Σκέψεις και Φοβίες {54}
Πραγματικά, δεν φαίνεται για κάποιον που θα με χτυπούσε, που θα μου συμπεριφερόταν άσχημα. Θυμώνω με τον αδύναμο εαυτό μου, που μουδιάζει και ανατριχιάζει σε ολόκληρη την ραχοκοκαλιά του, στην αίσθηση πως με εκείνος με φιλούσε με τόσο ωραίο τρόπο. Σαν να φιλούσε τα πάθη του. Όταν τα απαλά χείλια του κουνιόντουσαν πάνω από τα δικά μου.
Δεν προγραμματίζουμε ούτε και επιλέγουμε τις σκέψεις μας σαν να είναι ένα ακριβό ρούχο από το αγαπημένο μας κατάστημα. Όχι, το μυαλό μερικές φορές είναι ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου και οι σκέψεις του, οι φοβίες μας. Και αυτός, ήταν μια όμορφη σκέψη που με φόβιζε.
Το βραδύ που έφευγα από το σπίτι του, ένοιωθα πλήρης. Παράξενο. Το πιο βασικό κομμάτι του εαυτού μου, λείπει. Οι αναμνήσεις φτιάχνουν τον άνθρωπο και εγώ αναπολούσα μόνο μια μικρή στιγμή μαζί του. Τόσο μικρή ανάμνηση και δεν ξέρω γιατί γεμίζει όλο μου το κενό.
Αλλάζω πλευρό στη κατάσταση και πατάω τον αδύναμο εαυτό μου. Η σκέψη του πάντα με αποδυνάμωνε, γιατί με άφηνε άοπλη σε μια δύσκολη μάχη μεταξύ του μυαλού και των συναισθημάτων μου. Και όταν με φίλησε, τα χέρια μου έπεσαν τόσο αδύναμα σαν κάποιος να εξάντλησε όλη τους την ενέργεια. Ορκίζομαι ο κόσμος κάηκε γύρω μου, και εγώ έλιωσα μαζί του.
Έσφιξα τα χείλια μου, πήρα βαθιά εισπνοή, και άφησα πίσω μου οποιαδήποτε σκέψη με αυτόν.
Παρακολούθησα έκπληκτη τον Λίαμ να κάθεται απέναντι μου. Άνοιξε χαλαρά τα γόνατα του, και άρχισε να παίζει με τα δάχτυλα του. Με κοιτούσε σοβαρός, αλλά ακόμα και τότε τα μάτια του με κοιτούσαν τόσο ζωηρά, που μου φαινόταν σχεδόν χαρούμενος. Σχεδόν.
«Πέρασε σχεδόν μίσος γαμημένος χρόνος. Δεν θυμάσαι τιποτα;» ρώτησε και έγλυψε τα χείλια του, συνεχίζοντας το παιχνίδι με τα δάχτυλα του.
«Όχι!» απάντησα το αυτονόητο.
Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και με κοίταξε στραβά. Φάνηκε προβληματισμένος.
«Κάτι πρέπει να θυμάσαι.. κάτι για τους Κράιμς, κάτι για τον Αλεξ ίσως..» τα χέρια του χάιδευαν το πρόσωπο μου τρυφερά. Η φωνή του ακουγόταν απαλή σαν ψίθυρος και έκανε προσπάθειες να χαμογελάσει.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, και απομάκρυνα ελάχιστα το πρόσωπο μου. «Όχι» μουρμούρισα.
Τα μάτια του βυθιστήκαν στο σκοτάδι. Συνοφρυώθηκε, και μάζεψε αργά και σταθερά το χέρι του από κοντά μου. Εγώ, απλός τον παρατηρούσα καλά φοβισμένη. Δεν μιλούσε με το στόμα, όμως τα μάτια του έβγαζαν ατελείωτους όρκους εκδίκησης.
Έσφιξε το σαγόνι του και πριν το καταλάβω βάρεσε με δύναμη το ξύλινο έπιπλο δίπλα του.
«ΨΕΥΤΡΑ!» ούρλιαξε. Σηκώθηκε από την καρέκλα του με θυμό και την έριξε κάτω. Εγώ τινάχτηκα.
«Έχεις θυμηθεί! Δεν γίνεται να μην έχεις θυμηθεί!!» ούρλιαξε ξανά. Ήθελα να του φωνάξω, εύχομαι να μπορούσα να του αντιμιλήσω αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε και ένας κόμπος είχε τυλιχτεί καλά γύρω από το λαιμό μου. «Δεν έχω» είπα
«ΤΟΣΟΙ ΜΗΝΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ!» ούρλιαξε εκείνος.
«Το ξέρω» ψέλλισα ενώ εκείνος μουρμουρούσε ταυτόχρονα «Τόσοι γαμημένοι μήνες..»
Και ξαφνικά, έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να γελάει. Όταν το σήκωσε για να μου μιλήσει, ήταν ακόμα πιο τρομαχτικός από όσο συνήθως. Βλέπεις κάποιον να χαμογελά και νοιώθεις ασφάλεια, αλλά ο άγραφος νομός δεν ισχύει και για αυτόν. Κανένας δεν νοιώθει ασφάλεια, όταν ο διάολος χαμογελά κοιτώντας τον.
« Εξαντλείτε η υπομονή μου» μου λέει και ακούγεται απειλητικός. Αυτουνού η υπομονή..; Τι τον ενδιαφέρει ποτέ εγώ θα θυμηθώ; Εγώ έπρεπε να συγχίζομαι, όχι αυτός!
«Μα-» στραβοκατάπια
«Δεν εξαρτάτε από εμένα» συνέχισα και γέλασα μελαγχολικά, συμμαζεύοντας περισσότερο το σώμα μου.
Και ξαφνικά εκείνος τσαντίστηκε ακόμα περισσότερο. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό μου και η δύναμη που το ασκούσε ήταν αφόρητη. Όλο το πανω μέρος του σώματος μου είχε παραλύσει και τα χέρια μου προσπαθούσαν μάταια να τον διώξουν.
«Το καλό που σου θέλω, να μην με κοροϊδεύεις Εύα» γέλασε. Η ροή της ανάσας μου είχε διακοπεί και βασανιζόμουνα καθώς χρειαζόμουν απελπισμένα οξυγόνο. Πνιγόμουν στα χέρια του.
«Γιατί άμα μάθω πως έχεις θυμηθείς, θα υποστείς τις συνέπειες» γρύλισε και έσφιξε παραπάνω το λαιμό μου.
Το χέρι του έτρεμε από οργή και οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. Έκλεισα τα μάτια μου και έσφιξα τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Τα χέρια μου τον έσπρωξαν με δύναμη προς τα πίσω. Δεν έβαλε αντίσταση και πετάχτηκε μακριά μου.
Τα πόδια μου χαλάρωσαν, και λύγισαν πέφτοντας κάτω. Ο λαιμός μου ήταν στεγνός και οι συνέχεις ανάσες μου τον ξεραίναν πάρα πανω. Αλλά τις χρειαζόμουν όπως το ψάρι το νερό. Γιατί όλοι οι τρελοί σε εμένα;
Στέκεται ανέκφραστος και με κοιτάει. Χωρίς κανένα σύμπτωμα τύψεων. Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάω. Οι ανάσες μου τρομαχτικά γρήγορες και βαθιές μέσα σε μια τόσο νεκρική ησυχία.
«Είσαι τρελός;» του φώναξα και αντί να προβληματιστεί, γελάει. Όλα γυρίζουν και το κεφάλι μου πονάει από την έλλειψη οξυγόνου.
Αρχίζω να κλαίω από τα νεύρα μου. Μοιάζω με τρελή. Δεν ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι. Μοιάζω μια μαύρη τελειά σε ένα άσπρο κενό. Χάος στα μάτια μου να έχω αρχίσει από το μηδέν. Να προσπαθώ να γνωρίσω τον εαυτό μου και να μην μπορώ. Νοιώθω διπολικά, ένα σκέτο χάος, μια ανακατωσούρα. Μια μπερδεμένη ψυχή φτιαγμένη από ατέλειωτες σκέψεις και ανόητες θεωρίες. Κοπανάω με δύναμη το πάτωμα.
«Νομίζεις δεν θέλω να θυμηθώ;» φωνάζω και κλαίω. Δεν αντέχω άλλο πίεση, φαντάζω τώρα πιο ευάλωτη από ποτέ. Όλα με πιέζουν, μέχρι και εγώ πιέζω τον εαυτό μου.
«Για σένα το κάνω μωρό μου» μου απαντά. Είναι σίγουρα τρελός..
Δεν μιλάω μόνο γελάω με λύπη και σηκώνομαι από κάτω. «Εσυ-Εσυ πως ήξερες ότι ο Αλεξ έκανε όλα αυτά στο παρελθόν;»
«Ποια από όλα;» αναστενάζει πέφτοντας στο πίσω καναπέ.
Καταπίνω για να υγράνω το λαιμό μου και παίρνω μια βαθιά εισπνοή. Πλησιάζω προς το μέρος του σκουπίζοντας τα δάκρυα μου. Μετάνιωσα που έκλαψα μπροστά του, αλλά φαινόταν η μόνη διαφυγή ανάμεσα στο κλουβί που ήμουν κλεισμένη.
«Η συμπεριφορά του απέναντι σε μένα» του απαντώ.
«Δεν ξέρω μόνο αυτό» γελάει.
Με κοιτάει υποτιμητικά και χαμογελάει στραβά. Γλύφει τα χείλια του, και με επεξεργάζεται καλά με τα μάτια του.
«Εγώ ήμουν ο λόγος που γνώρισες τον Αλεξ» μου λέει. Νοιώθω τη καρδιά μου να σταματά. Κάθε αίσθηση μου να παγώνει.
Σοκαρισμένη από την απάντηση του, ανοιγοκλείνω συνεχώς τα μάτια μου.
«Τι;» ψελλίζω
«Εκεί ήμουν, όταν σε χτυπούσε, όταν σε φιλούσε και όταν σε πηδούσε» μου λέει απλά και σκύβει για να βρει ένα κουτάκι. Το αρπάζει και χύνει χάπια πανω στο χέρι του.
«Απλά εσυ δεν είχες ιδεα» συνεχίζει και καταπίνει με μιας τα χάπια. Σοκαρισμένη από τις πολλές πληροφορίες, νοιώθω άπορη να κουνηθώ και να σκεφτώ τι να απαντήσω
«Τι λες;» τον ρωτάω και τον πλησιάζω περισσότερο.
«Σε ξέρω καλύτερα από το καθένα» με ενημερώνει. Τα λόγια του ακούγονται βαθιά στα αφτιά μου. Η φωνή του, οι ανάσες μου, όλα πανω σε μια αποπνιχτική ησυχία που κλειδώνει τις φοβίες μου.
«Πες μου για το παρελθόν μου τότε!» φωνάζω
«Άμα σου πω δεν θα θυμηθείς ποτέ»
«Τι λες;»
«Μωρό μου δεν καταλαβαίνεις. Άμα σου διηγηθώ τη ζωή σου, και μετά θυμηθείς, θα είναι σαν να διαβάζεις ξανά το ίδιο βιβλίο» λέει. Τα μάτια μου πέφτουν στην Νταϊάνα που πέφτει δίπλα στον Λίαμ. Κάθεται δίπλα του φέρνοντας τα γόνατα της πανω στο καναπέ και τείνει τα χέρια της στο στήθος του.
Πάντα με τρόμαζε η παρουσία της. Τα μάτια της έμοιαζαν σαν είναι βουτηγμένα στο αίμα, ξερά , κόκκινα Τελαπορημένα σαν να μην έχει γνωρίσει ποτέ της τον ύπνο. Το μακιγιάζ της δεν φτάνει για να καλύψει το αδύναμο πρόσωπο της, τους κύκλος κάτω από τα μάτια της, και τα σκισμένα χείλια της. Είναι πάντα άγρια και το στόμα της φαίνεται να έχει αποκτήσει στενή φιλιά με τις βρισιές και…
Ας μην φανταστώ και με τι άλλο.
Συνηθίζει να παραπατάει ζαλισμένη, να κάνει εμετό το πρωί, να μην κοιμάται καθόλου. Να κάνει ενέσεις στα χέρια της για να σταθεί στα πόδια της. Δεν την νοιάζει, τιποτα δεν την νοιάζει, μοιάζει με νεκρή. Βέβαια, το γεγονός πως αναπνέουμε, δεν είναι πάντα η απόδειξη πως ζούμε.
«Ωραία ας το ξανά διαβάσω!» αγνοώ την παρουσία της, και απαντώ απότομα στον Λίαμ
«Καλύτερα να τα θυμηθείς»
«Γιατί θες τόσο πολύ να θυμηθώ; Είσαι τόσο περίπλοκος άνθρωπος!» φωνάζω και ξεφυσάω.
«Λιαμ..ξέρεις τι θα γίνει άμα θυμηθεί» μουρμουρίζει στο αφτί του η Νταϊάνα
«Ξέρω» της απαντά.
«Τι έγινε;» τους ρωτάω και κοιτάω και τους δυο τους.
Αλληλοκοιτάζονται με ψίθυρους και ύστερα ο Λίαμ γυρίζει και με καρφώνει με τα μάτια του..
«Εύα, χρειαζόμαστε την βοήθεια σου» λέει αποφασισμένος.
«Θέλουμε χρήματα» συνεχίζει για αυτόν η Νταϊάνα.
«Και εγώ..τι να κάνω;» ρωτώ δισταχτικά.
«Η Νταϊάνα έχει κερδίσει την εκτίμηση της ομάδας. Κάνει ότι μπορεί. Έτσι γίνεται σε μια ομάδα, κάνουμε ότι μπορούμε ο ένας για τον άλλον..» λέει ο Λίαμ και εκείνη χαμογελάει πονηρά, ασυνείδητα.
Συνοφρυώνομαι παραξενευμένη και του φωνάζω:
«Μα εσυ μου μιλάς συνεχώς για εγωισμό!»
Δεν απαντά, κοιτάζει το πάτωμα αμήχανα και παίζει με τη γλώσσα του μέσα από τα μάγουλα του.
«Μπες στο θέμα» ξεφυσάω βγάζοντας τον από τη δύσκολη θέση.
«Δεν θα κάνεις τιποτα ιδιαίτερο. Θα συνηθίσεις, και θα παίρνεις και τα χρήματα» μου λέει
«Τι θα κάνω;;» τον ρωτώ
«Συμπαράστασή στη Νταϊάνα» γελάει και γυρίζει για να την κοιτάξει.
«Δηλαδή;»
«Θα δουλεύουμε μαζί μικρή» μου κλείνει το μάτι. Γούρλωσα τα μάτια μου και άρχισε η έντονη ταχυπαλμία. Δεν θέλω να ζήσω όπως αυτήν.
«Εννοείς να πάω στο..»
«Όχι δεν θέλω!» φωνάζω
«Και ποιος σε ρώτησε άμα θες» γελάνε και οι δυο τους. Τους κοιτώ φοβισμένη και ταυτόχρονα οργισμένη που γελάνε μαζί μου.
«Αυτό πάρα πάει! Δεν θέλω να πουλάω τον εαυτό μου. Φοβάμαι.» οργιάζω αλλά ψιθυρίζω την τελευταία λέξη. Τα πόδια μου αρχίζουν να τρέμουν, όπως καθώς και όλο μου το σώμα.
«θα το συνηθίσεις» απαντά χαλαρά ο Λίαμ και κοιτάζει αλλού.
«Και μην ανησυχείς, αυτοί που δεν πληρώνουν με λεφτά..πληρώνουν με τη ζωη τους» χαμογελάει και παίζει με το όπλο στα χέρια της.
Τους κοιτάω αδύναμη να σκεφτώ τι να πω. Τα μάτια μου σίγουρα διαστέλλονται από τον άγχος. Αδυνατώ να πιστέψω τη συμπεριφορά τους. Εκνευρίζομαι και σχηματίζω μια γροθιά στα χέρια μου.
«Δεν είναι τιποτα. Χιλιάδες κοπέλες το κάνουν καθημερινά.» μου λέει χαλαρή και ανασηκώνει αδιάφορη τους ώμους της.
«Κάνουμε τα ΠΑΝΤΑ για την ομάδα Εύα!» μου λέει χρωματίζοντας έντονα τα λόγια του.
«Μην ξεχνάς ποιος σε έσωσε από τον Αλεξ. Ποιος σε έμαθε όλα όσα ξέρεις!» συνεχίζει καρφώνοντας με σοβαρός με τα μάτια του.
«Φοβάμαι να πάω!» φωνάζω και τα μάτια μου αρχίζουν να ξανά βουρκώνουν , ο λαιμός μου να ξεραίνεται αλλά παίρνω ανάσες που με βοηθούν να ξεπεράσω την ανάγκη μου για κλάμα. Νοιώθω σαν πιόνι, όλοι με κατευθύνουν, με διατάζουν! Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι το παιχνίδι της ζωής, εκτός αν η παρτίδα είναι είδη χαμένη.
Τον παρατηρώ καθώς σηκώνετε. Γονατίζει μπροστά σε ένα ξύλινο έπιπλο και ανοίγει το δεύτερο συρτάρι. Ανακατεύει οτιδήποτε υπάρχει εκεί και μοιάζει να ψάχνει απελπισμένος κάτι. Αφού το βρίσκει, αφήνει ανοιχτά παρατημένο το συρτάρι , σηκώνετε και έρχεται προς το μέρος μου.
«Πάρε» μου λέει και αρπάζει το χέρι μου χύνοντας χάπια πάνω τους.
«Τι είναι αυτό;» ρωτάω
«Πάρε και μην ρωτάς πολλά!»
«Χάπια; Γιατί;» λέω κοιτάζοντας τον υποπτεύτηκα.
«Όταν θα είσαι εκεί. Δεν θα καταλαβαίνεις , δεν θα νοιώθεις. Και δεν θα φοβάσαι» πετάγεται η Νταϊάνα και έρχεται δίπλα στον Λίαμ. Κοιτάζω αυτούς, τα χάπια, αυτούς και συνεχίζω το μοτίβο ανήσυχη.
«Όμως-»λέω
«Πάρτα γαμώ!» μου φωνάζει ο Λίαμ και κουνάει το χέρι του για να δράσω. Βρισκω τον εαυτό μου σε μια άθλια κατάσταση. Σε μια πίεση που με κάνει να θέλω να ουρλιάξω. Βρίζω τα πάντα, μισώ οτιδήποτε κινείται, θεωρώ τους πάντες φταίχτες για την κατάσταση μου, αν και γνωρίζω πως εγώ είμαι υπεύθυνη . Ίσως αυτό με εκνευρίζει περισσότερο. Δεν γαμιέται, δεν με ενδιαφέρει ποια. Έχω όρια, που έχουν σπάσει.
Μέσα στα νεύρα, το πανικό αλλά και τη πίεση, παίρνω με μιας τα χάπια και τα βάζω στο στόμα μου. Τα καταπίνω χωρίς δεύτερη σκέψη. Βαρέθηκα να ζω γεμάτη σκέψεις και φοβίες. Συνεχές σκέψεις και φοβίες…
Έτσι είναι οι άνθρωποι, σωστά; Τυφλώνονται μέσα στο σκοτάδι του θυμού τους, και όταν εκείνος εξαφανίζεται, τυφλώνονται ξανά από το φως που οι ίδιοι ανάψαν.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ💞
Τι κανετε καλε?💞
Λιγο σκατα το κεφ γιατι δεν ειχε τον αλεξουκο, αλλα.. επρεπε να ανεβει και αυτο;(
HOHOHO ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ?
Τι σχεση θα μπορουσε να εχει ο Λιαμ με τη γνωριμια του Αλεξ και της Ευας?
Πως γνωριζει τοσα πραγματα γιαυτους?😱
Το επομενο κεφ ανυπομονω να το γραψω..😈😈
Spoiler: Μια τυχαια και εντελως απροσμενη..συναντηση?😏
Λιγουλακι κρισιμο κεφαλαιο.✔
Αραγε η Ευα θα παει μαζι με την Νταιανα?:(
Νεοκ σταματω τις ερωτησης κρισεων😪
Btw, τσεκαρετε αμα θελετε και μια αλλη ιστορια που ανεβασα, λεγεται " Her" αλλα μπορει να αλλαξω το ονομα και σε" Bella"
Anyway ΔΕΝ ειναι σιγουρο αμα θα τη συνεχισω, τη γραφω εντελως για το γαμωτο:(
Μαλλον θα τη συνεχισω με αργα update😁
-Αννααα πουυυ εμ ανυπομονει για το επομενο κεφ😌💞
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top