Λίγο πιο κοντά
Στα δύσκολα, η συστολή δεν ωφελεί σε τίποτα. Επειδή η σιωπή είναι σύμμαχος αυτού που μιλάει.
Όμηρος 800 π.χ
.........................................................
Tην υπόλοιπη ώρα του γεύματος η Άννα δεν θα μπορούσε να πάρει τα μάτια της πάνω από την Τάνια και τον Ανδρέα. Γυρόφερνε το βλέμμα της στα νευρικά χέρια της, στο απείραχτο πιάτο της μα πάντα η ματιά της κατέληγε σε αυτούς τους δυο.
Η σκέψη πως θα έχει την ίδια κατάληξη με την Τάνια ταλάνιζε το μυαλό της.
Αν εκείνη την πληρώνει..ίσως θα ήθελε να κάνει το ίδιο και με μένα ο Αλέξανδρος. Ίσως γι αυτό να με έφερε εδώ..ίσως ο γάμος να είναι ψέμματα
Οι σκέψεις της αντιφατικές διαδέχονταν η μια την άλλη. Και όμως εκείνος της είχε μιλήσει για γάμο. Έίχε έρθει η μητέρα του στο σπίτι της, έδωσαν τα χέρια με τον πατέρα της , πως μπορεί να της είχε πει ψέμματα? Και απο την άλλη ..
Κοίταξε φευγαλέα τον Αλέξανδρο δίπλα της. Ο τρόπος που έτρωγε, ο τρόπος που κρατούσε το ποτήρι του , ο τρόπος που επιβαλλόταν στο χώρο μόνο ως αύρα πρόδιδε έναν άντρα με κύρος και εξουσία. Ήταν ένας άντρας με αυτοπεποίθηση . Μορφωμένος. Και..εκείνη ..
Γιατί είχε επιλέξει εκείνη? Τι είχε να προσφέρει σε αυτόν τον άντρα που του άνηκε ο κόσμος όλος?
Γιατί δεν την είχε αγγίξει ακόμη ως γυναίκα? ήταν σεβασμός ή την προόριζε ...να την δώσει αλλού?
Το πρόσωπο της συσπάθηκε απο αγωνία. Ένιωσε ο φόβος να την πνίγει.
Ο Κύριος δεν θα με άφηνε να ..
"Όλα καλά?"
Η φωνή του Αλέξανδρου την έκανε να πεταχθεί ελαφρά απο τις σκέψεις της
"Ναι . Φυσικά." απάντησε βεβιασμένα προσπαθώντας να χαμογελάσει. Αλλά έτρεμε. Ήταν μόνη σε μια ξένη χώρα με έναν άντρα που δεν γνώριζε καλά καλά. Ο φόβος για το άγνωστο την κατέκλυσε . Σκέφτηκε νοερά το χωριό της. Δεν έπρεπε να φύγει ..αλλά..δεν μπορούσε να αρνηθεί στον πατέρα της.
"Δεν έχεις φάει τίποτα"
"Απλά δεν πεινάω"
"Θα σου παραγγείλω κάτι άλλο"
"Όχι σε παρακαλώ"
Τα γκριζογάλανα μάτια του Αλέξανδρου την κοίταξαν έντονα. Ήταν λες και προσπαθούσε να διαβάσει το νου της.
Κατέβασε τα ματια της και προσπάθησε να βάλει στο στόμα της μια μικρή μπουκιά από τα μανιτάρια που είχε μπροστά της. Κοιταξε την Τάνια που γελούσε με τον Ανδρέα.
Ίσως και σε αυτήν ο Αντρέας να της είπε οτι θέλει να την παντρευτεί. Ίσως να την παγίδεψε
Ο Αλέξανδρος ακολούθησε την ματιά της Άννας.
Κοιτούσε την Τάνια. Απο τότε που επέστρεψαν απο το μπάνιο η Άννα είναι νευρική.
Το ύφος του συνοφρυώθηκε. Η Άννα είναι ντροπαλή γυναίκα . Αυτό το ήξερε καλά. Αλλά αυτή η αντίδραση της δεν ερχόταν από ντροπή. Την απασχολούσε κάτι άλλο.
Έσκυψε προς εκείνη. Το άρωμα του κατέκλυσε το χώρο της. Ένιωσε την ανάσα του να αγγίζει το πρόσωπο της.
"Σου είπε η Τάνια κάτι και σε αναστάτωσε?"το ύφος του ήταν τόσο αυστηρό σαν να ήξερε ήδη την απάντηση. Μια απάντηση που τον γέμιζε οργή. Αν η πόρνη του αδερφού του της είπε τίποτα πριν ο ίδιος την ετοιμάσει γι αυτό..
Απλά δεν ήθελε καν να το σκεφτεί.
Το βλέμμα της γεμάτο ενοχή διαγράφτηκε στο πρόσωπο της. Τα μάγουλα της σχεδόν κοκκίνισαν και στην στιγμή θύμωσε με την ιδέα του να βγούνε έξω μαζί με τον αδερφό του. Του είχε πει πως δεν ήθελε την Τάνια κοντά στην Άννα. Και όμως αυτός έκανε του κεφαλιού του.
"Δεν ..δεν μου είπε κάτι" σχεδόν τραύλισε. Τα μάτια του έπεσαν ακόμη μια φορά διυσδιτικά πάνω της.
"Λες ψέμματα huisdier. "
Και αυτό ήταν που τον θύμωνε απο όλα περισσότερο.
..
Tην υπόλοιπη ώρα θα έτρωγαν σε απόλυτη ησυχία. Τις λίγες φορές που η Τάνια θα μιλούσε ο Αλέξανδρος θα την κοιτούσε τόσο βλοσυρά που την έκανε να κόβει την φράση της στα μισά. Δεν ήθελε να τα βάλει μαζί του. Ήξερε τι τύπος είναι. Είχε γνωρίσει στο παρελθόν άντρες σαν αυτόν ή τουλάχιστον με τα γούστα του και δεν ήθελε να έχει παρε δώσε. Ο Αντρέας ήταν σαφώς πιο ήπιος στα γούστα και συνεργάσιμος. Διαχειρίσιμος σε πολλά θέματα. Αλλά ο αδερφός του ήταν αμείλικτος. Είχε ακούσει γι αυτόν και από άλλα κορίτσια. Δεν γούσταρε να μπλέξει μαζί του.
Αν και..
Καθώς φεύγανε η Τάνια αγκάλιασε την Άννα.
"Ήταν πολύ ωραία! " αναφώνησε δυνατά με την βαριά ρώσικη προφορά της
Τα αδέρφια καθόντουσαν δυο μέτρα μακριά τους. Η συζήτηση τους ήταν χαμηλόφωνη . Η Τάνια τους τσέκαρε με μια λοξη ματιά. Κοίταξε έπειτα την Άννα. Αδύνατη πολύ , χωμένη μέσα στο παλτό της. Της θύμιζε κάποια. Κάποια που πάλεψε χρόνια για να ξεχάσει για να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά.
Την λυπήθηκε. Δεν της άξιζε όλο αυτό που πρόκειται να πάθει. Θα μπορούσε..θα μπορούσε να την βοηθήσει . Ίσως αν κάποιος είχε βοηθήσει και την ίδια πριν χρόνια , τώρα να ήταν μια άλλη γυναίκα. Με μια άλλη μοίρα.
"Να το επαναλάβουμε Αννα" της είπε στο ίδιο τόνο χαρούμενα και την αγκάλιασε. Την έσφιξε πάνω της και πέρασε το χέρι της μέσα στην τσεπη του παλτού της
"Φύγε Άννα . Φύγε από κοντά του. Γύρισε στην πατρίδα σου" της ψιθύρισε καθώς η Άννα ένιωθε να παγώνει. Ένιωσε να της βάζει κάτι στην τσέπη του παλτού της
"Είναι το τηλέφωνο μου. Το προσωπικό. Μόνο νωρίς το πρωί μπορείς να πάρεις. "
Η Άννα την κοίταξε έντρομη.
Γιατί να φύγει μακριά? Τι ήξερε?
Ένιωσε το βλέμμα του Αλέξανδρου να τις σκανάρει. Έπαιζε το κεφάλι της που βοηθούσε την Άννα. Το ήξερε αυτό.
"Ήταν υπέροχα όλα .Σίγουρα πρέπει να το επαναλάβουμε" είπε πιο δυνατά η Τάνια και χαμογέλασε στην Άννα
Εκείνη αμήχανη χαμογελασε αν και τα πόδια της ένιωθε να τρέμουν
"Είναι επικίνδυνοι. Φύγε Άννα. Θα σε βοηθήσω αν το θελήσεις"
της ψιθύρισε σχεδόν άηχα.
..............
Στο αυτοκίνητο ένιωθε τα χέρια της να τρέμουν. Ψηλάφισε με το δεξί της χερι το χαρτάκι που ήταν χωμένο στη τσέπη του παλτού της , ίσα για να βεβαιωθεί πως όλα αυτά που έγιναν δεν ήταν όνειρο.
Ήταν εκεί.
"Κρυώνεις?"
"όχι είμαι καλα"
Μαζεύτηκε στο κάθισμα της ενώ ο Αλέξανδρος ακούμπησε την οθόνη πάνω απο το λεβιέ ταχυτήτων και άναψε την θέρμανση.
"Τι σου είπε η Τάνια?" το ύφος του ήταν μαλακό.
"Πότε?"
Η καρδιά της χοροπήδηξε. Ένιωσε πως τον φοβόταν.
Κοιτάξε τα χαρακτηριστικά του να κοιτάζουν με προσήλωση τον δρόμο και μετά μια έντονη επιτάχυνση στο αυτοκίνητο. Εκείνο ξεκίνησε να τρέχει με ιλλιγιώδη ταχύτητα. Δεν της απάντησε τίποτα.
Σε λίγο το σπίτι ήταν μπροστά τους. Έβγαλε την ζώνη της αλλά δεν κατέβηκε μέχρι που ο Αλέξανδρος της άνοιξε την πόρτα.
"Κατέβα"
Έσφιξε το παλτό της πάνω της δυνατά .
Κοίταξε το σκοτεινό σπίτι.
Και έπειτα ακολούθησε το σταθερό βήμα του Αλέξανδρου. Τον ακολούθησε στις σκάλες και περίμενε από πίσω του εκατοστά πιο μακριά απο το σώμα του μέχρι να ξεκλειδώσει.
Μπήκε μέσα και χωρίς να ανάψει το φως , τον είδε να ξελύνει τον κόμπο της γραβάτας του και να κάθεται στον καναπέ του καθιστικού.
"Καληνύχτα " άκουσε τον εαυτο της να λέει προσπαθώντας να μην δείξει την αναστάτωση που ένιωθε. Ήθελε χρόνο να σκεφτεί.
"Που νομίζεις οτι πας?"
Η φωνή του ακούστηκε σαν μαχαίρι που σπάει μια βαριά σιωπή.
Άκουσε το κλικάρισμα απο το φωτιστικό και το πρόσωπο του Αλέξανδρου ξεπήδησε απο το σκοτάδι.
Οι γωνίες του προσώπου του φωτιζόντουσαν μέσα στο κιτρινωπό φως αλλά τα μάτια του παρέμεναν σκοτεινά.
"Πάω για ύπνο"απάντησε απολογητικά
Τον είδε να βγάζει τελείως την γραβατα του και να την αφήνει δίπλα του. Έπειτα ξεκούμπωσε τα δυο πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του αφήνοντας ακάλυπτο το δασύτριχο στέρνο του.
"έλα σε εμένα" της είπε με βραχνή φωνή και κάτι μέσα της ρίγησε. Ο Αλέξανδρος είχε μια επιβλητική παρουσία. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να ξεφύγει. Είχε κάτι απροσδιόριστο που την φόβιζε αλλά και την διέγειρε με έναν ακαθόριστο τρόπο.
Πλησίασε με αργά βήματα σε εκείνον.
Σταμάτησε στα μισα του δωματίου , δυο μέτρα πιο μακριά απο εκείνον.
Τον είδε να ακουμπά την πλάτη του στο δερμάτινο κάθισμα, να χαλαρώνει αφήνοντας τα πόδια του χαλαρά στο πάτωμα .
"Έλα πιο κοντα huisdier"
Toν κοίταξε με ένα μείγμα ντροπής και ταραχής . Και φόβου. Το βλέμμα του έμοιαζε σαν του τίγρη που παραφυλά την λεία του. Τον φοβόταν.
Έκανε ένα βήμα προς εκείνον.
"πιο κοντά . βγάλε το παλτό σου"
Του έγνεψε θετικά καθώς είδε τα μάτια του να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι.
"..ακόμη πιο κοντά" της ψιθύρισε με βραχνή φωνή καθώς η Άννα άφησε το παλτό να πέσει κάτω.
"Μην τρέμεις." της ψιθύρισε καθώς με το χέρι του την τράβηξε απότομα πάνω του .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top