4: ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ

🦋

Είχε ξεχάσει πώς είναι να ξυπνάει μετά από πιοτό. Είχε ξεχάσει να έχει αυτόν τον αμυδρό πονοκέφαλο και το αίσθημα ζαλάδας, όπως και τη δυσωδία που κυβερνά ολόκληρο το σώμα. Είχε ξεχάσει να ανησυχεί για εκείνον, είχε ξεχάσει να είναι άνθρωπος. Κι όλα επανήλθαν στη μνήμη του, το επόμενο πρωί.

     Μύρισε το χνώτο του και αηδίασε. Το φιλί της... Αυτή η μυρωδιά είχε κάτι απ' το φιλί της. Έκλεισε τα μάτια για να σκεφτεί κάτι άλλο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε ευθύς αμέσως από το κρεβάτι. Λόγω άδειας τού επιτρεπόταν να επιστρέψει στο δικό του σπίτι, μα εκεί, ο Οσκούρο ένιωθε πως δεν είχε να συμβάλει σε κάτι. Πως κανείς δεν το περίμενε. Για αυτό και παρέμεινε στο δωμάτιο που του είχε παραχωρηθεί στην έπαυλη.

     Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του και έπειτα έκανε κάτι που καθόλου δεν του άρεσε. Στάθηκε στον καθρέφτη να χαζεύει το είδωλό του, να εξετάζει τις μόνιμες πληγές, τα εγκαύματα που του στέρησαν το μισό του πρόσωπο. Τα ψηλάφισε, τα επεξεργάστηκε. Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του δίχως αυτά. Δίχως τη μάσκα. Προσπάθησε να πιστέψει και πάλι σε εκείνον, στη φυσιογνωμία που ο ίδιος ο Θεός τού χάρισε.

     Είναι η στιγμή που νιώθεις χαμένος, άσιμος και αποκρουστικός. Είναι η στιγμή που τα λόγια μόνο μιας μητέρας σε συνεφέρουν και σε χαϊδεύουν. Όμως για εκείνον, δεν υπήρχε ούτε αυτό. Ούτε η μητέρα του, ούτε και η Ελίζαμπεθ που της χρωστούσε την ίδια του τη ζωή.

     Ένα τσούξιμο στη μύτη τον έκανε να νιώσει αδύναμος. Του έλειπε η μητέρα του, ο αδερφός του, ο πατέρας του, η Ελίζαμπεθ, η Νορέγια**...Οι άγγελοι του... Του έλειπε η αληθινή ζωή, η ζωή που έπρεπε να παραγκωνίσει, να ξεχάσει και να προχωρήσει ανάμεσα στις σκιές.

     Έσφιξε τις γροθιές και χτύπησε το μάρμαρο του νιπτήρα. Το περισσότερο προσωπικό έλειπε σε άδεια και είχε το ελεύθερο να ψάξει για τυχόν πληροφορίες, όσον αφορά την ανιψιά της Βέρας, όπως της έταξε την προηγούμενη βραδιά να κάνει, στο μπαρ.

     Έκανε ένα γρήγορο ντους για να ξυπνήσει. Περιποιήθηκε τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά του, πιάνοντας τα σε πλεξούδα. Και αφού αφιέρωσε λίγο χρόνο για εκείνον, ετοιμάστηκε για το πρώτο στάδιο της αποστολής.

     Στοχάστηκε καλά τους διαδρόμους της βίλας, που, έτσι κι αλλιώς ήξερε να τους διασχίζει με κλειστά μάτια, αλλά και το ενδεχόμενο να υπάρχει κάποιος διαθέσιμος φύλακας εν ώρα εργασίας. Κανονικά, αυτό το πόστο, καθώς και ο προγραμματισμός του, ανήκουν στον ίδιο, μα ο Πιοτρ φεύγοντας διέταξε αυστηρά την ξεκούραση του έμπιστού του. Όταν βεβαιώθηκε πως εκείνη τη στιγμή δε θα έπεφτε μούρη με μούρη με κάποιον συνάδελφο, κατευθύνθηκε προς τις σκάλες, που οδηγούσαν κάτω.

     Φτασμένος στους μείον δύο, εντελώς χαλαρός πριν στρίψει για το δωμάτιο του εμπορεύματος, αντιλήφθηκε την παρουσία ενός φύλακα. Πισωπάτησε και κρύφτηκε. Τι στο διάολο να του πω τώρα; Δεν έχω λάβει καμία εντολή για διακίνηση του εμπορεύματος κι αν μαθευτεί η παρουσία μου εδώ, θα κινήσω υποψίες.
    
Ανέβηκε έναν όροφο στο γκαράζ. Έβγαλε το κινητό και κάλεσε το αφεντικό στην ειδικά προσαρμοσμένη, κρυφή απ' το σύστημα εντοπισμού, εφαρμογή. Μόνο μέσω αυτής επικοινωνούσαν όταν πρόκειται για δουλειά, αλλά και αυτό γινόταν συνθηματικά.

     «Αγορίνα μου, καλημέρα. Μη μου πεις πως τώρα ξύπνησες! Γιατί εγώ ακόμα να κοιμηθώ», κάγχασε ειρωνικά.

     Γέλια ανδρικά και γυναικεία έπαιξαν στο ηχείο και ο Οσκούρο φρόντισε να εκμεταλλευτεί την χαλαρότητα της στιγμής.

     «Μια από τα ίδια. Για αυτό σας τηλεφώνησα άλλωστε. Ακολούθησα τις συμβουλές σας και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, με περιμένει το πρόσωπο σε ξενοδοχείο... Και ξέρετε, ψάχνουμε κάτι να φτιαχτούμε. Εκείνη δηλαδή...»

     Ακούστηκε ήχος αναπτήρα. Προφανώς άναψε ένα ακόμα πούρο.

     «Ωπ! Να η ευκαιρία να φτιαχτείς και εσύ λίγο, δεν κάνει κακό. Άκου, θα κατέβεις κάτω στο δωμάτιο, ξέρεις ποιο λέω. Σημείωσε νούμερο 12. Από εκεί να πάρεις. Εκεί είναι το καλό».

     «Μεγάλη διαδικασία για φτιαγμένο τύπο. Κάτι πιο κοντά;»

     Ήξερε τι έκανε ο Οσκούρο. Ο Πιοτρ ποτέ δεν άφηνε άσπρα στοιχεία στους προσωπικούς του χώρους, παρά μόνο στο σακάκι του. Και βεβαίως, ποτέ δε μιλούσε για τα γούστα του. Ουδέποτε είχε κάνει χρήση ουσιών, μα αυτό κανείς δεν το γνώριζε. Η ερώτηση ήταν παραπλανητική.

     «Όχι, φυσικά! Έλα, μη στερείσαι αδίκως την απόλαυση. Κατέβα. Κι όπως είπαμε, βάλε γκολ!»

     Η συνομιλία έληξε και ο Οσκούρο χαμογέλασε λοξά, με το μισό στόμα να καλύπτεται ελαφρώς από την υφάσματινη, πρόχειρη μάσκα. Κατάφερε και πήρε την άδεια εισόδου, πολύ εύκολα, εξαιτίας της απαράμιλλης εμπιστοσύνης που το αφεντικό τού είχε.

     Πήρε ύφος βαρυσήμαντο και συνέχισε την πορεία. Εκεί, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον φύλακα.

     «Πώς πάει; Έχω εντολή να περάσω».

     Εκείνος έγνεψε καταφατικά και έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά απ' τη ζώνη του, ψάχνοντας το αντίστοιχο κλειδί της εξωτερικής πόρτας. Ο Οσκούρο τον διέκοψε, συγκρατώντας επιβλητικά τα χέρια του.

     «Πρώτα θα τηλεφωνήσεις στον ανώτερό σου, να επιβεβαιώσεις την εντολή που σου αναφέρω κι ύστερα θα μου ανοίξεις. Ποτέ δεν ανοίγουμε αυτή την πόρτα, χωρίς την έγκριση του ανώτερου. Εντάξει; Τελευταία φορά που σε πιάνω αδιάβαστο».

     «Καλά ντε, μη βαράς! Αφού είσαι το τσιράκι του αφεντικού, ήμουν σίγουρος πως θα είχες και την έγκριση».

     Τον στραβοκοίταξε με σηκωμένο το φρύδι. Λίγοι ήταν οι αλάνθαστοι και αφοσιωμένοι σ' αυτή τη δουλειά. Δυστυχώς, αυτό το διαπίστωνε καθημερινά.

     «Αν εννοείς πιστός και όχι ρουφιάνος, τότε ναι, είμαι το τσιράκι του».

     Το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα σηκώθηκε κι ύστερα ακολούθησε το ρολό ασφαλείας. Με το άνοιγμα του διακόπτη, μεταλλικές ντουλάπες στη σειρά εμφανίστηκαν στον μικρόχωρο. Ο Οσκούρο, γνωρίζοντας τα κατατόπια και τα μυστικά, μέτρησε επτά βήματα. Έσκυψε και ψηλάφισε το έδαφος. Άνοιξε την παλάμη, χτύπησε το γυαλιστερό πλακάκι και το αναποδογύρισε. Ένα μόνιτορ ζητούσε κωδικό ασφαλείας. 77-27-033 πληκτρολόγησε.

     Στη συνέχεια, οι ντουλάπες στριφογύρισαν, παίρνοντας τη θέση τους μικρές θυρίδες στις οποίες απαιτούνταν, εξίσου, κάποιος κωδικός. Ο Οσκούρο τους ήξερε όλους. Ήταν πλήρως ενημερωμένος• σε περίπτωση που κάτι συμβεί στο αφεντικό, έπρεπε να υπάρχει κάποιο ικανό πρόσωπο, που να μπορεί να προσφέρει ασφάλεια και σωστή διαχείριση των πραγμάτων.

Πληκτρολόγησε τον κωδικό, με υποσημείωση τον αριθμό 12. Η συγκεκριμένη θυρίδα άνοιξε.

     «Μπορείς να πηγαίνεις. Όταν σε χρειαστώ, θα σε φωνάξω», υπέδειξε στον άλλον και έμεινε μόνος.

     Έσκυψε ξανά. Έσβησε τον αριθμό 12 και τον αντικατέστησε με το 3. Εκεί υπήρχαν μόνο φακέλοι. Χαρτιά με ονόματα και κωδικοποιημένες εξισώσεις. Ο Οσκούρο ήξερε να τα ερμηνεύσει και κατεύθεινε το δάχτυλο στη λίστα με τα ονόματα. Στο μεταξύ, δεν ξεχνούσε να ελέγχει το μέρος, σε περίπτωση που κάποιος κάνει την ανεπιθύμητη, για την ώρα, εμφάνισή του.

     «Ήρθε η ώρα σου... Για να δούμε, κύριε Σοκολόφσκι, πού βρίσκεσαι και τι κάνεις», ψιθύριζε την ώρα που έψαχνε για το αρχικό ες (S) τού ονόματός του, αφού ήταν σίγουρος πως ο Πιοτρ, θα είχε συναλλαγές μαζί του.    
    
Και δεν άργησε να το εντοπίσει, δεν έπεσε έξω! Ο Σοκολόφσκι δούλευε για τον Πιοτρ και ο Σοκολόφσκι με τη σειρά του, είχε τους δικούς του υπαλλήλους.

     Έψαξε για οφέλη, πληρωμές και ποσότητες. Το επόμενο ραντεβού, η επόμενη προμήθεια που έπρεπε να σταλεί στο Μεξικό, ήταν κλεισμένο για σήμερα. Και μέσα σε παρένθεση το γράμμα {Θ} δηλαδή θηλυκό. Η παράδοση, λοιπόν, θα γινόταν από θηλυκό. Συγκεκριμένα από βαποράκι του Σοκολόφσκι.

     Κοίταξε το ρολόι του. Το ραντεβού ήταν προγραμματισμένο σε δύο ώρες από τώρα και χωρίς να καθυστερήσει περισσότερο, τράβηξε μια φωτογραφία τα στοιχεία του ενδιαφερόμενου προσώπου, παραμένοντας ψύχραιμος.

     Αφού πήρε όλα όσα ήθελε να συγκεντρώσει, σφράγισε όσα παραβίασε και κάλεσε μέσα τον φύλακα.

     «Σε ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση. Τα λέμε αργότερα και μην ξεχνάς να ακολουθείς το πρωτόκολλο». Τον χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε βιαστικά.

     Αναγκαστικά, για να μην του προσάψουν το οτιδήποτε, μιας και σε κάθε γωνιά της οικίας, υπήρχε κρυφή κάμερα, επέσπευσε τη διαδικασία και έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σαν να τον περίμενε στα αλήθεια το πρόσωπο στο ξενοδοχείο.

     Αποχαιρετώντας και πάλι την πιο ήσυχη, καθημερινή και προσεγγίσιμη εικόνα του, φόρεσε το λευκό του κοστούμι, τη χρυσή, γυαλιστερή μάσκα, τα χρυσά γάντια και μάζεψε την πλεξούδα σε έναν χαλαρό, χαμηλό και μικρό κεφτέ. Αν και καθόλου σίγουρος για το αν επιθυμούσε πραγματικά να διεκπεραιώσει τη συγκεκριμένη αποστολή, επειδή δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να εμπλακεί, αποφάσισε να το πράξει, ακόμα κι αν στο τέλος δεν είχε σκοπό να μοιραστεί τις πληροφορίες. Για κείνον όταν κάτι άρχιζε έπρεπε να υπάρχει και συνέχεια και σαφώς και τέλος. Και από τη στιγμή που η Βέρα τού απευθύνθηκε, εξομολογούμενη τις ανησυχίες της για ένα πρόσωπο που και ο ίδιος κάποτε ήθελε να μάθει το παρελθόν του, βρήκε την αφορμή και να το κάνει.

     Χρησιμοποίησε το δικό του αυτοκίνητο και όχι της υπηρεσίας, προσπαθώντας να προστατεύσει την κατάσταση όσο μπορούσε. Αγωνιούσε να βρεθεί εγκαίρως στην ώρα της ανταλλαγής, εμπορεύματος με χρήματος και αντιστρόφως, προκειμένου να συναντήσει το θηλυκό βαποράκι. Ίσως και να ήταν εκείνη η ανιψιά της Βέρας. Αναρωτήθηκε αν ποτέ της είχε περάσει απ' το μυαλό, η ανιψιά της να εκτελεί την ιδιότητα αυτή.
    
Πάτησε γκάζι. Η ώρα πλησίαζε και έπρεπε να περάσει και από τον υποχρεωτικό έλεγχο κατά την είσοδό του στο αεροδρόμιο. Για ξεκάρφωμα, έσερνε μαζί του μια τετράγωνη βαλίτσα με ελάχιστο ρουχισμό στο εσωτερικό της. Μα το δυσκολότερο σημείο, ήταν η στιγμή που έπρεπε να αποχωριστεί έστω και για δευτερόλεπτα τα χρυσά του αξεσουάρ, καθώς στα μάτια των εργαζομένων φαίνονταν ύποπτα, ακόμα κι αν ο σαρωτής δε χτυπούσε. Έπρεπε να ήξεραν αν κάτω από αυτό το σκληρό σχέδιο, υπήρχε και κάτι ακόμα.

     «Παρακαλώ. Αφαιρέστε τα», του υπέδειξε η γυναίκα στον έλεγχο και ο Οσκούρο πήρε μια βαθιά ανάσα.

     Τη στιγμή που το μισό του πρόσωπο εντυπωσίαζε τα γυναικεία -κυρίως- πλήθη, όπως και το ρωμαλέο του σώμα, σαν έβγαζε τη μάσκα και τα γάντια, και το αλλοιωμένο παραμορφωμένο του δέρμα έβγαινε στη φόρα, όλα άλλαζαν. Οι ματιές γίνονταν εντονότερες, οι εκφράσεις ένα μόνιμο συνοφρύωμα... κέρδιζε η αποστροφή. Και η ισχυρή προσωπικότητα του Οσκούρο καλυβόταν από τη θλίψη, τη χαμηλή αυτοπεποίθηση, την ηττοπάθεια της ανθρωπότητας. Αποθητικός, ασήμαντος, άσχημος.

     Ύστερα, σαν τα χρυσά γάντια κι η μάσκα επέστρεφαν, η ασχήμια υποχωρούσε και το ψέμα σκέπαζε την αλήθεια που πονά. Τότε ανάσανε ξανά.

     Η νέα εικόνα του Σαντιάγκο*, μετά τις χειρουργικές επεμβάσεις που υποβλήθηκε, από τους σπουδαιότερους και κορυφαίους χειρούργους στην Ευρώπη, είχε χαραχτεί βαθιά μέσα του. Το πρόσωπό του, με τα χρόνια θα επανερχόταν. Μπορεί, όχι στο αρχικό στάδιο, μπορεί, όχι σε τέλειο βαθμό, μα θα επανερχόταν. Σε αντίθεση με εκείνον που, καιρό με τον καιρό, ένιωθε οι ψυχικές δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν. Να υποκύπτει και να νιώθει σαν μια οντότητα σκοτεινή. Αόρατη από τους πάντες.

     Ίσως για αυτό να είχε επιλέξει εκείνον, η Νορέγια... Επειδή ήταν άνθρωπος. Ενώ ο ίδιος, σαν έβγαζε τη μάσκα έμοιαζε με τέρας.

     «Μπορείτε να περάσατε».

     Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε και ο Οσκούρο βάλθηκε να ντύνεται και να κουμπώνεται, όσο έτρεχε για να προλάβει. Έξαφνα, ενώ η αγωνία τον κατέτρωγε, στα δεξιά, γύρω στα πεντακόσια μέτρα, εντόπισε μια πανέμορφη νεαρή, που τόλμησε και της έδωσε λίγη παραπάνω προσοχή. Έπειτα εκείνη, άρχισε να βηματίζει γρηγορότερα και να λαχανιάζει. Είχε άγχος.

     Τα πεντακόσια μειώθηκαν στα εκατό μέτρα απόστασης. Εκείνη δεν τον είχε πάρει χαμπάρι, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να τελειώσει. Να τερματήσει ζωντανή. Είχε ιδρώσει, έτρεμε. Ένα λευκό πανί απλώθηκε στο πρόσωπό της και ο Οσκούρο κατάλαβε. Πάντα καταλάβαινε. Πάντα μπορούσε να διακρίνει τους ανθρώπους του συναφιού του.

     Την είδε να διαφεύγει στις κοινές τουαλέτες κι ύστερα σε μια απόμακρη πόρτα, πιθανόν την αποθήκη. Προσπάθησε να την ακολουθήσει, μα οι καθαρίστριες τριγύριζαν δεξιά και αριστερά, με μια σφουγγαρίστρα στο χέρι. Ήξερε, ο Οσκούρο ήξερε. Η μικρή κινδύνευε, αν δεν έφτανε εγκαίρως, η μικρή θα πέθαινε.

     Έτρεξε στις τουαλέτες. Έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και ξέρασε στους νιπτήρες. Ύστερα ούρησε έξω από το καπάκι της λεκάνης και έπειτα βγήκε στον διάδρομο, με μύτη σουφρωμένη και με ένα βλέμμα αηδίας.

     «Το συνηθίζετε αυτό στη Ρωσία; Δεν ντρέπεστε λίγο; Το μέρος βρωμοκοπάει! Παρακαλώ, σας θεωρώ υπεύθυνη για το χάλι που εκεί μέσα επικρατεί!» φώναξε προσβεβλημένος στην πρώτη καθαρίστρια που συνάντησε και όταν εκείνη αντίκρισε το αηδιαστικό θέαμα στις τουαλέτες, κάλεσε τη συνάδελφο και κλειδώθηκαν μέσα, ώσπου το πλακάκι να γυαλίσει, κρατώντας τες απασχολημένες.

     Βρήκε την ευκαιρία και τρύπωσε στη μικρή αποθήκη. Τα μάτια του, έπεσαν αμέσως στην κοπέλα, πεσμένη στα τέσσερα να προσπαθεί με τη λιγοστή δύναμη που της είχε απομείνει, να αποβάλει μέσα σε έναν κουβά και τα υπόλοιπα σακουλάκια, όμως δεν τα κατάφερε. Λίγο πριν της μιλήσει, ο οργανισμός παραιτήθηκε και η δίμετρη καλλονή, σωριάστηκε στο έδαφος.

     Ο Οσκούρο άνοιξε το ντουλαπάκι εργασίας.
Βρήκε καθαρτικό. Έσκυψε με το γόνατο στο πάτωμα, πήρε το γυναικείο κορμί στην αγκαλιά του, της άνοιξε με το ζόρι το στόμα και άρχισε να την ποτίζει.

     Έντονος βήχας, πνίξιμο σκότωσαν τον λαιμό της, και χωρίς να το καταλάβει, έφτυνε ένα ένα το εμπόρευμα. Όταν συνήλθε και βρήκε τη μιλιά της, γούρλωσε τα μάτια, έκανε μια βουτιά προς τα πίσω και τον έσπρωξε με δύναμη στην πόρτα.

     «Ποιος στο διάολο είσαι εσύ; Τι θες εδώ μέσα; Κάνε την, θα σε σκοτώσω!»

     Ο Οσκούρο παρατήρησε τη μαύρη πατημασιά στο λευκό πουκάμισο και εξαγριώθηκε. Αρκέστηκε σε μια επίμονη ματιά.

     «Τι κοιτάς; Δεν άκουσες τι σου είπα; Δρόμο!»

     Σηκώθηκε προσεκτικά και σκουπίστηκε. Βεβαιώθηκε πως ήταν όλος στην εντέλεια και της έδειξε τα πεσμένα φακελάκια.

     «Μάζεψέ τα και γρήγορα. Οι συναλλαγές εκπληρώνονται τη συμφωνημένη ώρα, ούτε δέκα λεπτά παραπάνω».

     Όταν της θύμησε τα σακουλάκια, σαν αγριόγατα αντέδρασε, προσπαθώντας να τα συγκεντρώσει αθόρυβα σε μια μικρή σακούλα.

     «Ποιος σε έστειλε; Αν δε μου πεις, θα σε σκοτώσω!»

     Ο Οσκούρο την έπιασε απ' το χέρι και με μια κίνηση τη σήκωσε ψηλά, διακόπτοντας το μάζεμα της. Την κοίταξε απόλυτα, όσο εξέταζε τη μορφή της.

     «Κινδυνεύεις. Αυτό για αρχή...»

     Την άφησε να πέσει πάλι κάτω και να συνεχίσει να μαζεύει το σκόρπιο εμπόρευμα. Όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνει εκεί μέσα, έστριψε το πόμολο και δίχως να την κοιτά μες στα μάτια, συμπλήρωσε.

     «Και για να τελειώνουμε, δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Τα όπλα και τα στιλέτα δεν περνούν ανεντόπιστα. Κινδυνεύεις», της ξανά είπε και εξαφανίστηκε.


     Προφανώς, δεν την παράτησε απροστάτευτη όπως ήθελε να νομίζει πως είναι. Παρά έκατσε κρυμμένος μέτρα μακριά, περιμένοντας να τη δει να φεύγει. Όταν αυτό συνέβη και το εμπόρευμα παραδόθηκε, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. Σίγουρα η εμφάνιση του Οσκούρο την τάραξε και τη γέμισε με υποψίες, όμως δεν έπαυε να αποτελεί και τον μικρό σωτήρα της, καθώς, αν δεν κατάφερνε να ξεράσει τις ουσίες, πολύ πιθανό ήταν, τα σακουλάκια να σκάσουν και... να πέθαινε. Του το χρωστούσε λοιπόν.

     Βλέποντάς την να αποχωρεί, κυρίαρχα και θηλυκά, στο μυαλό του σημείωσε την κάθε αναλογία του σώματός της, την κάθε γραμμή του προσώπου της.

     Πού έμπλεξες μικρή...

     Συλλογίστηκε τρομοκρατημένος. Γιατί τελικά, οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Η Κίρα ήταν η ανιψιά της Βέρας. Και η Κίρα, το βαποράκι του Σοκολόφσκι...



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top