Ο δρόμος για την κόλαση

".. είναι στρωμένος απο αγαθές προθέσεις"

" Σας παρακαλώ Κύριε, πατέρα της ελεημοσύνης και όλου του κόσμου που με αγάπη δημιούργησες, κάνε να περάσει και αυτή η μέρα και όλες οι μέρες της ζωής μου χωρίς πταίσματα , αποφασισμένη για θάνατο παρά αμάρτημα, ποιώντας το άγιο θέλημά σου προς δόξα σου σε όλη μου την ζωή"

Η νέα κοπέλα είχε σταυρωμένα τα λεπτά δάχτυλά της καθώς το σώμα της ήταν κρυμμένο στα πίσω ξύλινα στασίδια του ιερού. Πάντα απο μικρή όταν ήθελε να προσευχηθεί κρυβόταν σε εκείνο το σημείο. Μύριζε κερί και παλιό ξύλο. Είχε εκεί την αίσθηση οτι περιβαλλόταν απο  τον Κύριο της. 

"Γι αυτό το λόγο σου παραδίδω τον εαυτό μου, το νου και την καρδιά μου..το στόμα μου και όλα τα μέλη μου για  να μην με αφήσετε Κύριε να σκεφτώ ή να επιθυμήσω , ή να πω ή να κάνω κανένα πράγμα που να μην είναι κατά το θέλημα σας "

"Αναστασία" 

Η φωνή του γέροντα ακούστηκε σαν ηχώ στην μεγάλη καθολική εκκλησία χωρίς όμως να κάνει την Άννα να στρέψει το βλέμμα της απο το λευκό άγαλμα  που εικόνιζε τον Κύριο της με χέρια σταυρωμένα και μάτια στραμμένα προς τον ουρανό. 

"Άννα " 

Την πλησιάζει και την αγγίζει απαλά τον ώμο για να μην τρομάξει. Απο παιδί εκείνη την έβρισκε πάντα κρυμμένη στην ίδια γωνιά. Ενορίτισσα του και η μητέρα  της. Την οποία βάφτισε, πάντρεψε και κήδεψε. Μια καλή γυναίκα όπως και ο άντρας της.

 Καλό παιδί βγήκε και η Άννα.

 'Ενας άγγελος.

 Όχι πολύ έξυπνη. Όχι πολύ όμορφη. 

Αλλά πολύ ήρεμη και πολύ γλυκιά. Με βαθιά αγάπη για τον θεό , τους ανθρώπους και ότι άλλο ζωντανό υπήρχε στην πλάση. Αγαπουσε τα ζώα, τα μικρά έντομα ,τα λουλούδια. Είχε μια καρδιά τόσο φωτεινή  που δυσκολευόταν και η ίδια να διακρίνει το σκοτάδι στις καρδιές των άλλων. 

Ήταν άπειρη απο ζωή γι αυτό κι ακόμη ήταν αθώα. Δεν είχε αντιμετωπίσει το κακό στην ζωή της γι αυτό δεν το φοβόταν. Για εκείνη δεν υπήρχε κακό.

Απο παιδί την κορόιδευαν για την αγαθοσύνη της. Μα ποτέ δεν ένιωσε θλίψη γι αυτό. Είχε πάντα μια βαθιά κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία.

Είχε καιρό τώρα αναλάβει το κατηχητικό και όλα τα παιδιά την λάτρευαν. Όπως κι εκείνη. Παρ'όλαυτα πάντα μέσα της κρατούσε  την σκέψη πως σύντομα όλους θα τους αποχαιρετούσε για πάντα. Το είχε αποφασίσει.  Πολλά χρόνια τώρα ,μα μόνο τώρα στα 18 της ήταν ελεύθερη να ακολουθήσει το κάλεσμα της.

Σε λίγους μήνες περίμενε να γίνει δόκιμη στην μονή. 

Ή τουλάχιστον έτσι νομιζε , καθώς ο πάτερ αφού βασανίστηκε εβδομάδες για το αν ήταν σωστό ν'αλλάξει την μοίρα της Άννας, κατέληξε πως ο ευεργέτης τους θα έπρεπε να ανταμειφθεί και να λάβει το καλύτερο στην αναζήτηση του. Τους είχε κάνει δωρεά την νέα πτέρυγα της εκκλησίας, πιο παλιά το οικοτροφείο θηλέων , όπως και το σχολείο. Σχεδόν παντού έβλεπες στην κοινότητα τους την χρυσή διακριτική ταμπέλα

"Δωρεά Α. Δημητρίου"

Πώς λοιπόν τώρα εκείνος ο ευεργέτης τους να μην λάβει απο την κοινότητα του οτι καλύτερο σε αυτό που αναζητούσε? Ήταν πρώτον τιμή που ένας τόσο πλούσιος άνθρωπος και μορφωμένος , θυμόταν ακόμη με αγάπη τα εδάφη που γεννήθηκε αν και ζει πια χρόνια πολλά σε διάφορα μέρη του κόσμου.

"Μια σωστή κοπέλα . Ηθική απο το χωριό μας. Δεν με ενδιαφέρει η μόρφωση ή τα χρήματα. Επιμένω στην ηθική"

Αν  η κρίση του ήταν σωστή- που είναι γιατί ξέρει τι κοπέλα προτείνει- τότε η κοινότητα τους θα έχει να λαβαίνει για χρόνια ακόμη πολλά.

"Άναστασία μπορούμε να περπατήσουμε, τελείωσα με τις εξομολογήσεις"

"Ναι Πάτερ"

Εκείνη του χαμογελά γλυκά. Τον παππούλη τον ξέρει όλη της την ζωή και τον αγαπά και τον σεβεται  καλύτερα και απο τον πατέρα της που λατρεύει.  Σκύβει και του φιλά  το ηλικιωμένο χέρι .

"Πάμε παιδί μου έχω να σου πω..ευχάριστα νέα για τον μέλλον σου"

(..)

Τα βήματα του αργά καθώς παρατηρεί την παιδικότητα  στην κίνηση του κορμιού της ενώ  περπατά ανέμελη δίπλα του. 

Ανέγγιχτη ακόμη και απο τα ίδια της τα χέρια. 

Το γνωρίζει καλά.Την εξομολογεί απο παιδί. Όπως όλες τις κοπέλες του χωριού. 

Η Άννα ήταν ιδανική. 

"Ο Κύριος μου μίλησε" 

Τον κοιτά ξαφνιασμένα καθώς σταματά το βήμα της.

"Ναι παιδί μου και μου φανέρωσε τις βουλές του. Είσαι προορισμένη να υπηρετήσεις σύζυγο και παιδιά και όχι τον ύψιστο. Ξέρω πόσο το ήθελες να υπηρετήσεις ως δόκιμη αλλά άγνωστες οι βουλές του Κυρίου μας"

Τον κοιτά απορημένα. Κοιτάζει μπερδεμένα τα χρυσά κουμπάκια που διατρεχουν ως κάτω το κίτρινο φόρεμα της , έπειτα κοιτά τα παπούτσια της , ψάχνοντας να βρει τα σωστά λόγια. Ποτέ δεν ήξερε να βρει τα σωστά λόγια για να μεταφράσει τις σκέψεις της καρδιάς της.

"Μα ο πατέρας μου συμφωνησε" ακούστηκε η φωνή της σχεδόν τρεμάμενη απο το σοκ. Αλήθεια ο πατέρας της είχε συμφωνήσει. Χρόνια τώρα. Θα πάει να μείνει με τις μοναχές. Απο παιδί επισκεπτόταν με την μητέρα της την μονή. Κάθε φορά απο τότε που ήταν παιδί κοιτούσε τα μικρά παράθυρα απο τα κελιά των καλογριών και πάντα σκεφτόταν το ίδιο: 

Μια μέρα να ήταν εκείνη εκεί μέσα και να προσευχόταν για αγάπη . Ήταν το πιο όμορφο όνειρο της. Ήθελε να αφιερώσει την ζωή της στον Κύριο της. Θα απαρνιόταν τα πάντα χωρίς σκέψη αρκεί να τον ένιωθε όλη μέρα , να προσευχόταν σε εκείνον . 

Νύμφη Του

"Ο πατέρας σου συμφωνησε να σε καμαρώσει νύφη και πρώτο τέκνο του χωριού μας. Αυτό είναι το καλύτερο για εσένα , την κοινότητα μας και για τον πατέρα σου που αν μονάσεις τον καταδικάζεις να πεθάνει μόνος. Με αυτό τον τρόπο όμως θα βοηθήσεις ως σύζυγος ενός πλούσιου άντρα την κοινότητα σου, την ενορία σου, τον πατέρα σου  ενώ θα βοηθήσεις και εσένα, επιτελώντας το ύψιστο προορισμό της γυναίκας , την -"

Σταματά να μιλά και κατεβάζει το βλέμμα του απο τον ουρανό. Το κορίτσι κλαίει καθώς τον κοιτά με απελπισία.

"Αναστασία ο Κύριος μίλησε"

Η φωνή του αδιαπραγμάτευτη. Ο Δημητρίου είναι καθ'οδόν να την γνωρίσει και να δώσει την έγκριση του αν όλα πάνε καλά. 

Σκουπίζει τα δάκρυα της.

Την κοιτά αυστηρά. "Ακούς τις βουλές του Κυρίου Αναστασία?"

"Ναι πάτερ . Τις ακούω" απάντησε  μέσα σε λυγμούς απο κλάματα.

"Ωραία " της χαμογέλασε ζεστά και ξεκίνησε να περπατά με ανάλαφρο βήμα . 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top