3: ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΗΡΩΑΣ

🦋


Χάραζε. Ο Αλεχάνδρο ακόμα δεν είχε φανεί και η μητέρα μας ξενυχτούσε, περιμένοντας να φανεί. Καθόταν στην κουζίνα και κάπνιζε ενόσω ο μπαμπάς κοιμόταν. Δεν ήταν και τόσο σπάνιο αυτό, αφού ο Αλεχάνδρο πάντα την ανησυχούσε. Οι αντιδράσεις του, τα ξεσπάσματά του, οι επιλογές του... ένας έντονος και επιπόλαιος χαρακτήρας.

     Ο ήλιος ανέτειλε και ο αδερφός μου εξακολουθούσε να είναι άφαντος. Ώρα με την ώρα, η μαμά έμοιαζε με ζόμπι, με μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια και να βρωμοκοπάει τσιγαρίλα από πάνω ως κάτω. Όταν ο μπαμπάς ξύπνησε για να πάει στη δουλειά και τη ρώτησε τι συμβαίνει, εκείνη αναγκάστηκε να του εξομολογηθεί τις ανησυχίες που την κατέτρωγαν για τον πρωτότοκο, αφού πια, η κατάσταση ξεχείλισε και δε μαζευόταν, ούτε και κρυβόταν.

     «Δηλαδή μου λες πως ο γιος μας, τους τελευταίους μήνες ξενυχτά και γυρίζει σπίτι μαστουρωμένος; Εγώ πού ζω; Γιατί δεν τα βλέπω όλα αυτά; Γιατί δε μου μίλησες νωρίτερα; Δουλεύω τόσες ώρες την ημέρα, για να μη σας λείψει τίποτα και δεν έχω το δικαίωμα να ξέρω;» 

     Εκείνη σήκωσε το βλέμμα με όση δύναμη περίσσεψε κι η φωνή της ακούστηκε σαν ψίθυρος.

     «Νόμιζα πως ήταν κάτι παροδικό, τρέλα της ηλικίας που σύντομα θα περάσει, μα γελάστηκα. Αισθάνομαι πως ο Αλεχάνδρο κινδυνεύει. Και αυτό το αίσθημα, άρχισε να μετατρέπεται σε σιγουριά».

     Δίχως δεύτερη σκέψη, ο πατέρας αναζήτησε τα κλειδιά μέσα στο χάος που επικρατούσε. Όταν τα βρήκε, της ζήτησε να φορέσει κάτι πάνω της και να μπουν αμέσως στο αμάξι.

     «Μάνουελ, πήγαινε στο δωμάτιό σου και μη βγεις αν δε γυρίσουμε. Το κατάλαβες;»

     Έσκυψε και με φίλησε ανήσυχα. Έτρεμε και το φιλί της ήταν κρύο, άνευρο. Διαισθανόταν το κακό.

     «Όχι, θα έρθω και εγώ. Ο Αλεχάνδρο είναι αδερφός μου, φοβάμαι για εκείνον», της απάντησα σαν έφηβος, ενώ ήμουν μόλις 9 χρόνων.

     «Αγόρι μου, ας μην το κάνουμε θέμα. Άκουσε τη μητέρα σου και πήγαινε στο δωμάτιό σου. Είμαι σίγουρος πως θα γυρίσουμε σύντομα. Αν συμβεί το οτιδήποτε κάλεσέ με».

     Μου έδωσε το κινητό της μαμάς και βιάστηκαν να φύγουν. Η περιέργεια και το άγχος μου, δε μου επέτρεψαν να κάτσω στα αυγά μου και όταν άκουσα το αυτοκίνητο να ανάβει, έσπευσα να ξεπαρκάρω το ποδήλατο από την αποθήκη και δειλά δειλά να τους ακολουθήσω. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το αίσθημα που μέσα μου παλλόταν. Ήταν και το αίσθημα της αδελφοσύνης. Ένιωθα ικανός και δυνατός, σε περίπτωση που ο αδερφός μου με χρειαζόταν, να επέμβω και να τον υπερασπιστώ.

     Ήμουν μόλις εννιά χρονών, αλλά το παρουσιαστικό μου δεν το πρόδιδε. Ήμουν ψηλότερος σε σχέση με τα υπόλοιπα, συνομήλικα παιδιά, όπως και τα αδέρφια του πατέρα μου. Εκείνος όταν δε δούλευε, με μάθαινε πολεμικές τέχνες κι ύστερα συναγωνιζόμασταν για το ποιος θα εκτελέσει τα περισσότερα πους αψ. Η δουλειά του δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, ωστόσο ήταν καλός στο είδος του. Ήταν προϊστάμενος αποθηκάριος σε μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων. Με την προαγωγή του, κατάφερε και αύξησε τον μισθό του και έτσι μας παρείχε στο σπιτικό περισσότερες ανέσεις. Κάποιες Κυριακές τον είχα δει να κουβαλάει όπλο, περασμένο στο ζωνάρι και να φοράει κοστούμι. Η μητέρα μου καθάριζε τρεις φορές την εβδομάδα βίλες και πού και πού πρόσεχε ανήλικα παιδιά. Ο καθένας, με τις δικές του γνώσεις και αξίες, προσπαθούσε να συνεισφέρει!

     Μισή ώρα πέρασε. Είχαμε απομακρυνθεί ιδιαιτέρως από τη γειτονιά και εγώ πάντα πρόσεχα να μη γίνω φανερός στους γονείς μου, όταν έκοψαν απότομα ταχύτητα και σταμάτησαν την οδήγηση. Τότε τσούλησα αργόσυρτα τις ρόδες, για να κρυφτώ πίσω από έναν φαρδύ κορμό.

     Αποφάσισαν να συνεχίσουν με το αμάξι και ειλικρινά δεν ήξερα αν αυτή η ιδέα ήταν καλή ή αυτοκαταστροφική. Συνέχισα και εγώ να τους ακολουθώ, πάντα προσεκτικά.

     Έστριψαν σε ένα στενό και βρεθήκαμε σε ένα θεόρατο, παλιό, ξύλινο σπίτι. Ήταν πάρα πολύ παλιό, ξεχαρβαλωμένο, βρώμικο, ξεχασμένο, μα όχι εγκαταλελειμμένο, τη στιγμή που, από μέσα ακούγονταν μυριάδες φωνές. Και επειδή το πεδίο ήταν βυθισμένο στο απόλυτο σκότος, πήρα το ρίσκο και πήγα πιο κοντά στους γονείς μου. Το ποδήλατο φυσικά, το παράτησα σε κάτι χαμηλά κολωνάκια.

     Στο κτήριο ακούγονταν γέλια σαρδόνια. Χειροκροτήματα, βρισιές. Ένας ανεξήγητος ενθουσιασμός, συνοδευόμενος από έξαλλα χοροπηδητά. Δεν ξέρω γιατί επέλεξαν να σταματήσουν και να μπουν εδώ μέσα συγκεκριμένα, πάντως όλο αυτό έμοιαζε με πάρτι.

     Ο πατέρας και η μητέρα μου, ανέβηκαν έναν όροφο κι ύστερα και εγώ. Οι ήχοι έφτανα δυνατότεροι στα αυτιά μου, μέχρι που διέκρινα ένα μουρμουρητό, ένα κλαψούρισμα.

     «Φοβάμαι για το τι θα αντικρίσω» ψιθύρισε η μάνα μου και ο πατέρας μου τής έπιασε το χέρι δυνατά, σαν να της μετέφερε δύναμη, σαν να εκπροσωπούσε κάποιον σούπερ ήρωα, που για να λέμε και την αλήθεια δε διέφερε και πολύ! Ήταν ογκώδης, σφιχτός, ψηλός. Ένας αληθινός ήρωας.

     Σε λίγο το δωμάτιο φωτιζόταν από φακούς κινητών ενώ η μουσική είχε ανέβει κλίμακα.

     «Σειρά σου, Μάρκ!»

     Οι γονείς μου αλληλοκοιτάχτηκαν. Εκείνος που μόλις μίλησε, ήταν ο Αλεχάνδρο.

     «Έλα, Μάρκ! Βάλ' τον τώρα που είναι υγρός και ζεστός!»

     Γέλια. Γέλια ειρωνικά, υποκριτικά, τρομακτικά. Γέλια που ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου, ακόμα κι αν πέρασαν τόσα χρόνια. Εκείνος που πρόσταζε ήταν ο αδερφός μου, μα ταυτόχρονα, ήταν σαν να μην ήταν.

     Και τελικά τους είδαμε. Είδαμε στο επίκεντρο ένα λιπόσαρκο αγόρι, καχεκτικό, πεσμένο στα τέσσερα με κατεβασμένο το παντελόνι και το σώβρακο. Έκλαιγε στα βουβά, χωρίς να ουρλιάζει κι ας υπέφερε. Και αυτό το έλεγαν τα δακρυσμένα μάτια του και η αμυντική στάση, που το σώμα είχε πάρει.

     Περιβαλλόταν από κάποια αγόρια και δυο κοπέλες, εκ των οποίων η μία είχε αναλάβει τη βιντεοσκόπηση του ειδεχθούς γεγονότος. Τραβούσε, έκανε κοντινά και γελούσε, με μάτια κατακόκκινα απ' τη μαριχουάνα. Ο μικρός υπέφερε. Ένας ένας κατέβαζε το παντελόνι και έμπαινε μέσα του, άγαρμπα.

     «Πριν τελειώσεις, άσε με να μπω». Ακούστηκε ο αδερφός μου να λέει στον τότε κολλητό.

     Πετύχαμε τη σκηνή που, ο Μάρκ έβαζε βαθιά το μόριό του, στον πισινό του θύματος. Οι υπόλοιποι έσκουζαν στα γέλια και έδιναν ρυθμό, μα εκείνος που κυριολεκτικά χτυπιόταν από μια αλλόφρων χαρά, ήταν ο Αλεχάνδρο. Ντράπηκα τόσο πολύ στη θέα αυτή, που ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν ήξερα αν προτιμούσα να τον δω να βρίσκεται στη θέση του θύματος ή του θύτη.

     Ο Μαρκ απομακρύνθηκε. Άρπαξε μια άδεια μπύρα και την έδωσε στον Αλεχάνδρο.

     «Τελείωσε το».

     Του έκανε χώρο να περάσει και εκείνος σήκωσε το γυάλινο μπουκάλι, στόχευσε στην τρύπα του αβοήθητου νεαρού και χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ίχνος αηδίας, το έσπρωξε βαθιά. Ήταν η μόνη φορά, που το θύμα ούρλιαξε.

     Ο μπαμπάς σταύρωσε τα χέρια. Σήκωσε το κεφάλι και έμεινε ακίνητος να τον παρακολουθεί, αλύγιστος. Σκληρός, όσο η μάνα μας έκλαιγε και σκούπιζε τις μύξες στο στήθος του ανδρός της, έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της.

     Ο Αλεχάνδρο μας είδε. Γούρλωσε τα μάτια και έσπασε το μπουκάλι στο πάτωμα. Έτρεξε έντρομος προς την αντίθετη κατεύθυνση, θέλοντας να κρυφτεί. Το πανηγύρι τελείωσε, ο Μαρκ διέταξε να μαζέψουν τον ματωμένο τύπο και σοβάρεψε.

     «Κύριε, να σας εξηγήσουμε... Δεν είναι όπως νομίζετε. Εκείνος μας το ζήτησε, του αρέσει να αντιστέκεται και...»

     Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και ο πατέρας μου τού έδωσε μια δυνατή γροθιά στο κεφάλι. Ήμουν περίεργος να δω τις επόμενες κινήσεις του.

     Πλησίασε τον τραυματία. Άπλωσε το χέρι ζητώντας το δικό του, με σκοπό να τον βοηθήσει. Εκείνος ένιωσε ασφάλεια, ανερχόμενη σωτηρία. Υπέκυψε.

     «Τι θέλετε από μένα;» αναρωτήθηκε φωναχτά, ενώ η ομήγυρη χανόταν στον ζοφερό λαβύρινθο, προκειμένου να μην έρθει σε αντιπαράθεση με εκείνον τον ογκώδη άντρα.

     «Να με εμπιστευτείς και να με ακολουθήσεις».

     Όχι πως ήταν εύκολο να πιστέψει στα λόγια ενός τυχαίου περαστικού, μα ήταν τέτοια η ανάγκη του, από ένα χέρι βοηθείας να πιαστεί, που είτε το ήθελε είτε όχι, ο ανέγνωρος φάνταζε η τελευταία του ελπίδα.

     Του έδωσε το πονεμένο χέρι και ο μεγαλύτερος, με μια απόκοσμη δύναμη τον τράβηξε να σταθεί στα πόδια του.

     «Από σήμερα θα είσαι υπό την προστασία μου. Δε θα επιτρέψω σε κανέναν να σε αγγίξει ξανά. Από σένα το μόνο που ζητάω είναι πίστη και αφοσίωση. Το έχεις; Μπορείς να ανταπεξέλθεις σε μια τέτοια συνθήκη; Αν ποτέ δε φέρεις αντίρρηση και ποτέ δε με προδώσεις, θα γίνεις ψυχοπαίδι μου. Και εγώ ο προστάτης σου. Και αυτοί οι αλήτες, όχι μόνο δε θα τολμήσουν να σε λοιδορήσουν ξανά, αλλά θα αποκτήσουν σεβασμό στο πρόσωπό σου. Είσαι μαζί μου;»

     Περίμενε τη θετική του απάντηση, γιατί το ήξερε πως θα ήταν θετική. Έβλεπε τη σπίθα στα μάτια, το τρέμουλο στα χέρια, άκουγε την καρδιά να χτυπά δυνατά. Δεν είχε σκοπό να αρνηθεί την πρότασή του.

     «Σας ευχαριστώ» ήταν το μόνο που ψέλλισε, γονατίζοντας στον μπαμπά και αγκαλιάζοντάς τον, πνιγμένος στο κλάμα.

     Κι ύστερα, ούτε που ασχολήθηκε να αναζητήσει τον γιο του και αδερφό μου. Μόνο σαν έστριψε για την αποχώρηση με κατάλαβε. Και μένα μου κόπηκαν τα πόδια.

     «Ήμουν σίγουρος πως δε θα υπάκουγες. Μα αφού ήρθες, ευκαιρία να γνωρίσεις τον νέο σου αδερφό. Είσαι πλέον, μέλος της οικογένειάς μας», του δήλωσε.

     Ακολούθησα το παράδειγμα του πατέρα και τον αγκάλιασα, με εκείνον να ξεσπάει ακόμα περισσότερο.

     «Σας ευχαριστώ. Θα κάνω ό,τι θελήσετε, δούλος σας θα γίνω! Σας ευχαριστώ...»

     Η μητέρα μου δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, πώς να του συμπεριφερθεί. Ο γιος της είχε εξαφανιστεί και μπροστά της στεκόταν το θύμα της υπόθεσης. Ένα νεαρό παλικάρι, όχι πάνω από 17, κακοποιημένο από μια στυγερή συμμορία, και όπως άφησε να εννοηθεί, μονάχος, δίχως κάποια πολύτιμη στήριξη και βοήθεια.

     «Ο Αλεχάνδρο δε θα έχει αντιρρήσεις για τη βοήθεια που μου προσφέρετε;»

     «Αν θέλει να συνεχίσει να μένει στο σπίτι όπου μεγάλωσε, θα πρέπει να εξιλεωθεί για αυτό το ειδεχθές έγκλημα. Ειδάλλως, δεν έχει καμία θέση εδώ», του ξεκαθάρισε, και έτσι μάθαμε κι εγώ με τη μητέρα τις σκληρές προθέσεις του.

     Τελικά δεν είχε άδικο. Ο Αλεχάνδρο, μετά από κάποια επαναστατικά φευγιά, έμαθε να μένει στο ίδιο σπίτι με εκείνο το παλικάρι, που σύντομα απέκτησε δική του δουλειά, μια γκαρσονιέρα και έναν σκύλο. Στη γειτονιά, όλοι τον σέβονταν και τον χαιρετούσαν με ένα διάπλατο χαμόγελο να κοσμεί τα χείλη τους. Κι όταν πέρασαν τα χρόνια και ο πατέρας μου δε βρισκόταν πια στη ζωή, ποτέ κανένας δεν τον προσέβαλε ξανά. Εις το όνομα του πατέρα μου.

    Αργότερα, ήμουν εγώ που θα έπαιρνα τη θέση του πατέρα μου, θα γινόμουν ο προστάτης του μεγαλύτερου αδερφού μου, όπως και προστάτης άλλων τόσων ανθρώπων, κοινωνικά ασήμαντων και φτωχών, μα κυρίως αθώων.

     Ο προστάτης των αθώων.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top