολύ για την γρηγοράδα σου. Μπορεί κάποιοι να παρεξηγησουν και να πιστεύουν πως είσαι γρήγορος στα πάντα》 είπε ειρωνικά μια νεαρή κοπέλα και όλοι άρχισαν να γελάνε συμπεριλαμβάνομενου και του Henrico
《Αν έχουν απορίες περί αυτού του θέματος θα χαρώ να τους αποδείξω την πλήρης δυνατότητα των ικανοτήτων μου 》 απάντησε παιχνιδιάρικα ο νεαρός κλείνοντας το ένα μάτι του και η ευδιαθετηατμόσφαιρα ακόμη επικρατούσε στο δωμάτιο
Η γοητεία και η αύρα του Henrico επηρεάζε τους πάντες. Ήταν σαν ένας μαγνήτης έλξης. Όλοι όσοι τον έβλεπαν ήθελαν να τον γνωρίσουν και να περιβάλλονται από την παρουσία του.
Διόρθωση.
Σχεδόν όλοι.
Η νεαρή που είχε συναντήσει στα μαθήματα εικαστικών δεν φαινόταν να είναι και τόσο ενθουσιασμένη με την παρουσία του.
¤¤¤
Η Chaeri ξεφυσηξε αγανακτισμένη καθώς το στομάχι της γουργουρίζε απειλητικά. Ίσως και να έπρεπε να φάει πριν φύγει όμως θα έχανε το λεωφορείο - και μισούσε να ζητάει από τον σοφέρ των γονιών της να την μεταφέρει καθημερινώς σε διάφορα μέρη- οπότε είχε αποφασίσει πως θα έβρισκε να φάει κάτι από έξω.
Το κακο ήταν πως τη συγκεκριμένη ημέρα απεργούσαν τα περισσότερα καταστήματα φαγητών και η νεαρή κατέληξε να στέκεται έξω από ένα σαντουιτσαδικο της κακιάς ώρας.
Η μυρωδιά του τηγάνισμενου λαδιού έφτανε μέχρι έξω...Η λαχταρα της κοπέλας ήταν τόσο μεγάλη που εκείνη τη στιγμή μέχρι και αυτό την έκανε να νιώθει περισσότερο πεινασμένη.
Αλλά είχε να αντιμετωπίσει ένα τεράστιο πρόβλημα. Έξω από το κατάστημα βρισκόταν μια λαοθάλασσα από διανομείς. Οι περισσότεροι ανέμεναν παραγγελίες και κάποιοι άλλοι έφευγαν.
Με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους.
Μόνο και μόνο ο τρόπος με τον οποίο θα την κοιτούσαν την τρόμαζε. Οι περισσότεροι άντρες την κοιτούσαν σαν γεράκια έτοιμα να επιτεθούν στο ανυποψίαστο θήραμα τους.
Κανείς από εκείνους δεν προθυμοποιουταν να φύγει και η νεαρή άκρως ηττημένη αποφάσισε να μείνει νηστικη όταν άκουσε μια δυνατή φωνή να περνά μέσα από το πλήθος.
《Ομορφιά παλικαρια κάντε και λίγη άκρη θέλω να πάρω καθαρό αέρα 》 φώναξε o Henrico και έσκασε ένα μικρό γελακι καθώς ξέφυγε από τους διανομείς και πήρε μια ανάσα κλείνοντας τα μάτια του
Αυτή τη φορά δεν φορούσε τα φανταχτερά -ο Θεός να τα κάνει- ρούχα του και ένα κίτρινο καπέλο το οποίο ήταν στο ίδιο χρώμα της μπλούζας του , κάλυπτε τα κατεστραμμένα απο τις βαφες μαλλιά του.
Η κοπέλα γουρλωσε τα μάτια της όταν τον αντίκρισε και σκέφτηκε πως το καλύτερο θα ήταν να φύγει πρώτου την κοιτάξει και τα πράγματα γίνουν άβολα αλλά ήταν ήδη αργά.
Τα μεγάλα μάτια του νεαρου γουρλωσαν και ένα σαγηνευτικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα ζουμερά χείλη του.
《Είσαι το ατομο που δεν θέλει να με ζωγραφισει》 είπε έκπληκτος και τα μάγουλα της Chaeri άρπαξαν σχεδόν φωτιά καθώς πήραν ένα απαλό κόκκινο χρώμα και κοίταξε για τελευταία φορά το μαγαζί
Ήταν σαν να αποχαιρετουσε την ευκαιρία της για να γεμίσει το στομάχι της.
《Θες να φας; Έχουμε αρκετό κόσμο αλλά μην ανυσηχεις δεν θα περιμένεις πολύ ώρα μέχρι να έρθει το φαγητό σου》 συνέχισε ο νεαρός και έβγαλε ένα γλειφιτζούρι από τη τσέπη του μαύρου παντελονιού του καθώς έβγαλε το ροζ περιτύλιγμα
《Α..απλά περνούσα από εδώ》 ψέλλισε η Chaeri εκνευρισμένη από την περίεργη καλοσύνη που της έδειχνε ο Henrico και ήταν έτοιμη να του γυρίσει τη πλάτη της
《Αν δεν θες να πάρεις κάτι, μπορείς να φας το σάντουιτς που έφτιαξα για τον εαυτό μου. Είναι σπέσιαλ συνταγή》 είπε γλυκά το αγόρι βγάζοντας επισης από τη τσέπη του παντελονιού του μια μικρή μπαγκέτα τυλιγμένη σε αδιαφανή ζελατίνη και προεκτεινε το χέρι του προσφέροντας το γεύμα του στην άγνωστη νεαρή
Μα καλά τι ήταν αυτή η τσέπη, το καπέλο του μάγου; Πόσα αλλά πράγματα έκρυβε εκει;
Η κοπελα εδειχνε αρκετά χλωμή και αδύναμη. Τα χέρια της έτρεμαν και ήταν προφανές από το βλέμμα της ποσο πολύ πεινασμενη ήταν.
《Δεν...Δεν πεινάω》 γρυλισε η Chaeri τυλίγοντας περισσότερο τη μακριά μαυρη ζακέτα γύρω από την λεπτή μέση της ομως ξαφνικά το στομάχι της την πρόδωσε
Το θηρίο -ονοματι στομάχι της Chaeri- έδωσε ένα τεράστιο και τελειωτικό βρυχηθμο και η κοπέλα κοκαλωσε
Δεν ηταν δυνατό αυτό να συνέβαινε.
Μόλις προσπαθούσε να πείσει τον Henrico πως δεν πεινούσε όμως το στομάχι της ήθελε να επιβληθεί και να αποδείξει το αντίθετο.
《Μην είσαι πεισματάρα και πάρε το》 είπε ο νεαρός πετώντας στα χέρια της το σάντουιτς και η Chaeri έπιασε τη ζέστη μπαγκέτα στα χέρια της
Η υπέροχη μυρωδιά του λιωμενου τυριού άγγιξε τη μύτη της κοπέλας και το στομάχι της ξανά παραπονέθηκε.
Η Chaeri κοίταξε για άλλη μια φορά το φαγητό που της δοθηκε και εν τέλη άνοιξε τη λεπτή ζελατίνη, υποκύπτοντας στον πειρασμό και δάγκωσε την άκρη της μπαγκέτας.
Ήταν πολύ νόστιμο. Περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Τώρα η κοπέλα άρχισε να αισθάνεται ελαφρώς άσχημα για τη συμπεριφορά της απέναντι στον Henrico. Εκείνη από τη στιγμή που τον συνάντησε του απαντούσε γεμάτη αγενια αλλά για κάποιο λόγο ο νεαρός παραδόξως εξάκολουθουσε να είναι ευγενικός μαζί της .
《Μικροσκοπικά άτομα σαν εσένα θα έπρεπε να τρέφονται καλύτερα》 σχολίασε το αγόρι και στερεώσε τη πλάτη του στο κρύο τσιμεντένιο τοίχο του μαγαζιού
《Δεν είμαι μικροσκοπική! Απλώς εσύ είσαι πολύ ψηλός》 απάντησε με σχεδόν τσιριχτη φωνή η Chaeri καθώς μασουλουσε και ένα κομμάτι μαρούλιου απέδρασε από το στόμα της
Η Chaeri ούσα ένα άτομο ύψους 1.56 -ψέματα, 1.50 ήταν αλλά πάντα πρόσθετε έξι πόντους παραπάνω για να αισθάνεται πιο εκφοβιστικη- σίγουρα θα φάνταζε σαν μινιατούρα δίπλα από τον Henrico που ήταν κάπου στο 1.90 .
《Τι λες θα με ζωγραφισεις στο σημερινό μαθημα;》 ρώτησε ο νεαρός πάνω στην απόπειρα του για να μην νεκρώσει η συζήτηση και η Chaeri σταμάτησε ξαφνικά να τρώει
Είχε κοκαλωσει και ίδρωσε μόνο στην σκέψη πως έπρεπε να ζωγραφίσει έναν γυμνό άνδρα άλλιως θα έπρεπε να αποχαιρετήσει το πτυχίο της .
Ο Henrico παράτηρησε άμεσα την αλλαγή στη συμπεριφορά της και κατάλαβε πως την τρομαζε η ιδεα του να ζωγραφίσει καποιον αντρα οπότε αποφάσισε να σταμάτησει να μιλάει.
《Πόσο σου οφείλω για το σάντουιτς;》ρώτησε ψυχρά η Chaeri και πήγε να ανοίξει τη τσάντα της
Για λίγο ο νεαρος πίστευε πως η κοπέλα είχα κατεβάσει ελαφρώς τις άμυνες της αλλά η ερώτηση του τα κατέστρεψε όλα και επέστρεψαν πάλι στο μηδέν.
Το πέτρινο τοίχος που τόσα χρόνια έχτιζε η Chaeri γύρω της ηταν τόσο γερό που μια απλή ένδειξη καλοσύνης της περνούσε σχεδόν αδιάφορη.
《Ως αντάλλαγμα για το φαγητό θέλω...να μου πεις το όνομα σου》 είπε χαρωπά ο νεαρός και ολόκληρο το πρόσωπο του φωτίστηκε από το πλατύ χαμόγελο του καθώς κοίταξε στα μάτια την σοκαρισμένη κοπέλα
《Μόνο αυτό;...Είσαι πολύ περίεργος όπως τα ρούχα σου》ψιθύρισε η κοκκινομάλλα και συνέχισε να τρώει , κλωτσωντας κάτι πετραδάκια που βρισκόταν πάνω στο βρώμικο πεζόδρομο
《Chaeri. Αυτό είναι το όνομα μου 》 απάντησε και τα μεγάλα μελί μάτια του Henri γυαλισαν από ενθουσιασμό
《Σαν το κεράσι. Χαχα έχεις και κόκκινα μαλλιά . Σου ταιριάζει》είπε ο νεαρός και πέταξε το λευκό ξυλάκι του γλειφιτζούριου στον μικρό κάδο δίπλα του καθώς ανακάτεψε τα ξεραμενα μαλλιά του , εξακολουθωντας να έχει στα κατακόκκινα χειμωδη χειλη του αυτο το ηλίθιο χαμόγελο
Η κοπέλα σκόπευε να τον διόρθωσει και να του εξηγήσει πως το όνομα της γράφοταν διαφορετικά από τη λέξη κεράσι όμως για κάποιο λόγο προτίμησε να κοίταξει το χαμόγελο του Henri.
Στη ζωή της είχε δει πολλών ειδών χαμόγελα οπότε ήξερε πολύ καλά να ξεχωρίζει αυτούς που έδιναν ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ο Henrico δεν ήταν από αυτούς τους τύπους ανθρώπων.
Δεν γνώριζε σχεδόν καθόλου τη Chaeri και όμως της έδινε ένα γνήσιο, ζεστό χαμόγελο που θα έδινε καποιος σε ένα στενό φίλο.
《Το διάλλειμα μου τελείωσε, πρέπει να επιστρέψω στην δουλειά. Τα λέμε στο μαθημα》 ανακοίνωσε ο Henri καθώς χαιρέτησε την κοπέλα και έτρεξε προς την είσοδο του μαγαζιού πρώτου προλαβει να τον χαιρέτησει η Chaeri η οποία ήταν απασχολημένη στο να καταβροχθίζει το τελευταίο κομμάτι της μπαγκέτας
'Πολύ περίεργος αυτός ο Henri' σκέφτηκε η νεαρή και συνειδητοποίησε πως όση ώρα μιλούσαν ο άντρας δεν την πλησίασε ποτέ ούτε την έκανε να αισθανθεί άβολα με τη ματια του
Ίσως και να μην τόσο άσχημα το να μιλάει με τον τυφώνα χρώματων. Αποκλειεται. Ήταν πολύ ενθουσιώδης για τα γούστα της .
¤¤¤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top