υποτάσσομαι

Ένα μήνα μετά

"Ο Κύριος είναι ο φύλακάς μου. Ο Κύριος είναι η σκέπη μου από τα δεξιά μου. Την ημέρα ο ήλιος δεν με βλάπτει, ούτε το φεγγάρι τη νύχτα. Ο Κύριος φυλάττει το σώμα  και την ψυχή  μου από κάθε κακό. Φυλάττει την ψυχή μας. Σου παραδίδω το σώμα και την ψυχή μου χωρίς φόβο και ενδοιασμό. Γιατί γεννήθηκα για  να υπηρετώ το μεγαλείο του Κυρίου μου"

Κοίταξε τον ομιχλώδες ουρανό απο το μικρό παράθυρο του αεροπλάνου. Η πόλη δεν φαινόταν ακόμη και τώρα που ένιωθε την καθοδική κίνηση του πιλότου προς την γη. Ήταν κρυμμένη. Ένα ταξίδι στο άγνωστο.

Ο αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο έγινε βεβιασμένα. Ο πατέρας της την έσφιξε στην αγκαλιά του αμίλητος . Έκλαιγε. Ο πάτερ της έλεγε ξανά και ξανά πως ο ναός χρειαζόταν νέες τοιχογραφίες. Η κυρία Βικτώρια την φίλησε στο  μέτωπο

"Να θυμάσαι. Θα τον σέβεσαι και θα τον υπακούς όπως τον Κύριο σου. Με καταλαβαίνεις Άννα?"

"Ναι κυρία Βικτώρια"

"Πες το "

"Θα τον σέβομαι και θα τον υπακούω όπως τον Κύριο μου"

Κι έπειτα έμεινε μόνη. 

Ανάμεσα σε διαφορετικές γλώσσες που έφταναν στα αφτιά της παράξενα, ανάμεσα σε ανθρώπους με κουστούμια , ανθρώπους πολυάσχολους . Παντού άνθρωποι. 

Ήταν μόνη . Για πρώτη φορά στην ζωή της.

Την φόβιζε. 

Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε την πρώτη της συνάντηση με τον μέλλοντα σύζυγο της. 

"Στο Άμστερνταμ θα σε περιμένει η γραμματέας του. Το πόσο θα παραμείνετε στην πόλη , αυτό θα εξαρτηθεί απο τις υποχρεώσεις του Αλέξανδρου(. ..)Έπειτα θα επιστρέψετε στην Νέα Υόρκη για να τελεστή ο γάμος στην μητρόπολη. Είμαι σίγουρη όμως οτι η παραμονή σου εκεί θα είναι ενδιαφέρουσα(. ..)Ο Αλέξανδρος αγαπά την τέχνη και την μουσική. Είμαι σίγουρη πως θα σε ξεναγήσει στην πόλη, όσες δουλειές και να έχει(. .)Να του τραγουδήσεις σε παρακαλώ. Θα το εκτιμήσει"

Η κυρία Βικτώρια της είχε βάψει τα μάτια και τα χείλη. Της είχε επιλέξει να φορέσει ένα άσπρο φόρεμα . Άσπρα κλειστά παπούτσια. Άσπρα εσώρουχα. 

"Αγαπά την καθαριότητα, την τάξη και την ησυχία. Αγαπά την πειθαρχία και την συνεργασία. Εσύ απλά θα ακολουθείς αυτά που σου λέει και όλα θα πάνε καλά"

Η κυρία Βικτώρια τις τελευταίες μέρες της μιλούσε συνέχεια για εκείνον. Κάθε φορά που της αποκάλυπτε ένα στοιχείο του χαρακτήρα του, την έβαζε να το επαναλαμβάνει.

"Αγαπά την καθαριότητα, την τάξη και την ησυχία-"

Επαναλαμβανε αργά όσα της έλεγε η κυρία Βικτώρια. 

"Θα σε λατρέψει. Είμαι σίγουρη . "

Την διαβεβαίωνε συνέχεια. Φαινόταν σίγουρη γι αυτό χωρίς η Άννα να καταλαβαίνει απο που αντλεί όλη αυτή την σιγουριά. Ο Αλέξανδρος Δημητρίου ήταν ένας πλούσιος , μορφωμένος άντρας. Πολύ όμορφος της είπε η κυρία Βικτώρια. Έμπειρος. Γνωρίζει τι θέλει και πως να το αποκτήσει. Έξυπνος επιχειρηματίας. Δοσμένος με πάθος στην δουλειά του.

Δεν μπορούσε να καταλάβει μόνο ένα. Γιατί επιλέγει για σύζυγο μια γυναίκα που δεν έχει δει ποτέ? Και μάλιστα εκείνη? που..

Που..δεν ..

"Άννα είναι θέμα υπακοής προς τον πατέρα του. Αλλά υπακοής που έρχεται απο αγάπη και σεβασμό. Ο πατέρας του ξέρει τις ειδικές ανάγκες του γιού του. Με καταλαβαίνεις Άννα?"

Σίγουρα η Άννα γνώριζε απο υπακοή.

"Καταλαβαίνω "

Τα μάτια της κυρίας Βικτώριας χαμογέλασαν πλατιά.

"Και φυσικά καταλαβαίνεις Άννα. Όπως σου είπα. Όπως του είπα. Θα σε λατρέψει. Πες το"

"Θα με λατρέψει"

"Ακόμη και το χώμα που πατάς Άννα."

Οι τροχοί του αεροπλάνου ακούμπησαν μαλακά  τον διάδρομο προσγείωσης. Ένας συριστικός ήχος απλώθηκε παντού. Είχε φθάσει στη νέα ζωή. 

Είχε ομίχλη και δεν φαινόταν τριγύρω τίποτα.

Άμστερνταμ

Τα τακούνια της νεαρής γυναίκας ηχούν αλλόκοτα πάνω στο ξύλινο δάπεδο του σπιτιού. Προπορεύεται συνέχεια απο την πρωτη στιγμή που την είδε στο αεροδρόμιο. 

"Και αυτό είναι το σπίτι του κυρίου Δημητρίου" γυρίζει απότομα και σταματά το βήμα της. Η επιδερμίδα της γυναίκας είναι λευκή , σχεδόν διάφανη. Μικρές μοβ φλέβες διαφαίνονται στο δεξί της μάγουλο. Τα μάτια της είναι σχεδόν γυάλινα.

"Εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν δεσποινίς Άννα" τα ελληνικά της σπαστά με μια περίεργη ολλανδική προφορά. 

"Και ..γνωρίζετε ο κύριος Δημητρίου πότε θα έρθει?"

Της είναι τόσο παράξενο να τον προσφωνήσει με άλλο τρόπο.  Είναι άλλωστε ακόμη για εκείνη ένας άγνωστος άντρας. Μια βαθιά βραχνή φωνή που άκουσε κάποτε στο σύντομο τηλεφώνημα του.

"Ο κύριος Δημητρίου είπε να τον περιμένετε και θα έρθει"

Το ύφος της παγωμένο. Όπως σχεδόν όλα στο Άμστερνταμ.

"Σας ευχαριστώ δεσποινίς Χίλντε"

Ακούει την πόρτα πίσω της να κλείνει και αφήνει την βαλίτσα της στο δάπεδο. Περιεργάζεται διστακτικά τον χώρο.Σχεδόν  ντρέπεται  που κοιτά ένα ξένο σπίτι. Αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό είναι το σπίτι της. Το σπίτι το δικό της και του μέλλοντα συζύγου της. 

"Να τον υπακούς σαν τον Κύριο σου και όλα θα πάνε καλά" η κυρία Βικτώρια της είπε καθώς την αποχαιρέτησε στο αεροδρόμιο. Της είχε σφίξει το χέρι δυνατά καθώς το βλέμμα της διασταυρώθηκε για τελευταία φορά με το δικό της.

Περπάτησε διστακτικά στο μεγάλο φωτεινο χώρο. Τα έπιπλα όλα λευκά και πολύ λίγα. Λειτουργικά. Κανένα χαλί ή διακοσμητικό. Κανένας πίνακας. Ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ..μια βιβλιοθήκη στο βάθος με βιβλία αυστηρά τακτοποιημένα λες και κανένας δεν τα διαβάζει..ένα φωτιστικό τεράστιο πάνω απο τον άσπρο καναπέ . 

Θα τον περιμένει.

Κοιτά το ρολόι του τοίχου.

17.οο

 Κάθεται στην άκρη του λευκού καναπέ. Το σπίτι δεν έχει κουρτίνες , ούτε μπαλκόνια. Τουλάχιστον στο δωμάτιο που βρίσκεται. Κοιτά στο βάθος την βαλίτσα της παρατημένη στην μέση του δωματίου.

Βιαστικά σηκώνεται και την παίρνει στα χέρια της. Κοιτάει το γύρω χώρο και αποφασίζει να την κρατήσει πλάι της , δίπλα στην άκρη του καναπέ. Την ευθυγραμμίζει με το έπιπλο και κοιτάει πάλι την ώρα.

17.05

Αφήνει αργά μια ανάσα. Τα μάτια της είναι βαριά. Αλλά δεν πρέπει να κοιμηθεί. Εκείνος της ζήτησε να τον περιμένει. 

17.10

Διορθώνει το φόρεμα της . Πλέκει τα χέρια της μπροστά στο φόρεμα της. Έπειτα τα ξεπλέκει και ελέγχει το σφιχτό κότσο των μαλλιών της. Κι επειτα πάλι πλέκει τα δυο χέρια της.

17. 30

Ξεκινά να προσεύχεται.

Το άγχος της μεγαλώνει ολοένα. 

Είναι αμαρτία να αγχώνεται. Ο Κύριος προνοεί για εκείνη. Οι ασεβείς αγχώνονται. 

"Κύριε , φύλακα του σώματος μου-"

..

..

00.30 

Το σκοτάδι κάλυψε τα έπιπλα . Τα βιβλια και το φωτιστικό. Το μεγάλο λευκό καναπέ. Και την ίδια. Τα μάτια της ολοένα και βάραιναν. 

"Δεσποινίς Άννα"

"Άννα"

"Ξύπνα"

Τρομάζει απο ένα δυνατό χτύπο..

Ανοίγει τα μάτια της..βρίσκεται..

Κοιτά γύρω της. 

Τρίβει τα μάτια της.

Είναι στο Άμστερνταμ και..

Κοιτά το φως απέναντι της να την τυφλώνει. Φέρνει το χέρι της διστακτικά στα μάτια της και προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια της , να συνηθίσει στο φως. 

Και τότε σιγά σιγά όλα γύρω τους αποκτούν μορφή. Η βιβλιοθήκη, το φωτιστικό, ο-

Απέναντι της κάθεται ένας άντρας.

Είναι..σαν ..ψεύτικος..

Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Τρομάζει.

Είναι όμορφος σαν διάβολος. Έχει εντυπωσιακά μάτια αλλά τόσο ανέκφραστα που την φοβίζουν. 

"Είσαι αληθινός?"

Είναι όνειρο?

Τρίβει τα μάτια

"Γιατί δεν κοιμήθηκες σε κρεβάτι? Δεν σου έδειξε η Χίλντε το υπνοδωμάτιο σου?"

Και τότε ξυπνά απο την ζάλη του ύπνου.

Ο άντρας της απέναντι με το γκρι κουστούμι και τα παγερά μάτια είναι ο μέλλοντας σύζυγος της. 

Ο Αλέξανδρος Δημητρίου.

Σηκώνεται όρθια πάνω. Αναστατωμένα.

"Συγνώμη ..κοιμήθηκα. Έπρεπε να σας περιμένω..συγνώμη κύριε..ξέρω οτι είμαι σπίτι σας και-"

Κοβει την φράση της στα μισά.

Τον βλέπει να σηκώνεται καθώς νιώθω ένα διακριτικό γαλανό βλέμμα να πέφτει πάνω στο κορμί της. Έπειτα αργά επιστρέφει το βλέμμα του σε εκείνη. 

"Συγνώμη κύριε" επαναλαμβάνει αμήχανα

Διακρίνει μια θέρμη στα μάτια του. Μια μικρή σπίθα απο μια μεγάλη φλόγα .

"Έκανες μεγάλο ταξίδι . Είναι φυσιολογικό να είσαι κουρασμένη. Μην απολογείσαι . Θα επρεπε ίσως εγω να απολογηθώ που άργησα τόσο. "

Αλλα δεν απολογείται. Δεν δικαιολογείται για τίποτα.

Την πλησιάζει.

Της αγγίζει το χέρι και εκείνη αντιστέκεται στην παρόρμηση να κάνει ένα βήμα πίσω. Το χέρι της εξαφανίζεται μέσα στο δικό του. Τα γεμάτα χείλη του ίσα που αγγίζουν το δέρμα του χεριού της.Είναι ξυρισμένος ,με απαλή επιδερμίδα, τα μαύρα μαλλιά του προσεχτικά χτενισμένα προς τα πίσω. Φοράει κουστούμι, έχει κάτι στην αυρα του που δειχνει οτι είναι αντρας με εξουσια. Με χρηματα. Δεν μοιαζει με κανεναν απο εκεινους που έχει γνωρίσει ως τώρα.

"Άννα" τον ακούει να προφέρει το όνομα της καθώς το βλέμμα του ασταμάτητα την περιεργάζεται. Κανει ξαφνικά ένα βήμα πίσω, ένα βήμα πιο μακριά της.

"Ο πατέρας μου έχει πάντα δίκιο . Είναι εκνευριστικό ." τον ακούει να της λέει ήρεμα  καθώς για πρώτη φορά τον βλέπει να χαμογελά αμυδρά. 

Και του ανταποδίδει το αμυδρό χαμόγελο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top