Σκοτάδι {66}

Το συγκεκριμένο κεφάλαιο περιέχει σεξουαλικό περιεχόμενο. Αν κάποιος νοιώθει άβολα μπορεί να το προσπερ- μα τι λέω, σιγά μη το προσπεράσετε. Άντε πάμε στο κέφ:(

Μόλις βλέπω τη μορφή η οποία προήλθε η φωνή, όλο μου το σώμα κοκαλώνει. Τα μάτια μου αναδεικνύουν αστάθεια. Τα ανοιγόκλεισα λίγες φορές και κάθε φορά που βρισκόμουν στο σκοτάδι που μου επιφύλασσαν, η επιθυμία μου για να κρυφτώ μέσα τους και να χαθώ ώστε αν μέσα στην παράνοια αλλάξω γνώμη, να μην μπορώ να επιστρέψω, μεγάλωνε.

«Νταϊάνα;» σάστισα όσο ένοιωθα το οξυγόνο να κάθεται στο λαιμό μου. Έμεινε ακίνητη στο άκουσμα του ονόματος της από την αδύναμη φωνή μου.

Τα χείλια μου χωριστήκαν. Το οξυγόνο έμεινε παγιδευμένο στο λαιμό μου. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε. Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί σαν τα πυροτεχνήματα πίσω μας. Ήμουν αναγκασμένη να συμβιώσω στο σκοτάδι μαζί της.

«Τ-τι θες εδώ;  Κατάφερα να ρωτήσω.

Με κοιτούσε απροσδιόριστα, ψυχρά και οργισμένα. Τα μάτια της φαντάζονταν είδη το όλεθρο μου, το ξέρω, επειδή σχεδόν χαμογελούσε. Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι, ενώ η ξανθιά τούφα της πέφτει μπροστά στο πρόσωπο της. Τα χείλια της ανοίγουν αργά και τα φρύδια της σμίγουν.

«Εγώ έπρεπε να το ρωτήσω αυτό. Δεν νομίζεις;» λέει. Με κοιτάει τόσο έντονα στα μάτια που νοιώθω φυλακισμένη στο βλέμμα της. Προχωράει προς το μέρος μου. Τα τακουνιά της ακούγονται σε όλο το σκοτεινό δρόμο.

Κάνει το γύρω του σώματος μου και φθάνει από πίσω μου. Βάζει ανατριχιαστικά το χέρι της στο ώμο μου. Τα νύχια της τρυπάνε το δέρμα μου.

«Εσυ δεν είσαι..αυτή που από ότι μας είπε..δεν ένοιωθε καλά, και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο;» ψιθυρίζει στο αφτί μου. Τα δάχτυλα της κινούνται αργά πάνω στον ώμο μου, όπως τα πόδια μιας αράχνης.

«Εμείς οι δυο πρέπει να τη βρούμε κάπως. Εκτός….αν θες πράγματι να πας..στο νοσοκομείο» γελάει.
Μένω ακινητοποιημένη. Νοιώθω σαν τα πόδια μου να είναι δεμένα με τη γη. Το σκοτάδι τριγύρω μας, οι ήχοι της καταστροφής από πίσω, όλα συμβάλουν σε μια κανονικοποιημένη παράνοια.

«Πως ήξερες ότι ήμουν εδώ;» ρωτάω σταθερά, μα εκείνη αγνοεί εντελώς την ερώτηση μου.

«Άραγε πως θα αντιδράσει ο Λίαμ μόλις μάθει για εσένα;» χαμογελάει.

Κλείνω τα μάτια μου και συγκρατώ τα δάκρυα μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω τον εαυτό μου να κατάρρευση, τουλάχιστον..όχι μπροστά της.

«Σε παρακαλώ..» ψελλίζω τόσο ασταθές. Γυρίζει τη πλάτη της και τη ξεχωρίζω με δυσκολία από το σκοτάδι. Ένα πυροτέχνημα πέφτει στη πλατιά με ορμή. Σκάει και ο ήχος του είναι τόσο διαπεραστικός που πετάγομαι, όμως εκείνη μένει απλός ανεπηρέαστή. Ζηλεύω την ανοσία στη καταστροφή, μερικών ανθρώπων. Κάτι μου λέει, πως δεν θα την αποκτήσω ποτέ.

«Ξέρεις τι απεχθάνονται περισσότερο οι TBA;» ρωτάει.
«Τη προδοσία!» φωνάζει.

Κοιτάζω το δρόμο στα πόδια μου. Αλληλο ψηλαφίζω τα τρεμάμενα δάχτυλα μου προσπαθώντας να τιθασεύω το πανικό τους. Παίρνω βαθιές αναπνοές.

«Εσείς προδώσατε εμένα. Μου είπατε ψέματα.» μουρμουρίζω.

«Δεν σου είπαμε ψέματα. Απλός..δεν σου είπαμε ποτέ όλη την αλήθεια.» ανταπαντάει.

«Θέλω να φύγω από την ομάδα!» φωνάζω.

«Ξέρεις που είναι τώρα αυτές που επιχείρησαν να φύγουν από την ομάδα!;» γυρίζει προς το μέρος μου, ουρλιάζοντας.
«Στο χώμα. Είναι όλες νεκρές!» ξανά φωνάζει σταθερά.

«ΓΙΑ-»

«Γιατί ξέρεις πράγματα που δεν θα έπρεπε. Μυστικά που δεν θα έπρεπε. Αποτελείς μια γαμημένη ανασφάλεια στην ομάδα. Σου φτάνουν Εύα; Η μήπως να συνεχίσω;» αρχίζει να με πλησιάζει τολμηρά. Οι ανάσες μας μεσολάβησαν στο κενό μιας σιωπής που εμπόδισε χιλιάδες μισητές σκέψεις να ειπωθούν. Βρίσκεται απέναντι μου. Είμαστε σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο.

«Δεν θα πω τίποτα..» λέω χαμηλόφωνα.

«Αυτό δεν το ξέρουμε. Πόσο μάλλον ..όταν βρίσκεσαι στην αντίπαλη ομάδα» απαντάει γρήγορα. Τα μάτια της καρφώνονται στη θέα από πίσω μου. Οπού η πλατεία βρίσκεται στο έλεος των Κράιμς.

«Εμείς οι δυο θα κάνουμε μια συμφωνία.» ξανά ρίχνει τη μάτια της πάνω μου.

«Τι θες;»

«Τον Άλεξ» χαμογελάει ενώ εγώ γελάω ψεύτικα με το θράσος της.

«Έτσι και πειράξεις έστω μια τρίχα από τα υπέροχα μαλλιά του..» αναστενάζω και συνεχίζω να μιλάω με ολιγωρία.

«Χαλάρωσε..θέλω απλός να μιλήσουμε. Να τον ρωτήσω μερικά πράγματα του παρελθόντος. Τίποτα ιδιαίτερο.»

«Εγώ..τι μπορώ να κάνω;» στραβοκαταπίνω.

«Να τον πείσεις- να με ακούσει» πλησιάζει δυο φορές το πρόσωπο της κοντά μου.

«Διάλεξε Εύα. Η θα ακούσει  εμένα, η τα ουρλιαχτά σου όσο θα  σε σκοτώνουμε μπροστά του» προσθέτει.

«Εύα! Εδώ είσαι..»  ακούω τη φωνή του Άλεξ. Γυρνάω αμέσως για να τον δω. Με πλησιάζει αναστατωμένος και βγάζει τη μαύρη μάσκα από πάνω του.

«Όλα καλά; Τι κάνεις εδώ;» λέει και τραβάει ελάχιστα το σώμα μου προς το δικό του, έτσι ώστε να κολλήσουν μεταξύ τους. Κοιτάω βιαστικά προς το μέρος που στεκόταν η Νταϊάνα, όμως πλέον..είχε εξαφανιστεί. Μόνο σκοτάδι θα μπορούσες να δεις.

«Ανησύχησα» θάβει το πρόσωπο του του στο λαιμό μου. Το χέρι του σφίγγει πάρα πάνω τη μέση μου. Τα μάτια του έχουν στενέψει, η μύτη του γαργαλάει το δέρμα μου.

«Νόμιζα..οτι άκουσα κάτι» του απαντάω όσο παρατηρώ το σκοτάδι.

Σηκώνει το πρόσωπο του από το λαιμό μου και κοιτάζει το σκοτάδι μαζί μου. Φτιάχνει τη κορμοστασιά του και το γυμνασμένο στήθος του πέφτει απαλά από την ανάσα που έκπνευσε. Κρατάει το σώμα μου κοντά στο δικό του. Σμίγει τα φρύδια του και πιέζει τα χείλια του κοιτώντας μπερδεμένος το σκοτάδι. Κάτι κατάλαβε, είμαι σίγουρη.

«Πάμε..» μου λέει με βαριά φωνή και γυρίζει το σώμα του προς την αντίθετη πλευρά. Γυρίζω μαζί του και βαδίζουμε έξω από το σκοτάδι, οδηγούμαστε στις φλόγες της πλατείας. Ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω μου και ύστερα συνεχίζω να περπατώ.

[…….]

Το κεφάλι μου ακόμα πονάει από τους θορύβους και τη φασαρία. Είναι σαν κάποιος να χρησιμοποιεί το κεφάλι μου για τύμπανα. Τα λόγια της Νταϊάνα τριγυρίζουν στο κεφάλι μου, και με αποτελειώνουν. Όλο αυτό μοιάζει με ένα απαίσιο τραγούδι, η ζωή μου μοιάζει με τραγούδι. Μπορεί ο στιχουργός να μην είχε έμπνευση για το δικό μου τραγούδι, μπορεί τα λόγια να μοιάζουν νοερά, αλλά ακόμα στηρίζω τις ελπίδες μου στη μουσική που παίζει από πίσω. Και η μουσική είναι όμορφη, διάολε είναι όμορφη, αφού είναι εκείνος οι νότες.

«Τι σκέφτεσαι;» με ρωτάει αυτός.

Το ‘εγώ’ και το ‘εσυ’ είναι δυο λέξεις τόσο κοντά η μια στην άλλη. Αν επιχειρείς να σβήσεις τη μια, ρισκάρεις να γλιστρήσεις, σβήνοντας και την άλλη. Ίσως άμα αυτό το σκέπτοταν πιο συχνά οι άνθρωποι, να μην χρειαζόταν να σβήσουν τίποτα. Απλούστατα γιατί δεν θα έμπαιναν στο κόπο να γράψουν. Όμως το ‘αυτός’ βρίσκεται μακριά από το ‘εγώ’. Εκεί απλός αναρωτιέμαι πως γίνεται όταν σβήσεις τη μια λέξη, αυτόματος να σβήνεται και η άλλη.

«Ξέρεις τι; Όλα με κρατάνε πίσω. Είναι όλα αυτά που θέλω, και με εμποδίζουν να τα αποκτήσω» μιλάω αγναντεύοντας το κενό. Συγκεκριμένα, τη πόρτα του σπιτιού του. Τη ξύλινη πόρτα του, αυτή που ανοίγει και κλείνει κάθε μέρα. Ακούραστα.

«Σε εμποδίζουν..;» παραξενεύεται.

«Δεν σε εμποδίζω να κάνεις τίποτα. Εύα, -γελάει ειρωνικά- η πόρτα είναι ανοιχτεί. Είσαι ελεύθερη να βρεις ‘όλα όσα θες’!» Εκνευρίζεται, ανοίγει με ορμή την πόρτα του σπιτιου. Το χέρι του την κρατάει ανοιχτεί, περιμένοντας κάποια αντίδραση από εμένα.

«Εσύ είσαι όλα όσα θέλω» αναστενάζω.

Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στο δικό του. Επιψαύω για λίγο τις τσιτωμένες φλέβες πάνω του για να τις ηρεμίσω, και να τον χαλαρώσω. Βγάζω απαλά το χέρι του από την πόρτα. Το στήθος του κατεβαίνει απαλά. Οι δαίμονες του εξημερώνονται. Η οργή του γκρεμίζεται. Τα χαρακτηριστικά του πρόσωπο του χαλαρώνουν.

Ώσπου χωρίς δεύτερη σκέψη τον φιλάω. Πιάνω το πρόσωπο του για έλεγχο, και νοιώθω να έχω όλο το κόσμο στα χέρια μου. Με φιλάει και νοιώθω τη ανατριχίλα, τον ηλεκτρισμό να συμβάλει στη κάψα του σώματος μου. Είναι φορές το πρωί, που ξυπνάω και τον βλέπω διπλά μου. Αυτές είναι οι φορές που σκέφτομαι πως δεν θα ξανά ξυπνήσω.

Βάζει απαλά τη γλώσσα του και συναντιέται με την δικιά μου. Εσυ είσαι όλα θέλω. Εσυ. Εσυ. Θα μπορούσα να του λέω συνέχεια μέχρι να το εμπεδώσει. Πιάνω τα μαλλιά του, τραβώντας τα λίγο και τον ακούω να αναστενάζει.

Με ξαπλώνει στο κρεβάτι και τον κοιτάζω να αφαιρεί τα ρούχα μου. Με γδύνει όπως γδύνει τη ψυχή μου κάθε φορά που με κοιτάει. Φιλάει τη κοιλιά μου, και ανεβαίνει. Η καρδιά μου συναγωνίζεται σε ταχύτητα τα κλάσματα του δευτερολέπτου. Ανεβαίνει πάνω μου και φιλάει  το θώρακα μου με τέτοιο ανατριχιαστικό τρόπο, που μόνο αυτός μπορεί. Του χαμογελάω και υψώνω τη μέση μου. Τα χέρια του κατεβαίνουν αργά προς τη περιοχή μου και τινάζομαι σαν να με ηλέκτρισαν. Αλλά έχω σκοπό να τον βασανίσω πάρα πάνω.

Τον γυρίζω και ανεβαίνω εγώ πάνω του. Βγάζω αργά τη μπλούζα του και το σώμα του αρχίζει να αναδύεται. Φιλάω τους κοιλιακούς του, ανεβαίνω ως το λαιμό του. Και απλός θέλω να τον φιλήσω μέχρι να μουδιάσουν τα χείλια μου. Τον αγαπούσα. Οτιδήποτε και αν έκανε, φαινόταν τέχνη στα μάτια μου.

Κρατάει τη μέση μου σφιχτά, και φιλάω απαλά τα χείλια του. Χριστέ μου, σίγουρα η καρδιά μου έχει τρελαθεί, χτυπάει τόσο γρήγορα, σαν να με κυνηγάνε. Μετά γαληνεύω, γιατί ξέρω πως ίσως είναι αυτός. Γελάω και απομακρύνομαι ελάχιστα για ανάσα. Οι μύτες μας ακουμπούν, και με κοιτάζει σαν να είμαι γλυπτό του. Αγγίζω τις γωνίες του προσώπου του. Τα μικροσκοπικά γένια του τρυπάνε το δέρμα μου.

«Μην τα ξυρίσεις. Για λίγο» ψελλίζω.

«Γιατί;» γελάει.

«Θέλω να δω πως θα είσαι» μειδιάω.

«θα με φιλάς και θα αγκυλώνεσαι» μου απαντάει. Με κοιτάζει τόσο βαθιά, σαν να είμαι ότι πολυτιμότερο έχει. Σχεδόν χαμογελάει στραβά.

«Δεν πειράζει» του απαντάω πριν τον ξανά φιλήσω.

Με ξανά γυρίζει, και ξανά αποκτά τον έλεγχο. Η περιοχή μου σφίγγεται. Τα χέρια του με εγκλωβίζουν. Τεντώνω το λαιμό μου και με φιλάει τόσο έντονα που ταρακουνάει το κρεβάτι. Είναι σχεδόν σίγουρο πως θα μου αφήσει σημάδι, όμως μου έχει είδη αφήσει εκατομμύρια στη ψυχή μου που απλά αδιαφορώ.

Τα χείλια του ξανά κατεβαίνουν στη κοιλιά μου, όπου με γαργαλάει. Γελάω καθώς ρίχνω πίσω το κεφάλι μου. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει. Γελάει ελαφρά και ύστερα γλύφει τα χείλια του.

Κατεβάζει το παντελόνι του και βάζει προφυλακτικό. Ίσως να είναι η πρώτη φορά που το θυμήθηκε. Μόλις μπαίνει μέσα μου, όλα αλλάζουν. Είναι σαν ένας δυνατός  αέρας να με χτυπάει ανεβαίνοντας στο σώμα μου. Είναι σαν έχω πιει μέχρι θανάτου, όλα να γυρίζουν, να μπερδεύονται. Σαν να με ηλεκτρίζουν και το ρεύμα να ανεβαίνει σταδιακά στο σώμα μου.

Όσο το κάνει αυτό κατά επανάληψη, θάβει το πρόσωπο του στον ωμό μου. Είναι ιδρωμένος, και αναστενάζει βαριά στο αυτί μου. Έκανε μια απότομη κίνηση που σχεδόν βούρκωσε τα μάτια μου. Αναστέναξα τόσο βαριά, η φωνή βγήκε βαθιά από το λαρύγγι μου, που σχεδόν φώναζα.

Αισθάνθηκα το χαμόγελο του να σχηματίζεται. Έλεγε ασυναρτησίες που δεν μπορούσα να καταλάβω, λόγιά που μέσα από τους αναστεναγμούς και τα βογγητά του αδυνατούσα να τα κατανοώ. Μόνο ένα ‘γαμωτο’ μπόρεσα να νοήσω.

Άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα και απότομα. Σχεδόν βίαια, τόσο που τα μάτια μου δάκρυσαν. Ξανά φώναξα με βαριά φωνή. Έπηξα τα δάχτυλα μου στη πλάτη του τόσο ώστε να νοιώθω το αίμα να χρωματίζει τα νύχια μου. Δάγκωσε τα χείλια του και έπειτα το λαιμό μου. «Μ αρέσει να σε ακούω να φωνάζεις» μουρμούρισε.

Όταν τελειώνει, ξαπλώνει δίπλα μου. Προσπαθούμε και οι δυο μας να βρούμε τις ανάσες μας. Τα στήθοι μας ανεβοκατεβαίνουν τόσο γρήγορα. Τα μάτια μου τσούζουν. Τα πονηρά μάτια του αστράφτουν, χαμογελάει μέσα από τις βαθιές αναπνοές του. Ανεβαίνει πάνω μου και ξαπλώνει το κεφάλι του λίγο πιο κάτω από το λαιμό μου.

Κοιτάζει μπερδεμένος τα δακρυσμένα μάτια μου. Συνοφρυώνεται και σηκώνει ελάχιστα πρόσωπο του. «Είμαι μαλάκας» μουρμουρίζει τόσο χαμηλόφωνα που με τα βίας τον άκουσα. «Παρασύρθηκα, σόρρυ» λέει πιο δυνατά, για να τον ακούσω.

«Σε πόνεσα πολύ;» με ρωτάει. Χαϊδεύει τα μαλλιά μου απαλά και τιθασεύει τη ανησυχία μου.

«Όχι δεν με πόνεσες» ψεύδομαι και του χαμογελάω ελάχιστα. Κατεβάζει το κεφάλι του πάνω από τη καρδιά μου όπου ξαπλώνει το κεφάλι του.

«Ακούω τη καρδιά σου να αρχίζει να χτυπάει πιο γρήγορα. Ξέρω πως δεν λες αλήθεια, μωρό μου » γελάει σιγανά. Η φωνή του είναι τόσο ψύχραιμη, μοιάζει να νυστάζει και τρίβει τα μάτια του πάνω στο χέρι του που ακουμπά τη κοιλιά μου. Έπειτα ανακατεύει τα είδη ανάκατα μαλλιά του. Όντως δεν έλεγα αλήθεια. Μα δεν έφταιγε αυτό που η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά..

«Εντάξει, αλλά δεν πειράζει.» τον καθησυχάζω. Ξέρω ότι δεν του αρέσει να με πονάει.

Σηκώνει το πρόσωπο του για να με κοιτάξει. Γλύφει τα χείλια του. «Να πάμε άλλη μια; Όπως σου αρέσει εσένα, αυτή τη φορά.» μου λέει.

«Ευκαιρία ψάχνεις» γελάω

Αν και στη πραγματικότητα, ήξερα πως το κάνει για εμένα. Φαινόταν υπερβολικά κουρασμένος. Τα μάτια του ήταν εξαντλημένα, η φωνή του σιγανή, και πριν λίγο το κεφάλι του ήταν ξαπλωμένο πάνω μου. Όμως τον άφησα να κάνει αυτό που ήθελε.

Αυτή τη φορά, ήταν αργός. Τόσο ώστε ο πόνος να ήταν μηδαμινός. Και το σώμα του σχεδόν τριβόταν πάνω από το δικό μου. Τα μάτια του είχαν στενέψει, τα χείλια του είχαν ανοίξει. Οι αναπνοές του ήταν απαλές. Τα φιλιά του τρυφερά κάλυπταν το σώμα μου και μοιράζονταν παντού.

«Σε ξεχρέωσα;» ρώτησε μόλις τελειώσαμε. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του και προσπάθησε να βρει για δεύτερη φορά την αναπνοή του.

«Και με το πάρα πάνω» γέλασα.

Μόλις τον πήρε ύπνος, άρπαξα το laptop από το διπλανό κομοδίνο, και αποφάσισα να γράψω Blog μετά από αρκετό καιρό. Μερικές φορές απλά τον κοιτούσα να κοιμάται ψύχραιμος, με τα μαλλιά του αχτένιστα, τα μάτια του κλειστά, το γυμνασμένο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει αργά, και εμπνεόμουν για περισσότερα.

~Θυσία~
Είναι μερικές φορές που οι θυσίες είναι..απλώς απαραίτητες. Άλλες που δεν είναι. Και αυτές, είναι πιο επώδυνες και αληθινές. Αλλά αγάπη, είναι να θυσιάζεις τα πάντα, και ο άλλος να τα αρνείται. Είναι να τσακώνεσαι, να κοντράρεσαι με κάποιον μέχρι θανάτου, για το ποιος θα πονέσει περισσότερο και ποιος λιγότερο. Να θυσιάζουμε συναισθήματα, λόγια, πράξεις..και ζωές, τα πάντα για το τίποτα. Και το τίποτα για τα πάντα. Να αιμορραγείς, να χύσει το δικό σου αίμα, ώστε να μην χρειαστεί του αλλού. Να βάλεις τη κάνη του όπλου στο κεφάλι σου, και να πατήσεις αργά τη σκανδάλη, για να τελειώσουν οι σφαίρες και να μην περισσεύουν για τον άλλον. Είναι τόσο περίπλοκες οι θυσίες, για τόσο απλά ζητήματα.

Ένοιωσα το σώμα του να κουνιέται, και το κεφάλι του κόλλησε το λαιμό μου. Τα μαλλιά του με γαργαλούσαν. Τα μάτια του παρέμειναν κλειστά.

«Τι γράφεις;» μουρμούρισε δίχως να με κοιτάξει. Μισάνοιξε τα μάτια του πάνω στο δέρμα μου και εισέπνευσε το άρωμα μου.

«Blog» απάντησα ανιαρά όσο πληκτρολογούσα το κείμενο. Ξαφνικά μια σκέψη με σταμάτησε. Τα δάχτυλα μου χαλάρωσαν, και σιγά σιγά σταμάτησα να πληκτρολογώ.

Σκέφτηκα, πως τώρα..ίσως είναι η στιγμή να του μιλήσω για την Νταϊάνα, όμως οι ενδοιασμοί μου..βασάνιζαν κάθε εγκεφαλικό μου κύτταρο. Δεν γνώριζα πως θα αντιδράσει, και αν θα καταφέρω να τον πείσω. Δεν ξέρω καν..τι θέλει αυτή η σκρόφα από εκείνον.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ💖
ΣΡ ΑΝ ΤΟ ΚΕΦ ΗΤΑΝ ΒΑΡΕΤΟ😭

Εηηη τελικα ειχα ιντερνετ:')

Η φωτο απανω, την εφτιαξε μια φιλη μου. Και μαρεσε. Καιι ηθελα  να σας την διξω. Αν θελετε και δεν εχετε τι να κανετε με τη ζωη σας, φτιαξτε και εσεις θα χαρω πολυ να μου στηλετε. Θα την ανεβασω σιγουρα💖

*woaaah* το ξανα εκαναν

Λπν οκειιι, εχω πολλα πραγματα στο μυαλο μου για το επομενο κεφαλαιο. Μαλλον ξερω τι θα γινει.

Spoiler: Χαμουλης❤ -without action-

Ahh ακομα 10 κεφαλαια και τελειωνει η ιστορια. Δευτερο βιβλιο, τελικα δεεεν το βλεπω;(

ΤΙ ΛΕΤΕ ΝΑ ΘΕΛΕΙ Η ΝΤΑΙΑΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΟΥΣΚΟ?😈

Διαβαστε την ιστορια της _Anonymous18_, μολις ξεκινησε και εμενα προσωπικα μαρεσει πολυ. Αξιζει υποστηριξη.❤

Και ευχαριστω την _babygirlhere_ γιατι το κειμενο που εγραψε στην ιστορια της για το nsn ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕ ΑΠΕΙΡΑ:)
Χευ κεισυ , ναι σε σενα μιλαω:'(
Λοβ γιου💖

-Αννα, που.. γαμω δεν θελει να ξανα αρχισουν τα σχολεια😭

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top