Κεφάλαιο 35: Η θεία κωμωδία του Μυλωνά.


Φορούσε την ρόμπα του, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και ανακάτευε με την κουτάλα την σούπα στην κατσαρόλα. Ένιωθε αδύναμος και το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί. Τις προάλλες στον τόπο του εγκλήματος είχε γίνει μούσκεμα, παρέλειψε την συμβουλή της Μυρτώς να αλλάξει ρούχα και κάπως έτσι κατέληξε άρρωστος. Έπιασε το χαρτομάντιλο και έβηξε, το πέταξε στον κάδο και συνέχισε να ανακατεύει. Έφερε την κουτάλα στο στόμα του και δοκίμασε. Το κινητό του χτύπησε, παραξενεύτηκε και άπλωσε το χέρι του πιάνοντάς το από τον πάγκο. Στην οθόνη έγραφε το όνομα του Έκλι. Κατέβασε το κεφάλι του σαν ένδειξη απογοήτευσης και ξεφύσηξε.
<<Είμαι άρρωστος Έκλι.>> του είπε βραχνιασμένα.
<< Το ξέρω, η εισαγγελέας μου ζήτησε να αναλάβεις μια υπόθεση, επί λέξη μου είπε ότι σε θέλει και ότι σε ζητάει προσωπικά.>> άκουσε από την άλλη γραμμή.
<<Είμαι άρρωστος Έκλι.>> απελπισμένα επανέλαβε την ίδια πρόταση.
<<Της το είπα Πάρη αλλά μου απάντησε πως αυτό που μας διαφεύγει είναι ότι έχει δεκαοκτώ ενόρκους που με τη βοήθεια των στοιχείων, προσπαθούν να τη βοηθήσουν να πιάσει έναν από τους χειρότερους εγκληματίες που αυτή η πόλη είχε ποτέ.>>
Άκουγε τον Έκλι, έκλεισε την κουζίνα και σκέπασε την κατσαρόλα.
<<Στείλε την Χόλι και την Μυρτώ με τους άλλους, θα είμαστε σε επικοινωνία.>> έκλεισε το τηλέφωνο και ξάπλωσε στον καναπέ.

Λίγες ώρες μετά ξύπνησε από τον ήχο του κινητού, το έπιασε από το τραπεζάκι. Η Μυρτώ τον καλούσε, έφερε το κινητό στ αυτί του και σηκώθηκε όρθιος.
<<Ακούω.>> άρχισε να φτερνίζετε.
<<Κάποια σε σκέφτεται.>> τον πείραξε η Μυρτώ.
<<Μην με δουλεύεις. Έχω πυρετό.>> εκνευρισμένος είπε και έπιασε την κούπα για να φτιάξει τσάι.
<<Πόσο; 37,2; Όπως το ξημέρωμα που έφυγα;>> συνέχισε η Μυρτώ.
<<37,5 και μην με δουλεύεις ξαναλέω.>>
<<Εντάξει. Ανακεφαλαίωση, απόμερη στροφή στην εθνική δύο, φλεγόμενο αμάξι στο ανάχωμα, καμένος άντρας έξω από το αμάξι είκοσι μέτρα μακριά. Ένα σημάδι από πυροβολισμό στη μέση. Διερχόμενοι μοτοσικλετιστές το ανέφεραν. Η πυροσβεστική έφτασε μέσα σε δώδεκα λεπτά. Η φωτιά ήταν τόσο δυνατή που έπρεπε να χρησιμοποιήσουν αφρό για να την σβήσουν, το οποίο φυσικά δεν είναι ποτέ καλό για εμάς.>> τον ενημέρωσε.

<<Που είναι;>> άκουσε μια γυναικεία φωνή και έριξε το νερό στην κούπα. <<Σε περιμένω παραπάνω από τρείς ώρες. Με τα πόδια έρχεσαι;>> η εισαγγελέας του είπε.
<<Ειμαι στο κρεβάτι άρρωστος Μάντυ. Είναι η Μυρτώ εκεί. Είναι τ αυτιά και τα μάτια μου.>> ανακάτεψε το τσάι.
<<Πόσες φορές σηκώθηκα από το κρεβάτι μου στη μέση της νύχτας για σένα Πάρη;>>
<<Μίλησε και με τον Ντάνιελ θα σε βοηθήσει.>> ήπιε μια γουλιά απ το τσάι.
<<Ναι, καλά, θα τηλεφωνήσω και σ αυτόν. Έλα πάρε μάτια και αυτιά.>> έξαλλη είπε στον Μυρτώ.
<<Θα είμαστε σε επαφή.>> ευγενικά συνέχισε η Μυρτώ.
<<Ώστε η εισαγγελέας σηκώθηκε απ το κρεβάτι για σένα; Ποιανού το κρεβάτι;>> κοροϊδευτικά του είπε.
<<Πες μου για τον δρόμο.>> την διέταξε τυλίγοντας καλύτερα το σώμα του με την ρόμπα.
<<Εντάξει. Τα συντρίμμια στο δρόμο φαίνονται για περίπου ενενήντα μέτρα απ το σημείο που τ αμάξι σταμάτησε.>>
<<Δείξε μου τι βλέπεις.>> τερμάτισε την κλήση, άνοιξε το λάπτοπ του και μπήκε στο μέιλ. Λίγα δευτερόλεπτα μετά άνοιξε τις φωτογραφίες που του έστειλε η Μυρτώ. Έφτασε το τετράδιο και το στυλό του και άρχισε να κάνει επεξεργασία του τόπου.

Η πόρτα του χτύπησε, άνοιξε και είδε την Μυρτώ έκανε στην άκρη το κορμί του και πέρασε μέσα. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
<<Έχεις λίγο τα χάλια σου Μυλωνά.>>
Ο Πάρης φτερνίστηκε και έπιασε ένα χαρτομάντιλο από τον τσέπη του.
<<Λες να μην το ξέρω;>> κάθησε στον καναπέ, το ίδιο έκανε και η Μυρτώ.
Ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπό του.
<<Νομίζω πως μάλλον έχεις πυρετό. Εσύ καις.>> σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το συρτάρι με τα φάρμακα, έβαλε ένα ποτήρι νερό. Πλησίασε κοντά του, γονάτισε και του έδωσε τα χάπια με το νερό.
<<Θα σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα.>>
Πήρε τα χάπια και ήπιε το νερό <<Σ ευχαριστώ. >> της έδωσε το ποτήρι.
<<Πριν με ρωτήσεις είμαι σε διάλειμμα, στο εγκληματολογικό γίνεται χαμός με αυτή την υπόθεση και δεν πρόκειται να με ψάξει κανείς.>> τον πληροφόρησε μαζεύοντας τις κούπες από το τραπεζάκι.
<<Τι έχουμε για την υπόθεση;>> ρώτησε, η Μυρτώ στάθηκε δίπλα του και κοίταξαν τις φωτογραφίες.
<<Λοιπόν, με βάση το μονοπάτι από τα συντρίμμια το θύμα οδηγούσε το αυτοκίνητο, όταν η φωτιά ξεκίνησε. Γλιστρώντας κατά μήκος όλου του δρόμου. Πιθανόν επειδή καιγόταν. Εσύ απ αυτά που είδες τι σκέφτεσαι;>> ζήτησε την γνώμη του και τον κοίταξε.
<<Μου ακούγεται σωστό.>> της έκανε νόημα με το χέρι του να συνεχίσει, όσο έβαζε στο στόμα του μια καραμέλα ελπίζοντας η μέντα να βοηθήσει στον πονόλαιμο.
<<Ο Κέβιν δεν βρήκε καθόλου ίχνη από χυμένα καύσιμα στο εξωτερικό του αμαξιού. Το καπό και τα μπροστινά λάστιχα είναι κομμένα ως την ζάντα. Ο Πήτερ πιστεύει πως η φωτιά ξεκίνησε πιθανόν από την μηχανή.>>
<<Οι καινούργιοι κινητήρες δεν πιάνουν φωτιά καταλάθος.>> έτριψε τα μάτια του που έτσουζαν.
<<Θα πάνε το αυτοκίνητο στο εργαστήριο για να το εξετάσουν καλύτερα.>>
Της έδειξε μια φωτογραφία του καμένου αυτοκινήτου <<Οι πυροσβέστες δεν σταμάτησαν να κλείσουν τις πόρτες.>>
<<Όχι, όχι η Χόλι μίλησε με τον αρχηγό των πυροσβεστών γι αυτό. Της είπε πως η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή όταν οι άντρες του έφτασαν και ότι η πίεση από την μάνικα πιθανόν να τον έκλεισε.>> του εξήγησε.
<<Πιθανόν;>> αναρωτήθηκε <<Πυροσβέστες!>>
<<Στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου βρέθηκε υπογραφή της La Tiera. Αυτά είναι όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής.>>
Άνοιξε τα χέρια του και η Μυρτώ κλείστηκε στην αγκαλιά του. Το κουδούνι χτύπησε, η Μυρτώ γεμάτη πανικό τον κοίταξε.
<<Περιμένεις κάποιον;>> ρώτησε.
Ο Πάρης σηκώθηκε όρθιος.
<<Όχι. Πήγαινε κρύψου μέσα.>> της ψιθύρισε.
Η Μυρτώ άρπαξε το μπουφάν της και με γρήγορα βήματα χάθηκε απ το οπτικό του πεδίο.

Άνοιξε την πόρτα και η Μάντυ, η εισαγγελέας, πέρασε μέσα στο σπίτι κρατώντας μια κούτα.
<<Οου, μοιάζεις σαν κόλαση. Χρειάζομαι ζάχαρη. Έχεις καθόλου σόδα;>> πέρασε σαν σίφουνας στο σαλόνι.
<<Χάρηκα και εγώ που σε είδα Μάντυ.>> κουνούσε το κεφάλι του και σύρθηκε μέχρι το ψυγείο.
<<Έξι μήνες έρευνας, δυο μήνες δουλειά με επιτροπή ενόρκων, πέντε χαμηλού επιπέδου μηνύσεις κατά της LAT (La Tiera.). Γιατί εσύ; Επειδή είσαι ο μόνος που δεν τα θαλάσσωσε.>>
<<Η ομάδα μου δεν θα θαλάσσωσε.>> την διόρθωσε σηκώνοντας τον δείκτη του.
<<Σωστά. Η ομάδα σου. Ο Πήτερ Χάρμον που πριν τέσσερα χρόνια μπλέχτηκε με έναν διεφθαρμένο δικαστή. Ο Ρόμπερτ Νιούμαν πάτησε με το αμάξι του έναν συμμορίτη εν ώρα υπηρεσίας πριν έξι μήνες. Η Γκρίμπς είπε ψέματα για το τι έγινε στην σκηνή εγκλήματος, ο νεκρός της άντρας εξέδιδε γυναίκες μαζί με πολλά άλλα. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει την Νικολάου που βρέθηκε μεθυσμένη εν ώρα υπηρεσίας. Α! Και τον Σέπερντ που ήταν ύποπτος για φόνο πριν τρία χρόνια.>> του εξιστόρησε όλα τα "λάθη" της ομάδας του αλλά υπήρχε μια λογική εξήγηση πίσω απ όλα όμως δεν θα έμπαινε στον κόπο να το αναλύσει. Έπιασε την σόδα και πλησίασε κοντά της.
<<Πώς πάει το τραγούδι; Εσύ με καλείς, εγώ τους γλιτωνω; Αν ήταν στο χέρι μου, δεν θα είχες ομάδα.>> τον πυροβολούσε με τον ασταμάτητο λόγο της. Άνοιξε την σόδα και της την έδωσε.
<<Τελείωσες;>> την ρώτησε απελπισμένος.
<<Συγγνώμη, έχεις ένα...;>> του έδειξε ένα CD, το πήρε από τα χέρια της και της έδωσε την σόδα.

Πήγε στην τηλεόραση άνοιξε το DVD και τοποθέτησε το CD.
<<Αυτό γράφτηκε πριν δύο εβδομάδες. Αυτός ο τύπος δεν είχε ιδέα ότι αυτό που είδε ήταν  το κλειδί για να νικήσουμε την La Tiera και τον αρχηγό τους, Ελ Ματότσο.>> του εξήγησε η Μάντυ. Έπιασε το κοντρόλ από τα χέρια του και πάτησε το play.
Κάθησε στην άκρη του καναπέ και τυλίχτηκε με την ρόμπα του.

"Εντάξει ξέρω ότι αυτή είναι η τρίτη μου παράβαση αλλά δεν έτρεχα."  παρατηρούσε στην τηλεόραση τον άντρα "Πέρασα με κόκκινο επειδή είχα έναν καυγά με την γυναίκα μου."
"Άκουσε, δεν είσαι εδώ για μια παραβίαση του κόκκινου, εντάξει; Τώρα αφού πέρασες το κόκκινο η κάμερα στο δρόμο δεν σε φωτογράφησε στην επόμενη διασταύρωση. Που πήγες;" ο Πάρης έβαλε άλλη μια καραμέλα στο στόμα του και έτριψε τα μάτια του.
"Εντάξει, κοιτάξτε δεν μπορώ να χάσω την άδεια οδήγησής μου. Είμαι πωλητής."
"Δεν είσαι εδώ για τροχαία παράβαση. Ας το ξεκαθαρίσουμε. Τώρα, μήπως είδες κανένα άτομο συγκεκριμένα; Θυμάσαι εκείνη την νύχτα;"
"Ναι, υπήρχε ένας τύπος που προσπέρασε το αυτοκίνητό μου. Πίστευα πως θα με ληστέψει, κυρίως, πέρα απ όλα τ άλλα."
"Μπορείς να τον αναγνωρίσεις;>>
"Βέβαια, ναι. Περπατούσε δίπλα από τα φώτα του δρόμου. Τον είδα καθαρά. Ήταν  ισπανόφωνος, δεν ξέρω, φαλακρός, άγριο πρόσωπο."

Η Μάντυ έκλεισε την τηλεόραση, ο Πάρης σκούπισε την μύτη του και γύρισε το βλέμμα του στην Μάντυ.
<<Το LAT που χαράχτηκε στο μάγουλο του θύματος είναι η υπογραφή του Ελ Ματότσο.>> άνοιξε τον φάκελο και άπλωσε το χέρι της δίνοντάς του μια φωτογραφία <<του αρχηγού της La Tiera.>>
Ο Πάρης κοίταξε την φωτογραφία με το χαραγμένο μάγουλο του θύματος.
<<Σκότωσε τον αρχηγό της συμμορίας, Λίτλ Γκόρντο, αλλά για μας ήταν ένα φάντασμα, δίχως πρόσωπο, δίχως όνομα, το Ελ Ματότσο είναι ψευδώνυμο. Μέχρι που ο Ντόν Κούκ αναγνώρισε τον Έμιλιο Αλβαράντο να βγαίνει από το σπίτι του Λίτλ Γκόρντο περίπου την ώρα του φόνου. Τελικά ο Αλβαράντο πιάστηκε σε μια έφοδο σε κάποιο λημέρι της συμμορίας του την επόμενη του φόνου. Για παραβίαση αναστολής. Κρατήθηκε για τριάντα μέρες. Η αστυνομία νόμιζε πως ήταν άλλος ένας χαμένος. Αλλά σύντομα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος. Μέσα σε 52 ώρες. Δεν μπορούμε να μυνήσουμε τον Αλβαράντο με έναν νεκρό αυτόπτη μάρτυρα. Πρέπει να αποδείξουμε την συνωμοσία.>> όσο η Μάντυ επεξηγούσε τα στοιχεία, ο Πάρης κοιτούσε τις φωτογραφίες.
<<Χρειάζεται να αποδείξεις ότι ο Αλβαράντο διέταξε το φόνο του μάρτυρά σου.>> απάντησε ο Πάρης.
<<Πόσο χρόνο νομίζεις ότι θα σου πάρει να σηκωθείς και να φορέσεις κάτι; Ας πούμε ένα κουστούμι.>>
Ο Πάρης έβηξε, κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να το αποφύγει.
<< Είμαι χάλια Μάντυ.>> προσπάθησε να αποφύγει την κατάσταση.
Η Μάντυ τον κοίταξε <<Οι ένορκοι μας περιμένουν.>> του έδωσε τα γυαλιά του.

Ο Πάρης ξεφύσηξε και σηκώθηκε όρθιος.
<<Σε λίγο θα είμαι έτοιμος.>> προχώρησε στο υπνοδωμάτιο και είδε την Μυρτώ.
<<Έφυγε η Μάντυ;>> ρώτησε ψιθυριστά  καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι.
<<Όχι ακόμη. Θα φύγουμε μαζί. Πρέπει να μιλήσω με τους ενόρκους. Όταν φύγουμε μπορείς να γυρίσεις στην δουλειά σου.>>
<<Το ξέρεις ότι θα γίνεις χειρότερα έτσι;>> του είπε ανοίγοντας την ντουλάπα. Του έδωσε ένα κουστούμι.
<<Δεν έχω και πολλές επιλογές. Άκουσες, με έχει ξελασπώσει πάρα πολλές φορές.>> έβγαλε τα ρούχα του και άρχισε να ντύνεται.
<<Να προσέχεις Μυλωνά.>> του κούμπωσε το πουκάμισο και τον φίλησε στο μάγουλο.
<<Σ αγαπώ. Θα τα πούμε μετά.>> της έδωσε ένα περάσει φιλί και βγήκε έξω.

<<Ποιός τον σκότωσε; Έχετε στοιχεία ότι ο μάρτυρας δολοφονήθηκε;>>
<<Ποιος είναι ο δολοφόνος;>>
Τον πυρπόλησαν με ερωτήσεις οι ένορκοι, ήρεμος -όσο μπορούσε- τους κοιτούσε.
<<Ένας, ένας δεσποινίς Λέι.>> φώναξε η Μάντυ δίνοντας τον λόγο σε μια γυναίκα.
<<Ξέρετε ποιός τον σκότωσε.>> ρώτησε τον Πάρη.
<<Δεν ξέρουμε ποιος τον σκότωσε.>> απάντησε κοιτώντας τα χαρτιά μπροστά του, με τα δάχτυλά του γυρνούσε το στυλό <<Οι έρευνες μας είναι σε εξέλιξη.>>
Ένας άντρας σήκωσε το χέρι του και ο Πάρης του έδωσε το λόγο.
<<Τι ήταν αυτό που θα μας έλεγε ο μάρτυρας;>> η Μάντυ στην ερώτηση του άντρα κοίταξε τον Πάρη.
<<Μέχρι το δρ. Μυλωνάς να εξακριβώσει την κατάθεση του κυρίου Κούκ, δεν μπορούμε να σας πούμε το περιεχόμενο. Κύριε Όσι;>> η Μάντυ έστρεψε το βλέμμα της στον άντρα δίπλα της.
<<Κλειδωνόμαστε εδώ για δέκα ώρες τη μέρα, εδώ και δύο μήνες, κρυβόμαστε και από την σκιά μας.>> άπλωσε το χέρι του δείχνοντας τον λευκό πίνακα με τις φωτογραφίες των θυμάτων.
<<Η La Tiera δεν ξέρει ότι τους ερευνούμε, άρα δεν θα μπορούσε να γνωρίζει για τον μάρτυρα.>>
<<Λοιπόν,  έκανε την υπογραφή τους στη σκηνή του εγκλήματος. Άρα πιθανόν να το ήξεραν.>> εξήγησε ο Πάρης, έπιασε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα χαρτομάντιλο και σκούπισε την μύτη του.
<<Αν φτάσανε στο μάρτυρα, θα μπορούσαν να βρουν και μας; Έχω οικογένεια.>> φοβισμένος τον ρώτησε.

Ο Πάρης έπιασε το μέτωπό του, έκαιγε.
<<Θέλω να ξέρω πως η συμμορία ανακάλυψε τον Ντον Κούκ.>>
<<Αν δεν μάθουμε, θα παραιτηθώ απ την Επιτροπή.>> άρχισαν να φωνάζουν.
Ο Πάρης κοιτούσε τα χαρτιά και έτριβε το μέτωπό του. Κοιτάχτηκαν με την Μάντυ. Ο οργανισμός του τον εγκατέλειπε, ήθελε επείγοντος να γυρίσει σπίτι.

Έβαλε το κλειδί στην εσοχή και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπήκε στο σπίτι του, πέταξε τα κλειδιά στον μαύρο καναπέ. Φτερνίστηκε ενώ ταυτόχρονα είχε εκνευριστεί με τον εαυτό του που αρρώστησε.
<<Γείτσες.>> άκουσε την Μυρτώ.
<<Ευχαριστώ. >> πλησίασε κοντά της, κάθησε στο σκαμπό του είχε στον πάγκο της κουζίνας.

Η Μυρτώ του έδωσε μια ζεστή κούπα με τσάι, πήγε κοντά του και του έλυσε την γραβάτα.
<<Θα βάλω λίγη σούπα, θα σε βοηθήσει. Άσε που κάτι πρέπει να φας. Αυτό το κορμί πρέπει να διατηρηθεί.>> αστειεύτηκε, την χάιδεψε στο μάγουλο. Το ζεστό τσάι τον έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα.
Κοιτούσε την Μυρτώ η όμορφη παρουσία της, τα μακριά κάστανα μαλλιά της που τα είχε μαζεμένα. Φορούσε τις φόρμες του ακόμα και αυτές της πήγαιναν. Χαμογέλασε, είχε χρόνια να νιώσει τόση φροντίδα και τώρα χάρις στην Μυρτώ του, την ένιωθε.
<<Θα με κοιτάς για ώρα;>> τον πείραξε φέρνοντας το πια το μπροστά του.
<<Είσαι τόσο όμορφη που δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου.>> άφησε στην άκρη το τσάι και έπιασε το κουτάλι.
<<Μυλωνά, δεν με ρίχνεις έτσι. Θα σου το χτυπάω για όλο τον υπόλοιπο μήνα ότι δεν με άκουσες.>> του πείραξε την μύτη.
<<Το ξέρω αυτό. Σκεφτόμουν, αν θες και εσύ φυσικά. Να πάμε ένα ταξίδι μαζί, τι λες;>> την ρώτησε.
<<Θα το ήθελα, αλλά θα φανεί πάρα πολύ περίεργο να πάρουμε άδεια και οι δύο μαζί.>> του εξήγησε και της έπιασε το χέρι.
<<Συγγνώμη Μυρτώ.>> απολογήθηκε, η Μυρτώ του χάιδεψε το μάγουλο.
<<Για ποιό πράγμα καλέ μου;>>
<<Που δεν μπορούμε να ζήσουμε σαν φυσιολογικό ζευγάρι. Να πάμε ένα ταξίδι. Είναι άδικο για σένα Μυρτώ.>> το σκεφτόταν πάρα πολύ καιρό όλο αυτό.

Η Μυρτώ χαμογέλασε <<Δεν με νοιάζει. Είμαι μαζί σου και μου φτάνει. Αλλά ξέρεις κάτι;>> τράβηξε το χέρι της <<έχεις πυρετό και λες βλακείες.>> πήρε το πιάτο από μπροστά του και του έδωσε δύο χάπια.
<<Πάρε αυτά...>>
<<και θα με κάνουν να νιώσω καλύτερα.>> την διέκοψε. <<Το ξέρω.>> χαμογέλασαν.

<<Θα φύγεις πάλι;>> τον ρώτησε, ανοίγοντας την βρύση πλένοντας τις εκατοντάδες κούπες που πέρασαν από τα χέρια του χθες.
<<Μυρτώ... Δεν χρειάζεται μπορώ και μόνος μου. Ξέρεις μέχρι πριν λίγους μήνες ήμουν εργένης.>> ένιωθε άσχημα να την βλέπει να κάνει δουλειές που μπορούσε να τις κάνει μόνος του.
<<Θέλω και το κάνω. Απάντησέ μου σ αυτό που σε ρώτησα τώρα.>>
<<Δεν ξέρω, ίσως. Η Μάντυ δεν με αφήνει σε ησυχία ενώ υπάρχουν τόσοι πολλοί στο εργαστήριο που μπορούν να την βοηθήσουν. Εσυ;>>
<<Θα πάω στις πέντε που ξεκινάει η βάρδια. Η Χόλι μας είπε να πάμε σπίτια μας. Το χειρίζεται, προσωρινά.>>
Σηκώθηκε όρθιος και την αγκάλιασε, έκανε στην άκρη την κοτσίδα της και την φίλησε στο λαιμό.
<<Εγώ προτείνω να ξαπλώσεις Μυλωνά, το ξέρεις ότι αν με κολλήσεις πέθανες έτσι;>> τον κοίταξε και μισόκλεισε απειλητικά τα μάτια της.

Άνοιξε το στόμα του και κάτι πήγε να πει αλλά το χτύπημα της πόρτας τον διέκοψε. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά ελπίζοντας ο Θεός να τον λυπηθεί.
<<Ποιός είναι πάλι.>> ξεφύσηξε και απομακρύνθηκε.
<<Θα είμαι στο υπνοδωμάτιο.>> τον χάιδεψε στον ώμο κι έφυγε από κοντά του. Έπιασε την κούπα και πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και είδε μπροστά του τον Ντάνιελ.
<<Γεια.>> του έδειξε τους φακέλους <<έχω αυτούς τους φακέλους της υπόθεσης.>>
Ο Πάρης τον κοιτούσε χαμένος
<<Έχεις καθόλου καφέ;>> ρώτησε ο Ντάνιελ.
<<Έχω πολύ τσάι.>> απάντησε. Έκανε το κορμί του πίσω.
<<Ξέρεις όταν ζητήσαμε αρχικά από τον Κούκ να καταθέσει είπε όχι, αλλά...>> κάθισαν στα σκαμπό, ο Πάρης του έδωσε μια κούπα με τσάι <<Ευχαριστώ. Αλλά ξέρεις, δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει. Έτσι του τηλεφώνησα μια εβδομάδα αργότερα, συναντηθήκαμε, τον κέρασα μεσημεριανό και του έδειξα τη φωτογραφία ενός κοριτσιού που είχε σκοτωθεί, ξέρεις. Ήταν δεκαέξι, αθώα, όμορφη. Την βίασαν, την πυροβόλησαν και την κατούρησαν. Και όταν όλα αυτά δεν την σκότωσαν, της σκίσανε τον λάρυγγα. Θα μπορούσε να ήταν η κόρη μου Πάρη, είναι στην ηλικία της. Έτσι τον έφερα σε δύσκολη θέση. Και του είπα να καταθέσει, θα προστατέψω αυτόν και την οικογένειά του αν η υπόθεση έφτανε σε δίκη. Την Παρασκευή, τηλεφώνησε στην Μάντυ, είπε ότι άλλαξε γνώμη και ότι θα καταθέσει...>> βούρκωσε και κατάπιε τον κόμπο που είχε σταθεί στο λαιμό του <<και τον Κυριακή...>> συνέχισε <<ήταν νεκρός. Δεν μπόρεσα να τον προστατέψω.>>
<<Δεν φταις Ντάνιελ, τον είχα  ήδη στόχο. Θα τον βρούμε την άκρη και θα μπουν φυλακή όσοι ευθύνονται.>> τον διαβεβαίωσε και κάθισαν ώρες εξετάζοντας την υπόθεση, παρόλη την αδυναμία του προσπάθησε να δώσει τον καλύτερό του εαυτό.
Όταν ο Ντάνιελ έφυγε, έκλεισε τους φακέλους.

Πηγε στο υπνοδωμάτιο η Μυρτώ κοιμόταν αγκαλιά μ ένα βιβλίο, το τράβηξε από την αγκαλιά της και την σκέπασε. Ύστερα ξάπλωσε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά.

■ Γειααα σας!! Ο Παρουλης αρρώστησε μωρέ, αλλά έχει την Μυρτώ δεν τον φοβάμαι αν και νιώθω πως θα έχει γκρίνια μέσα του που αρρώστησε.

Η Μάντυ είναι λίγο επιβλητική θα έλεγα είχε δεν είχε τον έβγαλε από το σπίτι άρρωστο. Αλλά και τι να κάνεις; Ένας είναι ο Μυλωνάς 🤷🏻‍♀️

Ο Ντάνιελ πάλι πόσες τύψεις έχει ο καημένος, από την μια ίσως και να φταίει αλλά απ την άλλη δεν το είχε σκεφτεί ότι θα σκότωναν τον μάρτυρα.

Η Μυρτώ πόσο καλή είναι με τον Πάρη εντάξει περιμέναμε καιρό να είναι μαζί και σας το ανταπέδωσα στο έπακρο (βασικά περίπου γιατί έχουμε πόσα κεφάλαια ακόμα 😏)

Αν σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο αφήστε μου ένα ⭐ και τα σχόλια σας που λατρεύω. ❤
Εμείς θα τα πούμε ξανά το Σάββατο 30 Οκτωβρίου λογικά μεσημέρι γιατί πιθανόν το βράδυ να δουλεύω. 😬

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο λοιπόν
Σας φιλώ!😘❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top