Ψέματα λέει {56}
Eua’s POV
Ήθελα να τον σπρώξω, να τον βρίσω, να ουρλιάξω και ας με πει τρελή. Με άλλα λόγια να αμυνθώ σε όλο αυτό. Όμως ήμουν τόσο ευάλωτη όσο αυτός ήταν κοντά μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν παλαβή, ένοιωθα μια ακραία αναστάτωση, ένα απερίγραπτο αίσθημα. Βαρέθηκα να φυλακίζω αθώες σκέψεις στο μυαλό μου, βαρέθηκα να πνίγω τα συναίσθημα μου, βαρέθηκα να πιστεύουν οι άλλοι πως επειδή μένω σιωπηλή, σημαίνει πως δεν ουργιάζω για βοήθεια. Βαρέθηκα την απελπισία. Βαρέθηκα την αδιαφορία. Βαρέθηκα τη μοναξιά. Βαρέθηκα.
Διάολε εγώ υποτίθεται έπρεπε να είχα θυμηθεί! Έπρεπε να είμαι σπίτι μου, να γραφώ στο Blog μου, να βγαίνω με τη παρέα μου και να απολαμβάνω το καλοκαίρι μου. Να τσακώνομαι με τους γονείς μου, να βρίζομαι με τον αδελφό μου, να ενθουσιάζομαι με μικρές πτυχές της ζωής μου, όπως κάθε έφηβος!
Όμως βρίσκομαι στο σπίτι του Αλεξ, του κακοποιού μου.
Αλλά... μόλις τώρα, ο κακοποιός μου με έσωσε. Αυτός που με βασάνιζε, τώρα με γλυτώνει από τα βάσανα μου. Μετράω άλλη μια φορά τα χρήματα. Θεέ μου είναι πολλά! Αναρωτιέμαι συνεχώς που τα βρήκε..
«Άμα δεν μου πεις που βρήκες τα χρήματα.. δεν τα θέλω!!» φωνάζω καθώς τον αγριοκοιτάζω. Αυτός, έχει σκυμμένο το κεφάλι του, παίζει με τα δάχτυλα του.
«Δεν μπορώ να σου πω» μου λέει.
Σμίγω τα φρύδια μου και σφίγγω τα χρήματα στα χέρια μου. Δεν καταλαβαίνω..που ωφελείτε όλοι αυτή η μυστικοπάθεια; Με εκνευρίζει το γεγονός ότι κρύβει τόσο καλά τις σκέψης του, σαν να είμαι κλέφτης και προσπαθώ να του της πάρω.
«Γιατί;» ρωτώ.
Παίρνει μια εισπνοή από τη μύτη και σηκώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει. Το πράσινο χρώμα των ματιών του, γυαλίζει στο πυκνό σκοτάδι του δωμάτιου.
«Γιατί.. άμα ξέρεις, θα είσαι μπλεγμένη και συ, και άμα πάει κάτι στραβά.. δεν θα είσαι ασφαλής» λέει σοβαρός.
«Τι εννοείς δεν θα είμαι ασφαλής; Εσυ δηλαδή δεν θα είσαι;»
«Δεν ξέρω» ξεφυσάει
«Δικαιολογίες! Δεν θέλω τα χρήματα σου!» φωνάζω. Πετάω όλα τα λεφτά πανω του με θυμό καθώς σηκώνομαι.
«Θέλω να φύγω! Και εσυ δεν με αφήνεις, γιατί δεν θες να πάω!» φωνάζω. Εκείνος με κοιτάει στα μάτια σαν να προσπαθεί να τρυπώσει μέσα τους. Σχηματίζει αργά ένα ειρωνικό χαμόγελο.
«Δεν σε αφήνω; Ορίστε Εύα εκεί είναι η πόρτα» χαμογελά και την δείχνει.
Κοιτάζω έκπληκτη τη πόρτα και εκείνον. Δεν περίμενα να με αφήσει τόσο εύκολα! Δεν φαίνεται σοβαρός, με κοιτάζει έντονα και κρύβει το χαμόγελο με το χέρι του. Όσο πάει με μπερδεύει όλο και περισσότερο..
Συνοφρυώνομαι παραξενευμένη και ταυτόχρονα χαμογελώ πονηρά κοιτώντας τον.
«Ωραία..φεύγω» λέω και κατευθύνομαι προς τη πόρτα. Λίγο πριν το χέρι μου αγκαλιάσει το πόμολο της πόρτας, η φωνή του Αλεξ με σταματά.
«Έτσι..πήγαινε. Κάθισε στα πόδια κάθε αγνώστου, άστους να σε ξεσκίσουν, άστους να σε αφήσουν παράλυτη» λέει άνετος και τα λόγια του αφήνουν χαρακιές πανω μου.
«Σταματά..» στραβοκαταπίνω.
«Εκεί δεν θα τους λες ότι πονάς και θα σταματούν. Δεν θα κάνουν όλοι τις ίδιες παπαριές που έκανα εγώ. Οπότε άμα δεν νοιώθεις τα πόδια σου από το πόνο..»
«Σκάσε Άλεξ!!» τον διέκοψα και εκείνος γέλασε ελαφρά. Σηκώθηκε από τη καρέκλα του και άρχισε να με πλησιάζει. Τα βήματα του, ήταν τα μόνα που ακούγονταν πανω στο ξύλινο πάτωμα. Η αίσθηση πως με πλησιάζει με ανατρίχιαζε και η πλήρη αποπνιχτική ησυχία με έκανε να συγκεντρώνομαι περισσότερο στον ήχο των βημάτων του. Στάθηκε από πίσω μου όσο εγώ κοιτούσα πέρα δώθε με αμηχανία.
«Ανημέρωτη σε βρίσκω. Δεν νομίζεις ότι νε περίεργο να ξέρω περισσότερα για τη δικιά σου δουλειά;» είπε και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του.
«Δεν είναι δουλειά μου..» του λέω χωρίς να γυρίσω καν να τον κοιτάξω. Μένω απλός στη θέση μου.
«Άμα δεν δουλεύεις εκεί.. τι κάνεις; Δεν νομίζω να πήγες ως πελάτισσα.» λέει. Συνοφρυώνομαι και το στόμα μου ανοίγει ελάχιστα από το θυμό. Το θράσος του είναι απαράδεχτο! Είμαι σίγουρη πως διασκεδάζει όλη τη κατάσταση. Κουνάω το κεφάλι μου και γελάω με ειρωνεία. Γυρίζω και τον κοιτάω μέσα στα μάτια.
«Είσαι τόσο..» αναφωνώ με θυμό και προσπαθώ να σκεφτώ τις κατάλληλες λέξεις που μπορούν να τον περιγράψουν. Κοιτάζω αριστερά και δεξιά συνεχώς καθώς επεξεργάζομαι τις σκέψεις μου.
«Τόσο ηλίθιος!» φωνάζω και τον προσπερνώ.
«Παραδέξου πως δεν θες να πάω.» ξεφυσάω και πέφτω πίσω στο καναπέ.
Εκείνος περπατάει προς το μέρος μου και γονατίζει μπροστά μου. Τα χέρια του βρίσκονται πανω στα γόνατα μου.
Αναστενάζει, και με κοιτάει τόσο βαθιά που χάνομαι μέσα στο όμορφο χρώμα των ματιών του. Διάολε, τα μάτια του. Η ανατριχίλα όταν με κοιτάει..
«Ναι δεν θέλω να πας. Και άμα δεν φοβάσαι εσυ για τον εαυτό σου, φοβάμαι εγώ για αυτόν.» μου λέει.
Αφήνω τα συναισθήματα να τρέξουν ελεύθερα στο δάσος της ανεμελιάς, και πιάνω τον εαυτό μου να μειδιάει γλυκά στα λόγια του. Κάνω σαν να ακούω το αγαπημένο μου τραγούδι. Συγκεντρώσου Εύα..
Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και σοβαρεύομαι.
Ω είναι τόσο όμορφος. Νοιώθω τόσα ανώνυμα συναισθήματα για αυτόν που κάνουν χάος το μυαλό μου. Θα μπορούσα να κάθομαι να κοιτώ τα μάτια του σαν να είναι ένας πανάκριβος πίνακας ζωγραφικής που ξέρω πως ποτέ δεν θα αποκτήσω. Νοιώθω τόση οικειότητα κοντά του, νοιώθω πως είμαι ο εαυτός μου. Άμα πράγματι τον αγαπούσα στο παρελθόν;
Αλλά…τι είναι η αγάπη ρε γαμώτο; Θάλασσα; Να χαλάει με τον καιρό;
Θυμήσου τι πέρασες εξαιτίας του..
Είναι ένας υποκριτής Εύα! Ένας ηλίθιος υποκριτής που προσπαθεί να σε τρελάνει.
«Ούτε εγώ θέλω να πάω ξανά εκεί..» του εξομολογούμε και σκύβω το κεφάλι μου.
Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν άμα οι άνθρωποι δεν είχαν σκέψεις, άμα δεν μπορούσαν να μιλήσουν από μέσα τους. Άμα λέγανε ότι ερχόταν στο μυαλό τους. Έχουμε αυτή την αρετή που μερικές φορές την εκμεταλλευόμαστε τόσο πολύ ώστε να καταντάει κατάρα. Πνίγουμε τα λάθος λόγια, τα λάθος συναισθήματα σε λάθος στιγμές και σωστούς ανθρώπους.
Αναρωτιέμαι, τι να σκέφτεται τώρα και τι κρύβετε πίσω από την σιωπή.
«Εύα, κάτσε εδώ. Δηλαδή.. απλά μείνε σπίτι μου.» λέει ξαφνικά.
Οκ, μετάνιωσα..καλύτερα να έχουμε σκέψεις και να μιλάμε από μέσα μας.
«Τι;» ψελλίζω.
«Έτσι και αλλιώς, ξέρω πως δεν κοιμάσαι στο δικό σου σχεδόν ποτέ. Είσαι με αυτούς.» συνεχίζει.
«Αλεξ..» μουρμουρώ και κουνώ αρνητικά το κεφάλι μου.
«Δεν θα σε πειράξω. Θα κοιμάμαι στο καναπέ» μου λέει.
«Τα πράγματ-»
«Γάμα τα πράγματα σου, Εύα! Δεν χρειάζεται να είσαι σπίτι όλη μέρα, απλός..θα κοιμάσαι εδώ. Πήγαινε αύριο σπίτι σου και πάρε τα» με διακόπτει.
«Και γιατί να κοιμάμαι εδώ;» ανασηκώνω το ένα μου φρύδι.
Τα χείλια του σχηματίζουν μια ίσια γραμμή και εισπνέει από τη μύτη όσο με κοιτά σοβαρός.
«Γιατί..δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι…και να..κοιμάσαι στον ίδιο χώρο μαζί τους.» μου λέει.
Επεξεργάζομαι καλά το πρόσωπο του με τα μάτια μου. Ο άνθρωπος που έχω στο μυαλό που από τις τραγικές αναμνήσεις μαζί του, είναι εντελώς διαφορετικός από τον άνθρωπο που έχω τώρα μπροστά μου. Με κοιτάει σαν να προσπαθεί να αποτυπώσει κάθε λεπτομέρεια του σώματος μου στα μάτια του. Έφερε τα χρήματα για εμένα ώστε να γλυτώσω αυτό το μαρτύριο, και μου προτείνει να μείνω σπίτι του. Οπότε..η με νοιάζεται, η κάτι σχεδιάζει. Οπότε..η θα φερθώ αχάριστα η χαζά.
«Δεν ξέρω..» αναστενάζω.
«Σκέψου το» μου λέει
«Παράτα μας ρε Αλεξ..» μουρμουρίζω και κοιτάζω αλλού.
Εκείνος με κοιτάζει πλαγιά και χαμογελάει αγνά.
«Ξέρεις, είναι παράξενο» λέει και γυρίζω να τον κοιτάξω.
«Μερικές φορές δεν με φωνάζεις με το όνομα μου και μου υπενθυμίζεις συνεχώς πως με απεχθάνεσαι.» μου έλεγε και σχεδόν γέλασε συνειδητοποιώντας το.
«Και που είναι το παράξενο;» τον ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου.
Κάθεται δίπλα μου, και εκπνέει σοβαρός. Έχει παγώσει το βλέμμα του στο πάτωμα, ώσπου σηκώνει το πρόσωπο του και με κοιτάει αποφασισμένος για κάτι.
«Ότι σ αγαπώ ακόμη» μου λέει.
Έμεινα σιωπηλή, αφήνοντας μόνο τις διακριτικές αναπνοές μου. Αρχικά ήμουν ευαισθητοποιημένη, αλλά η οργή που ήταν τόση ώρα βυθισμένη στο πάτο, ξεπρόβαλε γρήγορα στην επιφάνεια.
«Να θυμηθώ τι; Ότι με απειλούσες; Ότι με χτύπαγες;» έσφιξα τα δόντια μου ενώ τα μάτια μου βούρκωσαν. Τα ανοιγόκλεισά απελευθερώνοντας τα πικρά δάκρυα και εκείνα στόλισαν στο δυσανασχετισμένο πρόσωπο μου..
«Όχι, όχι μωρό μου. Να θυμηθείς τότε, που λίγο πριν τα μολότοφ σε κάψουν ζωντανή, κράτησα το χέρι σου, και τρέξαμε ανάμεσα στα εκρηκτικά που σκάγανε δίπλα μας. Να θυμηθείς, όταν τα μάτια σου ήταν πρησμένα από το κλάμα, όταν η φωτιά μας περικύκλωνε και πιστεύαμε πως βρισκόμασταν ένα βήμα πριν το θάνατο, σήκωσα το πρόσωπο σου, και σε φίλησα σαν να ήταν το τελευταίο γαμημένο πράγμα που ήθελα να κάνω. Όταν..τρέξαμε από τους μπάτσους , γιατί μας κυνηγάγανε για τα γκράφιτι. Όταν τα παράτησαν αρχίσαμε να γελάμε, ήσουν δίπλα μου , και γαμώτο γελούσες τόσο, όμορφα. Σε τράβηξα, και σε φίλησα. Όταν με είχες βγάλει στα πρόθυρα τρέλας γιατί αναστέναξες το όνομα του μαλάκα του Γιάννη, και σου φώναξα πως σε αγαπώ. Και μου χαμογέλασες, είχες αυτό το χαζό, αθώο χαμόγελο, σαν να ζουσες το αγαπημένο σου όνειρο. Με άρπαξες, έτσι ξαφνικά, με φίλησες παθιασμένα πιάνοντας με απροετοίμαστο, απομακρύνθηκες μόνο και μόνο για ανάσα, κρατούσες το κεφάλι μου ενώ είχαμε και οι δυο κλειστά τα μάτια μας, και τότε μου αναστέναξες πως και εσυ με αγαπάς. Αυτά να θυμηθείς» έλεγε χαμηλόφωνα. Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή και απαλή και τόσο βιαστική.
Στραβοκατάπια και έκλεισα τα μάτια μου. Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Ψέματα λέει! Επαναλάβω συνεχώς και προσπαθώ μάταια να παρηγορήσω τον εαυτό μου. Νοιώθω τους παλμούς μου να βαράνε το σώμα μου και τα λόγια του να με μαστιγώνουν. Τα χείλια μου χωρίζοντε και το κάτω χείλος μου αρχίζει να τρέμει. Τα φρύδια μου λυγίζουν και στραβοκαταπίνω. Γαμώτο, νοιώθω σαν να με έσκισαν σε χιλια κοματια.
«Πρέπει να πάω σπίτι» του ανακοινώνω και σηκώνομαι βιαστικά. Φτιάχνω καλύτερα τη μπλούζα πανω μου και κατευθύνομαι προς τη πόρτα.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΤΣΑΑΑΑ😏
ΤΙ ΚΑΝΕΕΕΤΕ??💗
ΔΕΝ ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΕΕ😏
Και δεν τηρισα το σποιλερ ΑΛΛΑ ΔΕΕΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ:')
Θα τηρισω αυτο.
Spoil: Η Ευα ξανα σκεφτεται την ιδεα να συγκατικισει με τον Αλεξ?😱
Btw 3η στην Εφηβικη Φαντασια ξανα?? ΦΙΕΩΣΙΣΒΣΟ ΘΕΝΚΙΟΥΥ💘💘
Που λετε να βρηκε ο Αλεκς τα χρηματα? Ελατε δεν ειναι δυσκολο:ρ
Νομιζω η ιστορια τελειωνει στο..70 κατι κεφαλαιο. Νταξ..εχουμε ακομα:'(
-Αννα που τρωει σουβλλααακι😌
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top