1: ΧΡΥΣΟ ΒΑΠΟΡΑΚΙ
🌻
Έξω χιόνιζε. Η Κόκκινη Πλατεία χανόταν στη λευκή πάχνη και οι ψηλοί τρούλοι έμοιαζαν με γιγάντιες χιονόμπαλες. Το θερμόμετρο έδειχνε στους -19 και τα κορμιά, όσο μπορούσαν προστατεύονταν στη ζεστασιά του σπιτιού, με τα θερμαντικά σώματα να δουλεύουν πυρετωδώς και οι αχνιστές σούπες στο τραπέζι να έχουν την τιμητική τους. Όμως εκείνη... διέφερε. Εκείνη χρησιμοποιούσε την κρύα ομορφιά σαν φόντο, νομίζοντας πως παίζει στον κινηματογράφο. Είχε βυθιστεί στο καυτό νερό, μέσα σε υδρατμούς και σαπουνάδες. Βούταγε το κεφάλι, λες και κολυμπούσε στη θάλασσα, κι όταν δεν είχε άλλη ανάσα, επέστρεφε στην επιφάνεια.
Η θέα ήταν μαγική. Βρισκόταν στον 12ο όροφο του κτιρίου και από εκεί ψηλά, μπορούσε να δει το χιονισμένο τοπίο σαν σε πορτρέτο, σαν σε όνειρο. Τον Καθεδρικό ναό του Αγίου Βασιλείου με τον φωτεινό θόλο και τους πολύχρωμους τρούλους, τις γύρω κατοικίες, τους καθεδρικούς ναούς του Κρεμλίνου. Μια ιστορία. Όλα ευδιάκριτα. Όλα μαγικά.
Έπινε βότκα λεμόνι σε ψηλό ποτήρι και έτρωγε κατεψυγμένα φρούτα. Ζούσε ένα παραμύθι, που στην ανήλικη ζωή της, ούτε στη φαντασία της δεν το είχε οραματιστεί. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά επειδή φάνταζε άπιαστο.
Τη στιγμή που ο αέρας σφύριζε σαν τρελός, δυνάμωσε τη μουσική στα ηχεία για να μην της αποσπά την προσοχή, έκλεισε τα βλέφαρα και βούτηξε ξανά μέσα στο ζεστό νερό. Η ατμόσφαιρα θα άλλαζε τελείως, όταν άκουσε κλειδιά να πέφτουν δυνατά στο γυάλινο τραπέζι και τη βαριά φωνή να την καλεί.
«Κίρα, είμαστε μόνοι;»
Αυτό ήταν τόσο ξαφνικό, που με τέτοια φόρα που έβγαλε το κεφάλι μέσα απ' το νερό, κατάφερε να χύσει τη βότκα στο χαλί.
«Πιο ήσυχα, αγάπη μου, με τρόμαξες και έριξα το ποτήρι... Και το ξέρεις, δε μ' αρέσει να αφήνω μισοτελειωμένο ποτό».
Δεν έδειχνε πρόθυμη να αποχωριστεί το χαλαρωτικό της μπάνιο και του ζήτησε να της δώσει ακόμη ένα ποτήρι. Ο Αλεξέι ξεφύσησε. Προμηθεύτηκε ακόμη ένα κρυστάλλινο ποτήρι, το γέμισε βότκα λεμόνι και έπεσε στα γόνατα. Βύθισε το χέρι στο ζεστό νερό και μετέφερε στην καμπύλη του λαιμού της, όσο μπόρεσε, με εκείνο να αργοκυλάει και να χαράσσει γραμμές.
«Έχεις υπέροχο λαιμό. Όπως οι κύκνοι. Ψηλός, απαλός...»
Πλησίασε το βρεγμένο δέρμα της και συγκράτησε το υγρό στοιχείο που έτρεχε, με τη γλώσσα. Το βλέμμα είχε επικεντρωθεί στην επιβλητική ομορφιά της, όσο εκείνη απολάμβανε τα χάδια του, με ριγμένο το κεφάλι προς τα πίσω.
«Μη γίνεσαι γραφικός, Αλεξέι. Κάθε μέρα μου το λες». Γέλασε αυτάρεσκα και τα χείλη της, πρόλαβαν να αρπάξουν το τελευταίο του δάχτυλο, δαγκώνοντάς το. «Πες μου, γιατί επέστρεψες τόσο νωρίς; Τι έχει συμβεί;»
Της πρόσφερε το ποτό στα χέρια και ακούμπησε τους αγκώνες στην άκρη της μπανιέρας. Παρέμενε γονατιστός, κοιτώντας την στα μάτια.
«Για αρχή, ας χαμηλώσουμε τη μουσική», της υπέδειξε και η ένταση έπεσε. Αφού ξερόβηξε και προετοίμασε τον πρόλογο του, της απάντησε. «Θέλω να κάνεις κάτι για μένα, χωρίς να φέρεις αντιρρήσεις».
Το υπεροπτικό της ύφος, μεμιάς σβήστηκε απ' το πρόσωπο. Έκατσε ανακούρκουδα μέσα στο νερό, χάνοντας την αυτοκυριαρχία. Σαν να μίκρυνε ξαφνικά, ήπιε μια ακόμη γουλιά και τον προέτρεψε να της αναφέρει το σχέδιο.
«Είμαστε σύμφωνοι. Θέλω μόνο το πλάνο».
«Αυτό είναι το κορίτσι μου».
Κροτάλισε τα χέρια του και έβγαλε κάτι από την τσέπη. Το έφερε τόσο κοντά της, ώστε να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
«Κατάπιε το. Αυτό και άλλα τόσα που θα σου δώσω, και σου υπόσχομαι... σύντομα εμείς οι δύο θα γίνουμε οι πλουσιότεροι αυτής της χώρας, μωρό μου. Εμπιστεύσουμε και κατάπιε τα».
Έμεινε να τον κοιτάζει ανέκφραστη. Για μια στιγμή πίστεψε πως η μικρή θα δείλιαζε, θα έκανε πίσω ρισκάροντας να χάσει όλα όσα μέχρι τώρα είχε αποκτήσει με τόσο κόπο.
Ξέσπασε σε γέλια. Γουλιές βότκας πετάχτηκαν απ' το ποτήρι πιτσιλώντας τον.
«Τι με κοιτάς; Πίστεψες έστω και για μια στιγμή πως θα αρνηθώ; Έλα, ας μη χρονοτριβούμε. Ετοίμασε την παράδοση και δώσε όνομα και διεύθυνση».
Κατέβασε το ποτό της μονοκοπανιά.
Απήλαυσε για λίγο ακόμη το ζεστό νερό και έπειτα τυλίχτηκε με το βαμβακερό μπουρνούζι της, αποχωρώντας. Το νερό κυλούσε στις γάμπες και έπεφτε στο πλακάκι σχηματίζοντας μικρές, διάσπαρτες λιμνούλες.
Κατευθύνθηκε στην γκαρνταρόμπα. Σε λίγο θα ερχόταν αντιμέτωπη με τον σκληρό χειμώνα της Μόσχας και έπρεπε να εφοδιαστεί καταλλήλως, ώσπου την είδε να διαλέγει τη λεοπάρ γούνα και τη σταμάτησε αμέσως.
«Θησαυρέ μου, μην ξεχνάς: πρέπει να είσαι διακριτική. Προτίμησε τη συνθετική».
Του ρίξε μια υποτιμητική ματιά. Σήκωσε το πηγούνι και κοίταξε το ντύσιμό της στον καθρέφτη.
«Είναι το γούρι μου, το ξέρεις, δύσκολα την αποχωρίζομαι». Έκανε μια στροφή να δει την εφαρμογή του καινούργιου παντελονιού στους γοφούς της. «Και σήμερα αισθάνομαι πως πρέπει να τη φορέσω».
Ο Αλεξέι την κόλλησε στον καθρέφτη, σφαλίζοντας τα χέρια της πισθάγκωνα. Χαμήλωσε το πρόσωπο στον λαιμό της, φιλώντας τον. Έξαφνα άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το είδωλό του στον ολόσωμο καθρέφτη. Εκείνο το μαυροντυμένο με τα γκρίζα μούσια και μαλλιά. Έπειτα στράφηκε στο δικό της είδωλο. Εκείνο το ψηλόλιγνο, με το καφετί καρέ και της ψιθύρισε.
«Δε θέλω να το πω δεύτερη φορά. Εντάξει, θησαυρέ μου;»
Τράβηξε απότομα το δεξί μανίκι της γούνας αφήνοντας γυμνό τον ώμο της, τη φίλησε στον κρόταφο και έκανε να φύγει. Φτάνοντας στην πόρτα, πείραξε τα κουμπιά του πουκαμίσου του.
«Για το καλό μας γίνονται όλα. Μη σκεφτείς στιγμή πως λειτουργώ ατομικά».
Η Κίρα θυμωμένη, με σφιγμένα χείλη και υγρά μάτια, φόρεσε τη συνθετική γούνα, τον σκούφο και τις μπότες. Μόρφασε τα χείλη και τον προσπέρασε, αφήνοντας τον αγκώνα να έρθει σε σύγκρουση με τον δικό του.
«Και αυτό να είχες σκοπό, Σοκολόφσκι, να σαι σίγουρος πως δε θα το επέτρεπα. Μπρος, φύγαμε».
Το γοργό της βήμα ακολούθησε ο αγαπημένος της γάτος ο Μίσα. Αυτός ο ιδιαίτερος, λιλιπούτειος φιλαράκος με το άτριχο δέρμα, τα μυτερά αυτιά και τα πράσινα μάτια. Ήταν Sphynx*, η ράτσα που απεχθάνεται το κρύο και τη βγάζει μόνο σε ζεστό χώρο και μάλλινες κουβέρτες.
Η Κίρα τον πήρε είδηση και έσκυψε να τον αποχαιρετήσει. Σούφρωσε τα χείλη και του ζούληξε παιχνιδιάρικα την κοιλίτσα του.
«Αχ, Μίσα, είσαι πάντα τόσο γλυκός! Έλα, πάψε να γουργουρίζεις, δε θα σ' αφήσω να περιμένεις πολύ» τον διαβεβαίωσε, του πείραξε τη μουσούδα και συνέχισε να βηματίζει με τον σύντροφό της, περνώντας στον ανελκυστήρα.
Τσέκαρε το μακιγιάζ της, για τελευταία φορά, όταν τη διέκοψε.
«Και τι δε θα 'δινα να με αγαπούσες όσο τον Μίσα».
Εκείνη γέλασε. Στην αρχή γλυκά, μετά χλευαστικά.
«Άσε τις βλακείες! Ο Μίσα είναι αδερφούλης, εσύ...»
Ήρθαν κοντά. Το χέρι του άγγιξε τους μηρούς της, κάτω από τη γούνα.
«Εγώ, τι;»
Η έντονη κολώνια επισκίαζε κάθε άλλο άρωμα στον χώρο. Μηδενίζονταν, εξαφανίζονταν. Η παρουσία του κάλυπτε κάθε κενό, φανερό ή μη. Ολοκλήρωνε τα πάντα.
«Είσαι αυτός που μου χαρίζει οργασμούς», απάντησε καταλυτικά και οι πόρτες άνοιξαν, με την Κίρα να προπορεύεται αφήνοντάς τον πίσω.
Δεν ήταν αλήθεια. Ο Αλεξέι δεν ήταν μόνο ο άντρας που της προκαλούσε ερωτική αναστάτωση. Ήταν κάτι παραπάνω, ήταν αυτό που ποτέ δεν ήθελε να παραδεχτεί φωναχτά. Ήταν το αρσενικό που έστειλε σήμα στον πυρήνα της καρδιά της, γιατί μέχρι να εμφανιστεί στη ζωή της, αμφέβαλλε αν στα στήθη υπήρχε κάτι ζωντανό να πάλλεται. Και μεταξύ μας, ακόμα αναζητούσε τις διαφορές ανάμεσα στον έρωτα και την αγάπη.
Κατά την έξοδό τους, της παρέδωσε τη σακούλα με το πράγμα όπως το αποκαλούσαν. Έπειτα κατευθύνθηκαν στο ιδιωτικό πάρκινγκ και ο καθένας μπήκε στο δικό του αμάξι. Πριν οι δρόμοι τους χωρίσουν, κατέβασαν τα παράθυρα και αντάλλαξαν τα τελευταία λόγια, πριν την έναρξη της αποστολής.
«Η διαδικασία πρέπει να γίνει με ταχείς ρυθμούς, αλλιώς κινδυνεύουμε να χάσουμε και το εμπόρευμα, αλλά και σένα. Από την ώρα της λήψης, θα πατήσεις γκάζι και τίποτα δε θα σε σταματήσει. Αν οι συσκευασίες σπάσουν και οι ναρκωτικές ουσίες κυκλοφορήσουν μέσα στο σώμα σου, θα δημιουργηθεί αγγειοσυστολή. Και έπειτα θα έρθουν και τα επόμενα στάδια. Για αυτό βιάσου! Να είσαι συγκεντρωμένη στον σημερινό στόχο και μην επιτρέψεις τίποτα να σου διαφύγει».
Είδε το πρόσωπό της να συσπάται. Φοβήθηκε πως την τελευταία στιγμή θα έκανε πίσω και θα τον άφηνε ξεκρέμαστο. Και όσα όνειρα είχαν πλάσει για ένα λαμπρότερο μέλλον, θα έσβηναν μεμιάς. Μα η αλήθεια διέφερε. Η Κίρα δε φοβόταν, η Κίρα δεν ανησυχούσε πως δε θα τα κατάφερνε. Θα τα κατάφερνε, δε γινόταν διαφορετικά. Αυτό που τη στεναχώρησε και προκάλεσε τη μικρή και ανεξέλεγκτη σύσπαση, ήταν εκείνη η περιθωριοποίηση. Εκείνο το κινδυνεύουμε να χάσουμε και το εμπόρευμα... και σένα. Και σένα... Και;
Αν πραγματικά τη νοιαζόταν και την αγαπούσε, έπρεπε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον σύνδεσμο; Ή θα έπρεπε απλά να της πει αλλιώς θα κινδυνέψεις; Όμως διάλεξε να την τοποθετήσει μετά το και, μετά το εμπόρευμα. Γιατί αυτό ήταν τελικά το σημαντικότερο για τον Αλεξέι. Γιατί η Κίρα ήταν μόνο το χρυσό βαποράκι του. Κι αν ήθελε να επιβιώσει σε αυτόν τον συναισθηματικό σεισμό, αυτό έπρεπε να συνεχίσει να είναι: το χρυσό του βαποράκι. Τίποτα παραπάνω. Το χρυσό βαποράκι, χωρίς καρδιά, χωρίς αγάπη, χωρίς χρώμα.
Τέντωσε το χέρι να πιάσει το πηγούνι της. Εστίασε στην ελιά που είχε κάτω απ' το μάτι και που πρόσθετε μια παραπάνω γοητεία στο σύνολο του προσώπου της.
«Αν πιστεύεις πως δεν μπορείς να ανταπεξέλθεις, καλύτερα να αρνηθείς να το κάνεις».
Έσπρωξε τα δάχτυλά του και κοίταξε το περιεχόμενο της σακούλας. Ήταν 30 συσκευασίες, τυλιγμένες με λάτεξ.
«Πόσα γραμμάρια περιέχει το καθένα;»
«24. Αν τα καταφέρεις, την επόμενη φορά θα μεταφέρεις περισσότερα γραμμάρια. Κίρα, σε ρωτάω για τελευταία φορά, μπορείς να το κάνεις, μωρό μου;»
Έμεινε σε αυτό το τελευταίο μωρό μου. Πόσο επιφανειακό έμοιαζε, πόσο επαγγελματικό. Και τότε πείσμωνε περισσότερο και για κανένα λόγο δεν ήθελε να τα παρατήσει.
«Μπορώ. Σταμάτα να μου φέρεσαι σαν να είμαι πρωτάρα στη δουλειά».
«Στη διακίνηση δεν είσαι πρωτάρα, μα σήμερα θα ακολουθήσεις διαφορετικό δρόμο. Επικίνδυνο δρόμο».
«Να μου έχεις εμπιστοσύνη, σε παρακαλώ. Δε μ' αρέσει να αμφισβητούν τις ικανότητές μου».
Δίχως να σκύψει το βλέμμα, άρπαξε την πρώτη συσκευασία που τα χέρια της βρήκαν, άνοιξε το στόμα και την κατάπιε μ' όλη της την τόλμη. Το ίδιο έκανε και με τις επόμενες 29. Με κάθε επόμενη, το σάλιο στέρευε, ο ουρανίσκος καιγόταν και ο λαιμός μούδιαζε. Ο Αλεξέι την κοίταζε ανήσυχος, όταν κάποια στιγμή γούρλωσε τα μάτια και έφερε το πρόσωπο μπροστά, νομίζοντας πως θα ξερνούσε. Όμως εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε, πάλευε, έπαιρνε βαθιές ανάσες, έσφιγγε σαγόνια και κατάπινε. Όταν πια συμπλήρωσε και τον τελευταίο αριθμό, τον κοίταξε με βαθιά ικανοποίηση και κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Το στάδιο της αποθήκευσης πέτυχε. Εκκρεμούσε η μεταφορά.
Τα παράθυρα έκλεισαν, οι πόρτες του γκαράζ άνοιξαν και τα αυτοκίνητα πήραν τον δρόμο τους. Η Κίρα θα έπραττε γρήγορα, όπως ακριβώς τη συμβούλευσε ο σύντροφός της να κάνει, προτού τα σακουλάκια σπάσουν και οι λευκοί κόκκοι σκορπιστούν στο αίμα της. Άλλη επιλογή δεν είχε.
Ζωή ή Θάνατος;
Θάνατος ή Ζωή;
Τι απ' τα δύο επιλέγεις Κίρα;
Ζωή.
Αυτήν επιλέγω, μα θα το κάνω με τους δικούς μου όρους.
Το αεροδρόμιο απείχε 42 χιλιόμετρα και εκείνη κατάφερε να φτάσει, μόλις σε 25 λεπτά. Όσο τα λεπτά κυλούσαν, ένιωθε να ιδρώνει και να κρυώνει. Ο φόβος περνούσε στις φλέβες της, δίχως να το καταλαβαίνει.
Ο Αλεξέι ακολουθούσε με κάποια απόσταση. Σαν την είδε να σταθμεύει, τη μιμήθηκε, μιας και δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, παρά μόνο να την περιμένει να γυρίσει πίσω. Δηλαδή να επιστρέψει ζωντανή. Αυτή η αποστολή, δεν ήταν απλώς μια επικίνδυνη διαδικασία, ήταν κυριολεκτικά θανατηφόρα. Έφτανε ένα μικρό λάθος για να τελειώσουν όλα, στο τσακ μπαμ!
Το περπάτημά της ήταν νευρικό και ασταθές. Ξαφνικά, τα τακούνια που φορούσε, φάνταζαν με ξυλοπόδαρα, ενώ η γούνα η συνθετική, έμοιαζε ανυπέρβλητα βαριά. Άρχιζε να ζαλίζεται, τα μουρμουρητά του κόσμου να γίνονται ψιθυριστό τραγούδι και τα χρώματα να γυρίζουν. Έχανε την αυτοκυριαρχία της, έχανε τον εαυτό της.
Κινδυνεύουμε να χάσουμε και το εμπόρευμα... και σένα.
Κίρα σύνελθε. Πρέπει να βγάλεις την αποστολή εις πέρας. Πρέπει.
Στηρίχθηκε σε μια κολώνα. Ήπιε κρύο νερό να συνέλθει κι ύστερα δρόσισε το μέτωπό της.
«Δεσποινίς, είστε καλά; Χρειάζεστε βοήθεια; Είστε χλωμή». Ο περαστικός έδειξε ενδιαφέρον, τραβώντας την προσοχή αρκετών άλλων. Ομολογουμένως, αυτό την τάραξε.
«Γυναικολογικά προβλήματα, κύριε. Τίποτα παραπάνω. Σπασίμπα!» του αντιγύρισε χαμογελαστά και κινήθηκε προς τις μπάρες, όπου και εκτελείται σωματικός έλεγχος.
Όταν έφτασε η σειρά της, κατάφερε να ηρεμήσει και να δείξει το σθένος που της έλειπε. Ακούμπησε στο καλάθι ό,τι μεταλλικό είχε πάνω της και πέρασε τις μπάρες. Τη στιγμή που οι Αστυνόμοι την έλεγξαν με ασύρματο τηλεχειριστήριο, εκείνο χτύπησε. Η Κίρα στραβοκατάπιε.
«Ξεχάσατε να αφαιρέσετε τη ζώνη σας» της υπέδειξαν, και προσευχήθηκε να είχαν δίκιο. Στο επόμενο λεπτό, τα λεγόμενά τους επιβαιβεώθηκαν και η Κίρα κατάφερε να περάσει τον έλεγχο αλώβητη.
Ο χρόνος όμως λιγόστευε. Δεν είχε πολλή ώρα ακόμη.
Έτρεξε στις κοινές τουαλέτες. Με κάποιον τρόπο, έπρεπε να ξεράσει και τις 30 μικρές συσκευασίες, χωρίς να γίνει αντιληπτή σε κανέναν. Και αυτό δε θα το κατάφερνε σε μέρος που μπαινόβγαινε κόσμος. Αμέσως άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε κρυφά στην αποθήκη με τα καθαριστικά. Έσκυψε στον κουβά που βρήκε μπροστά της, έχωσε το δάχτυλο βαθιά στο στόμα και ξεκίνησε να ξερνά το εμπόρευμα.
Τα πήγαινε περίφημα. Μέχρι το 13ο τουλάχιστον, τα πήγαινε περίφημα. Ύστερα άρχισε να ζαλίζεται ξανά και να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Όλα σκοτείνιασαν. Τα άκρα της μούδιασαν και πάγωσαν τελείως.
Τη λεοπάρ γούνα μου... Εκείνη έπρεπε να πάρω. Κακώς τον άκουσα και πήρα αυτήν.
Μίσα... Έχεις φάει;
Ακούστηκε ένας γδούπος. Ήταν η Κίρα, που τώρα κειτόταν στο πάτωμα.
*Η γάτα Σφιγξ είναι μια φυλή γάτας γνωστή για την έλλειψη γούνας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top