δείξε μου

Είναι πιο δύσκολο να αντιστέκεσαι στην ηδονή παρά στην επιθυμία.

Ηράκλειτος, Ίων φιλόσοφος

"Που είναι?"

"Κύριε Δημητρίου είναι καλά. Είναι με τους άντρες της ασφάλειας και σας περιμένουν όπως μου είπατε. Η κυρία περιέγραψε ήδη τα δυο άτομα που λήστεψαν το κολιέ και είναι θέμα χρόνου να εντοπ-"

"Πες μου  διεύθυνση"

(..)

Η Άννα παρατηρεί τα χέρια της να τρέμουν. Δίπλα της ο άντρας της ασφάλειας που πριν απο λίγη ώρα την βρήκε να περιφέρεται χαμένη στους δρόμους του Άμστερνταμ. 

Tης πιάνει το χέρι.  Η κοπέλα τρέμει απο την στιγμή που την βρήκε. 

Κάθεται στην θέση πίσω απο τον οδηγό με ανοιχτή την πόρτα. Το ένα τακούνι της έχει σπάσει απο το τρέξιμο και τα μαλλιά της είναι ανάστατα. Στο λαιμό της νιώθει ένα ελαφρύ τσούξιμο απο το κολιέ που της απέσπασαν με βια.

Ήθελε απλά να βρει τον οδηγό του αυτοκινήτου. Λίγο πριν απογοητευμένη που δεν έβρισκε το αυτοκίνητο έκανε να γυρίσει πίσω στο κτίριο της εκδήλωσης , μπροστά της κυριολεκτικά παρουσιάστηκαν δυο άντρες μεγάλης ηλικίας. 

Όσα συνέβησαν μετά έγιναν γρήγορα σαν μια ταινία που τρέχει μπροστά. Της μίλησαν ολλανδικά, στην αρχή δεν κατάλαβε, απάντησε στα ελληνικά κουνώντας το κεφάλι ευγενικά αλλά πριν τους προσπεράσει μπήκαν για ακόμη μια φορά μπροστά της. Ο μεγαλύτερος άντρας σε ηλικία σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλο της. 

Πανικοβληθηκε. 

Προσπάθησε νοερά να προσευχηθεί αλλά τα λόγια ήταν ανάστατα μέσα στην αίσθηση του τρόμου για όλα τα πιθανά που πρόκειται να της συμβούν. 

Τους παρακάλεσε πισωπατώντας. 

Ο ίδιος άντρας την πλησίασε πάλι αργά.

Επανέλαβε κάτι στα ολλανδικά καθώς το χέρι του σήκωσε ψηλά το φόρεμα της. Κοίταξε ανέκφραστος το άσπρο εσώρουχο της και έπειτα της χαμογέλασε λοξά.Ο δεύτερος άντρας την πλησίασε και μίλησε στον πρώτο αναστατωμένος. Κοίταξαν και οι δυο πίσω τους το ερημωμένο πάρκινγκ.

Κι εκείνη το κοίταξε. Προσευχόμενη να δει τον Αλέξανδρο με το αυτοκίνητο του. Προσευχήθηκε νοερά σε εκείνον. Με κάποιο τρόπο να την άκουγε και να ερχόταν να την σώσει απο όλο αυτό που έμπλεξε.

Ήταν σαφής . Δεν έπρεπε να απομακρυνθεί απο τον αδελφό του. Ένιωσε σαν να τιμωρείται που τον παράκουσε. 

Ο μεγαλύτερος άντρας χάιδεψε το λαιμό της και τράβηξε με φόρα το κολιέ κάνοντας την να αναφωνήσει απο πόνο.

Της είπε πάλι κάτι στα ολλανδικά κοιτάζοντας περίεργα. Κι έπειτα εξαφανίστηκαν τρέχοντας.Μαζί με το κολιέ που της χάρισε ο Αλέξανδρος.

"Calm down" o άντρας της ασφάλειας της πιάνει εγκάρδια με τα δυο χέρια του το χέρι της.

Την ίδια στιγμή ακούγεται  ένα δυνατό στρίγκλισμα απο ρόδες ,ένα χειρόφρενο και σε δεύτερα ένα ασημένιο πολυτελές αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού κάνει επιτόπια αναστροφή ,σταματώντας ακριβώς πλάι στο αυτοκίνητο της ασφάλειας. Στο δρόμο ακούστηκαν κορναρίσματα απο το κλείσιμο του δρόμου ενώ  είδε τον Αλέξανδρο να βγαίνει απο το αυτοκίνητο χωρίς καν να γυρίσει να δει το κομφούζιο που προκάλεσε με την οδήγηση του.

Τα μαλλιά του ήταν ανάστατα και δεν φορούσε ούτε το παλτό ούτε το σακάκι του. 

Ήταν η πρωτη φορά που τον έβλεπε έτσι. Σαν να έβλεπε ένα μικρό ράγισμα στην τελειότητα της εμφάνισης του.

"Μijnheer Dimitriou Eind goed, al goed" ο φύλακας πρώτος μίλησε στον Αλέξανδρο ο οποίος πρωτα κοίταξε το χέρι του φύλακα να κρατά το χέρι της.

"Niet Vangen"

Οπισθοχώρησε αυτόματα ψελλίζοντας κάτι στα ολλανδικά ενώ η Άννα ανασηκώθηκε απο την θέση της.

Σταμάτησε χιλιοστά μπροστά της. Σχεδόν σήκωσε το κεφάλι της για να δει το πρόσωπο του. Τα χείλη του σφιγμένα καθώς με το βλέμμα του την σκάναρε απο πάνω ως κάτω.

"Είσαι καλά?"

"Ναι"

"Τι σκεφτόσουν? πως ειναι δυνατόν να πήγες μονη στο παρκινγκ?"

"Συγνώμη .." κοιτα τον φύλακα δίπλα της " κύριε Δημητριου συγνώμη"

Την κοιτάζει επίμονα. Δεν της μιλάει. Μια φλέβα απο το μέτωπο του πάλλεται παράξενα πάνω στο ήρεμο πρόσωπο του. 

"Γιατί έφυγες απο το παρκινγκ αφού σε λήστεψαν? Γιατι δεν επεστρεψες? γιατι δεν με πήρες κατευθειαν τηλέφωνο?"

Τον κοιτάζει αναστατωμένα. 

"Πήραν το κολιέ που μου χάρισες και.." 

γυρίζει και βλέπει τον φύλακα που είναι μερικά μέτρα μακριά τους 

" και έτρεξα να το πάρω πίσω ..κύριε..λυπάμαι που μου το πήραν..λυπάμαι που βγήκα σε εκείνο το παρκινγκ..έτρεξα αλήθεια απο πίσω τους αλλά δεν τους βρήκα και μετά χάθηκα και ..έσπασα το τακούνι μου.."

Μιλά χωρίς να παίρνει σχεδόν ανάσα. Κάτι στο ύφος του την φοβίζει. Φαίνεται ήρεμος, αλλά μια ηρεμία περίεργη που έρχεται μετά απο προσπάθεια. Σαν ηφαίστειο λίγο πριν απο μια έκρηξη.

"Έτρεξες..απο ..πίσω τους?" προφέρει αργά τις λέξεις σαν να δίνει χρόνο στον εαυτό του να συλλάβει αυτό που μόλις του είπε.

"Προσπάθησα ορκίζομαι να το πάρω πίσω αλλά δεν τους πρόλαβα και μετά χάθηκα ..δεν ξέρω..μπερδεύτηκα και μετά ήρθε ο κύριος της ασφάλειας. Ήμουν επιπολαια και δεν σκέφτηκα οτι..οτι μπορεί να συμβεί όλο αυτο"

Τρίβει τους κροτάφους τους με δύναμη , τον ακούει να παίρνει βαθιές ανάσες

"Ήταν δικο μου λάθος. Δεν έπρεπε να φύγω  " η απαντηση του την βρίσκει απροετοιμαστη

"μα..εμενα εκλεψαν"

"όχι εμενα εκλεψαν "την διορθωνει κοφτά.

Γυρίζει το κορμί του καθώς με αποφασιστικά βήματα φτανει στην πόρτα του συνοδηγού την ανοίγει και η Άννα μπαίνει με μπερδεμένα αισθήματα μέσα και κάθεται. Τον βλέπει σχεδόν να τρέχει και να μπαίνει στην θέση του οδηγού. Χτυπά με δύναμη την πόρτα και βάζει μπροστά.

"Βάλε ζώνη"

"Συγνώμη που το έχασα το κολιέ ήταν ακριβό και συγνώμη που βγήκα-"

Την κοιτά λοξά καθώς επιταχύνει το αυτοκίνητο. Σφίγγει με τα χέρια του το τιμόνι

"Μην τρέχεις τόσο" πιάνει φοβισμένα το κάθισμα της απο τα πλαινά

"Μην τολμήσεις ξανά να μου υποδείξεις τι διάολο θα κάνω και μην μου ζητησεις ξανα συγνώμη για ενα δικο μου λαθος " χτυπά την μπουνιά του στο τιμόνι.

"Συγνώμη κυριε Δημητριου "

Δαγκώνει το χειλος του δυνατά ,κορνάρει στο μπροστινό αυτοκίνητο που καθυστερεί στο φανάρι .

"Μπορεί να βρεθεί το κολιέ"

Βγάζει αυτόματα το αυτοκίνητο εκτός πορείας και τραβά χειρόφρενο. 

Κοιτά το τιμόνι προσπαθώντας εμφανώς να ηρεμήσει. Φαινεται κάθε μυς του κορμιού του να είναι τσιτωμένο. Μια περίεργη ένταση πριν απο έκρηξη συνέχεια ποτίζει τον χώρο.

Γυρίζει και την κοιτά. Είναι ανέκφραστος.

"Πιστεύεις οτι με νοιάζουν μερικές πέτρες? "

Δεν ξέρει τι να του πει. 

Νιώθει πως οτι και να πει είναι λάθος.

Σκύβει το κεφάλι.

"Δεν εχεις καταλάβει τίποτα Άννα. Κι αυτο επίσης ειναι δικο μου λάθος" της απαντά κοφτά και βάζει μπροστά το αυτοκίνητο χωρίς να ελλατώσει στιγμή την ταχύτητα του αυτοκινήτου.

Δεν του μίλησε ξανά.

Ούτε εκείνος.

(..)



Μπαίνει δεύτερη απο πίσω του μέσα στο σπίτι.

"Απλά πήγαινε για ύπνο. Συζητάμε αύριο για το τι έγινε και πως δεν θα επαναληφθεί ξανά στο μέλλον"

Δεν του απάντησε τίποτα. 

Σχεδόν έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα της κι έπεσε στο κρεβάτι. Μαζεύτηκε σε ένα κουβάρι χωρίς να βγάλει απο πάνω της το μαυρο φόρεμα.

Ήταν αναστατωμένη και σοκαρισμένη. Αλλά πιο πολύ ένιωθε ένοχη. Ένοχη που πρόδωσε την εμπιστοσύνη του. Δεν έπρεπε να φύγει απο την εκδήλωση. Ήταν επόμενο να της συμβεί κάτι κακό. Εκείνος ξέρει καλύτερα την πόλη και τους κινδύνους.

Ορκίστηκε ξανά και ξανά σιωπηλά πως δεν θα τον παρακούσει ποτέ ξανά. Θα ήθελε να του το έλεγε. Να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλούσε να μην είναι θυμωμένος μαζί της. Να γίνει πάλι ο ευγενικός άντρας που είχε γνωρίσει. Την κοίταξε με απογοήτευση όταν το μόνο που ήθελε..

Ναι το μόνο που ήθελε εδώ και καιρό είναι να έχει την αποδοχή του. Λίγες ώρες πριν φορούσε το κολιέ και της είπε οτι είναι όμορφη. Ήταν τόσο ευτυχισμένη.

Γιατί τον παράκουσε?

Ξαφνικά νόμισε πως άκουσε κάποιο θόρυβο απο το βάθος του σπιτιού. 

Η ώρα ήταν προχωρημένη. Θα είχαν ήδη περάσει σίγουρα δυο ώρες απο την στιγμή που επέστρεψαν στο σπίτι.

Σηκώθηκε και περπάτησε ως την πόρτα. Άκουσε ξανά ένα υπόκωφο θόρυβο..ίσως σαν να σπάει κάτι.

Άνοιξε την πόρτα και αφουγκράστηκε την ησυχία του σπιτιού. Λίγο πριν την κλείσει όμως ένα τρίτο χτύπημα ακούστηκε απο το βάθος.

Απο το γραφείο του.

Κοίταξε το ελάχιστο φως του διαδρόμου.

Σκέφτηκε αν εκείνος είναι καλά.

Χωρίς δεύτερη σκέψη , όπως ήταν ξυπόλητη πήγε προς το δωμάτιο.

Στάθηκε έξω απο την πόρτα του. Είχε φως. Πήγε να την χτυπήσει αλλά δίστασε.

"Κύριε" τον προσφωνησε αποφασιστικα αλλά κανένας ήχος δεν ακούστηκε απο μέσα παρά μονο μια περίεργη ηρεμία και ένας μακρινός θόρυβος απο τον δρόμο έξω απο το σπίτι.

Πήγε να κάνει ένα βήμα να φύγει όταν σταμάτησε και πάλι. Άγγιξε απαλά το ξύλο της πόρτας.

"Κύριε" είπε αυτη την φορά πιο απαλά. Αν θελουν να πετυχει η σχέση τους, δεν θα έπρεπε να έχουν επικοινωνια οταν συμβαινει κάτι άσχημο? θα κλεινονται πίσω απο τις πορτες των δωματιων τους?

"Θα ηθελα να μιλήσουμε"

Κοντοστάθηκε χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να συνεχίσει να μιλά πίσω απο την κλειστή πόρτα. 

Σχεδόν τρόμαξε όταν απροειδοποίητα η πόρτα του γραφείου άνοιξε. 

Η φυσιογνωμια του Αλέξανδρου ειχε επανέλθει στο ηρεμο ανεκφραστο προσωπειο του, καμια ενδειξη της πρότερης αναστατωσης του.Όμως πίσω του ακριβως στο μαρμαρινο δάπεδο υπήρχαν θραυσματα απο γυαλιά. 

Δεν φορούσε μπλουζα. Το κορμί του ήταν ημίγυμνο. Προσπαθησε να τον κοιταξει μονο στα μάτια.

"Δεν ειναι καλή στιγμη για συζητηση. Θελω να ξεκουραστεις . Σου είπα θα συζητήσουμε αύριο"

"Όχι. Θέλω να πω οτι -"

"Όχι? Αλήθεια τώρα?Γιατι απλά δεν κάνεις αυτο που σου ζητάω?" σχεδόν το ύψος της φωνής του ανέβηκε. 

Της θυμισε παιδί που έχει πεισμώσει.

"Θα το ηθελα πολυ σε παρακαλώ" 

Έδειξε να ζυγίζει τα λόγια της. Για μια στιγμή μοναχα.

"Ωραία πέρνα να μιλήσουμε τώρα"

Έκανε άκρη να περάσει. Πρόσεξε να μην πατήσει με τα γυμνά πόδια της το γεμάτο απο μικρά γυαλάκια πάτωμα. Κάτι είχε σπάσει εκεί. Πολλές φορές ή κάτι μεγάλο.

"Ήθελα να πω ..πως λυπάμαι και-"

Στέκεται όρθια απέναντι του. Εκείνος σέρνει μια καρέκλα και κάθεται ένα μέτρο μακριά της.

"Ωραία. Θα το κάνουμε τώρα αφού επιμένεις. Ήθελα χρόνο πριν ακουσω τι σου συνεβη αλλά αδυνατεις να υπακουσεις αυτο το απλο που σου ζητησα"

Παλι εκείνο το πεισμωμένο ύφος αγοριού. Για καποιο λόγο δεν του αρεσει να δειχνει πως υποχωρει. Γιατι νιωθει έτσι? σκεφτηκε η Άννα. 

"Εγώ απλά-"

"Πες μου απο την αρχή τι σου είπαν"

"Δεν ξέρω ήταν στα ολλαν-"

"πες μου αν σε άγγιξαν"

Τα μάτια της Αννας ανοιξαν απο εκπληξη. Γι αυτο ειναι θυμωμενος? οχι για το κολιε?

"Εεε όχι ο ένας. Ο ενας δεν με αγγιξε"

Τον βλέπει σχεδόν το πρόσωπο του να χλωμιάζει. Σαν να του στέρεψε το αίμα.Σαν να επιβεβαιωνοταν μια υποψια που δεν ηθελε ακομη να την διασταυρωσει.

" που σε άγγιξε Άννα"

Χαμηλώνει το βλέμμα. Τον κοιτά ξανά.

Φέρνει το χέρι στο μάγουλο της.

"Στο μάγουλο"

"Πως?"

"Με τον αντίχειρά του"

Σηκώνεται πάνω.  Την πλησιάζει.

Χωρίς να το θέλει κοιτάει το γυμνασμένο κορμί του. Σηκώνει ενοχικά το βλέμμα πάλι πάνω του.

"Έτσι?"

Σηκώνει αργά τον αντίχειρα του και την αγγίζει στο σημείο που του υπέδειξε. Νιωθει ντροπή. Νιωθει πως θα χασει τα λογια της αν μιλήσει.

"όχι..όχι έτσι..το κάνεις πιο..διαφορετικά"

Ακούει την καρδιά της να χτυπά δυνατά. 

Είναι μόνοι στο δωματιο του. Και την αγγίζει. 

"Που αλλού σε άγγιξε?"

Μυρίζει το άρωμα του.

"Στο λαιμό όταν τράβηξε το κολιέ"

Αγγίζει το λαιμό της και το κατεβάζει το χέρι όταν το δικό του φτάνει στο σήμειο του δέρματος της. 

Την αγγίζει με την παλάμη του. Δέρμα στο δέρμα. Οι σφυγμοί του λαιμού της θα πρέπει να γίνονται αισθητοί στο χέρι του. Θα πρέπει να έχει καταλάβει τι της κάνει. 

"Έτσι σε άγγιξε?"

Δαγκώνει τα χείλια της.

"Όχι τόσο..απαλά"

τα μάτια του λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Κάτι σκοτεινό που δεν έχει ξαναδεί σε άνθρωπο. Ένα μπερδεμένο αίσθημα . Δεν ξέρει αν είναι θυμωμένος..ή κάτι άλλο που δεν μπορεί να το διευκρινίσει. Ίσως αυτό που νιώθει κι εκείνη τώρα. Ή ισως να νιωθει μπερδεμένος με αυτα΄που αισθανεται.

"Με άγγιξε και αλλού"

Κλείνει τα μάτια της αστραπιαία και όταν τα ανοίγει τον βλέπει να έχει πλησιάσει πολύ πάνω της.

"Που " τα δόντια του σφιγμένα , τωρα δειχνει πραγματικα θυμωμενος

"Μου σήκωσε το φόρεμα"

"ΠΩΣ ΔΙΑΟΛΕ?"

Φαίνεται οργισμένος. Πολύ οργισμένος.

Τον κοιτάει αμήχανα.

"Πως?" προσπαθει να διατυπωσει ξανα την ερωτηση του αυτη την φορά με συγκρατημένη οργή. Δεν ήθελε να την φοβίσει.

Δεν κάνει κίνηση.

"Είδε το εσώρουχό μου, σηκώνοντας με το χέρι του το φόρεμα μου"

Τον βλέπει να ασθμαίνει

"Θα του σπάσω τα χερια σου το ορκίζομαι Άννα " κλεινει τα μάτια του σε μια προσπαθεια να ηρεμήσει και χωρίς να τα ανοιξει τον ακουει να λεει αργα "Σε άγγιξε με άλλο τρόπο?"

"οχι"

Τον ακούει να ξεφυσά.

Προσπαθει να ηρεμήσει τον βλέπει. Πρωτη φορά ισως βλεπει μια χαραμάδα στην τελειοτητα του. 

"Οτι είναι δικό μου το προστατεύω και με την ζωή μου. Με καταλαβαίνεις? Οτι μου ανηκει το προστατευω μέχρι τελους"

"Οτι..οτι σου ανήκει?" η Αννα επεξεργάζεται την λέξη που επελεξε ο Αλεξανδρος για να προσδιορίσει την σχέση τους.

"Οτι μου ανηκει huisdier"

Σου ανήκω? ήθελε να τον ρωτήσει. Όπως ανήκει στον Κύριο της που προσεύχεται? 

"Ναι ..κύριε"

Η λέξη της τον κάνει να σκοτεινιάσει.  Τον βλεπει καθαρα να αλλαζει διαθεσεις. Νιωθει πως προσπαθει να ασκήσει έλεγχο σε αυτα που νιώθει. Γιατι όμως? Ειναι ζευγαρι πια. Θα μπορούσε να της λεει αυτά που νιωθει. Και να τα συζητάνε..

"Πήγαινε για ύπνο Άννα"

Αυτόματα πηγαίνει κοντά του

"Δεν θα ήθελες να μιλήσουμε κι αλλο?"

Δεν το πιστεύει αυτό που λέει. Είναι ντροπή ..αλλά ..δεν θέλει να φύγει απο το γραφείο ..όχι ακόμη. Σε ένα μήνα θα είναι ο άντρας της. Θέλει να έρθουν πιο κοντά. Τον βλέπει αναστατωμένο. Έσπασε όλο το γραφείο. Θέλει να του μιλήσει. Να τον αγγίξει. Και εκείνη ειναι αναστατωμένη. Γιατι να φύγει?

Τον βλέπει να ξαφνιαζεται. Όσο μπορει να καταλάβει κάτι απο τα αισθηματα αυτα του μυστηριου άντρα που ο Κύριος της επελεξε να γίνει ο άντρας της. Είναι τοσο δυνατός γεμάτος εξουσια αλλά νιώθει πως δεν ξέρει πως..πως..να είναι ποιο..

Να είναι μαζί της περισσοτερο..

Συζητησιμος?

"Πήγαινε για υπνο"

Μήπως να επιμεινει?

"Όχι δεν πάω. θελω να μεινω εδω"

 τραβιέται μακριά της. 

Δεν την κοιτάζει.

"Δεν είσαι έτοιμη για εμένα. Όχι ακόμη" ψιθυρίζει σχεδόν σαν να το λέει στο εαυτό του.

Αν την κοιτούσε εκείνη την στιγμή θα εβλεπε οτι όλο το προσωπο της εχει κοκκινισει. Νόμισε πως του προτεινε να..

Να ειναι μαζί σαν ..δηλαδή ..νομιζε οτι ήθελε να μεινει στο δωματιο του..για να..

Ακόμη και η σκέψη την κάνει να κοκκινιζει περισσότερο.

"να μεινω να συζητησουμε εννοούσα!"

Γυριζει και την κοιτάζει σοβαρός. Αλλά τα μάτια του γυαλίζουν.

"Γιατι τι νομιζες huisdier οτι εγω εννοούσα?"

Ένιωσε σαν ποντικι σε παγίδα. Δεν ήξερε τι να απαντησει και ..

Την ιδια στιγμή ένιωσε ένα πόνο στο πέλμα της

"ΑΧ" αναφωνησε και το προσωπο της αλλοιωθηκε απο τον πόνο

"ANNA ΠΑΤΗΣΕΣ ΓΥΑΛΙ ΜΕΙΝΕ ΑΚΙΝΗΤΗ"

"Ναι.." του απαντησε κοκκινισμενη και ντροπιασμένη. Επρεπε να κοιμηθει οπως της το ζήτησε. Δεν μπορει να τα βγάλει πέρα μαζί του.

Τουλαχιστον οχι ακομη.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top