Σημείωση

Ο Άλεξ κάποτε μου είχε πει πως δεν πίστευε στις σχέσεις από απόσταση. Πως ήταν θέμα χρόνου μέχρι το νήμα που τους συνδέει να σπάσει. Δεν είναι τύπος της οθόνης. Δεν του αρέσει να μιλά με μηνύματα, να συνομιλεί με βιντεοκλήσεις κτλπ. Παρόλα αυτά πριν λίγη ώρα τον είχα πάρει τηλέφωνο, για να μου εξηγήσει πως ξέφυγε από τις φυλακές. Ανησυχούσα.

Όμως από τη στιγμή που έφυγα, γνώριζα πως δεν θα μιλάμε. Πως θα χαθούμε, και πως ο ενιαίος δρόμος που βαδίζαμε, τελειώνει σε διασταύρωση. Εγω Λονδίνο, αυτός Αθήνα. Δεν θα μπορούσα να του πω να εγκαταλείψει τη ζωή του εδώ για να με ακολουθήσει. 

Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο παράθυρο του τρένου και χάζεψα την θολή αντανάκλαση του προσώπου μου πάνω στο τζάμι.  Έκλεισα τα μάτια μου αργα, σαν να ζητούσα από τον ήχο που έκανε το τρένο καθώς σερνόταν πάνω στις γραμμές, να με κοιμίσει. Συνειδητοποίησα πως πριν λίγη ώρα, βίωσα τη πιο επώδυνη ανάμνηση που έχω ζήσει μέχρι σήμερα. Τη στιγμή που το τρένο απομακρυνόταν και εκείνος απλός καθόταν στη μέση του δρόμου να το κοιτάει , η εικόνα του να μικραίνει , και όσο ο χρόνος κεντούσε τα δευτερόλεπτα, εγω δυσκολευόμουν όλο και περισσότερο να μπορώ να τον δω από το παράθυρο.

Ίσως να μην ξαναπιάσω μολότοφ, ή εκρηκτικό. Ίσως να μην ξανά μυρίσω το καπνό. Ίσως η καρδιά μου να μην ξανά χτυπήσει τόσο δυνατά που θα νοιώθω πως θα σταματήσει.  Άραγε οι Κράιμς, θα βρουν το δρόμο τους όπως ο Άλεξ; Άραγε θα ξανά ενωθούν κάπως; Άραγε θα χαθούν; Θα ερωτευτούν; Ο Άλεξ θα με ξεχάσει; Όπως και να έχει, ίσως έπρεπε να γίνει έτσι. Και ίσως κάποια μέρα μετά από χρόνια, να ξανά γυρίσω στην Αθήνα, και να δω το κτήριο που είχαμε χαράξει το όνομα μας, και να απαλοχαϊδέψω την επιγραφή ‘Κράιμς’. Με την Έμμα συνέβησαν πολλά, αλλά εύχομαι να ήταν και εκείνη μαζί μας.

Άνοιξα το λάπτοπ που είχα ήδη πάνω στα γόνατα μου, αλλά ήμουν υπερβολικά κουρασμένη για να το χρησιμοποιήσω.

Έναν χρόνο πριν, περπατούσα στους διαδρόμους του σχολείου, σαν να ήμουν κάθε φορά καινούργια. Καθόμουν με τους  5 και μοναδικούς φίλους μου στο πεζούλι της πίσω αυλής του σχολείου και καπνίζαμε. Τώρα, βρίσκομαι στις προτελευταίες θέσεις του προαστιακού, μπροστά από αυτές για τους επιβάτες με αναπηρία ή κάποια τέλος πάντων δυσκολία, που παραδόξος μένουν πάντα κενές. Νοιώθω πως αντί για αίμα στις φλέβες μου κυλούν δάκρυα. Νοιώθω τη πίκρα τους, και το νοσταλγικό τρόπο που πέφτουν σαν φθινοπωρινά φύλα. Και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου..  πως..δεν είναι και τόσο άσχημα..δεν είναι και τόσο άσχημα.

Έχετε πει σε ανθρώπους ‘Αντίο;’ Και μετά, πράγματι δεν τους ξανά είδατε; Από αυτούς που νομίζατε πως δεν θα ξανά δείτε, πόσους τελικά είδατε;

Που λέτε, αν είναι να λεμέ Ποτέ μη λες Ποτέ, τότε ας λεμέ και Ποτέ μη λες Αντίο. Όλοι μαθαίνουμε κάτι κάθε χρόνο, αν κάτσουμε να το συλλογιστούμε, σίγουρα θα βρούμε κάτι θαμμένο στο πίσω μέρος του μυαλού μας.

Το πρώτο ήταν, ότι δεν ξέρουμε κανέναν πάρα μόνο τον εαυτό μας, και αυτόν, άμα είμαστε τυχεροί.

Ίσως δεν πρέπει να κρίνουμε, να βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα από ανθρώπους. Όχι μόνο που δεν ξέρουμε, αλλά μέχρι και από αυτούς που νομίζαμε πως ξέρουμε. Είχαν μια ιστορία, και ζούσαν με βάση αυτή. Δεν ήταν παραμύθι για να διαβάζει κάποιος στα παιδιά του πριν κοιμηθεί. Δεν ήταν για τους βιβλιοφάγους. Δεν ήταν καν για αυτούς. Ο καθένας πρέπει να σταματήσει να θεωρεί τον εαυτό του παντογνώστη, γιατί δεν είναι. 

Το δεύτερο πράγμα που έμαθα ήταν, όποιος έχει ξεχάσει το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξανά ζήσει.

Είναι απλή φράση, όλοι την καταλαβαίνουν. Κάνεις δεν της δίνει περεταίρω σημασία, κάνεις δεν έχει πει κάτι παραπάνω από ‘Ωραίο’ η ‘Έξυπνο’ η ‘σωστό’ η ‘Γάμησε’ ή ‘Ας το χρησιμοποιήσω για στιχάκι στη καινούργια φωτογραφία που ανέβασα στο instagram’. Σχολιάζουμε, και μετά ξεχνάμε. Ξεχνάμε τη φράση, ακριβώς όπως ξεχνάμε το παρελθόν μας. Και στο τέλος, καταλήγουμε να ξεχνάμε τους εαυτούς μας. Γνώρισα κάποιον, που δεν είχε ξεχάσει το παρελθόν του. Αλλά προσπαθούσε να το κάνει κάθε γαμημένη στιγμή που περνούσε. Προσπαθούσε να πάρει εκδίκηση από αυτό. Κάποιος κάποτε μου είπε πως έχω ανοσία, γιατί είχα ένα παρελθόν που οποιοσδήποτε θα ήθελε να ξεχάσει ή να πάρει εκδίκηση από αυτό. Το θέμα ήταν, αν ήθελα να το ξεχάσω, έτσι ξεχνούσα τον εαυτό μου.  Και ποτέ δεν ξέρεις πότε το παρελθόν θα επανορθώσει στο μέλλον. Το μυστικό για να μην χάσεις τον εαυτό σου, είναι να μην ξεχνάς τίποτα, κανένα παρελθόν γιατί από αυτό χτίζεις το σπίτι σου. Μη ξεχνάς, συμβιβάσου. Συμβιβάσου, μαθέ, και προχώρα. Αν θες να ξεχάσεις, στη ουσία φίλε, δεν προχωράς.

Το τρίτο ήταν, πως υπάρχει αγάπη.

Δεν χρειάζεται να είναι μια απίστευτη σαπουνόπερα. Δεν χρειάζεται να σου πουν ‘Σε αγαπάω όσο οτιδήποτε άλλο στο κόσμο, ή ‘σε λατρεύω περισσότερο από την ίδια τη ζωή’. Ένα απλό ‘Μην τρέχεις πολύ όσο έρχεσαι με το αυτοκίνητο’. Ένα απλό ‘Φόρα κάτι γιατί κάνει κρύο’ είναι αγάπη. Είναι απλό πράγμα. Όλα τα καλά είναι απλά, μη τα ψάχνεται σε παθιασμένες και ασύγκριτες συγκινητικές, ρομαντικές ιστοριούλες.

Και επειδή έμαθα τελευταία να πιστεύω στον εαυτό μου, κουράστηκα με το ψευδώνυμο ‘MissAnonymous’.

-Ευα Johnson που αποσυνδέεται.

Όταν ακούστηκε μια φωνή να λέει πως είχαμε φτάσει στη στάση ‘ Άνω Λιόσια’, κατέβηκα. Έκανα λίγα βήματα μπροστά για να μην εμποδίσω τον κόσμο να μπαινοβγαίνει στο βαγόνι. Άνοιξα το σημείωμα που μου είχε δώσει ο Άλεξ λίγο πριν φύγω.

Σε Νοιάζομαι’ έλεγε από την μία πλευρά. Το γύρισα.

‘Να Με Περιμένεις’ διάβασα. Η καρδιά μου σφίχτηκε, τα μάτια μου σταδιακά βούρκωσαν. Το τύλιξα προσεχτικά ξανά, και το κράτησα σφιχτά, σαν να ήθελα να ξεζουμίσω την ελπίδα στα χέρια μου.

Κοίταξα το τριανταφυλλένιο δειλινό μπροστά μου και χαμογέλασα...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top