Φοβόμουν, για εσένα {77}
Η φωτο επανω απο την Peny_Alpha_
Ty gurl, ilysm💘
Υπήρχε μια αταραξία στις κινήσεις του, μια χαλαρότητα που περπατούσε στον ίδιο δρόμο με την αλαζονεία. Μα ήταν στενός ο δρόμος, και κάποιος από τους δυο, θα έπεφτε. Λένε πως έχουμε τρεις εαυτούς, αυτό που είμαστε, αυτό που δείχνουμε πως είμαστε, και αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Αναρωτιόμουν, τι θα ήθελε αυτός να είναι. Είναι ικανοποιημένος με αυτό που είναι σήμερα; Ποιος πραγματικά είναι από αυτό που δείχνει; Από την άλλη, σκέφτομαι, πως κανένας, μα κανένας, δεν γεννήθηκε αυτό που είναι σήμερα.
«Θα μείνεις, εδώ.» μου λέει, σαν εντολή, αλλά εντολή από τον Άλεξ ακούγεται μάλλον περισσότερο σαν είδη προσχεδιασμένη ανακοίνωση.
«Δεν χρειάζεται να βγεις απ το δωμάτιο. Απλά, κάτσε..εδώ.» Καλό.
Γνέφω θετικά παρόλα αυτά. Με κοιτάζει παραξενευμένος. Δικαιολογημένα, γιατί σίγουρα περίμενε να τον εμποδίσω, η να ξεκινήσω τσακωμό, όπως πριν λίγο που δεν τον άφηνα ήσυχο αν δεν μάθαινα την αλήθεια. Αλλά θύμωσε και αναγκάστηκα να υποχωρήσω πριν καν φτάσω στα χνάρια της.
«Το εννοώ» υψώνει για μια στιγμή τα φρύδια του. Η φωνή του είναι ζεστή και βραχνή.
Γελάω ειρωνικά. «Μην ανησυχείς» και αφού συνεχίσω να τον κοιτώ έμπιστα του χαμογελάω αισθητά. Ανασαίνει. Πιέζει τα χείλια του και χαμογελάει λοξά πριν φιλήσει το κεφάλι μου. Νοιώθω άσχημα που τον κοροϊδεύω, αλλά θα νοιώθω ακόμα πιο άσχημα αν πάθει κάτι.
Μου ρίχνει μια τελευταία ματιά και ύστερα φεύγει προς το διπλανό δωμάτιο. Κάθομαι για λίγα λεπτά εγκλωβισμένη στους τέσσερεις τοίχους όπως μου είπε, αλλά η περιέργεια μου υπερισχύει και πιάνω τον εαυτό μου να κρυφοκοιτάζει από το άνοιγμα της πόρτας. Βλέπω τη στενή εικόνα του, με τα βίας. Γεμίζει το όπλο του. Όπλο; Συνοφρυώνομαι έντονα και κρατώ πιο σφιχτά τη πόρτα, τόσο που νοιώθω το φθαρμένο και τραχύ ξύλο της να τρύπα ελαφρά το χέρι μου.
Αποφασίζω να την ανοίξω εντελώς και βρίσκομαι αμέσως δίπλα του κοπανώντας τα χέρια μου στο τραπέζι.
«Και..Γιατί χρειάζεσαι όπλο;» ανασηκώνω το κεφάλι μου προσπαθώντας να τον κοιτάξω υποτιμητικά. Τα μάτια μου τον καρφώνουν μα εκείνος δεν με κοιτάει, συνεχίζει άνετος να το γεμίζει.
Μου ρίχνει μια κλέφτικη ματιά, παίζει με το όπλο στα χέρια του και έπειτα το βάζει στη τσέπη του. Ύστερα με καρφώνει με τα μάτια του και πλησιάζει αργά και χαλαρά κοντά στο σώμα μου.
Παίρνω πιο γρήγορες αναπνοές και στραβοκαταπίνω, καθώς τον εξετάζω με τα μάτια μου. Πάντα, κάθε φορά, κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο που εκείνος θα είναι τόσο κοντά μου, θα ταρακουνάει την ψυχική μου ηρεμία.
«Για να ελέγχω τους ανυπάκουους και τις ανυπάκουες που με εμποδίζουν.» μου λέει σταθερά λίγο πριν με προσπεράσει.
«Ήταν σπόντα αυτή;» ανασηκώνω το ένα μου φρύδι παρατηρώντας τον από μακριά, να στέκεται στη πόρτα λίγο πριν την ανοίξει.
Αντί για απάντηση, μου χαμογελάει. «Δεν θα αργήσω» λέει και τότε κλείνει τη πόρτα. Πήγε ξανά για τα χρήματα.
Μπορεί να είναι όσο μυστήριος θέλει, αλλά όχι αυτή τη φορά. Γιατί έχω σκοπό να τον ακολουθήσω. Και ναι, ίσως μοιάζω με κάποια παρανοϊκή, κάποια υπερβολική που πρέπει να κοιτάξει να ασχοληθεί με τη πάρτη της. Αλλά τι γίνεται όταν η πάρτη μου εξαρτάται από αυτόν; Εξάλλου λένε πως οι ερωτευμένοι φέρονται όπως η άνθρωποι με διανοητική ασθένεια. Μπορεί να μην παίρνω ιατρικά χάπια και να μην πετάω ασυναρτησίες για τη βόλτα μου με το μαγικό χαλί του Αλαντίν, αλλά για σήμερα θα είμαι διανοητικά άρρωστη. Θα τον ακολουθήσω, και αν τυχόν με καταλάβει, θα προσπαθήσω να ανεχτώ τον άγριο τσακωμό που από τώρα προβλέπω.
Γελάω ειρωνικά, και πέφτω πίσω στον τοίχο. Θέλω απλός να είναι καλά. Θεέ μου. Μόνο αν τα χείλια του ήταν καρφιά, θα ήθελα τα δικά μου να έσταζαν αίμα τώρα.
Κοίταξα από το παράθυρο προς τα που πηγαίνει. Ήταν ένας στενός δρόμος που οδηγούσε προς έναν κεντρικό. Χωρίς χάσιμο χρόνου και περεταίρω χρονοτριβές βγήκα από την πόρτα για να μην τον χάσω. Ο αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο σαν να με παρότρυνε να κουνηθώ. Έκλεισα τη πόρτα του σπιτιού, και κοίταξα τον δρόμο που πηρέ.
Πήρα βαθιά εισπνοή, και ένοιωσα σαν εισπνέω το αντίδοτο του φόβου. Γιατί..φοβόμουν. Δεν ξέρω τι από όλα. Τη αντίδραση του; Τη διαδικασία; Η συνείδηση μου αν είχε φωνή θα είχε σκάσει στα γέλια με τις σκέψεις μου. Και δυο ξέρουμε, πως πρόκειται για φόβο, απέναντι στην αλήθεια.
Πήγα να τον χάσω πολλές φορές καθώς έπρεπε να ήμουν τουλάχιστον ένα δρόμο πιο πίσω του. Δεν θυμάμαι πόσες φορές έστριψα ποσά μέτρα περπάτησα αλλά αρχίζω να κουράζομαι και οι αρθρώσεις μου να πονούν. Που στο διάολο πάει; Μήπως με έχει καταλάβει και με κοροϊδεύει; Διάφορες ιδέες περνούν από το μυαλό μου που μοιάζουν με καταραμένες δεισιδαιμονίες για εμένα.
Για μια στιγμή σκοντάφτω κάνοντας αρκετό θόρυβο για να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος. Η ανάσα μου κόβεται και πέφτω κάτω. Κρύβομαι πίσω από το τοίχο και η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί όσο τα μάτια του κοιτάνε ακόμα προς το μέρος μου.
Μένω αθόρυβη αν και οι ανάσες μου αδυνατούν να πνιγούν στη σιωπή. Αρχίζει να πλησιάζει κοντά μου και ακουμπάω το κεφάλι μου στον τοίχο κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου. Τα ξανά ανοίγω και αρχίζω να ανασαίνω τρελά. Φτάνει σχεδόν δίπλα μου και στέκεται ακίνητος. Το άγχος, η ταχυπαλμία, με κάνουν να έχω σχεδόν ιδρώσει.
Μπορώ να ακούσω τις σόλες του παπουτσιού του στο έδαφος, και τότε που πιστεύω πως θα με βρει, αλλάζει πορεία και συνεχίζει κανονικά τη διαδρομή του. Αφήνω την ανάσα μου να πέσει ελεύθερη, και αισθάνομαι σαν φυλακισμένη για χρόνια που μόλις ελευθερώνεται. Σηκώνομαι και πριν συνεχίσω, τον βλέπω στον ίδιο δρόμο γυρισμένο και ξανά πέφτω κάτω. Τεντώνω λίγο τη μέση μου για να κρυφοκοιτάξω τις κινήσεις του.
Περνάει αργά και σταθερά μια μαύρη μάσκα στο πρόσωπο του... Του πήρε μόνο δυο δευτερόλεπτα να τη βάλει, μα στο μυαλό μου φάνηκαν είκοσι. Γιατί από εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα τα πάντα.. Μοιάζει σαν πράγματι να έχω τρελαθεί. Ω θεέ μου. Τώρα όλα βγάζουν νόημα. Είναι αυτός. Ο ληστής που έχει γδύσει όλη τη περιοχή, και ο λόγος να παίζουν συνεχώς τα εκτατά δελτία ειδήσεων.. Η κάρδια μου σφίγγεται τόσο που με τραβάει πίσω, τα μάτια μου γουρλώνουν, τα μαλλιά μου πέφτουν μπροστά από την απότομη κίνηση μου. Σηκώνομαι, μα εκείνος έχει είδη αρχίσει να τρέχει προς το απέναντι κατάστημα. Το κάτω χείλος μου τρέμει, τα μάτια μου βουρκώνουν, ώσπου ένα δάκρυ αρχίζει να κυλάει πάνω στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα μου. Κάνω ένα βήμα πίσω. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, και τώρα μοιάζω τόσο άθλια, τόσο αφελής. Το πρόσωπο μου είναι σίγουρα χλωμό, νοιώθω το αίμα να έχει παγώσει στις φλέβες μου, και η καρδιά μου να στάζει μελαγχολία στο σώμα μου. Καλοκαίρι, σκέφτηκα. Γέλασα. Τι να το κάνεις όταν στη καρδιά σου έχει χειμωνιάσει και δεν θα έλεγα πως κρύωνα, αν ήξερα πως θα με σκέπαζαν με τη δυσφορία . Κουνάω αριστερά και δεξιά το πρόσωπο μου ανίκανη να το πιστέψω. Τελικά, δεν έπρεπε να φοβηθώ το σκοτάδι, αλλά το φως που το αποκαλύπτει. Άλεξ...
Γίνεται χαμός μέσα. Ακούω τα ουρλιαχτά του Άλεξ από μέσα. Είναι τόσο άγριος, είναι σαν να είναι άλλος άνθρωπος. Ακούω πυροβολισμό και πετάγομαι. Χριστέ μου, είναι εντάξει; Σκότωσε κανέναν; Είναι τόσες ανακατεμένες φωνές, που με ζαλίζουν.
Τότε βλέπω τους αστυνομικούς να φτάνουν γύρω από το κατάστημα και να το περικυκλώνουν. Τρία περιπολικά. Τόσα πολλά για ένα μόνο άτομο; Βγαίνουν έξω και μπαίνουν μέσα στο κατάστημα με ορμή.
Τα χείλια μου χωρίζονται αργα. Τα μάτια μου κοιτούν το μαγαζί πανικόβλητα. Το άγχος κάθεται στη κοιλιά μου. «Άλεξ..» ψελλίζω.
Μου έρχεται να ουρλιάξω το όνομα του, να κάνω κάτι αλλά πάντα καταλήγω, στο ότι..δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.
Ακούω μεγάλη βαβούρα, πυροβολισμό ξανά και έπιπλα να σπάνε. Βαριές φωνές και εντολές από τους αστυνομικούς. Το μυαλό μου έχει μετατραπεί σε ένα χαοτικό μικρό κελί για τους διαστρεμμένους. Ξαφνικά όλα σταματούν. Ησυχία. Ο κάθε πάρα μικρός θόρυβος ξεπούλησε τον εαυτό του για να κεράσει την σιωπή.
Αγχώνομαι με την απότομη αυτή αλλαγή και δεν συγκρατώ τον εαυτό μου από το να τρέξω μέσα στο μαγαζί. Οι άνθρωποι τρέχανε σαν τρελοί έξω από τη σπασμένη πόρτα και εγώ ήμουν η μόνη που πάλευε για να μπει μέσα. Το σώμα μου συμπιεζόταν αναμεσά στα αλλά.
Επικρατούσε τόσο πανικός και φωνές, ώσπου φώναξα το όνομα του. «Άλεξ!!» για να με ακούσει, μα δεν πήρα καμία απάντηση. Με πολύ προσπάθεια κατάφερα να περάσω, βρίσκοντας ένα βανδαλισμένο χώρο. Έκανα κύκλους γύρω από τον εαυτό μου συγχυσμένη και διεύρυνα όλο το χώρο, το στήθος μου ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα. Τα τζάμια είχαν σπάσει, ο υπάλληλος έτρεμε στην άκρη και κοιτούσε τους τοίχους συντετριμμένος. Η ταμιακή βρισκόταν στο πάτωμα, και ένας σπασμένος καθρέφτης βρισκόταν πεσμένος κάτω. Εκνευρίστικα, καθώς θα μπορούσε κάποιος να είχε χτυπήσει.
«Θεέ μου, γιατί να έχεις έναν καθρέφτη πάνω από τα ταμεία;!» του φώναξα.
Κοιτάζει τον τοίχο απέναντι, σαν τα μάτια του να παρακαλούν να βλέπει κάποιο όνειρο. «Βοηθάει στην εξυπηρέτηση πελατών. Οι πελάτες είναι συνήθως πιο καλοί, γιατί κανένας δεν θέλει να βλέπει την κακή εκδοχή του εαυτού του» απαντάει άχρωμα και ανέκφραστα.
«Δεν νομίζω να βοήθησε στην περίπτωση του» περπατάω λίγο προς το μέρος, ώσπου πατάω τα σπασμένα γυαλιά, και σκύβω βλέποντας την αντανάκλαση μου να σκορπίζεται ανάμεσα στα δεκάδες γυαλιά στο πάτωμα.
«Του έριξε, εκείνος ο διάολος τον έσπασε» μου λέει.
Η καρδιά μου ανατριχιάζει όταν παρατηρώ κάτι. Κηλίδες αίματος βρισκόντουσαν στο πάτωμα, ενώ οδηγούσαν ως τα σκαλιά. Από εκεί που πέρασε ο Άλεξ.
«Γιατί υπάρχει αίμα; Τι έγινε;!» φώναξα στον υπάλληλο.
Εκείνος προσπαθούσε να βρει την κανονική ροή των αναπνοών του, και ταυτόχρονα τα τρεμάμενα χέρια του προσπαθούσαν να συμμαζέψουν την όλη ακαταστασία.
Με κοίταξε και είπε: «Ένας από τους πελάτες τον χτύπησε» μου λέει και τότε ένοιωσα σαν κάποιος να με βάρεσε δυνατά στο στομάχι.
«Θεέ μου τι θα κάνω;! Πως θα- τι θα προλάβω να..- καταστράφηκα! Εκείνος ο μαλάκας που να τον πάρει και να τον σηκώσει!» φωνάζει οργισμένος ο υπάλληλος.
Ήμουν πολύ πανικόβλητη για να δώσω σημασία στις ασυναρτησίες του. Βγήκα έξω τρέχοντας και άρχισα να τον ψάχνω σαν τρελή. Οι αστυνομικοί δεν είχαν φύγει και το άγχος μου ήταν τεράστιο.
Δεν ήξερα τι να κάνω.
Τότε τον είδα στην στέγη να τρέχει , για να κατεβεί πηδάει με μια κίνηση πάνω στο ξύλο του παραθύρου και έπειτα πάνω στον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ. Πατάει κάτω και συνεχίζει να τρέχει. Μα οι αστυνομικοί συνεχίζουν να τον κυνηγούν. Η καρδιά μου χτυπά τόσο γρήγορα, σαν να ήμουν εγώ η κυνηγημένη. Τρέχω προς τον πίσω δρόμο και ρίχνω τη πλάτη μου στον τοίχο.
Ξαφνικά ακούω πολύ κοντά τις τρελές αναπνοές του και το τρέξιμο του. Γυρίζω αμέσως και τον βλέπω να πέφτει πίσω στο τοίχο, και να κρατά το αριστερό του πλευρό σφιχτά, ενώ από το χέρι του στάζει το αίμα. Αναπνέει τόσο βιαστικά και το στήθος του ανεβοκατεβαίνει τόσο μα τόσο γρήγορα. Κλείνει τα μάτια του και ανασηκώνει το κεφάλι του προς τα πάνω, ενώ σφίγγει τα δόντια του. Έπειτα με κοιτάει, και νοιώθω σαν κεραυνοβολημένη.
«Όχι όχι ρε πούστη μου!» φωνάζει.
«Εύα τι κάνεις εδώ γαμωτο;!» με πλησιάζει ξέφρενος.
«Εγώ..»
«Γαμώτο σου Έυα είσαι τόσο- τόσο-!»
«Μείνε ακίνητος μικρέ» τον διακόπτει η φωνή ενός αστυνομικού. Τον σημαδεύει με το όπλο, και μένουμε και οι δυο μας παγωμένοι.
«Σκατά..» ψελλίζει αυτός και κοιτάζει τριγύρω προσπαθώντας να βρει κάποια διέξοδο. Μα δεν υπάρχει καμία. Είμαστε εγκλωβισμένοι με το μόνο δρόμο ελεύθερο, να έχει καλυφθεί από τον αστυνομικό.
Ο αστυνομικός μου κάνει νόημα με το κεφάλι του να φύγω μα εγώ τρέμω και σε καμία περίπτωση έτσι και αλλιώς δεν θα έφευγα. Εκείνη τη στιγμή όμως ο Άλεξ με αρπάζει και βγάζω μια κραυγή αυθόρμητα. Με τραβάει κοντά του, και τότε τοποθετεί τη κάνη του όπλου στο κεφάλι μου. «Ασε με να περάσω» του λέει.
«Αλλιώς δεν το 'χω σε τίποτα να της τινάξω τα μυαλά!» φωνάζει και το οπλο τρέμει πάνω στο κεφάλι μου.
«Άλεξ!» λέω με δυσκολία. Εκείνος γουρλώνει τα μάτια του σαν να ειπα κάτι προσβλητικό και με τραβάει περισσότερο προς το μέρος του.
Δεν μπορεί να είναι αυτός, αυτή η γαμημένη μάσκα τον κάνει διαφορετικό. Αλλά πίσω από αυτήν ξέρω - η μάλλον..θέλω να πιστεύω- πως βρίσκεται το πρόσωπο που έχω ερωτευτεί. Και πίσω από το πρόσωπο μια παρεξηγημένη ψυχή. Δεν μπορεί να είναι αυτός. Αυτός που με φιλάει απαλά, χαϊδεύει τη πλάτη μου κάθε βράδυ, που μου ψιθυρίζει αστεία το πρωί, αυτός που μου φίλησε το κεφάλι προηγουμένως. Δεν μπορεί να είναι ο ίδιος τρυφερός άνθρωπος με τον τύπο, που φοράει μια ανατριχιαστική μαύρη μάσκα και με κρατά βίαια, με το πιστόλι στο χέρι.
Το όπλο του τελικά, ήταν πράγματι να ελέγχει τις ανυπάκουες. Μα τι κάνει;! Τι στο διάολο νομίζει ότι κάνει;!
«Μη φοβάσαι» μου ψιθυρίζει στο αυτί. Το σώμα μου τρεμουλιάζει και οι ανάσες μου επιταχύνουν. Η φωνή του με ανατριχιάζει.
«Εντάξει, εντάξει, κατέβασε κάτω το όπλο και δεν θα πάθει κανείς κακό.» του απαντάει.
«Όχι αν δεν πάρεις το γαμημένο κώλο σου, και έρθεις στην άκρη!» του κραυγάζει αγριεμένος και δείχνει το μέρος που τον διατάζει να πάει με το όπλο του.
Εκείνος γνέφει αργα και κάνει στην άκρη. Ο Άλεξ με αφήνει απότομα και τρέχει απευθείας προς το δρόμο. Χάνεται από τα μάτια μου. Και εγώ μένω σοκαρισμένη να κοιτώ το δρόμο που ακολούθησε. Ανασαίνω να το στήθος μου κατεβαίνει. Τα μάτια μου μένουν σχεδόν δακρυσμένα. Ο αστυνομικός μου δίνει το χέρι του, το πιάνω και σηκώνομαι.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει και εγώ γνέφω γρήγορα χωρίς να σταματήσω να τρέμω.
«Νομίζω, πρέπει να με ακολουθήσεις στο τμήμα» μου λέει.
«Στο τμήμα; Γιατί;» σαστιστώ.
«Η κατάθεση σου θα φανεί χρήσιμη» πιέζει τα χείλια του και σπρώχνει ελεύθερα τη μέση μου για να τον ακολουθήσω. Ξεφυσώ και του ρίχνω μια επιθετική ματιά λίγο πριν συνεχίσω να περπατώ.
[......]
«Σε περίμενα. Που ήσουν;» με ρωτάει αμέσως ο Άλεξ. Μόλις πατήσω το πόδι μου ξανά στο σπίτι, συναντώ εκείνον να με περιμένει εκνευρισμένος. Ανασαίνω κουρασμένη και περπατώ λίγο προς το μέρος του, ύστερα σταματώ και αφήνω ελευθέρα τα χέρια μου να πέσουν κάτω.
«Με πήραν στο τμήμα. Για κατάθεση» του λέω.
«Κατάθεση;» σαστιστεί. «Τι θέλανε τη κατάθεση;» με πλησιάζει αγχωμένος.
«Δεν ξέρω» κουνάω το κεφάλι μου.
«Και τι τους είπες; Τι σε ρωτήσαν;»
«Ειπα απλός πως δεν σε ξέρω, δεν σε έχω ξανά δει, και απλός ήμουν τυχαία στο δρόμο, που έτυχε εσυ και ο φίλος σου ο αστυνομικός να σημαδεύατε ο ένας τον άλλον.»
Εκείνος ξεφυσάει και τραβάει λίγο τα μαλλιά του προς τα πίσω. Γλύφει τα χείλια του και έπειτα με κοιτάζει βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του.
«Είσαι καλά;» με ρωτάει.
Μου φάνηκε τόσο αστεία η ερώτηση του που θα μπορούσα να αρχίσω να γελάω, να κοπανιέμαι και να δακρύζω από τα γέλια. Και ύστερα να καταλάβω... ποσό άσχημα είμαι. Μα δεν καταλαβαίνεις.. εγώ θέλω να με αγκαλιάσεις και να μου πεις ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά τώρα πρέπει να υπομείνω τα νεύρα σου.
«Ναι.» του απαντάω.
«Δεν θα πατούσες την σκανδάλη. Έτσι;» σταυρώνω αμήχανα τα χέρια μου.
Εκείνος στην αρχη ξεφωνίζει ένα γελάκι και ύστερα απαντά: «Όχι.»
«Πες μου γιατί στο διάολο με ακολούθησες! Μου είπες ότι θα κάτσεις εδώ, δεν γουστάρω να μου λένε ψέματα. Ούτε να με ακολουθούν. Άμα είχες χτυπήσει;»
Κατεβάζω το κεφάλι μου, και κοιτάζω κάτω αμήχανη. Τα μάτια μου είναι ξερά, το σώμα μου υπερβολικά κουρασμένο, τόσο που σκέφτομαι πως μέχρι και η καρδιά μου θα κουραστεί και θα σταματήσει να χτυπάει.
«Γιατί φοβόμουν..» του απαντάω.
«Φοβούσουν..;» καγχάζει.
«Τι φοβούσουν Εύα; Το σκοτάδι; Τη φασαρία; Τη μοναξιά; Τι στο διάολο φοβούσουν τόσο πολύ που να σε ανάγκασε να με ακολουθήσεις;!» λέει γρήγορα, έντονα , σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να μην αρχίσει να φωνάζει.
«Για εσένα..» απαντώ δειλά.
«Φοβόμουν, για εσένα.» σηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω.
«Δεν καταλαβαίνεις; Αν εσυ δεν είσαι καλά, δεν είμαι εγώ καλά!» πιέζω τα χείλια μου και τα δαγκώνω για να μην βουρκώσω. Το στήθος του πέφτει απαλά, ανασαίνει, και κοιτάζει αλλού.
«Γιατί δεν μου το είπες;» τον ρωτάω.
«Δεν είναι προφανές; Για να σε προστατέψω. Ότι έχω κάνει μέχρι τώρα, είναι για αυτό!» αναφωνεί μα στο τέλος διακόπτει τα ίδια του τα λόγια ένας ξαφνικός πόνος που νοιώθει από τη πληγή στα πλευρά του και την πιέζει απότομα βγάζοντας ένα επιφώνημα που έμοιασε με αναστεναγμό. Πιέζει τα μάτια του και υστέρα σηκώνει λίγο τη μέση του και με κοιτάζει.
«Τώρα γνωρίζεις, και αν γίνει καμία στραβή, θεωρείσαι συνεργός.»
Τα μάτια μου είναι μισόκλειστα, τα φρύδια μου έχουν λυγίσει προς τα κάτω, τα μάτια μου είναι υγρά.
«Δεν με νοιάζει Άλεξ!» φωνάζω.
«Δεν με νοιάζει καθόλου.» προσθέτω χαμηλόφωνα.
Πιέζει λίγο ακόμα τη πληγή και σφίγγει τα μάτια του. «Είπες..ότι έδωσες κατάθεση;» ρωτάει με δυσκολία.
«Ναι και τι με αυτό;»
«Εύα, ήρθες αμέσως μετά στο σπίτι;» με κοιτάζει.
«Ν..αι» απαντώ αργά. «Γιατί;»
Εκείνος γουρλώνει τα μάτια του. Σαν να συνειδητοποίησε κάτι.
«ΔΙΑΟΛΕ..» αναφωνεί. Τρέχει αναστατωμένος προς το παράθυρο, σχεδόν παραπατάει. Μοιάζει σαν να θυμήθηκε κάτι υπερβολικά σημαντικό
«Τι έγινε τι συμβαίνει; Γιατί κάνεις έτσι;» ρωτώ, εφόσον έχει καταφέρει να με αγχώσει ξανά.
Εκείνος γυρίζει αργα ξανά το πρόσωπο του προς το μέρος μου και μου απαντάει έντρομος.. «Γιατί είναι εδώ.» Οι σειρήνες από τα περιπολικά, ακούγονται από πίσω του.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣΣ💘
Ενταξει δεν αργησα και τοοοοσο.
Ελπιζω να σας αρεσε το κεφ
Γιατι εμενα μαρεσε.😏
Ποιες το διαβαζουν το βραδυ που το ανεβασα?😭
*Γενικα αυτα τα κεφαλαια θα νε τα fave μου.😈*
ΜΑ ΠΟΥ ΤΟ ΚΟΒΩ *το κεφ:'(* ΡΕ ΦΙΛΕ. ΠΟΥ ΤΟ ΚΟΒΩ.
Τι λετε να παιχτει?Α? Α???😈
Παντως..
Spoiler: Ασχημα τα πραγματα, πολυ ασχημα. Αλλαααα.. και μια ευχαριστη εκπληξη.😏💙
Α. Και παιδια. Μην με ρωτατε ποτε θα θυμηθει η Ευα. Δεν θα το κανει. ΠΟΤΕ. Αυτα.
Η μηπως θα το κανει?😱
Δεν ξερω.
Σχολια για τον Αλεξουκο? Για την Ευα? Πειτε μου γενικα τις γνωμες σας για ολη τη φαση, θελω να ξερω😭♥
Τι θα κανατε στη θεση της Ευας; Θα τον ακολουθουσατε καταρχας;💙
-Αννα που τσουρουφλιζει απο τη γαμημενη ζεστη.💀♨
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top