les petites putes
Έγνεφε το χέρι της σαν χαιρετισμό ακόμη και όταν εκείνος μπήκε στο μαύρο πολυτελές αυτοκίνητο. Του χαμογελούσε . Τα μάτια της λαμπύριζαν απο χαρά.
"Πήγαινε μέσα θα κρυώσεις" της είπε απο το κατεβασμένο παράθυρο.
"Ναι. Θα πάω" του χαμογέλασε διάπλατα και έκλεισε την πόρτα πίσω της μένοντας μόνη στο άδειο σπίτι. Ήταν χαρούμενη .
Πρώτη φορά ένιωθε χαρούμενη σε αυτό τον μακρινό τόπο. Όλα ως τότε της φαινόντουσαν ξένα και ανοίκεια , αλλά τώρα ήταν έτοιμη να τα φωλιάσει μέσα της σαν δικά της. Ακόμη και το σπίτι που δεν είχε συνηθίσει ως εκείνη την στιγμή της φάνηκε πιο οικείο. Ήταν το σπίτι της.
"Ναι είναι το σπίτι μου"χαμογέλασε για ακόμη μια φορά καθώς ένιωσε δάκρυα να θολώνουν τα μάτια της. Όλα θα πήγαιναν καλά. Όλοι οι φόβοι της στριμωχτηκαν στο πάτο της καρδιάς της και ένα νέο αίσθημα ξεπήδησε απο μέσα της.
Πήγε στο γραφείο του Αλέξανδρου την ίδια στιγμή και αναζήτησε το τηλέφωνο. Σχημάτισε τον αριθμό του πατέρα της και μετά απο τρεις χτυπους άκουσε την φωνή του πατέρα της
"Κορίτσι μου Άννα μου"
"Μπαμπά μου" του είπε ευτυχισμένα. Η φωνή της ήταν γλυκιά γεμάτη ανυπομονησία
"Παντρευόμαστε σε λίγες μέρες μπαμπά μου. Στην Νέα Υόρκη. Θα μας περιμένουν οι γονείς του. "
"Κορίτσι μου " είπε συγκινημένος ο πατέρας της και νοερά ένιωσε την έλλειψη της αγκαλιάς του. Ήθελε να την φιλήσει στο μέτωπο. Να ευλογήσει τον γάμο τους.
"Θα έρθουμε απο το χωριό μας μπαμπά. Μου το είπε και ο Αλέξανδρος. Έχει δουλειές πολλές αλλά θα έρθουμε να σε δούμε. Μου το είπε"
"Φυσικά κορίτσι μου. Εγώ θα είμαι εδώ . Όποτε μπορείτε. Ο άντρας σου είναι πολυάσχολος. Να τον φροντίζεις και να τον υπακούς. Αυτός τώρα θα αναλάβει να σε προσέχει. Έτσι πρέπει. Τα πουλάκια όταν μεγαλώνουν πρέπει να ανοίγουν τα φτερά τους και να πετάνε. Κι εσύ κόρη μου έχεις πια την δική σου ζωή"
"Μπαμπά μου" είπε συγκινημένη .
"Πέτα Άννα. Ήρθε η ώρα κόρη μου. Να τον αγαπάς και να τον σέβεσαι."
"Ναι μπαμπά μου"
Μίλησαν για λίγο, για τα νέα του χωριού , για τον ναό που ήδη ξεκινούσε να χτίζεται
"Θα έρθουμε σύντομα . Σου το υπόσχομαι"
Έκλεισε τέλος κάπως βεβιασμένα το τηλέφωνο. Η καρδιά της δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπά δυνατά. Κοίταξε το δαχτυλίδι των αρραβώνων της.
Θα παντρευόντουσαν. Ήταν αλήθεια. Σε λίγες μέρες.
Περπάτησε ανάμεσα στα δωμάτια σαν να ήταν σε βόλτα , τα βήματα της την πηγαινοέφερναν άσκοπα αναμεσα στα δωμάτια και κυριευμένη από ένα αίσθημα ελαφρότητας ένιωθε πως ούτε τα πόδια της άγγιζαν το ξύλινο δάπεδο. Όλα μέσα της ήταν ελαφριά και ήρεμα και χαρούμενα και ανυπόμονα.
Πλησίασε το παράθυρο της μεγάλης σάλας. Ο ουρανός έστεκε πολύ χαμηλά, μουντός και γκρίζος . Μια ψιλή βροχή έπεφτε στο γυαλί του παραθύρου. Άνοιξε το παράθυρο και έκλεισε τα μάτια .
Ένιωσε τον κρύο αέρα να αγγίζει σαν εραστής τα μάγουλα της και να δροσίζει την ζέστη , την έξαψη που ένιωθε μέσα της και δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Ήταν ερωτευμένη?
Ήταν έρωτας αυτό το αίσθημα που σαν λαθρεπιβάτης φώλιασε στην καρδιά και το νου της?
Κοιταξε τα γκρίζα σύννεφα και τα μάτια του Αλέξανδρου εμφανίστηκαν μπροστά της. Αυτός ο όμορφος άντρας , αυτός ο ξεχωριστός άντρας θα γινόταν συζυγος της.
"Σύζυγος" μουρμούρισε την λέξη σαν να ταξίδευε πάνω της και μέσα της, σαν να ήταν μια νέα αχαρτογράφητη ήπειρο που περίμενε να την κατακτήσει. Γέλασε. Δάγκωσε τα χείλη της δυνατά . Ήταν τόσο έντονο το αίσθημα που την κατέκλυζε που σχεδον την έπνιγε. Δεν είχε ακόμη ανακαλύψει πως το αίσθημα αυτό μπορούσες να το ξεδιψάσεις στο κορμί ενός άντρα. Αλλά κάτι μέσα της ένιωθε πως ήταν ένα αίσθημα που ζητούσε ολοκλήρωση. Μια ολοκλήρωση που μόνο ο Αλέξανδρος ήξερε να ικανοποιήσει.
Είχε να τραγουδήσει απο τότε που είχε φύγει απο το χωριό. Ο παπάς την αποκαλούσε αηδόνι και πάντα την έβαζε στις τελετες να τραγουδά τους ύμνους στον Κύριο και ας ντρεπόταν να δείχνει την φωνή της μπροστά σε όλους
"Η φωνή σου είναι η απόδειξη πως ο θεός υπάρχει" της έλεγε
Είχε τόσο καιρό να τραγουδήσει
Ονειρεύτηκε ακόμη μια φορά τα μάτια του Αλέξανδρου στα σύννεφα και ξεκίνησε χαμηλόφωνα να μουρμουρίζει μια απαλή μελωδία. Μια μελωδία που εκείνη την στιγμή επινοούσε, σαν να αποκτούσε νότες το αίσθημα που είχε κρυμμένο .
Και έπειτα το μουρμουρητό ξεκίνησε να γίνεται μια άρια , καθαρή σαν κρύσταλλο, η φωνή της ταξίδεψε απο το ανοιχτό παράθυρο και ανακατεύτηκε με τον φθινοπωρινό αέρα. Οι σταγόνες της βροχής τώρα ράπιζαν το πρόσωπο της , ο αέρας κουνούσε τις κουρτίνες σαν να χόρευαν και εκείνη δυνάμωνε ολοένα περισσότερο το τραγούδι της.
Ναι. Ίσως αυτό που νιώθω είναι έρωτας.
Σκέφτηκε καθώς το κορμί της μεταμορφωνόταν σε ένα ζωντανό μουσικό όργανο.
Ένας περαστικός θα περνούσε εκείνη την στιγμή απο το δρόμο. Μπορούσε να διακρίνει την κοπέλα. Είχε καστανά καρέ μαλλιά , λευκή επιδερμίδα , καθόταν στο περβάζι του παραθύρου και η βροχή μούσκευε το πρόσωπο της. Κάθησε στην βροχή για ώρα και την άκουγε να τραγουδά . Ήταν εβδομήντα χρονών . Αλλά καθώς άκουγε το τραγούδι της θυμήθηκε ένα αγόρι εικοσι χρονων που είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του στο μεγάλο μονοπάτι της ζωής. Τον έκανε να κλάψει. Θα σκεφτόταν χρονια μετά εκείνη την μελωδία. Σαν μια μεταφυσική εμπειρία που αμφέβαλλε αν την είχε ζήσει στην πραγματικότητα. Και πολλές φορές σκεφτόταν πως όντως είχε επινοήσει την μνήμη της κοπέλας στο παράθυρο που τραγουδούσε σαν να ζευγάρωνε ο έρωτας με την ίδια την ζωή.
.......
"Άννα"
Η φωνή της έβγαινε λαχανιασμένη. Είχε τρεξει να προλάβει το τηλέφωνο.
"Αλέξανδρε?"
"Ακούγεσαι λαχανιασμένη. Όλα καλά?"
"Ναι . Ολα καλά. Έρχεσαι?"
"Ναι. Σε λίγη ώρα. Θα σου άρεσε να βγούμε μια βόλτα?"
"Που?"
"Έχει σημασία?"
"Όχι. "
Καμία σημασία
"Τι να βάλω?"
"Ντύσου απλά . "
"Αλέ..ξανδρε" είπε καθώς η λέξη εσπασε απροσδόκητα στα δυο
"Ναι Άννα?"
Η καρδιά της χτυπούσε ακανόνιστα. Το χέρι της άγγιξε το καλώδιο του τηλεφώνου και έπεσε σχεδόν άθελα της πάνω στο ξύλινο τραπέζι. Της κόπηκε η ανάσα και ένας παράξενος κρύος ιδρώτας την έλουσε.
"Άννα?"
Έφερε το χέρι της στο ύψος της καρδιάς της και μια έκφραση πόνου σχηματίστηκε στο πρόσωπο της.
Είχε να το πάθει απο παιδί.
"Είσαι καλά?"η φωνή του ακούστηκε ξαφνικά αυστηρή
Προσπαθησε να ανακτήσει τις ανάσες της
"Άννα με ακούς?"
"Ναι. Συγνώμη . Ναι. Ετοιμάζομαι"
"Σίγουρα είσαι καλά?"
"Ναι. Μην ανησυχείς. Σε περιμένω "
"Ωραία" της είπε σχεδόν σκεφτικός.
...................
Περπάτησαν κατά μήκος του ποταμιού. Το Άμστερνταμ ήταν γεμάτο απο κανάλια. Όπου και να έστριβαν πάντα έβρισκαν ένα. Αν και πριν λίγη ώρα έβρεχε ακόμη υπήρχαν παντού ποδηλάτες.
Φορούσε μαύρα δερμάτινα γάντια . Και απο πάνω ένα μαύρο μακρύ παλτό. Ήταν όμορφος.
"Ας πάρουμε κάτι να πιούμε. Να ζεσταθούμε. "
"Ναι .Ευχαριστώ"
Περπάτησαν για ώρα ακόμη καθώς το ροφημα τους άχνιζε στο κύπελλο.
"Εδώ είναι το μεγαλύτερο μουσείο του Άμστερνταμ. Ήταν κλειστο για χρόνια και πριν λίγο καιρό άνοιξε και πάλι τις πύλες του. Μπορούμε να έρθουμε ένα απογευμα που θα τελειώσω τις δουλειές μου νωρίς"
Της μιλούσε για όλα και εκείνη κρεμιοταν απο τα χείλη του. Ήταν γνώστης της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής , ήξερε τα πάντα για τα ποταμόπλοια και για την ιστορία της πόλης. Έδειχνε να είχε μελετήσει για τα πάντα.Της μιλούσε ήρεμα καθώς περπατούσαν ο ένας παράλληλα με τον άλλον σαν δυο γραμμές που δεν τέμνονται ποτε.
Τον θαύμαζε. Ήταν έξυπνος.
"Δεν μιλάς ποτέ για εσένα..εννοω για τους γονεις σου , για τα παιδικά σου χρόνια"
Σταμάτησε το βήμα του και κοιταξε πέρα τα νερά του καναλιού. Ένα μικρό ποταμόπλοιο διασταυρονόταν εκείνη την στιγμή με ένα άλλο. Φαινόταν οτι προς στιγμή θα αγγιζαν το ένα το άλλο, αλλά με ένα τελευταίο ελιγμό τα δυο σκαριά έμειναν ανέπαφα.
"Τι θελεις να μαθεις?"
Τα πάντα. Εκείνη σκέφτηκε.
"Οτι θελεις να μοιραστείς μαζί μου"
Ανασηκωσε το πετο του παλτό του. Το βλέμμα του αφηρημένο πάνω στα νερά του ποταμού,έδειχνε λες και αναζητούσε στην μνημη του κάτι.
"Μεγάλωσα σε εσωτερικά σχολεία" είπε τέλος
"Και με τους γονείς σου? ποτε περνούσες χρόνο?"
"Τις γιορτες ,τα καλοκαίρια"
είπε αδιάφορα και επιτάχυνε το βήμα του. Η Άννα εναρμονίστηκε κατευθείαν στο βήμα του
"Θα ήταν δύσκολα ..θα αναζητούσες την μητέρα σου υποθέτω..και.."
"Όχι. Δεν μεγάλωσα αποζητώντας τρυφερότητα"
Τα μάτια της Άννας στηλώθηκαν πάνω του. Εκείνος το ένιωσε
"Ο πατέρας μου υπήρξε αυστηρός αλλά δίκαιος. Έμαθα να τον υπακούω απο μικρή ηλικία. " Σταμάτησε το βήμα του και την κοιταξε.
Η μύτη της είχε κοκκινήσει απο το κρυο και τα χνώτα της έδιναν στο κρυο αερα μορφή.
Ηθελε να τον ρωτησει αν ο γαμος τους ήταν μια υποταγη στον πατερα του. Αλλά δίστασε.
"Αλλά πήρες αγάπη" είπε η Άννα λες και ηταν μια αυταπόδεικτη αλήθεια.
Της χαμογέλασε ελαφρά." Ναι. Ναι φυσικά. Τον εμπιστευομαι. Σιγουρα υπήρχε ..πίστη σε εκείνον. Ηξερε πάντα πως να με διαχειρίζεται"
Έμειναν ακίνητοι στην στιγμή εκείνη σαν να μην ήξεραν που θα τους οδηγησει η επόμενη. Η Άννα σκέφτηκε πως εκείνος απέφυγε να μιλήσει για την μητερα του.
Τα μάτια του χαμήλωσαν. Ήταν αμήχανος . Δεν κατάλαβε η Αννα γιατί. Αλλά τον εκανε να νιώσει αμηχανία.
"Και αυτό εδώ?" του ειπε ξαφνικά σπαζοντας την σιωπή. Το δάχτυλο της ετεινε προς ένα μεγάλο κτιριο με μικρά παράθυρα.
"εδω είναι μουσείο με τα κέρινα ομοιώματα"
"Είναι ωραίο?"
"Δεν έχω πάει ποτέ"
"Αλήθεια?"
Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και άφησε στο κάδο το κύπελλο του. Σήκωσε το γιακά του παλτού του . Είχε ξεκινήσει να φυσά δυνατά
"Να επιστρέψουμε καλύτερα"
"Ναι"
Κοίταξε το δρόμο και έπειτα τα σύννεφα που ήταν έτοιμα να το γυρίσουν σε βροχή
Κοίταξε έπειτα το πιο σύντομο δρόμο
Τα μάτια του απέκτησαν μια περίεργη λάμψη.
"Θα επιστρέψουμε?"του είπε με περιέργεια καθώς τον είδε αναποφάσιστο
"Υπάρχει κάποιο πρόβλημα?" του είπε σχεδόν ανυπόμονα
"Κανένα. Πάμε απο εδώ"
Ο κόσμος στο δρόμο εκείνο ήταν περισσότερος. Ήταν σαν μια υπαίθρια γιορτή. Κοιτούσε γύρω της ενθουσιασμένη καθώς ο Αλέξανδρος κοιτούσε ανέκφραστος τις αντιδρασεις της.
Και τότε η Άννα τις είδε.
Ήταν δυο κοπέλες. Η μια θα ήταν στην ηλικία της. Ή άλλη ίσως πιο μεγάλη. Ήταν ημίγυμνες και γυάλιζαν σαν να είχαν απλώσει λάδι στο κορμί τους.
Η μια χάιδευε την άλλη απαλά . Ήταν όρθιες μέσα σε μια βιτρίνα σαν ζωντανές κούκλες. Κάποιοι περαστικοί καθόντουσαν και τις κοιτούσαν και άλλοι τις προσπερνούσαν χωρίς να ρίξουν δεύτερη ματιά.
"Είναι πόρνες. Για λίγα ευρώ τα κάνουν όλα. Είναι νόμιμες και καθαρές. Όλος ο δρόμος είναι γεμάτος απο τέτοια μαγαζιά. Συνήθως προσελκύουν τουρίστες"της είπε στο ίδιο τόνο που χρησιμοποιούσε τόση ώρα καθώς της μιλούσε για την πόλη
Η μικρότερη απο τις δυο κοπέλες κάρφωσε τα μάτια της στον Αλέξανδρο και εκείνος της ανταπόδωσε το βλέμμα.
Ένιωσε να την κυριεύει το αίσθημα της ζήλιας
"Σε σοκάρει huisdier το γυμνό κορμί της?"δεν γύρισε να την κοιτάξει. Τα μάτια του ήταν στηλωμένα τώρα στις δυο μικρές πόρνες που τον εντόπισαν και λίκνιζαν το κορμί τους προκλητικά
Δεν ήξερε τι να πει. Οι δυο κοπέλες τώρα ξεκίνησαν να φιλιούνται . Έσπαγαν το φιλί τους μόνο για να κοιτάξουν τον Αλέξανδρο, ένα βλέμμα λάγνο γεμάτο απο πρόκληση
"Πάμε να φύγουμε" του είπε ψιθυριστά και εκείνος χωρίς να την κοιτάξει την έπιασε απο τον καρπο αποφασιστικά, αποδεικνύοντας οτι ήταν κυριαρχος σε ενα παιχνίδι που οι κανόνες εμφανίζονταν αργά μπροστά στην Άννα
"Βασικά . Δεν θέλω να φύγουμε" της είπε κοφτά και τον είδε να ανοίγει την πόρτα. Η μια κοπέλα κατέβηκε απο την βιτρίνα και πήγε κοντά του. Τον άγγιξε στο παλτο και το χέρι της κατέβηκε χαμηλά χωρίς εκείνος να κάνει κίνηση να την σταματήσει. Εκείνος της ψιθύρισε στο αφτί κάτι που δεν μπορούσε να ακούσει η Άννα
"Τι κάνεις?" είπε απο πίσω του σαστισμένη
Σταμάτησε το βήμα του. Την κοιταξε σχεδόν τρυφερά. Σχεδόν.
"Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη . Είναι σημαντικό για μένα Άννα. Σημαντικό για εμάς."
Τον κοιταξε μπερδεμένη
"Δεν ..δεν καταλαβαίνω"
"Θα δεις" την τράβηξε κοντά του
"Πάμε" της έκανε νόημα να μπει μέσα
"Που ?" η σαστισμένη ματιά της έπεσε στην δική του.
Της χαμογέλασε . Σαν να χαμογελούσε σε ένα παιδί που αδυνατεί να καταλάβει κάτι απλό.
" Όλα καλά" της είπε ήρεμα καθώς χωρίς να περιμένει την απάντηση της, τον είδε να μπαίνει μέσα. "Έλα μέσα." της είπε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει δεύτερη φορά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top