Ποιος θέλει να περάσει καλά; {14}
Οι Κράιμς ήταν γνωστοί.
Πραγματικά, γνωστοί στη περιοχή. Και αυτό, επειδή τα συγκεκριμένα στενά της Αθήνας δεν ήταν φημισμένα για την αθωότητα τους. Υπήρχε εγκληματικότητα, αναρχισμός, αλλά το πιστεύει κανείς ή όχι, οι Κράιμς ήταν 6 άτομα που κυκλοφορούσαν το περισσότερο χρόνο της ημέρας μαζί. Μια συμμορία απλών εφήβων πλημμυρισμένη από αβεβαίωτες φήμες. Ακούγονται ως δολοφόνοι, ναρκομανείς, ανυπάκουοί, κ όλα αυτά στη τρυφερή ηλικία των 17. Με αλλά λόγια, η εγκληματικότητα της περιοχής ήταν ένας ψύλλος μπροστά στους Κράιμς.
Η παρέα είχε αποφασίσει να πάμε στο πάρα πάνω μπαρ. Ήταν μικρό και κακόφημισμένο, παρόλα αυτά, ήταν γεμάτο κόσμο κάθε βράδυ.
Πρώτού και οι έξι μπούμε , έπρεπε να περιμένουμε τη σειρά μας στην είσοδο. Ο φύλακας ζήτησε στο μπροστινό μας, ταυτότητα, εκείνος την έδωσε, και πέρασε. Ο σκύλος του ξαφνικά άρχισε να γαβγίζει και να προσπαθεί σαν τρελός να απελευθερωθεί από το λουρί του, για να ορμίσει πάνω μας. Ήταν σαν να μυρίστηκε την σκοτεινάδα και των πέντε. Ο φύλακας τους κοίταξε από πάνω έως κάτω ανήσυχος. «Περάστε» είπε δίχως να μπει στο κόπο να ζητήσει ταυτότητα.
Και τώρα, στεκόμουν απλός στο παράθυρο του μπαρ ολομόναχη, αφήνοντας τους υπολοίπους να διασκεδάσουν. Η μουσική δεν με ενοχλούσε, ούτε η μοναξιά. Στήριξα μπροστά τους αγγόνες μου, και κοιτούσα απέξω σκέφτοντας πως κατέληξε η ζωή μου να πηγαίνει κατά διαόλου κάθε μέρα και περισσότερο.
«θα πιείς κάτι;» ακούω τη φωνή του Άλεξ. Στηρίζει χαλαρός το σώμα του στο τοίχο, ακριβώς δίπλα μου.
«Να μου λείπει» του απαντώ δίχως να του ρίξω ούτε μια ματιά. Αμέσως μετά όμως γυρνάω προς το μέρος του και τον βλέπω να
πίνει μια γουλιά από το ποτό του.
«Όχι ότι σε ενδιαφέρει, αλλά έτσι εγκυκλοπαιδικά, σε ενημερώνω, ότι θα αφήσω τους Κράιμς.» ανακοινώνω. Τα λόγια μου του τραβάνε τη προσοχή. «Θέλω να πω, ο μόνος λόγος που ήμουν σε αυτή τη ομάδα, ήταν για σένα.» καγχάζω. «Γελοίο έτσι;» γελάω.
Τα μάτια του με κάρφωναν για λίγη ώρα, και έδειχναν πως σκέφτονταν τα λόγια μου. Το βλέμμα του έμοιαζε σκεπτικό, μα ταυτόχρονα..απογοητευμένο, πληγωμένο, λες και είχε κάποιο λόγο να είναι.
Ύστερα στρέφει βιαστικά αλλού το βλέμμα του. «Ίσως να είναι καλύτερα έτσι» μου λέει.
«Ω θα είναι» του απαντώ με σιγουριά και ξανά γυρίζω προς το παράθυρο. Είχαμε ήδη πει αρκετά.
Αυτός με παρατηρούσε να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Περίμενα να φύγει, εφόσον δεν υπήρχε κάτι παραπάνω που χρειαζόταν να
πούμε. Αυτό ήταν κάτι σαν το αντίο μας.
«Δεν θα σε βίαζα» ακούω τη φωνή του μετά από λίγο.
«Προτιμώ να μην μιλήσω γι'αυτό» του λέω. Γεμίζω μίσος που ξανά φέρνω στο μυαλό μου αυτές τις δυσοίωνες αναμνήσεις από εκείνον.
«Ήθελα να σε ψήσω μόνο, αλλά αφού έβλεπα ότι δεν γούσταρες θα σταματούσα μόνος μου. Όμως άρχισες να φωνάζεις, και μου έσπασες τα νεύρα, ήθελα απλός να σε τρομάξω.»
Γυρίζω εκνευρισμένη με τη προσπάθεια του να δικαιολογήσει κάτι, τόσο απάνθρωπο που έπραξε.
«Είσαι διπολικός Άλεξ, εγώ αυτό ξέρω. Όταν σε γνώρισα έβλεπα κάτι σε εσένα, φρόντισες να το καταστρέψεις!» φωνάζω. Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει μες τα μάτια. Μου δίνει σημασία, αλλά μοιάζει πραγματικά σαν να μην τον ενδιαφέρει. Έτσι εκνευρίζομαι ακόμη περισσότερο.
Ανασαίνω και κάνω μια κίνηση αγανάχτησης με τα χέρια μου. Η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει ανεξέλεγκτα. Οι παλμοί μου ήταν δυνατοί. Το αίμα μου έβραζε, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα λόγια μου πλέον.
«Ειλικρινά δεν μπορώ να σε ψυχολογήσω! Ίσως είσαι απλά ένα κακομαθημένο, που του αρέσει να παίζει με τους ανθρώπους λες και είναι τα άψυχα παιχνίδια του, που δεν αντιλαμβάνεται τον ανθρώπινο πόνο, ίσως είχες πάντα ότι ήθελες, και τώρα πιστεύεις ότι είσαι κάτι ανώτερο από τους άλλους. Δεν ξέρω!» κραυγάζω.
Εκείνος απλός με κοιτάει στα μάτια, και φέρνει αργά, και ανενόχλητα το ποτό στα χείλια του για να πιει λίγο ακόμα.
«Ενδιαφέρον θεωρεία» απαντάει.
Εγώ γελάω ειρωνικά και στρέφω το βλέμμα μου αλλού. «Δεν μπορεί να με γράφεις τόσο στα αρχίδια σου όσο δείχνεις» λέω.
«Θες να σου δείξω και την υπογραφή μου;» λέει βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του. Τα μάτια του ξεφεύγουν από πάνω μου, και κοιτάζουν φευγαλέα το όργανο του. Ύστερα ξανά κοιτάζει εμένα σαν να με προκαλεί.
«Έφευγες;» τον ρωτάω.
Αυτός με κοιτάζει απροσδιόριστα. Πλησιάζει με άνετο βηματισμό προς το μέρος μου, ώστε να μειώσει αρκετά την απόσταση μας.
«Τι γίνεται και με εσένα; Ίσως δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένα αφελής κοριτσάκι, που είχε πάντα όλη τη προσοχή πάνω του, και τώρα απλός δεν μπορεί να συνηθίσει το γεγονός πως κανείς δεν δίνει δεκάρα για πάρτη του» μου ανταποδίδει τα σκληρά μου λογία, με τα δικά του.
Τα καταπράσινα μάτια του έχουν κατακλυστεί από ένα βαθύ μίσος, που με σκίαζε τόσο, που με εμπόδιζε στο να συνεχίζω τη συζήτηση.
Τα μάτια μου σταδιακά αρχίσαν να βουρκώνουν. Τα δηλητηριώδης λόγια του είχαν πέσει σαν μαχαιριές πάνω στη αχίλλειος πτέρνα μου. Τα φρύδια μου συνοφρυωθήκαν. Τα χείλια μου ξεκίνησαν να τρέμουν. Κοίταξα αλλού προφέροντας «τελείωσες;» και το πρώτο δάκρυ κύλησε από το αριστερό μου μάτι.
Πλησιάζει λίγο ακόμη το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και μου ψιθυρίζει με θράσος: «Τώρα ξέρεις πως είναι.»
Φεύγοντας, κοπανάει το ποτήρι του στον τοίχο με οργή. Το ποτήρι διαλύεται σε χίλια αιχμηρά κομμάτια. Το κρούσμα του ποτηριού ακούγεται πάνω από τη μουσική. Εγώ απομακρύνομαι σοκαρισμένη.
Το κάτω χείλος μου πέφτει, έχω αφήσει το στόμα μου ανοιχτό, μένοντας άφωνη από τη θρασύτητα του. Ο θώρακάς μου ανεβοκατέβει από φόβο.
Ξαφνικά βλέπω την Έμμα ανήσυχη να τρέχει προς το μέρος μου. «Τι του είπες;!» φωνάζει.
«Εγώ απλά- » προσπαθώ να δικαιολογηθώ δειλά, αλλά η φωνή του Άλεξ με διακόπτει
«ΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΛΑ?» ουρλιάζει ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα χέρια του, απευθύνεται σε όλο το μαγαζί. Όλο το μπαρ αρχίζει να φωνάζει ενθουσιασμένο και να τον χειροκροτεί. Έτσι αρχίζει να χειροκρότει και αυτός. «Ναι!» λέει. «Εγώ θέλω να περάσω καλά» συνεχίζει πιο ψύχραιμος.
Ρίχνει ένα βλέμμα του στον Μάριο, και σαν να ήταν ένα είδους συνθηματικό, αυτός αμέσως καταλαβαίνει. Βγάζει από τη τσάντα του μια μολότοφ, και τη πετά στα χεριά του. Αυτός τη πιάνει με ευκολία. Αμέσως, την είχε πετάξει σαν αστραπή στον απέναντι τοίχο.
Αυτή εκρήχθηκε, η φωτιά πλημμύρισε όλη τη αριστερή πτέρυγα του μπαρ. Ο κόσμος άρχισε να πανικοβάλλεται. Η μουσική σταμάτησε, ανθρωπινά ουρλιαχτά έπνιξαν τη ησυχία προτού καν εμφανιστεί. Επικρατούσε ένα κύμα απέραντης αναστάτωσής που ξέβγαζε απειλή για κάθε ανθρώπινο καρδιοχτύπι μέσα στο μπαρ.
Παρατήρησα τους Κράιμς να τον υποστηρίζουν. Αρχίσαν να ανεβαίνουν πάνω στα έπιπλα να τα σπάνε, να τα πετάνε με οργή, να φωνάζουν. Οι υπάλληλοι προσπαθούσαν άδικα να υποβάλουν τη τάξη. Με τον Γιώργο να σπάει τα τζάμια, τον Μάριο να σπάει ένα-ένα τα μπουκάλια του μαγαζιού, τη Έμμα και την Στεφανία να κλοτσάνε τα έπιπλα, να τα σπάνε στη μέση, το μέρος είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε κόλαση. Απολάμβαναν τον ανθρώπινο τρόμο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Ο κόσμος στριμωχνόταν , έδινε μάχη για το ποιος θα φύγει πρώτος. Ένας υπάλληλος άρπαξε τον πυροσβεστήρα του μαγαζιού προτού εξαπλωθεί πολύ η φωτιά. Παρόλα αυτά, το χάος είχε μόλις ξεκινήσει.
Όταν το μπαρ έχει σχεδόν αδειάσει, βλέπω τον Άλεξ να βάζει άνετος ένα ποτήρι Vodka στον εαυτό του. Κοιτάζει προς το παράθυρο, και βλέπει τα περιπολικά της αστυνομίας να πλησιάζουν. «Καλώς τους φίλους μου» ψιθυρίζει πριν πιει μονορούφι το ποτήρι του.
Έπειτα όλη η ομάδα άρχισε μαζεύεται και κατευθύνεται προς τη πίσω έξοδο του μαγαζιού. Μαζί τους και εγώ. Αφού περάσουμε την έξοδο, φευγουμε βιαστικά από το μέρος. Αυτή δεν ήταν η πρώτη ούτε και η τελευταία φορά που οι Κράιμς θα έρθουν σχεδόν σε απόσταση αναπνοής με τις αρχές. Το θέμα είναι, πως πάντα, μα πάντα, είχαν έναν άσο στο μανίκι τους.
Λαχανιασμένοι πλέον και οι 6 μας, σταθήκαμε σε μια γωνιά, και πήραμε μια ανάσα. Τα πνευμόνια μας ζητούσαν καθαρό οξυγόνο. Είμασταν ασφαλής εδώ. Ο Άλεξ κοίταξε το καπνό από μακριά και χαμογέλασε λοξά. Άναψε το τσιγάρο του και απλά έκατσε να το χαζεύει.
Αν μόλις τα λογια μου τον πλήγωσαν έφερε τη πλήρη καταστροφή, και τώρα χαζεύει ικανοποιημένος το κατόρθωμα του, αυτό αντίστρεφε όλες τις θεωρίες μου.
Και μέσα σε μια στιγμή είχα μετανιώσει κάθε λέξη που είχα ξεστομίσει.
Γιατί τότε κατάλαβα.
Ο Άλεξ δεν συμπεριφερόταν έτσι επειδή είχε πάντα ότι ήθελε.
Αλλά επειδή δεν είχε ποτέ τίποτα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top