Tο όνειρο και η μέθη

Δεν του απάντησε.

  άνοιξε το στόμα της ελαφρά, τα χείλη της διασπάστηκαν και απο μέσα της βγήκε ένας ζεστός αέρας καυτός όπως αυτό που ένιωθε . Κάτι καυτό και μπερδεμένο με σκέψεις και πρέπει και όχι . Ήταν ο κύριος της . Ναι ήταν. Θα γινόταν ο άντρας της. Ο συζυγος της. Ναι. Θα έπρεπε να τον υπακούει.

"Να υπακούς τον Αλέξανδρο Άννα" η φωνή της Βικτώριας 

"Να υπακούς τον άντρα σου κόρη μου " η φωνή του πατέρα της

"Σκέφτεσαι τόσο πολύ huisdier και σκέφτεσαι τα λάθος πράγματα τις λάθος στιγμές" η φωνή του Αλέξανδρου 

"Απλά.."

"Απλά δεν έχεις αποφασίσει αν πρέπει να υπακούσεις εμένα ή τον Κύριο που σου έμαθαν απο μικρή"

"Γιατί πρέπει να επιλέξω?" αυθόρμητα ξεπήδησε απο τα χείλια της

"Γιατί δεν μπορώ να-"

"Να υπακούς σε δυο κυρίους? " Χαμογελασε ελαφρά . Ίσως απο τις λίγες φορές που έβλεπε αυτόν τον σκληρό άντρα να χαμογελά. Ίσως και πάλι να μην χαμογελασε. Ίσως να ήταν ένα παιχνίδισμα των σκιών.

"Το γράφει στο βιβλίο που καθοδηγεί την ζωή σου ..δεν μπορείς να περπατήσεις σε δυο δρόμους Άννα" 

Τα μάτια της τον κοίταξαν έντονα. Το ήξερε το εδάφιο . Ήταν κι εκείνος θρήσκος? 

"Έχω πορευθεί στον δρόμο σου πριν βρω το δικό μου " απάντησε στις σκέψεις της σαν να τις είχε διαβάσει.

"Το δικό σου δρόμο?" επανέλαβε η Άννα μη μπορώντας να καταλάβει ποιος άλλος δρόμος υπήρχε. Στο βιβλίο της ζωής δυο δρόμοι υπήρχαν , εκείνο της αγαθοσύνης και εκείνο της ακολασίας. 

"Γύρισε την πλάτη σου σε εμένα" της είπε τρευφερά και εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη. Με μια κίνηση την γύρισε ανάποδα και τώρα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του. Ένιωθε στην πλάτη της το στέρνο του . Απέναντι της ο τοίχος και ένας πίνακας που στο σκοτάδι λαμπύριζαν μονάχα οι ακανόνιστες λευκές πινελιές. Ένας πίνακας δίχως νόημα. Ίσιωσε την πλάτη της για να μην ρίξει το βάρος πάνω του. 

Ένιωσε τα χέρια του να ανεβαίνουν στους ώμους της . Τα χέρια του ήταν ζεστά και όπου την άγγιζε ένιωθε οι φλέβες της να ζωντανεύουν και να γεμίζει με μια ζωτική ορμή που όμοια δεν είχε δει.

"Χαλάρωσε . " της ψιθύρισε στο ημίφως καθώς τα χέρια του ξεκίνησαν να τρίβουν τους ώμους της απαλά διώχνοντας την ένταση στο κορμί της.  

"Σσσ" της ψιθύρισε απαλά για ακόμη μια φορά σαν παιδί που μόλις έπεσε και είναι αναστατωμένο απο αυτό που του συνέβη. Περίμενε να την διατάξει πάλι , να ανοίξει τα πόδια της μα εκείνος συνέχισε να την μαλάσσει ψηλά τους ώμους της αφουγκράζοντας  τις ανάσες της.

Κι έπειτα μίλησε καθώς το βλέμμα του έπεσε στο απέναντι τοίχο. Στον πίνακα που  οι πινελιές φωσφόριζαν στο ημίφως σαν φίδια φωτός που αναζητούσαν την ζωή.

"Στους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι τιμούσαν το δωδεκάθεο. "

Τα λόγια του την βρήκαν απροετοίμαστη. Γύρισε αιφνίδια να τον κοιτάξει ξεχνώντας ακόμη και τι ένιωθε απο κάτω της.

"Κοιτα μπροστα " της είπε αυστηρά

"Ναι" του έγνεψε παραξενεμένη. Ήταν ένας μυστήριος άντρας. 

Συνέχισε να τρίβει τους ώμους της , την καμπύλη του λαιμού της. Τα χέρια του χαμήλωσαν ελαφρά στα κόκκαλα της σπονδυλικής της στήλης. Το άγγιγμα του της έβαζε φωτιές δεν ήξερε τι συνέβαινε στο σωμα της.

"Πολύ πριν πλαστεί το παραμύθι του κυρίου σου οι άνθρωποι πίστευαν στους δώδεκα θεούς. Πολλοι σήμερα δεν κατανοούν αυτή την πίστη. Δεν ήταν θρησκεία αλλά ήταν ένα φιλοσοφικό σύστημα. Κάθε ορμή και κάθε πάθος, κάθε αδυναμία και κάθε αρετή ανθρώπινη συμβολιζόταν με έναν θεό. Έτσι τιμούσαν με αυτό το σύστημα θεών τον ίδιο τον άνθρωπο σε όλο του το μεγαλείο , ακόμη και αυτά τα πάθη που μετέπειτα ο κύριος σου θα τα αποκαλούσε αμαρτία"

"Τιμούσαν την αμαρτία ?" ακούστηκε η φωνή της μπερδεμένη

"Τιμούσαν τον άνθρωπο . Την φύση του. Την λογική του, την ορμή του. δεν υπήρχε κάτι μεμπτό σε αυτό. καμία κριτική"

"Μεμπτό?" επανέλαβε την λέξη που δεν κατάλαβε

"Τίποτα το επιληψιμο..τίποτα το κακό Άννα"

"Γιατί μου τα λες αυτά? είσαι ..είσαι λάτρης του δωδεκάθεου?"

Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του αλλά σαν απο ένστικτο ένιωσε η Άννα πως εκείνος χαμογέλασε με την αφέλεια της ερωτήσεως της.

"Δεν πιστεύω σε τίποτα παρα μόνο στον εαυτό μου. Είμαι κύριος του εαυτού μου"

Τα χέρια του χαμήλωσαν στην ροχοκακαλιά της

"Είσαι σε ένταση . Άσε με να σε φροντίσω"

"Ναι" είπε υπάκουα αλλά το σώμα της το ένιωθε ακόμη σφιγμένο αν και οι ανάσες της ξεκίνησαν δειλά να επιστρέφουν στο φυσιολογικό ρυθμο και ας ήταν σε μια τετοια θέση πάνω σε έναν άντρα. Δεν ήταν άλλωστε οποιοσδήποτε άντρας. Αυτό ήταν το σωστό. Απλά έπρεπε να ηρεμήσει.

"Εκείνοι οι θεοί που δοξάστηκαν πιο πολύ απο όλους ήταν ο Απόλλωνας και ο Διόνυσος. Κοίτα τον πίνακα Άννα. Ακόμη μπορείς να δεις γύρω σου να διασώζεται το απολλώνειο και το διονυσιακό στοιχείο. Το πρώτο βασισμένο στα κριτήρια της αρμονίας και της συμβατικής τελειότητας εκφράζεται στις πλαστικες τέχνες"

"Στις πλαστικές τέχνες?" είπε συνεσταλμένα. Πάσχιζε να καταλάβει τι της έλεγε.

"Στην ζωγραφική, στην γλυπτική. Στον πίνακα που κοιτάς "

"Ναι" απάντησε  . Δεν καταλάβαινε πολλά αλλά ήθελε να τον καταλάβει πολύ. Ανακάθησε πάνω του σαν μαθήτρια που ήθελε να ακούσει κι άλλο. Σχεδόν ξέχασε την διαταγή του να ανοίξει τα πόδια της. Ίσως το μετάνιωσε εκείνος. Ίσως σεβάστηκε την ντροπή που της προκάλεσε.

"Το διονυσιακό όμως στοιχείο δεν γνωρίζει όρια , οδηγεί στην έκσταση , στην απόδραση απο τον εαυτό μας , την οποία μόνο η μέθη , το αλκοολ ,τα ναρκωτικά μπορούν να προκαλέσουν."

Σταμάτησε να μιλά για μια στιγμή. Σκέφτηκε και τον τελευταίο τρόπο αλλά αποφάσισε να μην της το πει. Όχι ακόμη.

" Όσο απολλώνιος καλλιτεχνης ερμηνεύει ολόκληρη την ζωή σαν όνειρο , ο διονυσιακός ζει χωρίς να σταματά να ερμηνεύσει κάτι , σαν να βρίσκεται σε κατάσταση μέθης"

"Χωρίς λογική?" είπε η Άννα καθώς τα αντρικά χέρια του τα  ένιωσε να τρίβουν χαμηλά την σπονδυλική της στήλη.

 Ένιωθε να χαλαρώνει και το κορμί της ακούσια το άφησε να γύρει παραπάνω στο κορμί του Αλέξανδρου.

"Μια λογική διαφορετική απο αυτή που μετέπειτα έπλασε ο σύγχρονος άνθρωπος. Ο Απόλλων μετρά τη σωστή απόσταση απο τα αντικείμενα , τα αναπαραστά ελευθερα , αλλά σύμφωνα πάντα με κανόνες. Ο Διόνυσος όμως αποδέχεται τον κόσμο όπως είναι . Αρνείται την απόσταση απο αυτόν"

Τα χέρια του άφησαν μαλακά την σπονδυλική της στήλη και άγγιξαν το φόρεμα της . Το ύφασμα λείο με μια απαλή κίνηση σηκώθηκε πιο ψηλά αφήνοντας τα πόδια της ακάλυπτα. τα χάιδεψε απαλά. Σαν να ήταν απο μετάξι.

"Οι άνθρωποι που τιμούσαν το Διόνυσο ζούσαν την ζωή στο σύνολο της . Ζούσαν τον πόνο και τον θάνατο και τον έρωτα σαν ένα. Ήταν ο θεος που χορεύει και γελά και καταλαμβάνεται απο μια ιερή μανία. Αποζητούσαν σε ιερές τελετές αυτή την έκσταση που προσέφερε ο θεός, έπιναν και χόρευαν και γινόντουσαν ένα"

Τα χέρια του σταμάτησαν να την αγγίζουν . Τα χέρια του έμειναν πάνω στα πόδια της ψηλά

"Και αυτό το έκαναν ενώ έπιναν.. και χρησιμοποιούσαν ναρκωτικά?"

Ένιωσε την ανάσα του στο λαιμό της. Ήταν γύρω της χωρίς όμως να νιώθει το βάρος του.

"Προσπαθούσαν να καταργήσουν την αρχή της εξατομίκευσης. Να σταματήσουν να νιώθουν άτομα και να νιώσουν το θείο, το ένα"

"Να νιώσουν το θείο?"

"ναι Άννα. Σκέψου . Γυμνοί χόρευαν και ούρλιαζαν στο σκοτάδι, έπεφταν κάτω σε έκσταση, έκαναν έρωτα ο ένας στον άλλο . Άντρες και γυναίκες χωρίς λογική , χωρίς σκέψη . Πέρα απο τον πόνο πέρα απο το θάνατο. "

Ξεροκατάπιε

"Έκαναν έρωτα όλοι μαζί?"

"..ναι..ξόρκιζαν τον θάνατο και τον υποδεχόντουσαν στον κορμί τους της ίδια στιγμή. Μέσα τους. Ο ένας εραστής μετά τον άλλον. Με πόνο με ιερή τρέλα με παράδοση ανευ όρων. Ένα σώμα."

"Μέσα τους?" 

"Ναι. "

Μια σιωπή έμεινε μετέωρη αλλά γεμάτη απο τα λόγια του. 

"Ζεις ..διονυσιακά?" του είπε τελικά προσπαθώντας να καταλάβει τι του έλεγε

"Είσαι ένα πολύ έξυπνο κορίτσι Άννα"

"Είμαι ?" γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν ανέκφραστο. Τα μάτια του λαμπύριζαν στο σκοτάδι. 

"Κάνεις έρωτα με πολλές? δεν καταλαβαίνω"

"Κάνω έρωτα χωρίς όρια Άννα"

Χωρίς όρια..μονολόγησε στην σκέψη της. Πως είναι ο έρωτας δίχως όρια?

" Άνοιξε τα πόδια σου huisdier" της είπε απρόσμενα σαν να μην μεσολάβησαν όλα τα λόγια που της είπε

"Τώρα"

Άφησε μια ανάσα να βγεί απο μέσα της και κοιταξε τον πίνακα απέναντι της. Οι λευκές πινελιές έμοιαζαν σαν φίδια τώρα που ζευγάρωναν , έπνιγαν τον πόθο τους μέσα στο φωτεινο σώμα των άλλων φιδιών. 

Άνοιξε τα πόδια της ελαφρά. 

Είναι ο άντρας σου Άννα

"Κι άλλο" 

Τον υπάκουσε ανοίγοντας ακόμη περισσότερο τα πόδια της. 

Το χέρι του αργά άγγιξε το εσωτερικό των μηρών της. Έκλεισε τα μάτια της. 

Με τα χέρια του άνοιξε τα πόδια της ακόμη περισσοτερο κανοντας το φόρεμα της να σηκωθεί ψηλά. "Θα τα ανοίγεις έτσι κάθε φορά που σου το ζητάω" Ένιωσε μια ζεστή υγρασία χαμηλά και ακούσια έγυρε την πλάτη της πάνω του. 

"Θα σε αγγίξω ως άντρας τώρα Άννα"

"ναι" άκουσε την πνιχτή φωνή της . Ένιωθε μπερδεμένη. Κοίταξε ξανά τον πίνακα που ήταν πλασμένος απο όνειρο .

 Το χέρι  του Αλέξανδρου   παραμέρισε στην άκρη το εσώρουχο της . Ένιωσε να την παρασέρνει σε μια γλυκιά μέθη που δεν είχε ξανανιώσει.

Έκλεισε τα μάτια της . Έγυρε κι αλλο πάνω του και άνοιξε τα πόδια της περισσότερο

"Είσαι..πολύ καλό κορίτσι. .ναι? .."η φωνή του βραχνή την επιβράβευσε για το θάρρος της

"Ν-ναι.." η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία, ο νους της είχε παραλύσει μπροστά σε αυτό που γιγαντωνόταν μέσα της, κάτω απο το άγγιγμα του

Το δάχτυλο του την άγγιξε σε ένα μέρος που ούτε η ίδια δεν είχε αγγίξει με αυτό τον τρόπο. Ένιωσε να περνά πάνω απο το κέντρο της θυληκότητας  της και μαλακά κατέβηκε χαμηλά αγγίζοντας το κλειστό κόλπο της, απείραχτο και απο το ίδιο της το χέρι .Ένιωσε να τρέμει. Να τρέμει και να αναβλύζουν απο μέσα τις επιθυμίες που όμοιες της δεν είχε ονειρευτεί ποτέ . Ήθελε να την αγγίζει έτσι. Δεν το ήξερε ως εκείνη την στιγμή. Αλλά το ήθελε.

 Ο Αλέξανδρος  γέμισε ικανοποίηση. 

Ο πατέρας του τον είχε διαβεβαιώσει γι αυτό. Ο παπάς του είχε πει πως στις εξομολογήσεις της η Άννα ποτέ δεν ανέφερε αμαρτίες της σάρκας αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει πως ήταν αμάθητη πραγματικά σε κάθε ηδονή. Ακόμη και απο το ίδιο της το χέρι.

 Ήταν ανέγγιχτη. 

Τέλεια. 

Τέλεια γι αυτό που την ήθελε.

"Πολύ καλό κορίτσι ..."της είπε καθώς ένιωσε στο χέρι του την υγρασία του πόθου της.

"χαλάρωσε ..έτσι ...ναι. ..τίποτα κακό σε αυτό που γίνεται huisdier..τίποτα το κακό" 

                                                                                        J. Pollock

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top