2: ΟΣΚΟΥΡΟ






Το τηλέφωνο χτύπησε και εκείνος βιάστηκε να απαντήσει στον πρώτο χτύπο κιόλας. Για την ακρίβεια, σαν έβλεπε το όνομά του να εμφανίζεται στην οθόνη, πάντα στον πρώτο χτύπο απαντούσε, χωρίς καμία καθυστέρηση. Προσπαθούσε να είναι εκεί, όποτε τον ζητούσε, πανταχού παρών, να προλαβαίνει κάθε ύποπτη κίνηση, να ξέρει τι θα κάνει προτού του ανακοινωθεί. Ωστόσο, εκείνο το κάλεσμα δεν το περίμενε, ήταν αιφνίδιο.

     «Σε περιμένω στο γραφείο», ακούστηκε η φωνή από την άλλη γραμμή.

     «Όπως επιθυμείτε», του απάντησε κοφτά.

     Πριν εγκαταλείψει το πόστο του, φρόντισε να αντικατασταθεί η παρουσία του, από έναν συνάδελφο, όπου και έσπευσε να καλύψει αμέσως τη θέση. Μετέπειτα, σίγουρος πως δεν είχε αφήσει κάποια εκκρεμότητα πίσω, οδηγήθηκε στο γραφείο του εργοδότη του. Του αμείλικτου αφεντικού, που όμως εκείνος, είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του με το σπαθί του. Με πολλή δουλειά και την ακμαία αφοσίωσή του. 

     Φτασμένος στον όροφο, διέκρινε την ανοιχτή πόρτα. Παρόλ' αυτά, χτύπησε τρεις φορές ρωτώντας αν του επιτρεπότανε η είσοδος.

     «Πέρασε, Οσκούρο. Δε χρειάζεται να ρωτάς, αν και ομολογώ πως η ευγένεια είναι μία απ' τις αρετές σου».

     Η ογκώδης σκιά γέμισε το δωμάτιο κρύβοντας το φως που έμπαινε απ το παράθυρο. Η φιγούρα του, κέρδιζε τις εντυπώσεις με το ρωμαλέο κορμί, το πλούσιο μαλλί και τα χρυσά αξεσουάρ του. Έμοιαζε με ήρεμο λιοντάρι, που δεν ήξερες πότε είχε σκοπό να γρυλίσει ή να επιτεθεί.

     Υποκλίθηκε, στάθηκε μπροστά του και σταύρωσε τα χέρια χαμηλά, περιμένοντας να ακούσει τι θα τον πληροφορούσε.

     Το αφεντικό έσβησε το πούρο που είχε ανάψει, του έκανε νόημα να κλείσει την πόρτα και να καθίσει στην καρέκλα αντικριστά του. Ο Οσκούρο υπάκουσε. Έπειτα τού πρότεινε να γεμίσει ένα ποτήρι βότκα και για 'κείνον.

     «Δεν πίνω εν ώρα υπηρεσίας. Είναι σημαντικό να έχω τον έλεγχο» του υπενθύμισε.

     «Σου δίνω ρεπό. Τώρα μπορείς να πιεις άφοβα» του υπέδειξε, σπρώχνοντας το αδειανό ποτήρι στη μεριά του, με δύο πάγους στον πάτο του.

     Σερβιρίστηκε με μία απ' τις καλύτερες βότκες, παρότι δε συνήθιζε να καταναλώνει αλκοόλ, ακόμα και εκτός υπηρεσίας.

     «Μήπως προτιμάς τεκίλα; Μα τι πίνετε εκεί στην Αργεντινή;»

     «Κυρίως μάτε και κρασί. Αλλά εγώ δεν προτιμώ κανένα απ' τα δύο».

     «Για αυτό μ'αρέσεις, φίλε μου, γιατί είσαι μετρημένος άνθρωπος, εγκρατής. Ξέρεις πότε πρέπει να μιλήσεις και τι να πεις. Τέλος πάντων, αυτό που είπα προηγουμένως περί άδειας, ισχύει. Για το επόμενο δεκαήμερο είσαι ελεύθερος, δε θα σε χρειαστώ».

     Ο Οσκούρο έσμιξε τα φρύδια. Ο Πιοτρ, στον ένα χρόνο που βρισκόταν στην υπηρεσία του, άλλη μια φορά το είχε κάνει μόνο, μα και αυτή, επί σοβαρού σκοπού.

     «Επιτρέπεται να ρωτήσω το γιατί; Θέλω να πω, όπου κι αν πρέπει να ταξιδέψετε, οφείλω να είμαι στο πλευρό σας. Αυτή είναι η δουλειά μου. Είστε σίγουρος πως δεν υπάρχει θέμα να μείνω πίσω;»

     Έσιαξε το λευκό σακάκι που φορούσε. Στην έπαυλη, όλο το προσωπικό ήταν ντυμένο στα λευκά. Έτσι και ο Οσκούρο, μέσα στο άσπρο του κοστούμι εναρμονιζόταν υπέροχα με το λευκόχρυσο τοπίο.

     «Μείνε ήσυχος, δεν πρόκειται για επαγγελματικό σκοπό. Πρόκειται για ταξίδι αναψυχής, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι. Γυναικείος μπελάς... Δε χρειάζομαι προστασία. Επιπλέον θέλω να ξεκουραστείς. Δουλεύεις ασταμάτητα 24 στα εφτά. Προτείνω να πάρεις το κορίτσι σου, αν υπάρχει βεβαίως, και για δέκα μέρες να αλεγκράρεις. Εντάξει;»

     Του χτύπησε φιλικά τον ώμο για να τον καθησυχάσει, αφού ήξερε πως ο υπάλληλός του δε θα έφευγε αν πρώτα δε σιγουρευόταν για τις προθέσεις του. Ως προστάτης είχε μάθει να σέβεται και να διαβάζει πίσω από τις λέξεις. Και αυτό προσπαθούσε να διαλευκάνει τώρα, αν πίσω από τις λέξεις, περίτεχνα κρυβόταν η αλήθεια.

     «Ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε βρει το κακό, μα δεν επιμένω περισσότερο. Αν υποπτευθείτε κάτι, τηλεφωνήστε και σε μία ώρα θα βρίσκομαι εκεί, μαζί σας. Απλώς υποσχεθείτε πως δε θα παραλείψειτε. Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Και ακόμα κι αν δεν επιλέξετε εμένα, σίγουρα πρέπει να πάρετε κάποιον άλλον μαζί σας».

     Ο Πιοτρ γέλασε σαρκαστικά με το επαγγελματικό του πείσμα.

     «Αφού δε θα πάρω εσένα, δε θα πάρω κανέναν. Έλα, πιες μια γουλιά, μην είσαι ξενέρωτος».

     Τσούγκρισαν τα ποτήρια και ήπιαν μονορούφι το μισό περιεχόμενο του ποτηριού τους. Ο λαιμός έτσουξε και αργότερα ο πνεύμονας κάηκε. Ο Οσκούρο θυμήθηκε μία από εκείνες τις εξαντλητικές βραδιές, που προσπαθούσε να μαζέψει τη μεθυσμένη Νορέγια... Τα διάσπαρτα κομμάτια της ψυχή της, μετά από κάποια συναυλία. Συλλογίστηκε τα καταστροφικά αποτελέσματα που ο εθισμός μπορεί να φέρει και ανατρίχιασε!

     «Ορίστε, μια χαρά το κατέχεις το άθλημα! Μην αντιστέκεσαι», τον πείραξε και επανέλαβε την προηγούμενη ερώτηση. «Λοιπόν, δεν απάντησες, πώς θα γεμίσεις τον ελεύθερο χρόνο σου, για όσο καιρό θα λείπω;»

     Ο Οσκούρο το σκέφτηκε λιγάκι.

     «Όπως τα ξέρετε, στην προπόνηση».

     Στο άκουσμα της απάντησής του, ο Πιοτρ πήρε ένα ύφος πατρικό, απ' αυτό που δανειζόταν κάθε σαββατοκύριακο σαν συναντούσε την έφηβη κόρη του.

     «Θα σε φάει η δουλειά και η προπόνηση, καημένε. Τέτοιος παίδαρος δεν επιτρέπεται να μην κυκλοφορεί με κάποια γυναίκα». Πήρε το κομπολόι που είχε ακουμπισμένο στο γραφείο, ανάμεσα σε μια τριάδα κεριών και το έπλεξε στα δάχτυλά του. «Και είμαι σίγουρος πως δε φταίει αυτό», έδειξε τη χρυσή μάσκα που κάλυπτε τη μισή, καμένη πλευρά του προσώπου του, «αλλά αυτό», και τελείωσε με το να δείχνει τον κρόταφο, εννοώντας το μυαλό του. «Τι σε βασανίζει; Τι είναι αυτό που σε κρατά μακριά απ την περιπέτεια;» Έκατσε δίπλα του, στην επιφάνεια του γραφείου, αφήνοντας το ένα πόδι να ταλαντεύεται στον αέρα.

     Ο Οσκούρο ξαναγέμισε το ποτήρι με βότκα. Ξεφύσησε και επέτρεψε στον εαυτό του να χαλαρώσει και για μια στιγμή να ξεχάσει την επαγγελματική τους σχέση. Κοίταξε την ώρα. Έλυσε τα μαλλιά, που πλέον έφταναν στη μέση της ραχοκοκαλιάς και αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του, ένα κομμάτι απ' την κρυμμένη του αλήθεια. Ένα κομμάτι τόσο δα μικρό, που του στοίχισε τα πάντα.

     «Δεν απέχω από την περιπέτεια. Από τον συναισθηματισμό απέχω. Πιστέψτε με, έχει τεράστια διαφορά».

     Η έκφρασή του σκοτείνιασε. Τα δάχτυλα σεργιάνισαν στο ξύλο του γραφείου σε μια αμήχανη στιγμή. Έφταιγε η βότκα για τις ξαφνικές μνήμες. Για το άνοιγμα εκείνης της πόρτας που δεν άνοιγε ποτέ...

     «Ένα χρόνο πριν, αποφάσισα να εγκαταλείψω τα πάντα και να έρθω να ζήσω εδώ, στη Μόσχα. Όμως πίσω, δεν άφησα μόνο τη δουλειά, το σπίτι μου και κάποια τιμαλφή που χρόνια σύλλεγα. Άφησα και ανθρώπους... σημαντικούς ανθρώπους».

     Χαμήλωσε το βλέμμα για να κρύψει τα τυρκουάζ, μελαγχολικά μάτια που έγιναν ένας θανατερός συνδυασμός μπλε μαύρου. «Τους σημαντικούς ανθρώπους τους κουβαλάς παντού, όσο μακριά κι αν πας. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει και πάντα θα πονάει».

     Αισθάνθηκε ευάλωτος. Μια χορδή μέσα του τον συμβούλεψε να μη συνεχίσει να ανοίγει την καρδιά του και όπως εύκολα ξεκλείδωσε την πόρτα, άλλο τόσο την σφράγισε ξανά, ανασηκώνοντας τους ώμους.

     «Ομολογώ πως δεν περίμενα τέτοια εξομολόγηση από σένα, κι αν και δεν ταυτίζομαι απόλυτα, μπορώ να πω πως καταλαβαίνω».

     Το ποτήρι του Οσκούρο άδειασε ξανά, μα δε ζήτησε επανάληψη. Τα πάθη μάς κυριεύουν. Τα πάθη μάς σκοτώνουν. Δεν πρέπει να έχεις, ούτε να αποκτήσεις πάθη.

     «Κάποια στιγμή θα ταυτιστείτε απόλυτα. Κι αν αυτή η στιγμή δεν έρθει ποτέ, τότε να ξέρετε πως κάτι σπουδαίο δε γνωρίσατε ακόμη: την αληθινή αγάπη».  

     Ο Πιοτρ άφησε ένα λεπτό χαμόγελο, σαν ξυράφι, να του ξεφύγει, εννοώντας πολλά. Κατέβηκε από το γραφείο και επέστρεψε στη μεγάλη του καρέκλα.

     «Αυτά που ακούω μου αρέσουν μόνο στην πατρική εκδοχή τους. Ως αφεντικό και φίλος, δεν το δέχομαι. Κοίτα τη ζωή σου, Οσκούρο. Από τα λεγόμενά σου καταλαβαίνω ότι για θηλυκό μιλάς.  Οι γυναίκες, αγόρι μου, έρχονται και φεύγουν. Καριόλες. Κι αν μείνουν, έχουν τον σκοπό τους. Όλοι έχουν κάποιο συμφέρον και αναλόγως πράττουν. Βάλτο καλά στο μυαλό σου αυτό».

     Τελείωσε και εκείνος το ποτό του και φόρεσε την καμπαρντίνα του.

     «Χάρηκα που τα είπαμε, μα το καθήκον με καλεί. Θα πεταχτώ στα παιδιά για τα λογιστικά. Εσύ φρόνιμα. Ετοιμάσου για ξεκούραση. Στο επανιδείν».

     Του χτύπησε την πλάτη και αποχώρησε. Ο Οσκούρο έμεινε μόνος να αναλογίζεται καταστάσεις, συμβάντα, πρόσωπα. Ξεροκατάπιε και χάιδεψε το κοντό του μούσι. Οι αναμνήσεις πάντα ξυπνούν, πάντα βασανίζουν. Κι αν κάποτε λίγο ξεθωριάσουν, εσύ πρέπει να θυμάσαι... ποτέ δε σβήνουν. Ποτέ.

     Δίπλωσε το μανίκι του αριστερού χεριού και το σήκωσε ως τον αγκώνα, εκθέτοντας τα τατουάζ, που η υπηρεσία εν ώρα εργασίας απαγόρευε να φανερώνει, χαζεύοντάς τα. Έπειτα τα έτριψε με τα δάχτυλά του. Το μελάνι ακλόνητο, κατάμαυρο, όψη δεν άλλαζε, σχήμα δεν άλλαζε. Μα ήταν εκεί, για πάντα θα ήταν κολλημένη εκεί, αυτή η φράση που δεν είχε χαραχτεί μονάχα στο χέρι, μα και στην καρδιά του.

     Norellita.


                                  ~ ~ ~ ~ ~




Θα λέγαμε ότι τα λόγια του Πιοτρ, σε τελική ανάλυση κατάφεραν να εισχωρήσουν στο υποσυνείδητο του Οσκούρο, αφού μόλις ο ήλιος εξαφανίστηκε και η υγρασία της νύχτας άρχισε να παγώνει περισσότερο το ήδη στρωμένο χιόνι, αποφάσισε να σπάσει τις άμυνές του και μια φορά να το ρίξει λίγο έξω και να επισκεφθεί τον μοναδικό φίλο που είχε αποκτήσει στον χρόνο όπου και διέμενε στη Μόσχα, τον Μιχαήλ.

     Ο Μιχαήλ δούλευε πίσω απ' το μπαρ. Φοιτητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο τελευταίο έτος, πάσχιζε για το νυχτοκάματο προσπαθώντας να βιοποριστεί μόνος χωρίς να λαμβάνει κάποια βοήθεια. Το πρωί διάβαζε, το βράδυ πότιζε θαμώνες και μη, μοίραζε ποτά και μάρκες στις εργαζόμενες. Σημείωνε σε μια κόλλα χαρτί πόσες κέρδιζαν από τους πελάτες και ταυτόχρονα έκανε ταμείο. Ενώ το χαρακτηριστικό εκείνου του μαγαζιού ήταν η φαινομενική κομψότητα. Προτιμούσε να συνεργάζεται με καθωσπρέπει παρουσίες και κυρίως, με μη αλκοολικούς. Πιστέψτε με, το τελευταίο ήταν σπάνιο φαινόμενο.

     Τα βήματά του, εκεί τον οδήγησαν λοιπόν. Στο γνωστό κλαμπ, που όσο η ώρα περνούσε, έπαιρνε τη μορφή του μπαρ. Αλλά πήγε τόσο νωρίς, που, ο Dj ακόμα δεν είχε δυναμώσει τη μουσική στα ηχεία και ο φίλος του καθάριζε τον πάγκο.

     «Ωπ! Δεν το πιστεύω! Κάποιος μου κάνει πλάκα... Ο Οσκούρο σε κλαμπ; Τι παίζει με την πάρτη σου, φίλε μου; Για έλα, έλα να σε κεράσω μια βότκα απ' τις καλές!»

     Ο μπάρμαν ενθουσιάστηκε στην άφιξή του. Ο Οσκούρο ήταν ένα αγαπητό πλάσμα, πολυσυζητημένο, ακριβοθώρητο. Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα, προσκαλώντας τον να κάτσει στο ψηλότερο σκαμπό της μπάρας. Εκείνος έγνεψε καταφατικά με ένα αγνό μειδίαμα να διαγράφεται στα χείλη και δέχτηκε να καθίσει. Οι υπόλοιποι εργαζόμενοι, μη συνηθισμένοι σε πελάτες που φορούν χρυσές μάσκες, κρύβοντας το μισό τους πρόσωπο, έκαναν νόημα στον Μιχαήλ να τον διώξει, όταν επενέβει ο πορτιέρης του μαγαζιού.

     «Για να τον άφησα να περάσει, κάτι ξέρω. Ηρεμήστε παιδάκια! Ο Οσκούρο είναι χρυσό παιδί! Δικός μας», τους αντιγύρισε καταλυτικά, κλείνοντας το μάτι σε όσους ήξεραν τι εννοούσε με αυτό το δικός μας.    

     Ο Μιχαήλ που γυάλιζε με ένα πανί τα τελευταία ποτήρια, ξέσπασε σε γέλια. Ο φίλος του, ναι μεν ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος τύπος, με άγρια και σκοτεινά χαρακτηριστικά, γνώστης πολεμικών τεχνών και όπλων, μα η ψυχή του ήταν τόσο καθαρή, τόσο αληθινή, σαν μικρού παιδιού! Στην πιάτσα, το όνομα Οσκούρο ήταν συνδεδεμένο με τον τίτλο υπασπιστής του καλού, αφού ο μόνος εχθρός που είχε, ήταν το κακό. Όπως και μια άλλη ψυχή, πολλά χιλιόμετρα μακριά, τον παρομοίαζε με άγγελο...

     Ο Οσκούρο χαμογέλασε πλατιά, κάτι που έκανε σπάνια αφήνοντας να φανεί το διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο μπροστινά του δόντια. Λόγω της μοναχικής ζωής που είχε επιλέξει να ακολουθεί, ορισμένες συμπεριφορές τού φαίνονταν ακαταλόγιστες και αστείες.

     «Τόσο τρομακτικός είμαι τελικά;» Ρώτησε τον Μιχαήλ, την ώρα που ακουμπούσε με τον αγκώνα στον πάγκο, πίνοντας νερό.

     «Δε συναντάς συχνά τύπους σαν εσένα, ρε φίλε! Ειδικά στη Ρωσία. Οι περισσότεροι είναι ψηλόλιγνοι, ανοιχτόχρωμοι, με πλατιά μέτωπα και άτριχοι. Εσύ είσαι ακριβώς το αντίθετο. Εντάξει, κρατάμε μόνο το ψηλός! Πώς πάν' τα κέφια; Σου επέτρεψε ο άλλος να αφήσεις το παλάτι του;» ειρωνεύτηκε και έκανε κίνηση να τον κεράσει το πρώτο ποτό της βραδιάς.

     Εκείνος δέχτηκε το κέρασμα, υποδεικνύοντας τη δική του οινοπνευματώδη επιλογή.

     «Να προσέχεις τις λέξεις που χρησιμοποιείς, μικρέ Ρώσε. Εγώ δεν επιτρέπω σε κανέναν να μου επιβληθεί. Μόνος θέλω και προσφέρω τόση αφοσίωση». Δοκίμασε το ποτό. Έγλειψε τα χείλη. «Αν συνεχίσω έτσι, θα καταλήξω μεθυσμένος. Αφήνομαι στα χέρια σου».

     «Είσαι σωστός! Υπερασπίζεσαι το χέρι που σε ταΐζει. Σου το δίνω». Συμπλήρωσε στον πάγκο ξηροκάρπια και συνέχισε. «Και έπειτα μην αγχώνεσαι! Να πιεις όσο θες. Θα σε επιστρέψω εγώ στο διαμέρισμά σου. Θα ζητήσω να λείψω μισή ωρίτσα και ξαναγυρνάω. Φτάνει να καθίσεις να περάσουμε καλά. Το φιλαράκι μου ήρθε να μην το νοιαστώ; Εξάλλου δεν πιστεύω να σου είναι αδιάφορο το μέρος. Έχουμε πανέμορφες υπάρξεις εδώ, νά, αν γυρίσεις το κεφάλι σου θα το διαπιστώσεις και μόνος σου».

     Φαίνεται πως σήμερα είχαν βαλθεί να τον αποκαταστήσουν βλέποντάς τον μονάχο.

     «Πιστεύεις πως για να περάσει καλά κάποιος, είναι απαραίτητη και μια γυναίκα στο πλευρό του;»

     Ώρες ώρες αισθανόταν σαν τον γέροντα φιλόσοφο της παρέας, μιας και πρόσφατα πάτησε το τριακοστό έκτο έτος της ηλικίας του, τη στιγμή που ο φίλος του διένυε το εικοστό τέταρτο.

     «Όχι, δεν πιστεύω πως μια γυναίκα φέρνει την ευτυχία. Απλώς σε νοιάζομαι και όσο να 'ναι, θα χαιρόμουν να σε δω λίγο πιο ανάλαφρο και ξέγνοιαστο».

     Του χτύπησε το σβέρκο και του γύρισε την πλάτη, προκειμένου να πάρει την πρώτη παραγγελία. Στο μεταξύ, ο Οσκούρο κοσκίνισε την απάντηση του φίλου του, βουτώντας στην ψυχή του. Πόσα ήξερε και πόσα άφησαν να εννοηθούν μέσα σε τόσο λίγες λέξεις, με επίκεντρο την προσωπική του διάθεση;

     Μέσες άκρες τού είχε μιλήσει για τη χρονιά στην Αργεντινή. Για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, τη σχέση που ανέπτυξαν και την κατάληξή τους. Προτίμησε ποτέ να μην ονομάσει αυτό που αισθάνθηκε για εκείνη. Αυτό που ράγισε όταν έφυγε. Αυτό που ποτέ δεν κατάφερε να της πει. Μα ο Μιχαήλ ήξερε. Καταλάβαινε, διαισθανόταν.

     Το διπλανό σκαμπό τραβήχτηκε με δύναμη και τα ποδαράκια του γρατζούνισαν το πάτωμα. Διέκρινε κόκκινα νύχια να χτυπούν στον πάγκο και μια βαθιά φωνή να ζητάει το πρώτο ποτό.

     «Πιάσε ένα δικό μου ποτό, βρε αγάπη. Απ' το καλό, χωρίς μάρκα. Το θέλω για ζέσταμα. Α, δώσε μου φωτιά! Έφυγα βιαστικά απ' το σπίτι και δεν πρόλαβα να πάρω αναπτήρα».

     Ο μπάρμαν γέμισε ένα χαμηλό ποτήρι με σκέτη βότκα και ελάχιστες σταγόνες, φρέσκου λεμονιού. Της το σέρβιρε.

     «Τι λέει; Η ανιψιά σου καλά; Θα καταδεχτεί καμιά φορά να περάσει από τα μέρη μας; Μας λείπει η αφεντιά της, έτσι να της πεις!»

     Η Βέρα έκατσε σταυροπόδι. Το διχτυωτό καλσόν τρίφτηκε στο δέρμα. Ακούμπησε το κόκκινο τσαντάκι και έβγαλε τα τσιγάρα της. Άναψε ένα και τον κοίταξε.

     «Τώρα ξέρεις πως λες σαχλαμάρες. Η Κίρα πλέον δεν πατά σε τέτοια μαγαζιά. Όχι πως το συγκεκριμένο το θεωρεί κολομάγαζο, μα έχει σηκώσει ψηλά τον αμανέ. Της πέφτουμε λίγοι...»

     Έκανε μια τζούρα και ο καπνός τύλιξε το πρόσωπο του νεαρού.

     «Πάει! Μας την έφαγαν και αυτή τα κυκλώματα. Φαίνεται πως το να είσαι βαρόνος, στις μέρες μας είναι το σπουδαιότερο επάγγελμα. Μου φαίνεται θα αλλάξω προσανατολισμό».

     Ο Οσκούρο ανακάθισε στη θέση του. Τέντωσε τα αυτιά, για να καταλάβει για ποιον βαρόνο έκαναν λόγο.

     «Εσύ γελάς, μα εγώ δεν το βρίσκω καθόλου αστείο. Από τότε που έμπλεξε μαζί του, έχει χάσει το μυαλό της, τον εαυτό της. Προσπαθώ να της μιλήσω, να τη συνεφέρω, μα ό,τι και να πω πέφτει στο κενό. Φοβάμαι για το μέλλον της. Υποχείριο κατάντησε».

     Φτάνοντας το ποτό στη μέση, η ματιά της έπεσε στον διπλανό της. Όμορφο παλικάρι. Γεροδεμένο και μυστήριο, σκέφτηκε. Έκανε νόημα στον Μιχαήλ, ότι θα τον πλησιάσει. Εκείνος, σχεδόν τη διέταξε να το κάνει. Αναθάρρεψε και τον πλησίασε.

     «Το μόνο που μπορώ να πω για σένα, με σιγουριά, είναι πως δεν είσαι Ρώσος», του είπε και έφερε το σκαμπό, δίπλα στο δικό του.

     Η μουσική δυνάμωσε. Κόσμος σιγά σιγά κατέφθανε στο κλαμπ. Ζευγάρια στο βάθος του σκοταδιού, μοναχικοί άντρες περιμετρικά, δολώματα για τις όμορφες εργαζόμενες.

     Χωρίς να την κοιτάξει, σηκώθηκε, έσπρωξε το σκαμπό παραδίπλα, μένοντας όρθιος και φώναξε στον φίλο του.

     «Ένα ποτό», ζήτησε για λογαριασμό της και εκείνη χαμογέλασε που κέρδιζε την πρώτη μάρκα τόσο απλά, με μία μόνο πρόταση.

     Πήρε θάρρος και πλησίασε πιο κοντά.

     «Έχεις δίκιο, Βέρα, δεν είμαι Ρώσος. Είμαι ο Οσκούρο με καταγωγή από την Αργεντινή».

     «Αργεντίνος; Και πώς στο καλό βρέθηκες από τη Λατινική Αμερική στη Ρωσία; Και αυτό στα μούτρα γιατί το φοράς; Πρέπει να είσαι όμορφος άντρας, αν κρίνω από το υπόλοιπο φανερό σου παρουσιαστικό».

     Γέλασαν ταυτόχρονα. Το είχαν αυτό το στοιχείο οι Ρωσίδες. Όχι οι μικρές, αλλά οι γυναίκες στην ηλικία της Βέρας, εκεί, γύρω στα 40 με 45. Ήταν ακομπλεξάριστες, έξω καρδιά και πάντα με ένα σχόλιο στο στόμα.

     Χαμογέλασε λοξά. Συνηθισμένος πια σε τέτοιες ερωτήσεις.

     «Και δε σου φαινόταν πως είσαι τόσο περίεργη».

     Χτύπησαν τα ποτήρια τους και τότε πέρασαν αμέσως στο επόμενο. Η γλώσσα λύθηκε, η Βέρα έγινε διαχυτική, ο επαγγελματισμός πέρασε στο αίμα της. Μύρισε χρήμα, μύρισε φρέσκο αίμα, μύρισε μοναξιά και όρμησε.

     Πλησιάζοντάς τον, κατέβασε τον κόκκινο κορσέ να φανούν κι άλλο τα στήθη, ανακάτεψε τα ξανθά της μαλλιά και αντικατέστησε τη φιλική διάθεση με μια πιο λάγνα.

     «Ακόμα διαχέεται στην ατμόσφαιρα το άρωμά σου κι ας έχει περάσει ώρα... Μου αρέσουν οι άντρες που μυρίζουν ωραία. Ξυπνούν τις ορμές μου».

     Η κίνηση του σώματος, ολοκληρωτικά στραμμένη σε εκείνον, πρόδιδε το ερωτικό της ενδιαφέρον. Παρ' όλα αυτά, η δική του στάση δε μαρτυρούσε το ίδιο.

     Παράτησε το ποτό του και στάθηκε να την παρατηρεί. Ήταν κοντά στο ύψος και αυτό έκανε ακόμα πιο ελκυστική την επαφή.

     «Δεν έχεις να πεις κάτι; Οκέι, άστο πάνω μου».

     Ένα ερωτικό κομμάτι μέθυσε τις αισθήσεις της. Πήρε την πρωτοβουλία να τον αγγίξει, ακουμπώντας τις παλάμες στο στήθος του, θαυμάζοντας ενδόμυχα τη στιβαρότητά του. Λίκνιζε το κορμί της, κοντά στο ακίνητο δικό του. Το βλέμμα της τον κάρφωνε, τον καλούσε, βασανιζόταν που δεν ανταποκρινόταν.

     Σταύρωσε τα χέρια στον αυχένα του και τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του, ενώ κάποιο μέρος του, ήταν επικαλυμμένο με τη μάσκα. Συνέχισε να χορεύει με εκείνον να έχει τα χέρια στις τσέπες.

     «Δε σου περνάω αδιάφορη, το ξέρεις. Μην αντιστέκεσαι. Ό,τι γίνεται τη νύχτα, μένει στη νύχτα...»

     Η ίδια πήρε τα χέρια του και τα εναπόθεσε στη μέση της. Προς έκπληξή της, δεν τα μάζεψε και η ελπίδα της ζωντάνεψε ξανά. Αναθάρρεψε και κόλλησε το μεγάλο στήθος της στο δικό του. Έκανε μια προκλητική φιγούρα, γονατίζοντας στα πόδια του.

     Σφύριξε στον φίλο του για την επόμενη παραγγελία και ο Μιχαήλ, σαν είδε τον κολλητό να καλοπερνά χάρηκε πολύ!

     «Άνοιξε της, μια Dom Perignon», του υπέδειξε.

     Ο μπαρτεντερ έτριψε τα δάχτυλά του στον αέρα, θέλοντας να του υπενθυμίσει πως η συγκεκριμένη σαμπάνια κοστίζει ακριβά.

      «Αυτό που σου 'πα» επέμεινε.

     Η Βέρα χόρευε και το ταμείο γέμιζε. Οι μάρκες συλλέγονταν, ο ιδιοκτήτης έτριβε τα χέρια από χαρά, όμως εκείνη δεν έμενε ικανοποιημένη. Ήθελε αυτόν. Ήθελε ο Οσκούρο να ενδώσει. Για χάρη της να πέσει στα πατώματα, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Έμοιαζε με ένα προσωπικό της στοίχημα.

     Ο εγωισμός της, δε χαλιναγωγήθηκε λεπτό και προέβη σε μια πράξη, που η πολιτική του μαγαζιού απαγόρευε. Με ένα σάλτο ανέβηκε στη μπάρα. Καθιστή όπως ήταν, οι μαύρες μπότες της στράφηκαν στο στήθος του Οσκούρο, τύλιξαν τα φτερά του θώρακα και τον τράβηξαν στην αγκαλιά της, χαρίζοντάς του βλέμματα και χάδια, γεμάτα υποσχέσεις. Η κατάσταση ξέφευγε, το αφεντικό έκανε γκριμάτσες ζητώντας να την κατεβάσουν, καθώς η ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της κατέβαζε σε επίπεδο το μαγαζί, που, σχεδόν όλο, είχε στραμμένη την προσοχή πάνω της. Τον άφησε ελεύθερο για να θωπεύσει το κορμί της, κοιτάζοντας πάντα τον Οσκούρο.

     «Άλλη μία» δήλωσε στον μπάρμαν και το μπουκάλι τοποθετήθηκε δίπλα στο άλλο.

     Λίγο πριν το τραγούδι τελειώσει, άρπαξε τη σαμπάνια, την άνοιξε, ήπιε λαίμαργα αφήνοντας μεγάλες σταγόνες να στάξουν στο στήθος της και τον προκάλεσε να έρθει κοντά της. Το αρσενικό υπάκουσε και η ευκαιρία να παρατηρήσει σε απόσταση αναπνοής τα χαρακτηριστικά του έφτασε. Το τυρκουάζ χρώμα των ματιών, τα μαύρα φρύδια, τη γαμψή μύτη, τις ουλές που έκρυβαν μια τρομακτική ιστορία. Ήταν ελκυστικός, ήταν ένα πανέμορφο, σκοτεινό όνειρο.

     Του 'δωσε να πιει και εκείνος το κατέβασε αχόρταγα δίχως αντιρρήσεις, κοιτώντας τον χορό που πρόσφερε για χάρη του.

     Το τραγούδι τελείωσε και ο Οσκούρο την προσγείωσε στο έδαφος με ευλάβεια, ερχόμενος σε επαφή με τα γυμνά της πόδια. Ύστερα γύρισε και ζήτησε λογαριασμό. Η Βέρα σάστησε.

     «Τι, θα φύγεις; Μήπως θες να συνεχίσουμε αλλού;» τον ρώτησε προσποιητά πονηρά, ενώ μέσα της ήξερε, πως τελικά το στοίχημα το έχασε.

     Ο Μιχαήλ τού ανήγγειλε το ποσό και έλαβε τα μετρητά χωρίς καθυστέρηση.

     «Πολύ νωρίς δεν είναι για να πας σε ξενοδοχείο;» αστειεύτηκε μιας και δεν ήξερε τι υποβόσκει, «τόσο πολύ δεν κρατιέσαι;»

     Του χαμογέλασε ειλικρινά. Σεβόταν το νοιάξιμο του φίλου του.

     «Το αντίθετο, φίλε μου. Επειδή κατάφερα να συγκρατήσω τις ορμές μου, για αυτό θα φύγω» επισήμανε, μπερδεύοντάς τον περισσότερο για το τι ισχύει τελικά. «Έχω άδεια για το υπόλοιπο της εβδομάδας. Να έχεις τον νου σου! Σε ευχαριστώ για σήμερα».

     Πριν αποχωρήσει από το νυχτερινό μαγαζί, όφειλε να απολογηθεί και σε εκείνη. Ίσιωσε το λευκό σακάκι, πήρε το αριστερό της χέρι και το έφερε στα χείλη του.

     «Εκθαμβωτική! Είσαι μια πραγματική επαγγελματίας, όμως μάντεψε... εγώ δεν ψάχνω για μια επαγγελματία.

     Ίσως πιστέψατε πως ο λόγος του ακούστηκε ειρωνικός, μα η αλήθεια ήταν πως ο Οσκούρο δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση, πέρα από το να φερθεί αξιοπρεπώς, όπως έκανε σε κάθε θηλυκό.

     Η Βέρα τον κοίταζε ενεή. Πρώτη φορά της συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Όχι μόνο δεν καταδέχτηκε να χορέψουν, αλλά έφευγε και νωρίτερα; Τι θα σκέφτονταν οι υπόλοιπες για την τύχη της;

     «Θες να μου πεις πως όλα αυτά που σήμερα έκανα, τα έκανα για να σου αποσπάσω μερικά ποτά και λίγες σαμπάνιες; Πως όλο αυτό ήταν στο παιχνίδι;»

     Φίλησε τα δάχτυλά της. Τρυφερά, σαν να την ήξερε.

     «Θέλω να πω πως υπάρχουν στιγμές που ο επαγγελματισμός πρέπει να διαφέρει από την αληθινή επιθυμία». Με την ανάστροφη της παλάμης του, χάιδεψε το μάγουλό της. «Καμιά φορά η υπερπροσπάθεια χάνει». Άφησε το χέρι της με σεβασμό και έκανε να φύγει, όταν τον έπιασε με δύναμη από το μπράτσο. Αν δεν του το πρότεινε τώρα, δε θα γινόταν ποτέ.

     «Στάσου, νομίζω πως είσαι ο άνθρωπός μου. Και δεν εννοώ αυτό που τώρα καταλαβαίνεις. Εννοώ πως ξέρω τι επαγγέλεσαι. Τέτοια παρουσία δεν ξεχνιέται εύκολα. Δεν ξεχνιέσαι, Οσκούρο. Σε έχω δει να ακολουθείς τον Πιοτρ. Είσαι το δεξί του χέρι. Είμαι σίγουρη πως μπορείς να με βοηθήσεις».

     Η ομολογία της, του φάνηκε ενδιαφέρουσα. Ύψωσε το φρύδι και της ζήτησε λεπτομέρειες, δίχως να επιβεβαιώσει τίποτα απ' όσα του είχε προσάψει. Απομακρύνθηκαν και συνέχισε να του μιλά.

     «Ψάχνω κάποιον να ανακαλύψει την κρυφή ταυτότητα ενός βαρόνου, χωρίς ο ίδιος να γίνει αντιληπτός. Επιθυμώ να μάθω τι σκοπούς διαθέτει για την ανιψιά μου. Να μάθω πώς την κρατάει στα δεσμά του... Δε με καλύπτουν όσα κατά καιρούς ισχυρίζεται για αυτή τη σχέση. Πρέπει να ξέρω».

     Τα μάτια του τη διαπέρασαν, σαν να την έβγαζαν ακτινογραφία. Αφότου εγκατέλειψε την Αργεντινή, παράτησε και αυτό το ύφος προστασίας: να δουλεύει ιδιωτικά, κυρίως για λογαριασμό νέων, ερωτευμένων κοριτσιών. Την τελευταία φορά που το έκανε, καταστράφηκε. Όχι σωματικά, ψυχικά. Για αυτό και δίσταζε. Παρόλ' αυτά, κάτι τέτοιο δε φάνηκε.

     «Ένα όνομα και ένα τηλέφωνο θέλω», της είπε και εκείνη δοκίμασε να ζητήσει ένα χαρτί από τον Μιχαήλ, να του το δώσει για να σημειώσει, μέχρι που την πρόλαβε.

     «Δεν είναι αναγκαίο. Απλά να τα προφέρεις σωστά».

     Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε με το όνομα.

     «Αλεξέι Σοκολόφσκι», και ακολούθησε το νούμερο του κινητού της.

     Έβαλε τα χέρια στις τσέπες αρκετά σκεπτικός. Υποκλίθηκε αμίλητος, χωρίς να σχολιάσει κάτι περαιτέρω και αποχώρησε από το κλαμπ. Έφυγε από ένα μέρος που ποτέ δε θα του ταίριαζε να συχνάζει όσο κι αν το προσπαθούσε.

     Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, η μουσική χάθηκε. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο. Το αλκοόλ... Το αλκοόλ είχε κάψει τα σωθικά του, όπως κάποτε έκαιγε και τα δικά της. Έγινε σαν εκείνη, αισθάνθηκε όπως εκείνη. Μπήκε στη θέση της, αφουγκράστηκε τον εθισμό της. Η θύμησή της, το όνομά της, όλα διαγράφονταν λεπτομερώς. Όλα πονούσαν. Όλα. Μα περισσότερο αυτή η αίσθηση του κενού, που με τίποτα δεν έλεγε να γεμίσει...

     Norellita.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top