7: ΠΑΓΙΔΑ

⛓️


Κανονικά, για αύριο ήταν προγραμματισμένη η επιστροφή του Πιοτρ, στη Μόσχα, και αυτή η επιθετική ενημέρωση στον Οσκούρο, από το σταλμένο τσιράκι, λέγοντάς του ότι το αφεντικό επέστρεψε και τον περιμένει στην έπαυλη, πολύ φοβόταν πως είχε συγκεκριμένο σκοπό και ακόμα περισσότερο πως, μια μικρή ατασθαλία του τελικά, θα του κόστιζε ακριβά.

Η ειρωνεία της υπόθεσης ήταν πως ο Οσκούρο, εξαρχής γνώριζε ότι αυτή η εξέλιξη δεν θα είχε αίσιο τέλος, παρόλα αυτά το τόλμησε. Είχε σωστά προβλέψει πως ο γνήσιος αυθορμητισμός του, θα απέβαινε μοιραίος στην επαγγελματική του πορεία και για πρώτη φορά θα καλούνταν να δώσει εξηγήσεις για κάτι που έπραξε.

Φτασμένος στην έπαυλη, απέβαλε και την τελευταία ρανίδα άγχους που μπορεί να είχε και στάθηκε στον κήπο να παρατηρεί το αναμμένο φως απ' το γραφείο του Πιοτρ. Διέκρινε τη σκιά του, να πηγαινοέρχεται, με την πίπα στο χέρι και να ξεφυσάει περιμένοντάς τον. Έκανε αμέσως την αρνητική σύνδεση των πραγμάτων πως, σε λίγα λεπτά από τώρα, ίσως να αποτελούσε παρελθόν για το προσωπικό αυτού του σπιτιού. Ωστόσο παρέμενε ενοχλητικά ψύχραιμος, ατάραχος και συγκεντρωμένος. Επίθετα που του δίδαξαν στη ζωή, πόσο χρήσιμα μπορεί να φανούν, σε κρίσιμες περιπτώσεις σαν και την τωρινή.

Κατάφερνε και προχωρούσε με ραθυμία, δίχως να διακρίνεται καμία διαφορά, καμία ένταση στην κίνησή του. Θα μπορούσαμε να τον παραλληλίσουμε με ένα ήρεμο λιοντάρι, που η χαίτη του στολίζει το μεγαλύτερο μέρος του καμβά, έλκοντας όλα τα βλέμματα.

Λίγο πριν περάσει το κατώφλι της πόρτας, φρόντισε την εμφάνισή του διορθώνοντας τυχόν τσακίσεις και χαλαρώνοντας ελάχιστα, τη σφιγμένη του πλεξούδα.

Χτύπησε τρεις φορές και πέρασε.

Υποκλίθηκε.

«Καλώς γυρίσατε, Πιότρ. Στις υπηρεσίες σας».

     Ο Πιότρ, που τώρα είχε παρατήσει την πίπα του στο γραφείο, έπαιζε νευρικά με ένα μπαλάκι του τένις, το οποίο μία το έκλεινε στις παλάμες του και μία το εκσφενδόνιζε στον τοίχο.

     Κατά την είσοδο του Οσκούρο, κοιτούσε βλοσυρά, σφίγγοντας τα χείλη και τα μάγουλα να έχουν γίνει κατακόκκινα.

     «Πού στο διάολο ήσουν; Τέτοια ώρα εσύ ποτέ δε λείπεις απ' το πόστο σου!»

     Ο Οσκούρο έσμιξε τα φρύδια και κάθισε χωρίς να περιμένει την έγκρισή του. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα και έμπλεξε τα δάχτυλα μεταξύ τους, επιτρέποντας στην κόκκινη πέτρα στο δαχτυλίδι του, να λαμποκοπάει ανενόχλητη.

     «Διορθώστε με αν κάνω λάθος: η άδειά μου, αύριο τελειώνει».

     Το μπαλάκι του τένις χτύπησε με ορμή τον τοίχο και παραλίγο να μην επιστρέψει στις παλάμες του.

     «Για όλα έχεις μία απάντηση βλέπω!» Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, αφήνοντάς την να στριφογυρίζει. «Για να δούμε τότε, τι έχεις να πεις και για αυτά!»

     Ο Πιότρ εκτόπισε έναν φάκελο στην επιφάνεια του γραφείου και από μέσα ξεχύθηκαν τέσσερις φωτογραφίες με πρωταγωνιστή τον... Οσκούρο!

     Η πρώτη φωτογραφία έδειχνε να τραβήχτηκε τη στιγμή που κατέφτανε στο αεροδρόμιο και η δεύτερη, σαν στάθηκε έξω από την πόρτα της αποθήκης. Η τρίτη είχε απαθανατίσει τη στιγμή που βοηθούσε εκείνη την έντρομη νεαρή να συνέλθει, και η τέταρτη έδειχνε την αποχώρησή του, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο, στην εντυπωσιακή Ρωσίδα.

      Αν και δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να ανακαλέσει στη μνήμη του, τη φυσική ομορφιά της Κίρα, εκείνος το έκανε. Μάλιστα θυμήθηκε τα τρεμάμενα χέρια της, το ξερό της στόμα, το λάγνο βλέμμα... το σεξαπίλ που απέπνεε ακόμα και εκείνα τα δύσκολα λεπτά. Ω, ναι! Η Κίρα ήταν ένας λαχταριστός πειρασμός, όσο κι αν προσπαθούσε να μην το παραδεχτεί στον εαυτό του. Όσο κι αν προσπάθησε να τη μηδενίσει, συγκρίνοντάς τη με τις υπόλοιπες γυναίκες που τον είχαν γοητεύσει με την εξωτερική τους εμφάνιση, ενδόμυχα μπορούσε να παραδεχτεί το ψέμα του, χαρίζοντάς της απλόχερα το χρυσό μετάλλιο!

     Συνετίστηκε γρήγορα και επανήλθε στο μεγαλύτερο πρόβλημα της συνάντησης. Στο γεγονός πως ο εργοδότης του τόλμησε και προσέλαβε άτομα, ειδικά για την παρακολούθηση του ατόμου του...

Δύο τινά υπήρχαν σε αυτήν την περίπτωση· πρώτον: ο Πιότρ έστειλε αυτούς τους μπρατσομένους, σε περίπτωση που ο Οσκούρο, κάπου εμπλεκόταν και χρειαζόταν άμεσα βοήθεια προς υπεράσπισή του, και δεύτερον: απλώς του την είχε στημένη και δεν απέκλειε τη σκέψη, ότι στο κόλπο συμπεριλαμβανόταν και η Βέρα και η Κίρα! Το χέρι του στη φωτιά, για κανέναν δεν μπορούσε να το βάλει. Κάθε οπτική είχε ίσες πιθανότητες. Γιατί, αν κάτι κατάφερε να διδάξει η ζωή στον Οσκούρο, αυτό ήταν να μην εμπιστεύεται εύκολα τους ανθρώπους...

Κάτι μέσα του έσπασε και επέτρεψε στο ένστικτο να κυριαρχήσει της λογικής. Μάλλον δεν έπρεπε να δεχθεί τη συμφωνία με τη Βέρα, συμπέρανε. Δεν έπρεπε να ανακατευτεί στις δουλειές του αφεντικού του. Ακόμα και τώρα να του τη χάριζε, την επόμενη φορά θα τον σκότωνε. Ο Πιότρ δεν έπαιζε με θέματα δουλειάς που διακυβεύονται μέχρι και ζητήματα ζωής!

Τη μία μέρα, η εμπιστοσύνη φτάνει στα ουράνια και την επόμενη θάβεται κάτω από το χώμα. Δεν το έμαθες πια;

Ο Οσκούρο, μετά την αποκάλυψή του, τον κοίταξε με μάτια ανέκφραστα, μα πάνω απ' όλα καθαρά, δείχνοντας πως δεν είχε να φοβηθεί τίποτα.

«Πιότρ, αυτή η στενή παρακολούθηση ήταν αναγκαία; Σας έδωσα ποτέ το δικαίωμα να αμφιβάλλετε για μένα; Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς έφτασαν τα πράγματα μέχρι εδώ».

Ο συνομιλητής του ξεσπάθωσε. Οργή και μίσος τον τύλιξαν και κατέληξε να τον πιάσει από τον γιακά, κολλώντας τον με τη βία στον τοίχο. Το πρόσωπό του κοκκίνισε και η έκφρασή του είχε ένα μειδίαμα σιχαμάρας, λες και κάποια προδοσία μπήκε ανάμεσά τους. Προδοσία υψηλότατου βαθμού.

«Ειλικρινά δεν καταλαβαίνεις, ε; Πρέπει να ξέρεις πως εκεί που είσαι ήμουν και εδώ που είμαι θα ρθεις! Μη μου το παίζεις εμένα ηλίθιος γιατί μόνο αυτό δεν είσαι. Αναρωτιέμαι βέβαια, τι στο καλό έψαχνες τότε, κάτω στο υπόγειο, γιατί εμένα δε με γελάς... άσπρη, δεν έκανες ποτέ σου!»

      Το γερό κράτημα του Πιοτρ, προκάλεσε και την αντίδραση του Οσκούρο, η οποία ήταν άμεση, όταν τον σταμάτησε απότομα, τραβώντας τον καρπό του, κι ύστερα σούφρωσε τα χείλη και ύψωσε το κεφάλι περήφανα.

     «Κανείς δε με αγγίζει παραπάνω απ' όσο το επιτρέπω». Ο άλλος μάζεψε τα χέρια και συνέχισε να τον ακούει προσεκτικά. «Έχασα τους γονείς μου, μόλις στα εννέα μου χρόνια. Μέχρι τα δεκαπέντε μου, ζούσα σε ορφανοτροφείο στο Μπουένος Άιρες, και έπειτα με καταζητούσαν οι αρχές. Κατέληξα να παίρνω μέρος σε παράνομους αγώνες για να βγάζω τα προς το ζην*».

     Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος.

     Στην ατμόσφαιρα δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι τώρα, ο Οσκούρο διέταζε και ο Πιοτρ υπάκουγε. Σαν να αντιστράφηκαν οι ρόλοι.

     «Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δε σνίφαρα ποτέ μου;»

     Σαν ένιωθε να αδικείται, πίεζε το πηγούνι και έτριζε τα δόντια του, μα στην προκειμένη περίπτωση λειτούργησε σαν να έχασε την ψυχή του και κάποιος άλλος ξένος, κατέβαλε το σώμα του. Ό,τι ισχυριζόταν ανήκε στην πραγματικότητα. Αυτό που παρουσίαζε, αυτό ήταν.

     Ο Πιοτρ πλατάγισε τη γλώσσα του και οπισθοχώρησε στα συρτάρια του κομοδίνου. Άνοιξε ένα από δαύτα και μες στη γροθιά του έβαλε το μικρότερο σελοφάν. Του το έδωσε.

     «Στη βράση κολλάει το σίδερο. Για να σε δω λοιπόν. Πόσο αντέχεις;»

     Ο Οσκούρο δέχτηκε την πρόκληση χωρίς δεύτερη σκέψη. Ξεκίνησε να αφαιρεί ένα ένα τα χρυσά αξεσουάρ του, αφήνοντας ακάλυπτα για πρώτη φορά, τα έντονα εγκαύματα και στο πρόσωπο και στα χέρια, με τον Πιοτρ να τα κοιτάζει σαστισμένος.

     Χωρίς να δίνει σημασία στα έντονα βλέμματά του, ο Οσκούρο τη σκόρπισε σε έναν μαύρο ντοσιέ και την έστρωσε με μια επαγγελματική κάρτα του αφεντικού, που βρήκε στον κύβο αποθήκευσης. Ο Πιοτρ παρατηρούσε τις κινήσεις του διεξοδικά• το πάχος της σκόνης, τον χειρισμό της κάρτας, τις ανάσες του. Σαν να περνούσε από πρακτική εξέταση και ο καθηγητής στεκόταν στο προσκέφαλο, σημειώνοντας τις επιδόσεις του μαθητή.

     Όταν είδε με πόση ευκολία και ταχείες κινήσεις έστρωσε, έσκυψε, εισέπνευσε, έμεινε άναυδος! Κανένας πρωτάρης δεν άντεχε το μούδιασμα του δικού του προϊόντος. Αυθεντικό πράγμα, βαρύ.

     Έκλεισε για λίγο τα μάτια και όταν συνήλθε τον ρώτησε με στόμφο «να κάνω και τις άλλες;»

     Τότε εκείνος νευρίασε περισσότερο. Χτύπησε δυνατά παλαμάκια.

     «Τέλος επίδειξης! Γύρισε στη θέση σου και κρύψε αυτά τα σημάδια! Αναγουλιάζω και μόνο που τα βλέπω!»

     Αποτραβήχτηκε από το πείραμα και φρόντισε να καλύψει γρήγορα και τα σημάδια, όπως του ζήτησε, κι ας ήξερε πως ήταν μια εσκεμμένη, κακόβουλη παρατήρηση. Τόσο αίμα είχε δει στη ζωή του, κάποια εγκαύματα τον ενόχλησαν;

     «Μπορεί να έπεσα έξω στα γούστα σου, αυτό όμως δε με κάνει να μη συνεχίζω να αναρωτιέμαι, τι έψαχνες στην αποθήκη του αεροδρομίου. Εκεί που βρισκόταν το βαποράκι του Σοκολόφσκι...» Εδώ του έδωσε να καταλάβει πως γνώριζε τα πάντα.

     Ήπιε μονορούφι το περίσσιο ποτό του και έπειτα σκούπισε την αλμύρα του προσώπου του, με ένα λευκό πανί.

     «Αν έχεις σκοπό να με προδώσεις, ομολόγησέ το αυτή τη στιγμή. Ίσως να σε αφήσω και να ζήσεις... Αργότερα δε θα χεις την ευκαιρία να επιλέξεις».

Ο Οσκούρο πείραξε τα ρουθούνια του, λέγοντας, εν μέρει την αλήθεια.

«Ήθελα να μάθω ποιο ντιλεράκι θα έστελνε στο αεροδρόμιο ο Σοκολόφσκι. Ήθελα να μάθω αν θα ήταν εκείνη... η κοπέλα του, η Κίρα. Και όταν την εντόπισα στην αποθήκη, έκλεψα απλώς την ευκαιρία να πάω κοντά της.

Η απάντησή του, τον παραξένεψε. Προετοιμασμένος να ακούσει ό,τι πιο τρελό θα μπορούσε να ειπωθεί από κάποιον μελλοθάνατο, μαλάκωσε μπρος στην υποτιθέμενη αλήθεια.

«Αχά... Άρα, αυτή η Κίρα είναι πολύ σημαντική για σένα», συμπέρανε εύλογα.

Εκείνος πήρε ένα περίλυπο ύφος, σαν εκείνο που θα έπαιρνε αν μιλούσε για τη Νορέγια. Ουσιαστικά, σε αυτή τη συζήτηση η Κίρα πήρε τη θέση της Νορέγια στην καρδιά του, για τις υποκριτικές ανάγκες της περίστασης.

«Ήθελα να μάθω αν εκτός από το κρεβάτι, τον εξυπηρετεί και στη μεταφορά».

Ο Πιοτρ πλησίασε, έσμιξε τα φρύδια. Η ανάσα του μύριζε βότκα.

«Νόμιζα πως ήσουν μόνος το διάστημα στη Μόσχα. Έτσι μου έδωσες να καταλάβω πριν λίγες ημέρες».

«Μόνος ήμουν. Ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί μου στα σοβαρά, πέρα απ' το κρεβάτι. Έπρεπε να μάθω αφεντικό, για ποιον με παράτησε. Ποιος είναι καλύτερός μου. Ποιος την κατάφερε...»

Όχι, δεν υποκρινόταν, δεν έλεγε ψέματα. Την αλήθεια του έλεγε, μόνο που αντί να χρησιμοποιεί το όνομα της αληθινής γυναίκας που τον πίκρανε, χρησιμοποίησε της Κίρα. Γιατί όσο σκληρός και δυνατός κι αν φάνηκε στο παρελθόν, για εκείνον το νόημα ήταν ένα: είχε χάσει. Η σκιά του Santiago πάντα θα τον επισκίαζε.

Ταξίδεψε πίσω στον χρόνο, πίσω στην Αργεντινή. Στον ματωμένο λόφο, στο πέτρινο σπίτι, στον ξύλινο σταυρό. Στις μικρές τους διακοπές, στον έρωτά τους, στο πάθος τους. Θεέ μου, Νορεγίτα! Μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ...

Και όταν επανήλθε στο τώρα, πρόσεξε ξανά τις φωτογραφίες με επίκεντρο την Κίρα. Την αρχοντική ομορφιά της, το τσαγανό της και ταυτόχρονα ένιωσε έναν φόβο να υποβόσκει. Είναι ο έρωτας, Οσκούρο. Εκείνος που σε φοβίζει, ο έρωτας που γίνεται επικίνδυνος και αυτοκαταστροφικός. Εκείνος είναι που φοβάσαι. Ο έρωτας. Εκείνος, γιατί κάποτε σε χτύπησε βαθιά και τα σημάδια του, ακόμα τα κλαις. Εκείνος φταίει σου λέω!

Το πρόσωπο του Πιοτρ άρχισε να θολώνει στα μάτια του. Μια ξαφνική αδυναμία τον κατέβαλε.

     «Αυτό το ερωτικό τρίγωνο δε με πολύ πείθει, αγορίνα. Για αυτό φρόντισε να λες την αλήθεια και ποτέ, μα ποτέ να μην αντιληφθώ ότι παίζεις άσχημα παιχνίδια πίσω από την πλάτη μου. Στην επόμενη παρασπονδία έχεις φύγει νύχτα. Συνεννοηθήκαμε;»

     «Τα λάθη μια φορά γίνονται» επανέλαβε, περισσότερο για να τον ξεφορτωθεί.

     «Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις, και να ξέρεις ότι από σήμερα χάνεις τα προνόμια που η εμπιστοσύνη σου, κάποτε σου έφερε».

     «Καταλαβαίνω».

     Υποκλίθηκε.

     Από το δωμάτιο έφυγε με βαρύθυμα βήματα, μα όσο πλησίαζε στον διάδρομο, τόσο επιτάχυνε! Και έτρεχε και λαχάνιαζε, σαν να διένυσε χιλιόμετρα, ενώ είχε μόλις συμπληρώσει πενήντα βήματα.

     Άνοιξε με φούρια την πόρτα, μπήκε, και την έκλεισε με δύναμη, κολλώντας τη φιγούρα του στο λευκό της ξύλο. Τράβηξε με μένος τα κορδόνια της χρυσής μάσκας για να την βγάλει από πάνω του και την πέταξε στο πάτωμα ραγίζοντάς τη.

     «Γι' αυτό διάλεξες εκείνον, Νορέγια. Γι' αυτό επέλεξες τον Σαντιάγκο! Εκείνον μπορούσες να τον χαϊδεύεις, να τον φιλάς, να τον ακουμπάς. Ενώ εμένα πάντα σαν το καλό τέρας με αντιμετώπιζες. Πάντα έλεγες για την καλή ψυχή μου, για το εύρωστο κορμί μου, για τα καθαρά μου μάτια, όμως ποτέ δεν είπες για το πρόσωπό μου! Με σιχαινόσουν... Ήμουν ένα παροδικό στήριγμα που εύκολα ξεχάστηκε».

     Σηκώθηκε στα πόδια του πατώντας δυνατά και έπειτα ξέσπασε στο τραπέζι αναποδογυρίζοντας το. Η μοκέτα γέμισε σπασμένα γυαλικά. Η άγνωστη για εκείνον επίδραση της κόκας, τον μετέτρεψε σε κάτι άλλο. Σε κάτι που απέφευγε να αναδειχθεί. Γιατί, προφανώς και ποτέ δεν είχε κάνει χρήση ουσιών! Τόσα χρόνια όμως, μες στη μαυρίλα και τον σκατόκοσμο, φυσικά και ήξερε απ' έξω κι ανακατωτά την ιεροτελεστία του ναρκωτικού μα και τα φερόμενα αποτελέσματα. Σαν τον αναπληρωματικό. Μπορεί να μην έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κείμενο, μα γνωρίζει το σενάριο και τη σκηνοθεσία όλων...

     Και εκείνη ήταν η πρώτη φορά που του πέρασε από το μυαλό, το ενδεχόμενο να αλλάξει... να αλλάξει την αισθητική της εικόνας του και να αρχίσει να διεκδικεί επιτέλους, μια καλή και καθαρή θέση στην κοινωνία. Να γίνει σαν τον Σαντιάγκο, νόμιμος, σημαντικός, αγαπητός! Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τον χαρακτήριζαν Diablo εξαιτίας αυτών των σημαδιών, τα σημάδια του διαβόλου. Γι' αυτό και το προσωνύμιο του ήταν Oscuro Diablo!

Αισθάνθηκε τους παλμούς της καρδιάς του να ανεβαίνουν. Ήξερε πως το ναρκωτικό ευθυνόταν για όλο αυτό το ντελίριο. Η πρώτη φορά είναι πάντα δύσκολη πόσο μάλλον όταν εισπνέεις υπερβολική ποσότητα. Ένιωθε έναν εσωτερικό πόλεμο να αρχίζει μέσα του, να κυριαρχεί το σώμα και το πνεύμα του, σαν να του έβγαινε η ψυχή, παίρνοντας τη θέση της κάτι άλλο. Ένιωθε δούλος, ένιωθε ξένος στο άλλοτε οικείο σώμα του και δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει.

Ιδρώτας και ένα τρέμουλο στα χέρια τον καταδίωξαν και η μόνη διαφυγή, η μόνη σωτηρία ήταν ο Μιχαήλ. Έσπευσε να τον καλέσει στο κινητό, ζητώντας την άμεση βοήθειά του.

«Χρειάζομαι να μου φέρεις εκείνο το χάπι που έδωσες τις προάλλες στον πελάτη που κινδύνεψε να καταλήξει. Δεν αισθάνομαι καλά, πρέπει να έρθεις».

Παρά τις πολλές απορίες που γεννήθηκαν στον μικρότερο, απλά υπάκουσε και σε λίγα λεπτά θα τον συναντούσε στο δωμάτιο του Οσκούρο, ύστερα από δική του ενημέρωση στους πορτιέρηδες της βίλας, για να έχει το ελεύθερο να μπει.

Ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να διανοηθεί τη σημερινή κατρακύλα! Χρειάστηκαν τόσα χρόνια για να σνιφάρει την πρώτη του γραμμή και αυτό, όχι σε συνθήκες διασκέδασης, αλλά υπό συνθήκες ψυχολογικής βίας. Ευτυχώς, για αυτό που ήταν σίγουρος και καθόλου φοβισμένος, ήταν πως εκείνος ποτέ δε θα αρπαζόταν από τις ουσίες και το αλκοόλ, για μια αναποδιά της ζωής.

Είχε μάθει να πατάει γερά στα πόδια του, είχε μάθει να δέχεται πάρα πολλά χτυπήματα, να σηκώνεται ξανά, να μπαίνει στην αρένα και να συνεχίζει να παλεύει, στην ίδια στάση ακριβώς...

Η οικογένειά του μπορούσε να νιώθει περήφανη για εκείνον, από εκεί ψηλά, στον ουρανό.

Ναι, ήταν περήφανοι για αυτόν, όλοι τους.





*Θα υπάρξει έξτρα κεφάλαιο με όσα αναφέρθηκαν για το παρελθόν του πρωταγωνιστή!

Υπομονή
Τα καλύτερα έρχονται !!!




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top