Το όπλο {45}
ΜΗΝ ΜΕ ΜΙΣΗΣΕΤΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ😭😭💞
0 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Liam's POV
Σχεδόν χαμογέλασα στην εικόνα τους. Οι ηλίθιοι είχαν έρθει. Οι Κράιμς τώρα στεκόντουσαν εντελώς ευπόρθητοι περιμένοντας την άφιξη μας. Ανόητοι. Σκέφτηκα και ξανά γέλασα. Τα μάτια μου τους παρατηρούσαν αχόρταγα πίσω από τον τοίχο που κρυβόμασταν με την υπόλοιπη ομάδα. Παίρνω πάντα αυτό που θέλω, Αλεξ. Τα βαριεστημένα πρόσωπα τους θα γίνουν αγνώριστα από την θλίψη και την ανησυχία που θα τα γδάρει. Παρατηρώ κάθε τους γαμημένη κίνηση προσεχτικά αλλά ο αέρας είναι τόσο δυνατός, που ξεραίνει τα μάτια μου. Εκείνη σταυρώνει τα χέρια της και τα τρίβει προσπαθώντας να τα ζεστάνει. Γυρνάει και τον κοιτάει μέχρι που την φέρνει κοντά του για να τη ζεστάνει αυτός. Της ψιθυρίζει κάτι, στο αφτί και εκείνη αρχίζει να γελάει. Πολύ γλυκό Αλεξ.. κρίμα που θα στο χαλάσω.
«Την βλέπεις καλά Νταϊάνα;» της ψιθύρισα στο αφτί και εκείνη έγνεψε δυναμικά.
«Θυμήσου μωρό μου, δεν θέλουμε να τη σκοτώσουμε» της υπενθύμισα όσο άγγιζα με τα δάχτυλα μου τον γυμνό ώμο της.
«Γιατί όχι; Θα ήθελα να τινάξω το μυαλό της τσούλας του Αλεξ.» γύρισε και με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια της.
«Όλο το γαμημένο σχέδιο χαλάει έτσι» αναστέναξα.
«Σημάδεψε το ηλίθιο, άδειο κεφάλι της» γρύλισα και κίνησα με θυμό το όπλο στο στόχο.
«Έτσι δεν θα τη σκοτώσουμε;» μου είπε απότομα εκνευρισμένη και τράβηξε ξανά το όπλο προς το μέρος της
«Μπορεί ναι..μπορεί και όχι» απάντησα αργά καθώς κάρφωνα με τα μάτια μου το ηλίθιο καστανό κορίτσι που στέκονταν δίπλα στον Αλεξ. Θα πληρώσουν που δεν τηρήσαν τη συμφωνία. Και αυτός, και η Εύα.
«Ένταξη Νταϊάνα με το τρία πατάς την σκανδάλη..» την διέταξα κοιτώντας ακόμα το στόχο.
«Ένα..» ψιθύρισα και πήρε τη θέση της.
«Δυο..» της έριξα μια φευγαλέα ματιά, και εκείνη έκανε το ίδιο χαμογελώντας. Το μικρό, πονηρό, χαμόγελο της τόνιζε το αψεγάδιαστο μελί χρώμα των πονηρών ματιών της.
«Τρία» ειπα και χαμογέλασα. Αντίο Εύα. Το δάχτυλο της λύγισε και η σφαίρα εξφεντονίστηκε. Η δυνατή κραυγή της λίγο πριν πέσει αναίσθητη της μεγάλωσε το χαμόγελο μου. Φαντάζομαι τέτοια παρόμοια ουρλιαχτά θα βγάζει σύντομα όσο βρίσκεται από κάτω μου. Άμα ζήσει.
Όμως δεν ήμουν σίγουρος άμα η σφαία πέτυχε το κεφάλι της.
«Η Εύα δεν θα πήγαινε ποτέ μαζί σου, με τη θέληση της» γέλασε ο Αλεξ σίγουρος για την απάντηση του.
Ποτέ μη λες ποτέ Αλεξ..
Ήταν η τελευταία μου σκέψη πριν σηκωθώ μαζί με την Νταϊάνα. «Τη κάνουμε» αναφώνησα χαλαρά και έβαλα το όπλο στη τσέπη μου.
Alex POV
Ο κρότος ενός όπλου εισακούστηκε βαθιά στα αφτιά μου. Αρχικά πίστεψα πως ήμουν εγώ ο στόχος, γύρισα για να κοιτάξω κατευθείαν προς τα εκεί που η σφαίρα προήλθε, μα εκείνη με προσπέρασε ξυστά. Τα μάτια μου την ακολουθήσαν και εκείνη με οδήγησε στο τέλος της διαδρομής. Στην Εύα. Την έριξε αμέσως αναίσθητη στο έδαφος. Και η πονεμένη της κραυγή ήταν ο τελευταίος ήχος που κάρφωσε βαθιά το στήθος μου. Γούρλωσα τα μάτια μου και κούνησα δύσπιστος το κεφάλι μου. Ήμουν σίγουρος ότι το χέρι μου έτρεμε. Τα γόνατα μου λύγισαν και πέσανε στο έδαφος δίπλα της.
Βαριανάσαινα και κούναγα συνεχώς δύσπιστος το κεφάλι μου. Άνοιξα το στόμα μου. Ήθελα να της φωνάξω, η.. απλός να φωνάξω. Ίσως με αυτό το τρόπο να κατάφερνα να ξυπνήσω από τον εφιάλτη. Μα η φωνή δεν έβγαινε. Οι σκιές των δαιμόνων μου με περικύκλωναν, και ο χώρος μίκραινε, σκοτείνιαζε, και με βρίσκανε αδύναμο, μοναχό, ανυπεράσπιστο, μπροστά στο κορίτσι που έχω ερωτευτεί να ματώνει πάνω στα ίδια τα χέρια μου.
Έπιασα το καρπό της για να ελέγξω το σφυγμό της. Ήταν ζωντανή. Αλλά εγώ ήμουν νεκρός.
Το αίμα της έτρεχε σαν χείμαρρος από την γαμημένη πληγή. Αδύναμος, ανήμπορος, τόσο άχρηστος. Θα μπορούσα να την σπρώξω, θα μπορούσα εγώ να μπω μπροστά από τη γαμημένη σφαίρα, θα μπορούσα να τη προστατέψω.
«Τι στο διάολο έγινε;» φώναξε ανήσυχη η Έμμα γουρλώνοντας τα μάτια της.
Παρόμοιες ερωτήσεις ήρθαν κατεβατές και από τους άλλους.
Άγγιξα το ματωμένο σώμα της. Και έπιασα τον εαυτό μου να ματώνει μαζί της. «Όχι, όχι, πούστη μου, Όχι!!» αναφώνησα και έσφιξα τόσο δυνατά το χέρι της, για να αρπάξω κουράγιο, αλλά δεν ένοιωθα τίποτα εφόσον εκείνη δεν μου το κρατούσε.
Σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω τριγύρω, οι Κράιμς ήταν σε παρόμοια κρίση.
«Τι κάθεστε και με κοιτάτε γαμώ; Τσακιστείτε φωνάξτε ασθενοφόρο!» φώναξα αγριεμένος, και κοπάνησα με δύναμη το πεζούλι.
Αλληλοκοιταχτήκαν και ο Μάριος πήρε πρωτοβουλία για να πάρει τηλέφωνο ασθενοφόρο.
«Ξύπνα μωρό μου, ξύπνα» την ταρακούνησα ελαφρά. Κοίταξα τα χέρια μου, είχαν πασαλειφθεί από το αίμα. Δεν με ενδιέφερε όμως.
«Γαμώ!!» φώναξα καθώς εκείνη δεν ξύπναγε. Δεν περίμενα να το κάνει.
«Σε ικετεύω γαμώ ξύπνα!» επανέλαβα. Ήταν παράξενο, δεν ήξερα γιατί της φώναζα, ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσει. Ήθελα να δω τα μάτια της από πανω μου, να με χαϊδέψει καθιστικά, να ηρεμίσει και τους δαίμονες μου, να μου ψιθυρίσει ότι ήταν όνειρο. Αλλά δεν είναι όνειρο. Είναι ένας πραγματικός εφιάλτης. Και οι εφιάλτες στον ύπνο μας φαίνονται αγαπημένα όνειρα μπροστά σε αυτό.
Τα μάτια μου τα ένοιωθα ξερά, να την κοιτάζουν ντύνοντας την με κουράγιο. Φαινόταν γελοίο. Αυτός που χρειαζόταν κουράγιο ήμουν εγώ. Άκουσα τη σειρήνα του ασθενοφόρου να πλησιάζει. Σήκωσα τα μάτια μου για να το αντικρίσω, και εκείνο με χτύπησε με μπροστινά φωτά του οχήματος
Για μια στιγμή, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και είδα τη μάνα μου στη θέση της. Την είχα ξεχάσει εμφανισιακά. Βουτηγμένη στο αίμα, όμως..δεν μπορώ να τη δω καλά. Και εγώ, στέκομαι ακριβώς μπροστά της, ένα μικρό αγόρι που προσπαθεί να κατανόηση μοναχό του το λόγο που αναγκάστηκε να δει τη ζωή του να σκίζεται σιγά σιγά στα δυο.
Ταρακούνησα το κεφάλι μου ξεκολλώντας από αυτές τις αναμνήσεις. Είναι η Εύα. Και δεν είναι νεκρή. Η Εύα δεν θα με αφήσει. Δεν θα με αφήσει και αυτή.
[......]
Καθόμουν απέξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου που την είχαν. Το κεφάλι μου ήταν χωμένο στα χέρια μου. Το σκοτάδι ήταν η μοναδική παρέα που είχα ανάγκη τώρα. Οι Κράιμς συζητούσαν δίπλα μου για το ποιος μπορεί να τη πυροβόλησε. Μαλάκες. Ξέρω είδη την απάντηση αλλά δεν μιλώ. Είμαι κουρασμένος για να το κάνω. Ο Λίαμ θα το πληρώσει..πολύ ακριβά.
Το τεράστιο κενό που ένοιωθα, γέμισε με μίσος, και οργή. Δυο συναισθήματα που έβραζαν μέσα μου. Μου πήραν τα πάντα. Μου στέρησαν όλους όσους αγάπησα και νοιάστηκα. Έσφιξα τα δόντια μου από το θυμό και τράβηξα τα μαλλιά μου.Το μόνο ήθελα να κάνω, ήταν να βάλω φωτιά και κάψω τα πάντα τριγύρω μου. Να κάνω στάχτες όλη τη πόλη. Να καταστρέψω. Να διαλύσω. Να ταιριάξω το κόσμο με την ψυχή μου.
Και στο τέλος, να βάλω φωτιά στην ίδια μου τη σάρκα. Η Εύα με προειδοποίησε, μου είπε πως φοβάται, μου είπε ότι έχει προαίσθημα, και της υποσχέθηκα. Της υποσχέθηκα, να την προστατεύω. Άμα την άκουγα..
«Αλεξ..» άκουσα τη ήρεμη, απαλή φωνή της Έμμας να μου απευθύνετε. Με ταρακούνησε ελαφρά και έβγαλα το κεφάλι μου από τα χέρια μου για να τη κοιτάξω.
«Την αγαπάς ε;» με ρώτησε μελαγχολικά.
Δεν της απάντησα. Θυμάμαι καλά ότι πριν 2 χρόνια εγώ και η Έμμα είμασταν μαζί. Αλλά καυτηριάζαμε τις μαλακίες όπως την αγάπη. Κανένας μας δεν πίστευε. Φαίνεται αλλαξοπιστήσαμε και οι δυο.
«Πες το. Την αγαπάς» γέλασε μελαγχολικά ενώ ταυτόχρονα κρέμασε τα φρύδια της.
Πήρα βαθιά εισπνοή από τη μύτη, αλλά ποτέ δεν της απάντησα. Εκείνη αναστέναξε απογοητευμένη και γύρισε από την άλλη το κεφάλι της. «Που στο διάολο είναι ο κωλογιατρός;» ρώτησα απότομα εκνευρισμένος με την καθυστέρηση του.
Πανω στην ώρα εμφανίστηκε και αυτός. Στάθηκε μπροστά μας κρατώντας ένα σημειωματάριο στα χέρια του. Σηκώθηκα στο ύψος του.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Η σφαίρα βρήκε σημείο που δεν κινδυνεύει η ζωή της. Παρόλα αυτά θα γίνουν περεταίρω εξετάσεις για προλήψεις τυχών παθήσεων.»
Έκλεισα ανακουφισμένος τα μάτια μου και έκατσα στην πίσω καρέκλα. Επεξεργάζομαι καλύτερα τα τελευταία λόγια του και ξανά σηκώνομαι απότομα
«Τι λες γαμώ; Τι παθήσεις;» ρώτησα.
«Τι να σας πω..μπορεί να έχει υποστεί κάποια βλάβη ο εγκέφαλος από το σοκ» απάντησε ανασηκώνοντας δισταχτικά τους ώμους του.
«Τι κάθεσαι τότε; Πήγαινε να κάνεις κάτι για τη κωλοβλάβη» απάντησα απότομα. Εκείνος με κοίταξε με ένα βλέμμα απέχθειας και έφυγε. Γαμήσου.
Εκείνη τη στιγμή βλέπω τον μαλάκα τον αδελφό της να τον σταματά λαχανιασμένος. Στηρίζεται στα γόνατα του παίρνοντας ανάσες αλαφιασμένος.
«Πως είναι η αδελφή μου;» κατάφερε να ρωτήσει ανήσυχος. Πριν ο γιατρός του απαντήσει ο Άρης με προσέχει, και αμέσως στρέφει επιθετικά το βλέμμα του απέναντι μου.
«Εσυ! Κωλο μπάσταρδε! Εσυ την πυροβόλησες!» φωνάζει και με δείχνει κατηγορηματικά με το δάχτυλο του.
Δεν νε εκπλήσσει που είναι φιλαράκος του μαλάκα του Γιάννη.
«Βρες ζωή. Απάντησα αδιάφορα
«Δεν έχεις δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ! Καριόλη της γάμησες τη ζωή!» φώναξε και με έσπρωξε προς τα πίσω.
Και που να 'ξέρε πως δεν της έχω γαμήσει μόνο τη ζωή...
«Βούλωστω γαμω. Δεν έχεις τη παραμικρή γαμημένη ιδέα τι στο διάολο γίνεται.» ανταπάντησα και τον έσπρωξα με τέτοια δύναμη έτσι ως αποτέλεσμα να πέσει πανω στους υπολοίπους. Συγκεκριμένα πανω στην Έμμα.
«Τι στο πούτσο γαμώ τους στραβούς μου μέσα;» ρώτησε εκείνη απότομα και απομακρύνθηκε ενοχλημένη.
«Έμμα;» ρώτησε εκείνος έκπληκτος. Εκείνη όταν τον είδε έμεινε με ανοιχτώ το στόμα και στραβοκατάπιε αμήχανα.
«Α-Αρη;» κατάφερε να πει. «Με Θυμάσαι..» συνέχισε ενθουσιασμένη.
«Φυσικά και σε θυμάμαι» γέλασε εκείνος.
Δεν ασχολήθηκα παραπάνω. Η σκιά των σκέψεων μου ήταν αυτή. Η Εύα. Είναι τόσο παράξενο. Αυτό, που ενδιαφέρομαι τόσο πολύ. Καιρό έχω να το νοιώσω. Οι γρατζουνιές της στη πλάτη μου, τσούζουν ελαφρά όσο το ύφασμα της μπλούζας που της ακουμπά. Δεν είναι αυτός ο πόνος που με ενοχλεί. Είναι ο άλλος. Οι γρατζουνιές που μου τη θυμίζουν και πονάνε ανελέητα τη ψυχή μου. Και το πιο παράξενο, είναι ότι δεν γουστάρω να καπνίσω. Νοιώθω κουρασμένος. Κουρασμένος από τι;
Δεν ξέρω για πόσες ώρες απλός κοιτάω το ηλίθιο κενό. Καθισμένος στο παγκάκι του νοσοκομείου. Ενώ οι υπόλοιποι έχουν φύγει. Εκτός από την Έμμα και τον Αρη που έχουν πιάσει τη κουβέντα. Με παραξενεύει που οι γονείς της δεν έχουν εμφανιστεί.
Ο Γιατρός ξανά εμφανίζεται, και πριν προλάβει να μιλήσει, τον προλαβαίνω.
«Πως είναι;» ρώτησα ανήσυχος.
Εκείνος καθάρισε το λαιμό του και έφτιαξε τα γυαλιά πανω του.
«Ελαφρό το τραύμα. Ανέκτησε τις αισθήσεις της πριν λίγες ώρες.» μου ανακοίνωσε και έσκασε ένα μικρό χαμόγελο. Σχεδόν χαμογέλασα άθελα μου. Ήθελα να ακούσω λίγο τη φωνή της. Να πεί άλλη μια φορά το όνομα μου, με τον τρόπο της. Το μοναδικό τρόπο της. Να μου επιβεβαιώσει πως είναι καλά.
«Πάω να τη δω» ειπα χαλαρά προσπάθησα να τον προσπεράσω. Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι του και με σταμάτησε.
«Τι κάνεις ακριβώς νεαρέ; Δεν επιτρέπεται» είπε αυστηρά.
«Χέστηκα άμα δεν επιτρέπεται γαμώ!» απάντησα απότομα ενώ εκείνος αναστέναξε υποχωρητικά.
«Υποθέτω θα μπορούσες να τη δεις, για λίγο.» απάντησε δισταχτικά «Λίγο! Τόνισε.
Περνάω με τη πρώτη ευκαιρία στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Θα έβρισκα τρόπο να περάσω έτσι και αλλιώς. Μη δίνοντας καθόλου σημασία στο χώρο, πηγαίνω κατεύθυνα κοντά της. Ήταν χλωμή, τα μαλλιά της ακατάστατα πανω στο μαξιλάρι. Τα χείλια της σκασμένα. Οι οροί έχουν τρυπήσει τα χεριά της. Φαινόταν εξαντλημένη, και ήξερα πως φαινόμουν και εγώ, παρόλο που δεν ήμουν στη θέση της. Γονατίζω στο ύψος του κρεβατιού και της μιλάω « Εύα; Με ανυσήχισες.» της λέω και εκείνη πεταρίζει τα μάτια της. Τα ανοίγει. Διάολε, βλέπω τα μάτια της ξανά. Μου έλειψε το χρώμα τους.
Με κοιτάζει παράξενα. Όχι όπως περίμενα. Όχι πως συνήθιζε. Συνοφρυώνετε έντονα και αρχίζει να κοιτάει τριγύρω με δειλές κινήσεις. Είναι ανήσυχη και υστέρα με κοιτάει φοβισμένη διαστέλλοντας τις κόρες των ματιών της. Προσπαθεί να μιλήσει. Να μου πει κάτι, αλλά η φωνή δεν βγαίνει. «Ποιος είσαι εσυ;» με ρωτάει τελικά.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Εμ:(
*Απομακρινεται διακριτικα με δειλο βαδισμα*
Γεια?:(
Ξερω πως με μισητε τωρα:3
Αλλα..πιστέψτε με ειναι ολα για καλο😭😭
Το τελος ηταν κακογραμμενο, απλος νυσταζω, και..ναι το γραψα βιαστικα.😪
Spoil: Ο Αλεξουσκος παει να βρει τον Λιαμ?😌💞
Επισης θελω να σας ευχαριστισω για ολη την υποστηριξη σας πραγματικα.💞
Το χω πει 100 φορες, υγεια:(
Νυσταζω. Πολυ. Καληνυχτα😭💕
-Αννα που ξερει πως την αγαπατε ακομα καταβαθος😭💘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top