Σε παρακαλώ, μείνε {22}
128 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Κοιμήσου. Κοιμήσου Εύα. Όχι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ο Άλεξ δεν ενδιαφέρεται. Είναι αναίσθητος. Είναι αδιάφορος. Είναι άκαρδος. Ψυχρός. Ήθελα απλός να κάνει σκηνή, τίποτα πάρα πάνω.
Όμως όταν με κοίταξε συνειδητοποιημένος ότι είπα στον Γιάννη πως η αδελφή του πέθανε, φαινόταν τόσο απελπισμένος, που μου ράγισε η καρδιά, ένοιωθα ένα- τα κόκαλα μου να σπάνε, και το μυαλό μου να τρελαίνεται. Δεν άντεξα άλλο, σηκώθηκα από το κρεβάτι που δεν είχα σταματήσει να στριφογυρίζω εδώ και ώρες.
Ντύθηκα βιαστικά, και βγήκα έξω από το σπίτι. Ήταν 4 το πρωί. Δεν πιστεύω ότι το έκανα αυτό, αλλά δεν άντεχα άλλο να βασανίζομαι με τις έγνοιες μου για τον Άλεξ.
Περπάτησα, μέσα στο σκοτάδι, και ακόμη και ας φοβόμουν τα σκοτεινά στενά που διέσχιζα ολομόναχη. Έφτασα έξω από το διαμέρισμα του, και αμέσως όλο αυτό άρχισε να μου φαίνεται απαίσια ιδέα. Ήταν πολύ αργά όμως. Σκέφτηκα να χτυπήσω τη πόρτα αλλά μόλις το χέρι μου την άγγιξε, εκείνη σύρθηκε αργά προς τα πίσω. Το γεγονός ότι δεν είχε μπει καν στο κόπο να κλειδώσει τη πόρτα στις 4 τα ξημερώματα μου έβαζε διάφορες καχυποψίες στο κεφάλι.
Μπήκα δειλά μέσα στο σπίτι. Δεν έβλεπα κανέναν. Όλα τα φώτα ήταν κλειστά, και τα παράθυρα ανοιχτά. Περπάτησα προς το σαλόνι αλλά εξακολουθούσα να βλέπω το σπίτι κενό.
«Ήρθες να μου κάνεις παρέα;» ακούω τη βραχνή φωνή του.
«Άδικα έκανες τόσο δρόμο. Δεν έχω διάθεση. Φύγε.» μου λέει στεγνά. Κλασσικός αχάριστος Άλεξ. Γυρίζω απότομα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή και τον βλέπω στο τραπέζι στη άκρη, κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρας στο χέρι. Είχε τελειώσει άλλα δυο, που είχε παρατηρήσει άδεια.
«Δεν ήξερα ότι.. πίνεις τόσο» ομολογώ διστακτικά. Φέρνω τα χέρια μου μπροστά μου και μπλέκω τα δάχτυλα μου μεταξύ τους.
«Ναι, και τώρα που διαπίστωσες ότι είμαι ένας ψυχανώμαλος αλκοολικός μπορείς να φύγεις» μου λέει αυταρχικά. Η κατάσταση του ήταν άθλια. Η μαύρη μπλούζα του είχε κολλήσει πάνω στο σώμα του. Τα μάτια του έδειχναν κουρασμένα, τα μαλλιά του ανάκατα.
«Δεν σκοπεύω να φύγω Άλεξ, χάνεις τον χρόνο σου» του ανακοινώνω.
Τα χείλια του ανοίγουν μια στιγμή και μοιάζει να θέλει να πει κάτι αλλά εγώ τον προλαβαίνω.
«Απλά άκου αυτά που θέλω να σου πω. Συγνώμη, εγώ..δεν ξέρω γιατί το είπα στον Γιάννη, ίσως ήταν λίγο το ποτό, ίσως..ήμουν θυμωμένη μαζί σου, ίσως λίγο από όλα, πάντως δεν είχα ιδέα ότι θα έκανε τέτοια σκηνή!» του εξομολογάω, και το μόνο που ακούω από εκείνον είναι ένα πνιχτό γελάκι.
«Ήρθες έως εδώ, για να μου πεις συγγνώμη;» καγχάζει.
«Εγώ..απλά..»
«Δεν με ενδιαφέρει που το πες στο Γιάννη, μπορείς να φύγεις τώρα» με διακόπτει.
Μορφάζω με βαρυγκώμια. Τα φρύδια μου συνοφρυώνονται. Με στεναχωρούσε κάθε φορά που έλεγε τη λέξη φύγε, αλλά ήμουν γεμάτη πείσμα να τον βοηθήσω. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και συνεχίζω.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο για εσένα να εκφράσεις τα συναισθήματα σου, το ξέρω, αλλά το να κρατάς μέσα σου τα πάντα, δεν θα σε βοηθήσει πουθενά»
«Εύα, φύγε τώρα που στο λέω με το καλό.» γρυλίζει.
«Όχι.» απαντώ απόλυτη.
Αμέσως σηκώνεται από το τραπέζι και κοπανάει τα χέρια του πάνω στη επιφάνεια του. «Πιστεύεις ότι δίνω δεκάρα για το αν έχει πεθαίνει ο οποιοσδήποτε τριγύρω μου; -Γαμώτο- πότε επιτέλους θα το χωνέψεις ότι δεν με νοιάζει;!» φωνάζει.
«Αν δεν σε ένοιαζε όπως λες, δεν θα στρίμωχνες τον Γιάννη τότε, και ούτε τώρα θα είχες πιεί τόσο πολύ!» αντιμιλώ.
Με κοιτάζει λίγο επεξεργάζοντας τα λόγια μου, και το θηρίο μέσα του φαίνεται να ηρεμεί. Ξαφνικά στρέφει γρήγορα το βλέμμα του αλλού. «Θα τον στρίμωχνα έτσι κ αλλιώς με τις μαλακίες που έλεγε» σχεδόν μουρμουρίζει.
«Σε είδα Άλεξ, είχες πληγωθεί»
«Είδες ότι θα ήθελες να δεις Εύα. Δεν με ένοιαξε ούτε στιγμή»
«Δεν σε πιστεύω. Ξέρεις τι πιστεύω; Πιστεύω ότι απλός σ'αρέσει να προσποίησε ότι είσαι αδιάφορος και άνετος για όλα, ακόμη και αν μέσα σου καίγεσαι να μιλήσεις σε κάποιον, γιατί απλός φοβάσαι μη δείξεις ότι ο "τρομερός αρχηγός των Κράιμς" έχει αδυναμίες, και μη χαλάσεις την εικόνα της τελείας ζωής σου!» φωνάζω.
Μετά από λίγη σιωπή που επικράτησε εκείνος λέει «Είσαι ανόητη.»
«Είσαι τελείως ανόητη. Φύγε, τώρα!» φωνάζει. Σηκώνεται όρθιος, και στέκεται απέναντι μου.
«Δεν πάω πουθενά!» του φωνάζω πίσω. «Κοίτα τον εαυτό σου! Απωθείς ανθρώπους που το μόνο που θέλουν είναι να σε βοηθήσουν για να μην ρίξεις το ηλίθιο εγώ σου!» προσθέτω.
«Βούλωστο Εύα! Βούλωστο, μην με αναγκάσεις να σε διώξω εγώ!» κραυαζει. Φαινοταν σαν το κεφαλι του να μην αντεχε να την αληθεια.
«Δεν θα με πειράξεις» τον διαβεβαιώνω.
«Παίζεις με τη φωτιά Εύα» λέει το αγόρι με τις μολότοφ και τα εκρηκτικά, που το μόνο που κάνει είναι να απασχολεί την αστυνομία.
«Είχα καλό δάσκαλο» χαμογελώ ειρωνικά.
«Πες το Άλεξ! Πες πόσο σε πονάει, πες πόσο σου λείπει! Άσε τη μπύρα, και παραδέξου επιτέλους ότι είσαι και εσύ άνθρωπος που νοιώθει πόνο σαν όλους τους υπόλοιπους!»
Ξαφνικά άρχισε να περπατάει ανήσυχος δεξιά και αριστερά. Εγκλωβίζει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. «Δεν-»
«Πες ότι σου λείπουν οι αναμνήσεις από εκείνη!» δεν τον αφήνω να μιλήσει. Τον βλέπω τα τραβάει προς τα πίσω τα μαλλιά του και να ανασαίνει δυνατά.
«Πες ότι θα ήθελες να της είχες μιλήσει για μια τελευταία φορά!» τον πιέζω. Ήθελα να τον σπάσω. Ξαφνικά τον βλέπω να ρίχνει μια στη μπύρα που έπινε και να τη ρίχνει κάτω από το τραπέζι, κάνοντας την χίλια κομμάτια. Εγώ ανασκιρτώ φοβισμένη.
«Βάλτο καλά στο ανόητο μυαλουδάκι σου. Δεν χρειάζομαι τον ηλίθιο οίκτο σου!» με πλησιάζει έξαλλος.
«Φύγε, πάρε δρόμο, εξαφανίσου πως στο διάολο θες να στο πω αλλιώς;!» συνεχίζει μπροστά στο πρόσωπο μου, το χέρι του μου δείχνει τη πόρτα με ένταση.
«Δεν πρόκειται για οίκτο, Άλεξ, θέλω να σε βοηθήσω!» φωνάζω απελπισμένη με την φωνή μου να σπάει στο τέλος.
Ήταν τόσο δύσκολο να του πηγαίνω κόντρα, κάθε του σκληρή λέξη ράγιζε τη καρδιά μου ξανά και ξανά, και κάθε φορά που πίστευα πως δεν γίνεται να ραγίσει περισσότερο, εκείνος ήτανε εκεί να μου αποδείξει πως έκανα λάθος.
«Εύα, εξαφανίσου! Είμαι πιωμένος, και εκνευρισμένος και» λεει συγχυσμένος. Το σώμα του πλέον είναι πολύ κοντά με το δικό μου.
«Και πληγωμένος» τον συμπληρώνω.
Ξαφνικά με κολλάει πίσω στο τοίχο, και ρίχνει μια οργισμένη μπουνιά ακριβώς δίπλα από το κεφάλι μου. «Και θα σου κάνω κακό ρε πούστη μου, τι δεν καταλαβαίνεις;!» ωρύεται.
Τρομοκρατημένη, τον κοιτάζω μέσα στα μάτια. Οι αναπνοές μας είναι βαθιές και γρήγορές, οι δαίμονες φαίνεται να ουρλιάζουν στο κεφάλι του, και εκείνος έμοιαζε να πάλευε με τον εαυτό του για να μην με βλάψει. Το χέρι του τρέμει δίπλα μου.
Πιάνω το χέρι του αργά για να ηρεμίσει. «Δεν πρόκειται να με βλάψεις» λέω εμπιστευτικά.
Αυτός αντιστρέφει τις λάβες μας και τώρα εκείνος πιάνει το δικό μου χέρι. «Κοίτα τα χέρια σου, κοίτα τα σημάδια εδώ πάνω! Κοίτα τα!» φωνάζει.
«Εγώ στα 'κανα!» λέει και ακούγεται σαν προειδοποίηση
«Εγώ στα έκανα-Γαμώτο- Εγώ!» Ουρλιάζει, και όταν το επαναλαμβάνει, αντιλαμβάνομαι ότι ακουγόταν περισσότερο σαν ενοχή που απευθυνόταν στον εαυτό του.
Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν υγρανθεί, και το αψεγάδιαστο πράσινο χρώμα τους θύμιζε λίμνη τύψεων. Το περίγυρο τον ματιών του είχε κατακοκκινίσει. Τα χείλια του έτρεμαν και είχαν ανοίξει ελάχιστα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άρχισαν να συσπούνε, οι ανάσες του βάραιναν και γίνονταν όλο και πιο κοφτές. Από ένα αξημέρωτο θηρίο είχε μεταμορφωθεί σε ένα εύθραυστο παιδί. Ο ιδρώτας άρχιζε να στάζει από το μέτωπο του. Πίεζε απερίγραπτα τον εαυτό του, για να τον εμποδίσει από να τα δακρύσει και να σπάσει. Ήταν τόσο σκληρός με τον εαυτό του, και δεν το πίστευα ότι τον είχα πράγματι πληγώσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Άλεξ έτσι.
Κούνησα το κεφάλι μου θλιμμένη. «Είσαι τόσο πληγωμένος..» ψιθύρισα, άγγιξα τρυφερά το πρόσωπο του. Εκείνος με κοιτούσε σαν να ήταν ψυχικά κατεστραμμένος. Έφερα τον εαυτό μου πάνω στο στήθος του. Τύλιξα τα χέρια μου τριγύρω του και έκλεισα τα ματιά μου προσπαθώντας να απορροφήσω το πόνο του. «Αλλά είναι εντάξει» απαλοχάιδεψα τη πλάτη του.
Εκείνος δεν έκανε τίποτα. Δεν με αγκάλιασε πίσω, αλλά ούτε με απομάκρυνε. Το μυαλό πήγε αμέσως στον Άρη. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τι θα έκανα αν τον έχανα. Ένοιωθα τους χτύπους της καρδιάς του να χτυπάνε σαν τρελοί και άκουγα τις δυνατές ανάσες του. Σιγά-σιγά αισθάνθηκα πως ηρεμούσε, σαν να δαιμόνια του να αποκοιμόντουσαν. Όταν το στήθος του άρχισε να πέφτει απαλά σαν κύμα, τότε οι αναπνοές του είχαν ηρεμήσει. Ένοιωσα το κεφάλι του να πέφτει απαλά πάνω στον ωμό μου. Αυτή του η πράξη έκανε τη ζέστανε αμέσως τη καρδιά μου.
Όταν πήγα να απομακρυνθώ από την αγκαλιά, εκείνος έφερε το χέρι του στη μέση μου και με ξανά τράβηξε κοντά του. Ένοιωσα ένα υγρό να αργοκυλάει πάνω στο μάγουλο μου, και σχημάτισα ένα μικρό χαμόγελο, ανακουφισμένη που εκείνος δεν μπορούσε να το δει. Ο Άλεξ το μόνο που είχε πραγματικά ανάγκη, ήταν στοργή που φαίνεται πως στερήθηκε.
Ξεροβήχει αμήχανα. «Γιατί είσαι.. εδώ;» με ρωτάει αφού απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον.
«Τι εννοείς;» ρωτάω.
«Θες..κάτι;» μου λέει μπερδεμένος. Δεν είχε πραγματικά συνηθίσει οι άνθρωποι να ήταν δίπλα του.
«Όχι, απλός..νοιάζομαι για εσένα» απαντάω
«Νοιάζεσαι για μένα;» χλευάζει.
«Ν..αι. Υποθέτω, δηλαδή, όσο νοιάζομαι..για τον οποιοδήποτε, ξέρεις, θα το έκανα για τον καθένα, δεν είναι ότι..»
«Εντάξει- εντάξει κατάλαβα» διακόπτει την αποτυχημένη προσπάθεια μου να δικαιολογηθώ και γελάμε.
«Εύα» προφέρει το όνομα μου.
«Συγνώμη που σου φώναξα πριν» συνεχίζει.
«Ναι, δεν πειράζει, ίσως θες να μείνεις μόνος σου τώρα, οπότε.. να πηγαίνω» λέω και στρίβω προς την πόρτα του σπιτιού του.
Ξαφνικά νοιώθω το χέρι του να κρατάει το δικό μου. «Όχι, μείνε» τον κοιτάζω παραξενευμένη, καθώς πριν ούρλιαζε να φύγω.
«Σε παρακαλώ, μείνε» προσθέτει, και δεν μπορώ να αρνηθώ όσο με κοιτάζει μέσα στα μάτια.
«Θες.. να μείνω;» ρωτάω
«Θέλω» απαντάει.
«Εντάξει αλλά θέλω να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις.» του λέω και κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού του. «Πρόσεχε» μου λέει αναφερόμενος στα διάσκορπα γυαλιά πάνω στο πάτωμα. Παίρνει μια σκούπα από την άκρη του δωματίου και τα μαζεύει βιαστικά. Έπειτα κάθεται μαζί μου στηρίζοντας τον αγκώνα του στη πλάτη του καναπέ.
«Εντάξει..που είναι οι γονείς σου τώρα;» ρωτάω.
«Δεν είναι» απαντά απλά.
«Αυτοκινητικό» λέει σαν να απαντά στη απορημένη έκφραση μου.
«Κάτσε δηλαδή..ω θεέ μου..πόσο χρονών ήσουν τότε;»
«9, πάρα κάτω»
«Η αδελφή σου γιατί ήταν εξωτερικό;»
«Πήγε για σπουδές εκεί, μου υποσχέθηκε όταν ήμουν μικρός ότι θα ξανά έρθει, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Και μάλλον ούτε πρόκειται»
Κάθομαι λίγο σιωπηλή. «Πρέπει να έφτιαξε τη ζωή της, αλλιώς δεν θα είχε λόγο να σου πει ψέματα»
«Ναι μάλλον, αλλά όπως και να έχει ξέχασε τη ύπαρξη μου» λέει ελαφρά ενοχλημένος. «Και ναι, πληγώθηκα με τον θάνατο της.» με προλαβαίνει.
«Ευχαριστημένη;» χαμογελάει λοξά. Εγώ γνέφω σχεδόν ντροπαλά. Το χαμόγελο του Άλεξ δεν ήταν σχεδόν ποτέ πολύ έντονο, η πολύ μεγάλο, ήταν πάντα όμως απίστευτα γοητευτικό.
Τι έκανα μόλις τώρα; Έφυγα από το σπίτι μου στις 4 τα ξημερώματα και ήρθα σπίτι του Άλεξ για να τον πείσω να μου ανοιχτεί, αυτό δεν ήταν η Εύα, αυτό πάρα ήταν τρελό για την Εύα. Όμως όσο κοιτούσα το σαγηνευτικό βλέμμα του μέσα στο σκοτάδι, να φωτίζετε από μια μικρή λάμπα στο σαλόνι και όσο σκεφτόμουν το χέρι του γύρω από τη μέση μου να με πιέζει κοντά του, άρχισα να πιστεύω πως άξιζε.
Επίσης όσο και να προσπαθούσα να κρατηθώ μακριά από το Άλεξ, πάντα το μυαλό μου θα γύριζε σε αυτόν.
Αφού είχα πράξει τελείως παρορμητικά σήμερα, αποφάσισα να φτάσω το πράγμα τα άκρα. Ήθελα κάτι παραπάνω από ένα χαμόγελο.
Πλησίασα και πίεσα τα χείλια μου στα δικά του. Εκείνος ξαφνιάζεται, αλλά μου ανταποκρίνεται. Φέρνει το σώμα του πιο κοντά μου χωρίς να χάσει την επαφή μας. Τα χείλια μας κουνούνται διψασμένα ο ένας για τον άλλον. Νοιώθω το στομάχι μου να καίγεται, το μυαλό μου να χάνεται, και το σώμα μου τον ζητούσε όλο και περισσότερο. Η γλώσσα σου άγγιζε τη δικιά μου.
Κάθε σημείο του δέρματος που άγγιζε ανατρίχιαζε.
«Φιλάς τόσο ωραία Εύα» βογκάει και ύστερα συνεχίζει να με φιλάει. Νιώθει το χαμόγελο μου και χαμογελάει πίσω. «Στο 'χω πει;» προσθέτει.
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και ξανά ενώνω τα χείλια μας. «Και εσύ» του λέω νοιώθοντας τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν.
Με ρίχνει απαλά πίσω στο καναπέ και βρίσκεται από πάνω μου. Δεν σταματάμε να φιλιόμαστε. Λάτρευα το τρόπο που το χείλος του γλιστρούσε πάνω στο δικό μου. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, μόνο ότι τον ήθελα όσο δεν έχω ξανά θελήσει κανέναν άλλο στη ζωή μου.
Φιλάει το πηγούνι μου, και κατεβαίνει στο λαιμό μου. Είχα ξεχάσει πόσο θεϊκά ήξερε να με κάνει να αισθάνομαι ο Άλεξ μόνο και μόνο από απλά φιλιά στο λαιμό. Έφερα το χέρι μου στη πλάτη του και το κράτησα εκεί. Δάγκωνε, φίλαγε και έγλειφε το δέρμα μου σαν να ήθελε απελπισμένα να με κάνει να νοιώθω κάτι πάρα πάνω από ωραία.
Αλλά δεν μου αρκούσε τίποτα από αυτά, ήθελα πραγματικά τον Άλεξ ακόμη περισσότερο, ήθελα μαζί του να περάσω κάθε όρια. Άρχιζα να ανεβάζω τη μπλούζα μου, αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Όχι» μου είπε.
«Μη γδύνεται» συνέχισε. Άρχισε να κατεβάζει τη μπλούζα μου. Αμέσως αισθάνθηκα ντροπιασμένη.
«Τι έγινε;» μουρμούρισα. Πλάκα μου κάνει;
«Τίποτα» απαντάει απλά και σηκώνεται από πάνω μου. Ύστερα σηκώνομαι και εγώ.
Κοιτάει έξω από το παράθυρο, και αντιλαμβάνεται από το ανοιχτόχρωμο ουρανό ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Θεέ μου πόση ώρα είμασταν εδώ;
«Ξημέρωσε, καλύτερα να σε πάω σπίτι σου» μου λέει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top