part eleven

Η Αντζέλικα είχε αποφασίσει πως δεν θα ασχολιόταν παραπάνω με την Κορτέζ και την ηλίθια εργασία. Ήταν ξεκάθαρο πως εκείνη τελικά δεν ενδιαφερόταν όσο φαινόταν αρχικά για την εργασία και δεν την έπαιρνε στα σοβαρά. Έτσι θα έκανε το ίδιο· δεν θα την ξαναπληκτρολογούσε τα νούμερα του κινητού της ξανά για οποιοδήποτε λόγο και θα αποφάσιζε να συνεργαστεί μαζί της μονάχα εάν η Κορτέζ έκανε το πρώτο βήμα.

Δεν ήταν πως είχε απαραίτητα πληγωθεί από την συμπεριφορά της στην βιβλιοθήκη - όχι, είχε εκνευριστεί. Ο πρώτος λόγος που της ερχόταν στο μυαλό ήταν πως είχε εκνευριστεί γιατί η κοπέλα της είχε μιλήσει με τρόπο που υπό άλλες συνθήκες δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να της μιλήσει. Θυμήθηκε το πως τα μάτια της σχεδόν πετούσαν αστραπές από τον θυμό. Με μια δεύτερη σκέψη, αυτό που την πείραξε εξίσου ήταν το πως διέκοψε τόσο απότομα την μοναδική συνάντηση τους που είχε πάει ομαλά. Μέχρι να χτυπήσει το κινητό της Κορτέζ και αν εξαιρέσεις μερικά σχόλια που ούτως ή άλλως δύσκολα θα κόβονταν μεταξύ τους, τα δύο κορίτσια τα πήγαιναν καλύτερα από ποτέ.

Χτένισε ακόμη μια φορά τα ξανθά μαλλιά της φροντίζοντας η χωρίστρα της να είναι ίσια και ακριβώς στην μέση του κεφαλιού της. Πρόσθεσε ακόμη μια στρώση chapstick στα χείλη της, πέρασε την τσάντα της στους ώμους της και κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα. Ο Θίο ήδη περίμενε στο αυτοκίνητο με τον Χάρι, κάτι το οποίο βέβαια είχε γίνει το σύνηθες, αφού η Αντζέλικα σπάνια δεν αργούσε να ετοιμαστεί. Χαιρέτησε την θεία Μάργκο, η οποία έπλενε τα πιάτα που χρησιμοποίησαν για το πρωινό και έτρεξε να κάτσει στην θέση του συνοδηγού.

«Πως και δεν έκατσες πίσω σήμερα;» την ρώτησε ο Χάρι και έβαλε μπρος την μηχανή.

Η Αντζέλικα γύρισε το κεφάλι της και έριξε μια ματιά στον αδερφό της. Καθόταν σε μια περίεργη "χυμένη" στάση, με τα ακουστικά βαθιά χωμένα στα αυτιά του και τα μάτια του κλειστά. «Αυτός γιατί είναι έτσι;» Μισοκοιμισμένος, ήθελε να προσθέσει.

«Ξενύχτησε να κάνει μια εργασία. Δεν κατάλαβα για ποιο μάθημα, νομίζω ιστορία,» της απάντησε ο άντρας και εμπόδισε με το χέρι του την Αντζέλικα από το να ανοίξει το ραδιόφωνο. «Άσ' το καλύτερα, μην τον ξυπνήσουμε τον καημένο.» Εκείνη ξεφύσηξε αλλά δεν έφερε αντίρρηση.

«Αλήθεια, πως πάει το σχολείο;» την ρώτησε μετά από λίγο. «Η Μάργκο μου είχε πει να μην σας πιέσω αλλά ούτως ή άλλως δεν είχα σκοπό να το κάνω.»

Η Αντζέλικα σκέφτηκε για λίγο τι ακριβώς θα έλεγε στον Χάρι και τι θα παρέλειπε. Δεν ήθελε να παραδεχτεί την αρκετά απελπιστική κατάσταση από την οποία ακόμη δεν είχε ξεφύγει, αλλά δεν ήθελε να του πει ψέματα. Εκείνες τις μέρες είχε αρχίσει να νιώθει πολύ κοντά στην θεία της και τον μέλλοντα σύζυγο της - περνούσε όμορφα στο μεσημεριανό τραπέζι βλέποντας τους μαζί (ήταν στ' αλήθεια περίεργο να βλέπει κανείς τόσο ερωτευμένους ανθρώπους), με τους δύο ενήλικες να κάνουν τα πάντα ώστε τα δίδυμα να νιώσουν άνετα στο νέο περιβάλλον τους. Κι εκείνη αναγνώριζε την προσπάθειά τους, δεν ήταν τυφλή για να μην το παρατηρήσει. Εξάλλου, η Αντζέλικα όσες φορές είχε σκεφτεί τον εαυτό της στην θέση τους, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως πιθανότατα να μην είχε χειριστεί το όλο θέμα τόσο ώριμα όσο αυτοί.

«Εντάξει, σχολείο είναι. Μην περιμένετε να περνάω ωραία,» απάντησε εκείνη ειρωνικά. «Αλλά...» Σκεφτόταν πολύ σοβαρά εάν θα συνέχιζε την συζήτηση ή αν θα το σταματούσε εκεί.

«Αλλά;»

«Ουφ, είναι αυτό το κορίτσι στην τάξη μου...»

Ο Χάρι σήκωσε το φρύδι του και της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο απορία. «Και τι με αυτήν;»

«Δεν μπορείς ούτε να διανοηθείς πόσο με εκνευρίζει!» φώναξε λίγο περισσότερο απ' όσο σκόπευε και παρατήρησε μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου τον Θίο στο πίσω κάθισμα να αλλάζει πλευρό.

Ο Χάρι άφησε ένα γελάκι, χωρίς να έχει χάσει την προσοχή του από τον δρόμο. «Εφηβικά δράματα. Πόσο μου λείπουν... πως λένε τη κοπέλα;»

«Άντρεα,» το όνομα ένιωθε ξένο στη γλώσσα της. «Και δεν φτάνει που αναπνέουμε τον ίδιο αέρα και πηγαίνουμε στο ίδιο σχολείο, καθόμαστε και στο ίδιο θρανίο! Ποιες είναι οι γαμημένες πιθανότητες;»

«Εεεεπ, ξίδι!»

Εκείνη σχημάτισε ένα κυκλάκι με το στόμα της όταν συνειδητοποίησε τι είπε. «Ουπς, μου ξέφυγε,» παραδέχτηκε.

Ο άντρας δεν στάθηκε περισσότερο στο θέμα της βρισιάς και συνέχισε την συζήτηση, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα περίεργο στην Αντζέλικα που την τελευταία φορά που της είχε ξεφύγει τέτοια λέξη μπροστά στους γονείς της είχε μπει τιμωρία.

«Η δική μου Άντρεα στο σχολείο ονομαζόταν Νίκολας,» θυμήθηκε. «Αχ, αυτός ο άνθρωπος με έκανε να θέλω να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Αλλά βέβαια, μετά το λύκειο δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ. Η αλήθεια είναι πως τώρα που ξανασκέφτομαι τους τσακωμούς μας, μου φαίνονται τραγικά αστείοι. Μια φορά, που λες...»

Της διηγήθηκε ιστορίες από την εφηβεία του, ιστορίες που όπως τις έλεγε έδωσε στην Αντζέλικα την εντύπωση πως ήταν η πρώτη που τις άκουγε. Στο τέλος αναρωτήθηκε αν κι η ίδια θα αναπολεί τις στιγμές που ζούσε τώρα με χαμόγελο σαν αυτό που είχαν σχηματίσει τα χείλη του Χάρι.

«Αντζέλικα, ξύπνα τον αδερφό σου,» της είπε όταν φτάσανε μπροστά από την είσοδο του σχολείου. «Καλό σχολείο!» της ευχήθηκε γελώντας.

«Καλή δουλειά,» του απάντησε η ίδια και χτύπησε τον Θίο ελαφρά με την τσάντα της στο πρόσωπο. Εκείνος αναπήδησε τρομαγμένος και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να ξαναβάλει τα ακουστικά στα αυτιά του. «Ξύπνα!» του φώναξε.

«Έχεις πρόβλημα;» της απάντησε ο ίδιος εκνευρισμένος με την μέθοδο που χρησιμοποίησε για να τον ξυπνήσει και βγήκε από το αμάξι με φορά.

Τα δύο αδέρφια περπατώντας δίπλα δίπλα μπήκαν στο σχολείο και έπειτα στην αίθουσα, ικανοποιημένοι όταν είδαν πως δεν είχαν αργήσει. Η Αντζέλικα κάθισε στην θέση της και κοίταξε το πρόγραμμα της. Ιστορία. Τέλεια. Έβγαλε το βιβλίο της, νιώθοντας ένα είδος ενοχής όταν έφτασε στο κεφάλαιο που παρουσίαζε το θέμα της εργασίας τους. Κοίταξε γύρω της τους συμμαθητές της, ελπίζοντας πως δεν ήταν η μόνη που δεν είχε να παρουσιάσει κάτι.

Η Κορτέζ μπήκε στην τάξη την ίδια ώρα με την καθηγήτρια. Χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην Αντζέλικα, έκατσε γρήγορα στην θέση της και έβγαλε τα βιβλία από την τσάντα της. Καμία δεν έκανε τον κόπο να χαιρετήσει την άλλη, ούτε καν με κάποιο φαρμακερό σχόλιο από αυτά που συνήθιζαν.

Το μάθημα άρχισε και η Αντζέλικα έπρεπε να παραδεχτεί πως της έλειπε κάπως το να τσακώνεται με την διπλανή της την ώρα του μαθήματος. Από την άλλη όμως κράτησε πολλές σημειώσεις, κάτι που ήλπιζε πως η καθηγήτρια θα είχε προσέξει και εκτιμήσει.

Στο τέλος του μαθήματος κι αφού τα περισσότερα παιδιά είχαν ήδη βγει από την τάξη, η κυρία Σίμσον έβηξε διακριτικά. «Δεσποινίδες Βένους και Κορτέζ, θα ήθελα να μιλήσουμε.»

Η Αντζέλικα αν μπορούσε εκείνη την ώρα θα έβγαινε από την τάξη τρέχοντας και θα πήγαινε να κρυφτεί στις τουαλέτες μέχρι το σχόλασμα. Αντάλλαξε μια γρήγορη και ψυχρή μάτια με την Κορτέζ και κατάλαβε πως κι εκείνη ήξερε πολύ καλά περί τίνος επρόκειτο η "συζήτηση" που η καθηγήτρια τους ήθελε να κάνουν. Τα δύο κορίτσια πλησίασαν τη έδρα, η μία στην μια άκρη και η άλλη στην άλλη, έτσι ώστε στέκονταν απέναντι, με την Σίμσον να βρίσκεται στην μέση.

Ήταν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα χρόνων, με μαλλιά τόσο κόκκινα που δύσκολα μπορούσε κανείς να καταλάβει εάν ήταν φυσικά ή βαμμένα δεμένα σε σφιχτό κότσο, από τον οποίο δεν πετούσε ούτε τρίχα. Οι ρυτίδες κάτω από τα μάτια της και ο τρόπος που τα χείλη της έτρεμαν περίεργα όταν μιλούσε την έκαναν να φαίνεται πολύ πιο μεγάλη απ' όσο ήταν πραγματικά.

«Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω πως είστε το μοναδικό θρανίο που δεν μου έχει δώσει αναφορά σχετικά με την εργασία,» είπε, η φωνή της ξαφνικά να φαίνεται στην Αντζέλικα υπερβολικά ενοχλητική. «Μήπως θα θέλατε να το κάνετε τώρα; Έχετε προχωρήσει με την εργασία;»

Η Κορτέζ άφησε ένα μικρό αναστεναγμό. «Περίπου.»

«Δεν την έχουμε αρχίσει καν,» την διόρθωσε η Αντζέλικα, έτοιμη να ρίξει όλη την ευθύνη στην διπλανή της.

Το ύφος που πήρε η καθηγήτρια τους ήταν σχεδόν κωμικό. «Αν είναι δυνατόν! Γιατί;»

Ακόμη κι από μακριά, μπορούσε να νιώσει την Κορτέζ να σφίγγεται. «Γιατί, παρόλο που ήδη ήρθα και σας ρώτησα αν μπορώ να αλλάξω συνεργάτη, με αφήσατε να κάνω ολόκληρη εργασία με αυτή την εγωκεντρική ψωνάρα που χώνει συνεχώς την μύτη της στις δουλειές των άλλων!» ξέσπασε.

Η Αντζέλικα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Άναυδη, όχι μόνο με το πως την αποκάλεσε, αλλά και με το γεγονός πως η Κορτέζ είχε ζητήσει στην Σίμσον να της αλλάξει συνεργάτη για την εργασία.

Έσφιξε την γροθιά της και άνοιξε το στόμα της για να αντεπιτεθεί, όμως την πρόλαβε η καθηγήτρια. «Ακόμη κι αν σου το επέτρεπα, Άντρεα, όλοι έχουν ήδη αρχίσει την εργασία και μερικοί την έχουν ολοκληρώσει κιόλας. Πολύ δύσκολα θα έβρισκες νέο συνεργάτη. Και επίσης, θα σε συμβούλευα να μιλάς καλύτερα-»

«Είσαι πολύ σκύλα που πήγες να με πουλήσεις έτσι,» η Αντζέλικα δεν κατάφερε να συγκρατηθεί. Γύρισε όλη της την προσοχή στην Κορτέζ, που φαινόταν να μετανιώνει κάπως το ξέσπασμα της μπροστά στην Σίμσον. «Και ειδικά εφόσον εσύ είσαι ο λόγος που δεν έχουμε κάνει τίποτα! Σηκώθηκες κι έφυγες έτσι απλά από την βιβλιοθήκη ενώ δεν είχαμε κάνει τίποτα ακόμα!»

«Κορίτσια,» τις προειδοποίησε η καθηγήτρια και εκείνες έστρεψαν την προσοχή τους στην γυναίκα που τις κοιτούσε σοβαρά. «Πραγματικά λυπάμαι εάν σας έδωσα την εντύπωση πως με ενδιαφέρουν τα προσωπικά σας εφηβικά δράματα. Δεν ξέρω τι προβλήματα έχετε μεταξύ σας αλλά πρέπει να τα λύσετε... ή κι όχι, αρκεί να παραλάβω εργασία σε λιγότερο από πέντε μέρες με τα ονόματα σας πάνω.»

«Δεν μπορείτε να μας δώσετε λίγες μέρες περιθώριο ακόμη-;»

«Αυτό θα ήταν άδικο για τους υπόλοιπους μαθητές, Αντζέλικα και είμαι σίγουρη πως το καταλαβαίνεις.»

«Ναι, θέλει μυαλό για να καταλάβει κανείς κάτι,» άκουσε την κοπέλα απέναντι της να μουρμουρίζει.

«Ε άντε και γαμήσου,» της απάντησε, χωρίς να την νοιάζει που η καθηγήτρια ιστορίας τους ήταν μπροστά. Ένιωσε τα μάτια της να σχηματίζουν δάκρυα από τα νεύρα της και ήξερε πως δεν έπρεπε να είναι μπροστά τους όταν τα άφηνε ελεύθερα. Άρπαξε την τσάντα της και έφυγε από την τάξη με ταχύτητα φωτός. Στην αρχή έπρεπε να σπρώξει μερικά άτομα για να βγει από το πλήθος και έπειτα, πήγε στο πίσω μέρος της αυλής, εκεί που είχε πάει και την προηγούμενη φορά. Για ακόμη μια φορά εκείνο το μέρος ήταν άδειο από παιδιά, κάτι που της φαινόταν ιδανικό για την περίσταση.

Έκατσε στο παγκάκι και πέταξε την τσάντα της κάτω. Με το μανίκι της σκούπισε τα δάκρυα της, προσέχοντας να μην λερωθεί με μάσκαρα η μπλούζα της. Κι έπειτα έκατσε εκεί, μόνη της, να παρατηρεί τον ουρανό και τον τρόπο που ο αέρας έκανε τα φύλλα των δέντρων να χορεύουν. Είχε αρχίσει να νιώθει καλύτερα, να ηρεμεί.

Στο μυαλό της ήρθε η σκέψη πως στο παλιό της σχολείο κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ. Η Αντζέλικα Βένους δεν θα ρίσκαρε ποτέ να την δουν να κλαίει. Θα είχε τρέξει στις τουαλέτες και θα είχε σκουπίσει με χαρτί το πρόσωπο της, θα διόρθωνε το μέικ απ της και θα έβγαινε έξω έτοιμη να διαλύσει αυτόν που της είχε προκαλέσει τέτοια αναστάτωση. Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν τίποτα παρά ευάλωτη στα βλέμματα άλλων συμμαθητών της, που θα έβλεπαν το καινούργιο κορίτσι να κλαίει και θα έκαναν τα πιο γελοία σενάρια για το τι έγινε. Η Αντζέλικα Βένους έκλαιγε γιατί τα πάντα είχαν γίνει υπερβολικά πολλά για να τα αντιμετωπίσει με ψυχραιμία. Δεν ήταν μονάχα η παλιοεργασία - ήταν το γεγονός πως είχε βρίσει μπροστά στην καθηγήτρια, πως η Κορτέζ την άφηνε πάντα να νιώθει αναστατωμένη και να σκέφτεται τα πάντα με λεπτομέρειες, πως δεν είχε φίλους (ούτε καν ψεύτικους), πως ο παλιός της εαυτός σίγουρα θα ένιωθε απογοητευμένος με το πως είχε καταντήσει, πως συνειδητοποίησε ότι οι γονείς της δεν ήταν καλοί γονείς και δεν έφταιγε η ίδια γι αυτό, πως συμπεριφερόταν σαν κλαψιάρικο μωρό κάθε λίγο και η Αντζέλικα Βένους δεν ήταν γαμημένο μωρό.

«Ε, Βένους,» άκουσε την δυστυχώς γνωστή φωνή να της απευθύνεται. Δεν γύρισε να κοιτάξει την Κορτέζ παρά μόνο όταν εκείνη κάθισε δίπλα της.

«Τι θες;»

«Γι αυτό που μουρμούρισα έφυγες;»

«Και γι αυτό.»

«Καλά.» Αναστέναξε. «Συγγνώμη.»

Η Αντζέλικα σηκώθηκε όρθια και πήρε την τσάντα της από το έδαφος. Όπως κι αν έδειχνε εκείνη τη στιγμή, η Κορτέζ κράτησε το βλέμμα της πάνω της περισσότερο απ' όσο συνήθως. «Εάν είσαι εδώ επειδή στο ζήτησε η Σίμσον, τσακίσου και φύγε. Δεν χρειάζομαι ψεύτικες συγγνώμες.» Η κοπέλα απέναντι της δεν απάντησε, είχε αφαιρεθεί. «¿Me oyes? Πρέπει να μιλήσω στα ισπανικά για να-»

«Δεν μου είπε η Σίμσον να έρθω να σου ζητήσω συγγνώμη,» ξύπνησε από τον λήθαργο της. Έσφιξε την αλογοουρά της, που δεν φαινόταν να χρειάζεται σφίξιμο. «Φάνηκες ειλικρινά πολύ ταραγμένη και δεν ήθελα να το έχω στην συνείδηση μου. Αυτό είναι όλο. Εξάλλου... πρέπει να βρούμε μέρος για να τελειώσουμε την εργασία.»

Η Αντζέλικα κάγχασε. «Τώρα σε νοιάζει; Και γιατί δεν πας να βρεις κανέναν άλλον συνεργάτη να με παρατήσεις στην ησυχία μου-»

«Κοίτα. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Ξέρω πως δεν συμπαθούμε η μία την άλλη και αυτός ήταν ο λόγος που δεν ήθελα να κάνω την εργασία μαζί σου, γιατί νόμιζα πως έτσι σίγουρα δεν θα σταματούσαμε ποτέ να τσακωνόμαστε. Αλλά νομίζω πως την προηγούμενη φορά συνεργαστήκαμε καλά, έστω και για λίγο.»

«Ναι,» συμφώνησε η Αντζέλικα, παραξενεμένη που παρατήρησε και το άλλο κορίτσι πόσο καλά τα πήγαν την προηγούμενη φορά. «Και μετά τα σκάτωσες όλα.»

Η Κορτέζ φαινόταν πως συγκρατούσε τον εαυτό της να μην αποσπάσει την προσοχή της από το να μιλάει γι αυτό που όντως είχε σημασία εκείνη τη στιγμή. «Άρα πότε μπορώ να έρθω σπίτι σου να αρχίσουμε;»

«Σπίτι μου;» Η Αντζέλικα κοκκάλωσε. «Ο-Οχι σπίτι μου.»

«Γιατί;»

«Να μην σε νοιάζει,» της απάντησε απότομα, χωρίς να της αφήσει περιθώριο για να επιμείνει στην ερώτηση της. «Δεν γίνεται σπίτι μου, τέλεια και παύλα.»

Η Κορτέζ φάνηκε διστακτική όμως τελικά μίλησε. «Μπορείς να έρθεις στο δικό μου τότε, υποθέτω.»

«Στείλε μου μήνυμα την διεύθυνση και το που βρίσκεται πάνω κάτω και την ημερομηνία.»

Κουρασμένη και με μοναδική επιδίωξη εκείνη τη στιγμή να τελειώσει την συζήτηση, άφησε την κοπέλα μόνη της καθισμένη στο παγκάκι και μπήκε μέσα στο σχολείο.

✧・゚: *✧・゚:*    *:・゚✧*:・゚✧
heyo

μετά το προηγούμενο κεφάλαιο, νομίζω αυτό ήταν ένα upgrade :')

πείτε μου τις γνώμες σας, τις απόψεις σας για την πλοκή, την ιστορία, τους χαρακτήρες και τις πράξεις τους, αν ταυτίζεστε και με ποιον, προβλέψεις σας για τη συνέχεια, ευχές και προσδοκίες για το τέλος, ο τ ι δ η π ο τ ε

see you soon!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top