Σεχραζάτ


Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μέρος, αμέτρητες μέρες μα και νύχτες μακριά, όπου τα πάντα είναι φωτεινά και κάθε νύχτα έχει πανσέληνο, ζούσε μία κοπέλα. Κανένας δεν θυμάται τώρα πια να πει με σιγουριά αν ήτανε όμορφη ή άσχημη και από πούθε κρατούσε η σκούφια της. Το μόνο, που θυμούνται, είναι πως την ελέγαν Σεχραζάτ και όπου στεκόταν έλεγε ιστορίες.

Μία μέρα στην αγορά, ανάμεσα σε πολύχρωμα χαλιά και παράξενα μυρωδικά την ώρα που μιλούσε με τους περαστικούς, λέγοντας ακόμα μία ιστορία, πέρασε ο βασιλιάς.

- Εσύ θα γενείς δικιά μου. Εσύ και όλες σου οι ιστορίες. 1000+1 νύχτες θα μου τις λες στο προσκεφάλι μέχρι να αποκοιμηθώ. Ειδάλλως, θα πεθάνεις. Αν βαρεθώ πριν συμπληρωθούν 1000+1 πανσέληνοι, πάλι θα πεθάνεις. Ακολούθα με.

Και η Σεχραζάτ τον ακολούθησε στο παλάτι, εκεί όπου άλλος από την γενιά της, δεν είχε μπει ποτέ. Την ημέρα ο βασιλιάς κανόνιζε τα του βασιλείου, ξέρετε. Με ποιον θα κάνει πόλεμο, ποιον θα αποκεφαλίσει, ποιο είναι το πιο διαλεχτό κυνήγι για το δείπνο στην μεγάλη σάλα. Όλα αυτά τα σπουδαία, που κάνουνε οι βασιλείς με την βαριά, στολισμένη με πολύτιμα πετράδια, κορώνα στο κεφάλι τους. Και η Σεχραζάτ γυρνούσε στο παλάτι.

Σαν νύχτωνε ο βασιλιάς την φώναζε στην κάμαρη του.

-Πες μου μία ιστορία για να αποκοιμηθώ. Πες μου για μέρη όπου δεν έχω πολεμήσει και τις γυναίκες, που δεν γνώρισα ακόμη. Πες μου για τα μέρη, που βρέχει και για τις νύχτες, που δεν έχει πανσέληνο. Πες μου για τα μέρη, που λένε πως γερνούν οι άνθρωποι, που δεν υπάρχουν βασιλιάδες πια. Πρόσεχε μόνο μην με συναντήσεις ποτέ εκεί. Γιατί θα πεθάνεις. Όποια πανσέληνο και να έχουμε.


Η Σεχραζάτ χαμήλωνε τα μάτια της και ξεκινούσε....

- Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη, δωσ' της κλώτσο να γυρίσει, όσα θα βρει και ό,τι αγάπησε ν' αφήσει...

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε μία πολιτεία, τρία όνειρα και μία ευχή νότια του ακρωτηρίου της Ελπίδας. Οι άνθρωποι ήταν χαμογελαστοί και κάθε μέρα ήτανε γιορτή. Τα παιδιά έπαιζαν στις αυλές και οι γυναίκες συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε ομορφιά. Παντού ακούγονταν τραγούδια και όλοι ζούσαν καλά και κανείς αλλού καλύτερα. Μια νύχτα ένας παράξενος θόρυβος απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη στην πόλη. Χριτσι, χρίτσι κάθε τρύπα, κάθε γωνιά, κάθε δρομάκι αντηχούσε αυτόν τον παράξενο θόρυβο.

Σαν ξημέρωσε και ξυπνήσαν οι κυράδες, μια κραυγή έσκισε για πάντα την ηρεμία της πόλης στα δύο. Και ύστερα και άλλη και άλλη... Οι άντρες πετάχτηκαν με μιας από τα κρεβάτια τους και τα παιδιά αρχίσανε να κλαίνε. Χιλιάδες ποντικοί είχαν γεμίσει την πόλη. Μασουλούσανε τα φαγητά στις κουζίνες, κάνανε βόλτες στους δρόμους, πίνανε νερό στις στέρνες, ζεσταινότανε δίπλα στα τζάκια. Τα παιδιά αρχίσανε να κλαίνε και κανένα τους δεν πήγε σχολείο εκείνη την ημέρα. Οι ποντικοί κόβανε βόλτες αμέριμνοι στις τάξεις μασουλώντας τις κιμωλίες.

Οι άντρες μαζεύτηκαν στην πλατεία κρατώντας όπλα, τσουγκράνες. Κάποιος μάλιστα πήγε με πιρούνι και τους κυνηγούσε όλη την ώρα, που οι άλλοι προσπαθούσαν να αποφασίσουν τι πρέπει να κάνουν. Μεσημέριασε και δεν είχαν αποφασίσει. Βράδιασε και κανένας δεν είχε βρει την λύση. Κουράστηκε και εκείνος με το πιρούνι και γυρίσανε σπίτια τους. Οι γυναίκες δεν τραγουδούσαν, τα παιδιά δεν χαμογελούσαν, το φαγητό ήταν βρώμικο. Έπεσαν για ύπνο αμίλητοι, μουτρωμένοι, νευρικοί. Χρίτσι, χρίτσι οι ποντικοί μασουλούσαν την πόλη. Χρίτσι, χρίτσι, οι ποντικοί μασουλούσαν την ζωή τους.

Επτά ημέρες πήγαν και ήρθαν οι άντρες στην πλατεία. Με όπλα, με τσουγκράνες, μέχρι και με κουτάλι πήγε κάποιος. Δεν κατέληξαν πουθενά. Κάθε βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι ακόμα πιο σκυφτοί, ακόμα πιο αγριεμένοι, ολοένα και πιο άσχημοι. Οι γυναίκες σταμάτησαν να τραγουδούν, σταμάτησαν να μαγειρεύουν και κάποια στιγμή σταμάτησαν να μοιράζονται το κρεβάτι τους. Τα παιδιά δεν συναντιόντουσαν πια στους δρόμους, δεν έπαιζαν, μόνο κυνηγούσαν τα ποντίκια στα δωμάτια τους.

Την όγδοη ημέρα στην πλατεία εμφανίστηκε ένας παράξενος άντρας. Φορούσε ένα πράσινο καπέλο με ένα μακρύ φτερό να κρέμεται πίσω του. Οι μπότες του μαρτυρούσαν πως είχε ταξιδέψει πολύ και τα ποντίκια δεν φαινόταν να τον ενοχλούν καθόλου. Όπως προχωρούσε οι άντρες κατέβαζαν τα όπλα, τις τσουγγράνες, ένας κατέβασε την οδοντογλυφίδα του. Στάθηκε στο κέντρο και σαν σώπασαν όλοι και ακούγονταν μόνο το ατέλειωτο χρίτσι, χρίτσι, που ξεχυνόταν από κάθε γωνιά της πόλης, ξεκίνησε να μιλά.

- Μπορώ να σας βοηθήσω, είπε. Θα κάνω τα ποντίκια να

εξαφανιστούν και όλα θα γίνουν όπως ήταν πριν. Για αντάλλαγμα θα μου δώσετε όσο χρυσάφι χωρά τούτο το σακίδιο και εγώ θα εξαφανιστώ σαν τα ποντίκια και δεν θα με δείτε ποτέ ξανά.

- Σύμφωνοι απάντησαν με μια φωνή οι άντρες.

Κανένας δεν γνώριζε τον ξένο και δεν πίστευαν πως θα τα κατάφερνε, μα βράδιαζε και έπρεπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους, που πλέον μοιάζανε με φυλακές. «Ναι», μονολογούσαν επιστρέφοντας. «Ναι», για να γίνουν οι γυναίκες τους όμορφες ξανά. «Ναι», για να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι ενώ τα παιδιά θα χαμογελούσαν στον ύπνο τους. «Ναι», είπαν δρασκελώντας το κατώφλι στο σπίτι. «Ναιξι και ξερός» απάντησαν οι γυναίκες, που είχαν αγριέψει, πετώντας τους τις κουβέρτες να κοιμηθούν ανάμεσα στα ποντίκια.

Χρίτσι, χρίτσι οι ποντικοί μασουλούσαν τα όνειρα των κατοίκων. Ρυθμικά, ανελέητα σε κάθε σοκάκι, κάθε γωνιά της πόλης. Ο άγνωστος ήταν ακόμα στην πλατεία. Δεν έμοιαζε να τον ενοχλούν οι ποντικοί. Απίθωσε τον σάκο, που κουβαλούσε, στο πλακόστρωτο και τον ψαχούλεψε. Έβγαλε ένα φλάουτο από μέσα, τον έκλεισε και τον φορτώθηκε ξανά. Στάθηκε για μια στιγμή και αντίκρισε τα ποντίκια που τρέχανε στο σεληνόφως. Το έφερε στα χείλη του και μια παράξενη μελωδία αντήχησε στην πόλη.

Το χρίτσι, χρίτσι σταμάτησε με μιας. Οι ποντικοί λες και κοιταχτήκαν μεταξύ τους για μια στιγμή και μετά όλοι μαζί άρχισαν να κατευθύνονται προς την μελωδία. Ο ξένος άρχισε να κατευθύνεται σιγά – σιγά προς το λιμάνι της πόλης. Σαν έφτασε στην άκρη κοντοστάθηκε για μια στιγμή και μαζί του όλοι οι ποντικοί σαν ένα ποτάμι, που ξεκινούσε από την πόλη και έφτανε ως την θάλασσα. Άλλαξε την μελωδία και οι ποντικοί άρχισαν να τρέχουν ολοένα και πιο γρήγορα και να πηδούν στην θάλασσα μανιασμένα. Όλη νύχτα οι ποντικοί, σαν υπνωτισμένοι, πηδούσαν από την προβλήτα και χάνονταν μέσα στην θάλασσα καθώς τα ρεύματα τους έπαιρναν μακριά.

Πρέπει να ήταν χάραμα σαν έπεσε και ο τελευταίος στο νερό. Ο ξένος κάθισε στην προβλήτα, έβαλε το φλάουτο στον σάκο και έμεινε να κοιτάζει το λυκαυγές, που έσκιζε τον ουρανό. Κάπου μακριά ένας απορημένος κόκορας ακούστηκε. Και μετά και άλλος και άλλος... Οι γυναίκες σηκώθηκαν. Μια παράξενη ησυχία πλανιότανε παντού. Ανοίξανε τα παράθυρα διάπλατα, τα ντουλάπια, μέχρι κάτω από τα κρεβάτια κοιτάξανε. Δεν υπήρχε ούτε ένας ποντικός. Τραβήξαν τις κουβέρτες από τους άντρες, φώναξαν στα παιδιά να σηκωθούν. Τα παιδιά ξεκινήσανε για το σχολείο και οι άντρες για την πλατεία. Δεν κρατούσαν όπλα, ούτε τσουγκράνες. Ένας μόνο έσφιγγε στην τσέπη ένα κουταλάκι του γλυκού.

Εκεί τους περίμενε ο άγνωστος. Σαν μαζευτήκαν όλοι ο άγνωστος σηκώθηκε και στάθηκε στο κέντρο. Έβαλε τον σάκο του στο πλακόστρωτο και τον άνοιξε.

- Εγώ την συμφωνία μας την τήρησα. Σειρά σας. Τόσο χρυσάφι,

όσο να γεμίσει ο σάκος.

Κανένας δεν κινήθηκε, κανένας δεν είπε λέξη μόνο κάποιος από πίσω άρχισε να γελά και αυτό το γέλιο άρχισε να εξαπλώνεται σαν κύμα σε ολάκερη την πόλη. Ένα γέλιο σαρκοβόρο, άγριο, που έκανε τα μάτια να γυαλίζουν. Ένας – ένας άρχισαν να απομακρύνονται να πάνε στις δουλειές τους. Πόσο ανόητος ήταν στ' αλήθεια αυτός ο ξένος, που ζητούσε την πληρωμή του. Τι θα τους έκανε; Ήταν ένας και εκείνοι εκατοντάδες. Σιγά μην έδιναν τον χρυσό τους σε έναν ξένο. Τι θα τους έκανε;

Πήγαν στις δουλειές τους γελώντας και όλα ξεκίνησαν όπως πριν. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, οι γυναίκες καθάριζαν και μαγείρευαν, τα παιδιά έπαιζαν στις αυλές των σχολείων. Η πόλη έσβησε κάθε ανάμνηση των ποντικών και καθώς η μέρα προχωρούσε, δεν είχε απομείνει τίποτα να τους το θυμίζει εκτός από εκείνον τον παράξενο ξένο, που στεκόταν αμίλητος στην πλατεία της πόλης.

Σαν βράδιασε οι άντρες δρασκέλισαν ευθυτενείς τα κατώφλια των σπιτιών τους. Οι γυναίκες τους περίμεναν με τα καλά τους φουστάνια και τα παιδιά κοιμότανε στα κρεβάτια τους χαμογελαστά. Έφαγαν το ζεστό φαγητό, ήπιαν και κρασί και γιόρτασαν την εξυπνάδα τους, που έδιωξε τα ποντίκια. Μοιράστηκαν ξανά το ίδιο κρεβάτι και αποκοιμήθηκαν σαν βασιλιάδες.

Η νύχτα έπεσε ξανά στην πόλη. Ο ξένος ακίνητος στην πλατεία πλησίασε τον ανοιχτό του σάκο. Ούτε ένας δεν είχε επιστρέψει όλη μέρα να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Κοίταξε προσεκτικά κάθε σοκάκι, που έβλεπε μήπως κάποιος ήταν καθ' οδόν. Κανείς. Έβαλε το χέρι μέσα στο σάκο και έβγαλε το φλάουτο. Έκλεισε τον σάκο, τον φόρτωσε στην πλάτη και άρχισε να παίζει μουσική. Ξανά. Μα δεν ήταν η ίδια μουσική. Ήταν ένα παραμύθι για μια παράξενη πολιτεία όπου δεν υπήρχανε σχολεία, δεν υπήρχαν τιμωρίες. Μία πολιτεία όπου όλα ήταν δυνατά.

Τα παιδιά άρχισαν να στριφογυρίζουν στα κρεβάτια τους. Κάποια μάλιστα δεν πρόσεξαν και έπεσαν από αυτά. Όλα όμως άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους και ξεχύθηκαν στους δρόμους προς την πλατεία. Στάθηκαν μπροστά στον ξένο, που έπαιζε εκείνη την παράξενη μουσική, που όμοιά της δεν είχαν ξανακούσει και περίμεναν αμίλητα. Σαν εμφανίστηκε και το τελευταίο στραβοπατώντας στις παντόφλες του και σέρνοντας ένα αρκουδάκι πίσω του, ο ξένος ξεκίνησε να περπατά.

Τα παιδιά άνοιξαν δρόμο στο πέρασμά του. Μα δεν πήγαινε προς το λιμάνι. Πήγαινε στον δρόμο από τον οποίο ήρθε. Ξεκίνησε από την πλατεία, ακολούθησε τον δρόμο του και βγήκε έξω από την πόλη. Τα παιδιά υπνωτισμένα τον ακολούθησαν. Άλλο με τις στραβοπλεγμένες κοτσίδες του και τις ριγέ του κάλτσες, άλλο αναμαλλιασμένο με μάτια μισόκλειστα και τελευταίο, μικροσκοπικό στραβοπατώντας τις παντόφλες του και σέρνοντας το αρκουδάκι του. Όλα ταξίδευαν μέσα στην νύχτα. Ένας ποταμός, που ξεχυνότανε για ένα μέρος, που δεν υπάρχουνε σχολεία, δεν υπάρχουν τιμωρίες. Ένα μέρος όπου όλα είναι δυνατά.

Και ήρθε το λυκαυγές... και μετά ξημέρωσε και ο πετεινός ακούστηκε με αυτοπεποίθηση. Και μετά άλλος... και άλλος. Οι γυναίκες ανοίξαν τα παραθύρια τους και βάλανε τα τσουκάλια στην φωτιά. Μια κραυγή ακούστηκε και μετά και άλλη και άλλη και άλλη. Τα ξέστρωτα παιδικά κρεβάτια ήταν άδεια. Σε κάποια έλειπαν και τα παιχνίδια. Οι γυναίκες ξεχύθηκαν στους δρόμους, έφτασαν μέχρι την πλατεία φωνάζοντας ονόματα. Σε κανένα δεν πήρανε απόκριση.

Εκείνη την μέρα οι άντρες δεν φανήκαν στην πλατεία, ούτε και στις δουλειές. Το βράδυ κανένας δεν κοίταξε την γυναίκα του στα μάτια. Μήτε κοιμηθήκαν ξανά στο ίδιο κρεβάτι. Κουλουριάστηκαν γύρω από το χρυσό τους, που ροκάνισε τα όνειρά τους. Χριτσι, χρίτσι....

Όλα τα αστέρια είχαν κρυφτεί εκείνη την νύχτα. Ένα παράξενο, γαλάζιο φεγγάρι φαινότανε κάποιες στιγμές μοναχά, φωτίζοντας τα παιδικά πρόσωπα, που προέλαυναν στο ημίφως. Ένας παράξενος στρατός από πυτζάμες, νυχτικά, στραβοπατημένες παντόφλες και κουκλάκια, που σέρνονταν στο χώμα. Η παράξενη μουσική ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από την πόλη, έσβηνε μέσα στα όνειρα τους, ξεθώριαζε στην μνήμη. Ανθρώπινο αυτί δεν την είχε ξανακούσει. Τα ζώα έστεκαν στην άκρη να περάσει ο παράξενος άνθρωπος με την ακολουθία του. Περπάτησαν όλη τη νύχτα, δίχως σταματημό.

Σαν πήρε να ξημερώνει, ο παράξενος άντρας στάθηκε μπροστά σε μια σπηλιά και άλλαξε την μελωδία. Τα παιδιά, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να μπαίνουν μέσα στην σπηλιά. Κουλουριάστηκαν το ένα δίπλα στο άλλο και αποκοιμήθηκαν. Όταν σιγουρεύτηκε πως και το τελευταίο ταξίδευε προς την χώρα όπου όλα είναι δυνατά, κατέβασε το φλάουτο και κοίταξε τον ορίζοντα. Το λυκαυγές άρχισε να σκίζει τον ουρανό. Θα νόμιζε κανείς πως ερχόταν καταπάνω του. Σαν τον έφτασε, έκλεισε τα μάτια και άφησε το φλάουτο να πέσει στο χώμα. Το λυκαυγές τον διαπέρασε. Τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε στην είσοδο της σπηλιάς.

Πέρασε το πρωινό, πέρασε και το μεσημέρι. Ήρθε το απόγευμα και ο μάγος δεν κινήθηκε σπιθαμή. Τα ζώα, που πλησίαζαν διστακτικά μόλις τον οσφρίζονταν απομακρύνονταν. Εξαφανίζονταν και μετά από λίγο επέστρεφαν με κάποιο φρούτο το καθένα. Το άφηναν μπροστά του και εξαφανίζονταν. Ο ήλιος έδυσε και παιδικές φωνές άρχισαν να ακούγονται. Σύντομα μαζεύτηκαν γύρω του μασουλώντας τα φρούτα. Ένας γεματούλης κοκκινοτρίχης στάθηκε πάνω από το κεφάλι του τρώγοντας ένα ζουμερό αχλάδι. Πλιτς, πλιτς έσταξε το αχλάδι πάνω του. Με τα μάτια κλειστά, ο μάγος έψαξε το φλάουτο, το έπιασε, το έσφιξε στο χέρι του και σηκώθηκε. Τα παιδιά στεκόταν γύρω του, τρώγοντας τα φρούτα τους σιωπηλά.

Το φεγγάρι φώτισε το πρόσωπό του και το αχλάδι έπεσε από τα χέρια του μικρού και κύλησε στα πόδια του. Κανένα από τα παιδιά δεν μίλησε. Ούτε ένα δεν κινήθηκε από την θέση του. Δίχως να πει λέξη, μάζεψε το σακκίδιό του, το έβαλε στον ώμο του και ξεκίνησε να παίζει ξανά μέσα στην νύχτα. Προσπέρασε τα παιδιά, που για ακόμα ένα βράδυ τον ακολούθησαν μέσα στην νύχτα. Πλέον δεν βάδιζαν πάνω σε δρόμους. Κανένα τους δεν ήξερε πού πηγαίνουν. Όλα όμως ήθελαν να φτάσουν στην χώρα εκείνη, όπου δεν υπήρχαν σχολεία, στο μέρος εκείνο που όλα ήταν δυνατά.

Βάδιζαν όλη τη νύχτα και σαν άρχισε να ξημερώνει ένα παιδί στάθηκε για λίγο και κοίταξε πίσω. Μα δεν φαινόταν τίποτε. Μόνο μια κραυγή από μακριά. Φωνές, φασαρία, κακό μεγάλο. Σε μία σπηλιά είχαν βρεθεί οι κούκλες των παιδιών, οι παντοφλίτσες τους και ένα μισοφαγωμένο αχλάδι. Τίποτε άλλο. Μαζεύτηκε όλο το χωριό αλλά κανένας τους δεν άκουσε την μελωδία, που χανότανε με τα παιδιά τους μέσα στο δάσος καθώς ξημέρωνε.

Μία πόλη όπου όλα ήταν δυνατά. Μία πόλη χωρίς ρολόγια, δίχως δασκάλους, χωρίς τιμωρίες. Μία πόλη, που όλα ήταν παιχνίδι, για πάντα. Έλυσε τα μαλλιά της και άφησε τις κορδέλες προς το μέρος που ακούγονταν οι φωνές. Τα υπόλοιπα παιδιά ξεμάκραιναν μπροστά της. Άρχισε να τρέχει, τους έφτασε και χάθηκε μαζί τους στο δάσος. Το λυκαυγές τους πρόλαβε στο ξέφωτο, να κοιμούνται όλοι σε μία παράξενη σπείρα. Ο μάγος στο κέντρο και τα παιδιά γύρω του. Το φλάουτο άστραφτε στην γη κάτω από τον πρωινό ήλιο. Η πρωινή δροσιά πάνω του θόλωνε τον αντικατοπτρισμό της παράξενης πολιτείας.

- Μαμμμμ... είπε ένας μελαχρινούλης λασπωμένος την στιγμή

που ένα μαμούνι περπατούσε από το μάγουλο στην μύτη του. Το έδιωξε με το χεράκι του μέσα στο όνειρό του και γύρισε στο πλάι χώνοντας το προσωπάκι του στην πλάτη του διπλανού του.

- Μια πόλη, που δεν σου λένε όχι, ποτέ. Κάπως έτσι δεν είναι ο παράδεισος;

Ο Βασιλιάς ροχάλιζε στο τεράστιο πορφυρό μαξιλάρι του. Την

ήξερε καλά εκείνη την χώρα, που δεν σου λένε όχι, ποτέ. Εκεί μεγάλωσε. Ήταν ένα μικρό παιδί ξανά. Φορούσε την βελούδινη ρόμπα του, με το οικόσημο πάνω, κρατούσε το χρυσό του ραβδί και έτρεχε προς τα παιδιά. Έτρεχε παραπατώντας. Δεν ήταν τα μεταξωτά χαλιά του παλατιού, μα πέτρες κάτω από τα πόδια του. Δεν ήταν πανσέληνος. Πάλευε στο ημίφως να ακολουθήσει την μελωδία.

Θα έφτανε αυτά τα παιδιά. Βρήκε τις κορδέλες. Τις άρπαξε και συνέχισε να τρέχει. Το μέρος όπου δεν σου λένε όχι, δεν υπάρχουν σχολεία, όλα είναι δυνατά. Άρχισε να φωνάζει.

- Σταματήστε! Σας διατάζω! Εγώ ο βασιλιάς της χώρας όπου όλα είναι φωτεινά και κάθε νύχτα είναι πανσέληνος. Σταματήστε!

Καθώς το έλεγε αυτό, σκόνταψε σε μία πέτρα και άρχισε να πέφτει. Προσγειώθηκε με το πρόσωπο σε μία λακούβα λάσπης. Εξοργίστηκε. Ο Βασιλιάς; Χτύπησε τα χέρια στο έδαφος και σηκώθηκε φτύνοντας. Ο πρωινός παγωμένος αέρας έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο. Ξημέρωνε.

Ο ήλιος ανέτειλε ακόμα μία φορά. Γύρισε πίσω του. Η Σεχραζάτ τον παρακολουθούσε ακίνητη, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού.

- Μία πόλη όπου όλα είναι δυνατά; Πες μου! Πού είναι; Την θέλω.

Πήγες ποτέ;

- Βασιλιά μου, ξημέρωσε. Σε περιμένουν. Να αποφασίσεις ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει και σήμερα. Μην αργείς. Να ελέγξεις αν έγιναν όλα κατά πώς πρέπει και σαν βραδιάσει σ' αυτήν την χώρα, που ποτέ δεν άκουσες το όχι, εδώ θα είμαι να σου απαντήσω σε ό,τι με ρωτάς.

Άκου. Ο τελάλης ήδη γυρνά στις γειτονιές για τα γενέθλια σου. Όλη η χώρα θα σου στείλει τα δώρα της για να διαλέξεις τα καλύτερα και οι φυλακές πια δεν χωρούν εκείνους, που δεν έστειλαν ό,τι πιο διαλεχτό για σένα. Οι δουλέμποροι περιμένουν στην αγορά.

- Θες να πας μαζί τους;

- Αν η μεγαλειότητά σου το επιθυμεί, είμαι έτοιμη να τους

ακολουθήσω στις χώρες της βροχής, εκεί που γερνούν οι άνθρωποι.

- Σε διατάζω να μείνεις εδώ. Το βράδυ θα μου πεις την συνέχεια της ιστορίας. Πήγαινε όπου θες στο παλάτι. Φάε, πιες, ό,τι επιθυμείς. Όλοι είναι στις προσταγές σου. Μόνο μην ξεσκεπάσεις ό,τι σκεπάζει τον τοίχο αυτόν. Αν το κάνεις, καμία σου ιστορία δεν θα είναι ικανή να σε σώσει. Ένα παλάτι όπου όλοι είναι στις προσταγές σου. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες, εκτός από το να ξεσκεπάσεις τον τοίχο αυτόν.

Κάπως έτσι δεν είναι ο παράδεισος;

Αυτά είπε ο Βασιλιάς και χάθηκε στους διαδρόμους του παλατιού.

Η Σεχραζάτ κοίταξε το πορφυρό βελούδο, που σκέπαζε τον τοίχο, που έστεκε απέναντι από τα πόδια του κρεβατιού του βασιλιά. Κοιτούσε την σκόνη που είχε αφήσει ο χρόνος πάνω του, τις χρυσές κλωστές που ήταν κεντημένες με το οικόσημο του Βασιλιά. Μα δεν ήταν μόνο το δικό του οικόσημο. Άρχισε να μετρά τα άγνωστα, παράξενα οικόσημα και όπως τα μετρούσε της φάνηκε πως άρχισαν να στροβιλίζονται. Δεν ήταν οικόσημα, λέξεις ήταν, που όπως τις διάβαζε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, γίνονταν δίνες σκοτεινές. Τα βλέφαρά της ήταν βαριά. Αποκοιμήθηκε δίχως να το καταλάβει καθώς οι δίνες μεγάλωναν μέχρι τη στιγμή, που οι σκλάβες του παλατιού μπήκαν να τακτοποιήσουν την κάμαρα. Τότε πάγωσαν και έγιναν ξανά τα χρυσά οικόσημα στο σκονισμένο πορφυρό βελούδο. Τίποτε δεν μαρτυρούσε ό,τι είχε συμβεί, εκτός από την σκόνη, που έπεφτε σιγά-σιγά στο πολύχρωμο χαλί, διαπερνώντας νωχελικά μια ακτίδα φωτός.

Οι σκλάβες προσπέρασαν την Σεχραζάτ και με νοήματα αποφάσισαν να μην την ξυπνήσουν. Την αγκάλιασαν σαν μωρό, έστρωσαν το κρεβάτι και έφυγαν δίχως να προσέξουν την σκόνη.

Ο Βασιλιάς όλη μέρα αποφάσιζε. Από την ώρα, που ξημέρωσε μέχρι την ώρα, που ο ήλιος έφτασε στο πιο ψηλό σημείο στον ουρανό και η ζέστη ήταν πλέον αφόρητη. Τότε χτύπησε τα χέρια του και η σάλα στρώθηκε με τα πιο διαλεχτά φαγητά του βασιλείου, το πιο κόκκινο γλυκόπιοτο κρασί, που έφερε ποτέ ο στρατός σαν λάφυρο.

Σαν έφαγε και χόρτασε, σαν ήπιε και ξεδίψασε χτύπησε τα χέρια του και στάθηκε μπροστά του ο μουσικός του παλατιού. Ο Βασιλιάς ήπιε και ευθύμησε και χτύπησε τα χέρια του ξανά και ο μουσικός έβαλε το σακίδιό του στο πάτωμα, το άνοιξε και δίχως να κοιτά, έβγαλε ένα φλάουτο από μέσα. Το έφερε στα χείλη του και η μουσική του ξεχύθηκε στους διαδρόμους του παλατιού, τρύπωσε από τις σχισμές στα δωμάτια, ξέφυγε από τις κλειδαρότρυπες και ξεχύθηκε στους δρόμους.

Κανένας δεν ήταν σίγουρος τι έλεγε η μουσική μα οι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν και ήταν σαν να 'ταν γιορτή. Ο ήλιος έλαμπε, άντρες και γυναίκες χόρευαν αγκαλιασμένοι, χαμογελούσαν και ο Βασιλιάς κοιτούσε το φλάουτο αμίλητος. Δεν είχε διάθεση για άλλες αποφάσεις. Όχι ετούτη την ημέρα. Αυτή ήταν η ημέρα γιορτής. Αν το θυμόταν την επομένη, θα διέταζε τον τελάλη να διαλαλήσει και την επομένη τα γενέθλιά του. Θα γερνούσε άραγε έναν χρόνο ακόμα μέσα σε μία μέρα σ' αυτήν την χώρα, που κανένας δεν έλεγε «όχι»;

Αν το θυμόταν γιατί ο μουσικός έπαιζε και όλοι χόρευαν, μόνο ο Βασιλιάς στεκόταν εκεί. Ίσως και να δάκρυσε, κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά γιατί όλοι χόρευαν αλλά σαν χτύπησε τα χέρια του ο μουσικός σταμάτησε. Ύστερα χτύπησε τα χέρια του ξανά κάνοντας νεύμα στον γέροντα, που στεκότανε δίπλα του, δείχνοντας τον μουσικό. Εκείνος σηκώθηκε και πήρε αμίλητος το σακίδιο του μουσικού. Χάθηκε για λίγο στους διαδρόμους του παλατιού. Επέστρεψε αργότερα καμπουριάζοντας με το σακίδιο φορτωμένο στην πλάτη. Το άφησε σιωπηλά δίπλα στον μουσικό και επέστρεψε στην θέση του.

Ο μουσικός πλησίασε το τραπέζι του βασιλιά. Σπαθιά αγκάλιασαν τον λαιμό του. Ο Βασιλιάς έκανε ένα νεύμα ακόμα και απομακρύνθηκαν όλοι. Ο μουσικός έκανε νόημα δείχνοντας το δαχτυλίδι του Βασιλιά. Ο κόσμος έντρομος άρχισε να ψιθυρίζει ψου, ψου, ψου, ψι, ψι, ενώ οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί έσφιξαν στις χούφτες τους τα σπαθιά τους.

Ο Βασιλιάς δεν έκανε κανένα νεύμα. Έβγαλε το δαχτυλίδι του σιωπηλά και το έδωσε στον μουσικό. Εκείνος το έβαλε μέσα σε ένα πουγκί, που είχε περασμένο στο λαιμό. Ίσως να είχε και άλλα εκεί γιατί φαινότανε μισογεμάτο και βαρύ πολύ. Ίσως πάλι, όχι. Προχώρησε, έσκυψε πήρε το σακίδιό του και χάθηκε μέσα μέσα στο σούρουπο.

Ο Βασιλιάς έβγαλε την κορώνα και την άφησε στο τραπέζι. Πέταξε το βαρύτιμο ρούχο του στο πάτωμα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του.

- Ξύπνα! Φώναξε στην Σεχραζάτ που κοιμόταν ακόμα στο κρεβάτι του. Ξύπνα! Φώναξε ακόμα πιο δυνατά καθώς την είδε να τρίβει νωχελικά τα μάτια της κουλουριασμένη. Εκείνη πετάχτηκε τρομαγμένη και στη θέα του γυμνού Βασιλιά, πάγωσε.

Την προσπέρασε και στάθηκε στο χαλί στα πόδια του κεφαλιού.

- Τι έκανες σήμερα; Ρώτησε καθώς έτριβε την σκόνη από το χαλί

με το δεξί του πόδι.

- Κοιμήθηκα Βασιλιά μου απάντησε η Σεχραζάτ με το βλέμμα

χαμηλωμένο. Δεν έχω ιστορία να σου πω για το όμορφο παλάτι σου, ούτε για ό,τι είναι πίσω σου.

Ο Βασιλιάς την κοίταξε. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος και μετά κοίταξε έξω. Είχε νυχτώσει πια. Η πανσέληνος φαινόταν απ' το παράθυρό του. Η γαλάζια πανσέληνος των γενεθλίων του. Προχώρησε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε.

- Ξεκίνα. Μα απόψε δεν θα μου πεις για τον μάγο αυτόν.

- Όπως διατάξεις Βασιλιά μου. Τι επιθυμεί η καρδιά σου να ακούσει;

- Για την χώρα εκείνη, που οι άνθρωποι, τον Βασιλιά τους δεν τον βλέπουν ποτέ.

Η Σεχραζάτ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έλυσε τα μαλλιά της. Ο Βασιλιάς την παρακολουθούσε εκνευρισμένος. Όπως περνούσε τα δάχτυλα ανάμεσά τους της φάνηκε πως για μια στιγμή ένα οικόσημο έλαμψε στο ημίφως. Κοίταξε τον Βασιλιά κατάματα και ξεκίνησε την αφήγησή της...

Μια φορά και έναν καιρό σε ένα μέρος πολύ μακρινό από εδώ ζούσε ένας σκοτεινός πρίγκιπας. Είχε δέρμα λευκό σαν το χιόνι και μάτια γκρι όμοια με του πάγου. Κοιμότανε τις ημέρες και τις νύχτες έπαιρνε το άλογο του και ταξίδευε στο δάσος, που βρισκότανε μπροστά από το κάστρο του. Κανένας δεν ήταν σίγουρος πόσο μεγάλο ήτανε το δάσος, ούτε τι υπήρχε εκεί μέσα. Μόνο ο πρίγκιπας ταξίδευε στις ερημιές του. Όποιος άλλος μπήκε, δεν επέστρεψε ποτέ να πει τι συνάντησε.
Ούτε ο πρίγκιπας είπε ποτέ τι τον απαντούσε. Μόλις ξημέρωνε, έπεφτε στο κρεβάτι του, οι κουρτίνες έκλειναν και άνοιγαν μόνο σαν νύχτωνε. Οι μέρες περνούσαν, το ίδιο και οι νύχτες. Οι μέρες έγιναν εποχές και οι εποχές έγιναν χρόνια μα ο πρίγκιπας δεν γερνούσε, μόνο επέστρεφε κάθε που νύχτωνε.

Σαν ξημέρωνε ακούγονταν ψίθυροι στο χωριό, που με τον καιρό έγιναν κουβέντες, φωνές και οι φωνές τραγούδια και παραμύθια. Κάθε που επέστρεφε ο πρίγκιπας ένας υπήκοος του βασιλείου είχε εξαφανιστεί. Σαν να άνοιγε η γη και τον κατάπινε. Δεν έμαθε ποτέ κανείς τι απέγιναν όλοι αυτοί. Νέοι, γέροι και παιδιά. Άντρες από το σημείο της δουλειάς τους, γυναίκες από το νυφικό τους κρεβάτι, παιδιά με πεταμένα τα παιχνίδια τους από όπου τα είδαν τελευταία φορά.
Χωρικοί μαζεύτηκαν και μπήκαν όλοι μαζί στο δάσος. Δεν γύρισε κανείς.

Μια φωνή μόνο ακουγόταν χωρίς να είναι σίγουρος κανείς τι ήταν. Άνθρωπος ή στοιχειό.

Ένα παιδί ένα βράδυ πετάχτηκε ουρλιάζοντας στον ύπνο του
- Η Μαύρη Βασίλισσα! Έρχεται! πρόλαβε να πει μονάχα και την

ίδια στιγμή εξαφανίστηκε από το κρεβατάκι του, αφήνοντας άδειο το νυχτικό του κάτω από την κουβέρτα.


Η Μαύρη Βασίλισσα.... ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να επαναλαμβάνουν ολοένα και πιο γρήγορα, ολοένα και πιο δυνατά την φράση αυτή.


Η Μαύρη Βασίλισσα.... έρχεται.

O ουρανός σκοτείνιασε ξαφνικά. Μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο και τα πουλιά σηκώθηκαν σε σμήνη και πέταξαν κρώζοντας μακριά. Ένας άνεμος φύσηξε από την γη παρασέρνοντας φύλλα, τα απλωμένα ρούχα και τις φωνές των ανθρώπων. Ένα χώμα κόκκινο σαν αίμα τρύπωνε παντού, στις μύτες, στο στόμα, στα μάτια τους, που άρχισαν να τα τρίβουν παραπατώντας.

Τα ποδοβολητά των αλόγων δυνάμωναν καθώς έφταναν στο παλάτι. Σταμάτησαν μπροστά στην πύλη του. Η πόρτα άνοιξε και κλείνοντας πίσω της με μιας πετάχτηκαν κλαδιά, που ψήλωναν συνεχώς. Έγιναν δέντρα ψηλά όσο και το παλάτι, το αγκάλιασαν από παντού και το έκρυψαν από όλους.

Σαν έγινε αυτό, με μιας τα σύννεφα εξαφανίστηκαν, ο άνεμος κόπασε και τα πουλιά άρχισαν να επιστρέφουν δειλά – δειλά στις φωλιές τους.

0c�'s'o

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top