Περαστικοί {09}

Βάλτε το τραγούδι πριν την ανάγνωση.

142 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Όταν οι άνθρωποι χάνονται, συνηθίζουν να στηρίζονται σε περαστικούς για να βρουν το δρόμο τους. Περαστικοί άνθρωποι, που στην αρχή μοιάζουν σαν να είναι.. όλη μας η ζωή. Η όμορφη σωτηρία μας. Ευτυχώς, περαστικοί είναι και οι πόνοι μας μαζί τους. Όλα περαστικά είναι μωρό μου. Αυτό συνήθιζε να μου έλεγε όταν με έβλεπε να κλαίω, και ήταν γελοίο όταν δεν καταλάβαινε ποτέ το λόγο. Όχι μωρό μου, δεν είναι όλα περαστικά. Απλά όλοι όσοι εσυ γνώρισες, ήταν περαστικοί.

Πήρα μια βαθιά εισπνοή, ξελαφρώνοντας τον εαυτό μου από τις βαριές σκέψεις που τον τελαπορούσα. Έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τον κρύο αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Δεν έβλεπα, μόνο ένοιωθα. Εκείνος μάλλον έκανε το αντίθετο.

«Ωραία δεν είναι;»

Άνοιξα απότομα τα μάτια μου και γύρισα να κοιτάξω το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Αντίκρισα δίπλα μου την Έμμα. Τα μαλλιά της φαίνονταν πιο σκούρα μέσα στην νύχτα, τα κατάμαυρα ρούχα της με το ζόρι ξεχωρίζουν από το πυκνό σκοτάδι τριγύρω.

Κοίταξα κάτω από το κτήριο που βρισκόμασταν. Οι Κράιμς ανεβαίνουν στις ταράτσες των εγκαταλειμμένων σπιτιών, η των κτηρίων που ποτέ δεν ολοκληρωθήκαν. Χαζεύουν όλη τη πόλη, σαν να είναι ένας διαφορετικός πλανήτης. Έτσι και τώρα.

Το θέαμα πάντα ήταν καλύτερο από όσο το θυμόμουν. Από όσο το είχα συνηθίσει. Το σκοτάδι έχει μια όμορφη, πυκνή πολύ σκούρα μπλε απόχρωση. Παρατηρούμε από πανω τα φωτιστικά του δρόμου που φωτίζουν σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια το δρόμο. Ο κρύος αέρας ταξιδεύει ανάμεσα στη πόλη, και εμείς χαζεύουμε τους περαστικούς. Άλλοι τρέχουν βιαστικοί, άλλοι περπατούν μοναχοί, και άλλοι χέρι με χέρι. Άλλοι μιλούν στο τηλέφωνο, άλλοι γελάνε μεταξύ τους. Ο καθένας, με τη δικιά του ιστορία.

«Πάντα ωραία είναι» της απαντώ και βάζω τα χέρια στις τσέπες μου, χωρίς να σταματήσω να κοιτώ τη θέα.

Ακούω τη βαθιά αναπνοή της μέσα στην απέραντη ησυχία. Μόνο τα αυτοκίνητα, και ο ήχος από τη πόλη ακουγόταν ελάχιστα.

«Έμαθα, πως χώρισες με τον Αλεξ» μου ανακοινώνει.
«Ναι»
Από εκείνη τη στιγμή φάνταζε σαν να προσπαθούσε να πνίξει τα συναισθήματα της. Καθάρισε το λαιμό της αμήχανα.

«Πως και έτσι;» ρώτησε.

Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου ως απάντηση.

«Εύα, ίσως πρέπει..να σου πω κάτι.» είπε και άναψε τσιγάρο. Γύρισα και την κοίταξα γνέφοντας.

«Κοίτα, είχε παιχτεί κάτι με εμένα και τον Αλεξ στο παρελθόν.» μου ανακοίνωσε βάζοντας το τσιγάρο στο στόμα της. Ένοιωθα παράξενα. Σίγουρα δεν το περίμενα. Ίσως λίγη ζήλια. Ξέρω, παράλογο, αλλά είναι δύσκολο να ξεγράψεις εντελώς τα συναισθήματα από κάτι. Είναι σαν είσαι για ώρες μέσα στο σκοτάδι, και ξαφνικά μια έντονη λάμψη φωτός να ξεπροβάλει, και να τυφλώνει τα μάτια σου, που είχαν συνηθίσει τόση ώρα το σκοτάδι.

Το σκοτάδι μας τυφλώνει. Το φως επίσης.
Όλα τα αληθινά συναισθήματα, είναι παράλογα. Γιατί η λογική ανήκει στο μυαλό. Και το συναίσθημα στη καρδιά. Στραβοκατάπια όσο την κοιτούσα με ένα εξεταστικό τρόπο.

«Δηλαδή; Ήσασταν....μαζί;» ρώτησα.
«Ναι»
Τα επόμενα λεπτά ήταν σιωπηλά. Εκείνη κάπνιζε όσο κοιτούσε πελαγωμένη τη πόλη. Και εγώ έμοιαζα τόσο προβληματισμένη. Απορίες ελέγχουν το μυαλό μου. Όπως..

Ο Αλεξ φερόταν τόσο απαίσια και στην Έμμα;

Όμως άμα το έκανε, εκείνη..γιατί είναι ακόμα εδώ; Δεν φαίνεται για μαζόχα ούτε και για ο τύπος των κοριτσιών που υφίσταται ένα χαρακτήρα σαν και αυτόν.

«Δεν τον έχεις ξεπεράσει έτσι;» την ρώτησα και γύρισα να την κοιτάξω.

«Ε;» είπε ξαφνιασμένη

«Ποτέ δεν το έκανες» συνέχισα σίγουρη.

Ξεφύσησε και κοίταξε τον ουρανό μελαγχολικά. Έκλεισε τα μάτια της και ξεφύσησε το καπνό από το τσιγάρο της. Τον παρακολούθησα όσο εκείνος χάνονταν αργά στην ατμόσφαιρα. Μετά από λίγο κατέβασε το κεφάλι της, και πήρε μια βαθιά εισπνοή.

«Ξέρεις, όταν μπήκες στην ομάδα..στην αρχή εγώ..» είπε και έκανε μια παύση γελώντας και κουνώντας το κεφάλι της μελαγχολικά.

«Ίσως..σε..ζήλεψα» συνέχισε.

Άνοιξα το στόμα μου έκπληκτη, και έτοιμη να μιλήσω όμως εκείνη με πρόλαβε

«Λίγο. Πολύ λίγο, μη χαίρεσαι»

«Με ζήλεψες; Γιατί;» γέλασα.

«Γιατί ήσουν το τέλειο κορίτσι! Μπήκες στην ομάδα μόνο και μόνο επειδή ήσουν η γκόμενα του Αλεξ! Δεν είχες να κάνεις μαζί μας γαμώ! Ήσουν διαφορετική. Δεν ταίριαζες» είπε εκνευρισμένη και κλότσησε ένα πεταμένο κουτάκι από αναψυκτικό που ήταν μπροστά στα πόδια της. Εκείνο χάθηκε στη πόλη.

Πήρα βαθιά εισπνοή και σκέφτηκα καλά τα λόγια της.

«Έχεις δίκιο. Δεν ταίριαζα. Ούτε και τώρα δεν το κάνω.» ειπα.

«Ακόμα να καταλάβω.. το γιατί» συνέχισα ενώ μου έριξε μια απορημένη μάτια.

«Γιατί να καταστρέφουμε; Να κλέβουμε; Ποιο το νόημα;» ρώτησα μπερδεμένη.

Συνέχισε να κοιτάει πελαγωμένη τη πόλη κάτω στα πόδια μας.

«Εσυ γιατί κοιτάς τη θέα;» με ρώτησε.

«Γιατί..είναι όμορφη» της απάντησα το αυτονόητο.

Τότε, διάκρινα το μισό χαμόγελο που σχημάτισε, παρόλο που το έκρυβαν τα μαλλιά της.

«Ακριβώς. Εσύ την κοιτάς γιατί είναι όμορφη. Εγώ τη κοιτάω, γιατί την φαντάζομαι μέσα στις φλόγες» είπε και ο αέρας φύσηξε τα μαλλιά της, αφήνοντας με να δω τα μελαγχολικά και βαθυστόχαστα μάτια της.

Γύρισε και με κοίταξε. Ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά της, και δεν ξέρω άμα τα μάτια της είχαν δακρύσει από αυτόν.. η..απλός..έφταιγαν τα συναισθήματα της.

«Είμαστε οι Κράιμς Εύα! Δεν ψάχνουμε ρο νόημα. Το δημιουργούμε. Η λέξη κλειδί, είναι ο κοινός πόνος, που έχουμε νοιώσει.» μου είπε.

«Για ποιο πόνο μιλάς; Εσείς προκαλείται το πόνο! Όλοι σας φοβούνται» ύψωσα το τόνο της φωνής μου συνοφρυωμένη.

«Ο καθένας έχει το δικό του παρελθόν. Άσχημο.. παρελθόν» μου απάντησε

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ησυχίας που συλλογιζόμουν την απάντηση της, πήρα το θάρρος να την ρωτήσω.

«Και γιατί δεν μιλάτε ποτέ για αυτό;»

«Γιατί οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά πονέσει. Δεν γουστάρουν να τους λυπούνται.» μου απάντησε και έτριψε το μάγουλο της με θυμό. Έτσι κατάλαβα πως είχε δακρύσει.

«Κοίτα, δεν με νοιάζει. Η μάνα μου θα είναι έξω και θα πίνει η πηδιέται με κανένα στο παρακάτω μπαρ. Δεν το κάνω θέμα. Δεν με ενδιαφέρει» συνέχισε.

Ένοιωσα χιλιάδες γυάλινα κομμάτια να σκίσουν το στομάχι μου. Την συμπόνησα. Έτσι όπως δεν έχω συμπονήσει κανέναν. Και δεν περίμενα να το κάνω αυτό για κάποιον σαν την Έμμα.

«Ο πατέρας..σου;» ρώτησα δισταχτικά.

«Ποιος από όλους;» γέλασε.

Γούρλωσα τα μάτια μου, και κατέβασα μελαγχολικά το κεφάλι μου.

«Λυπάμαι» μουρμούρισα

«Μόλις σου ειπα δεν γουστάρω να με λυπούνται!» μου φώναξε ενώ η φωνή της έσπασε στο τέλος της πρότασης. Ξανά σκούπισε το μάγουλο της, αφήνοντας με να ξανά καταλάβω πως είχε δακρύσει.

«Ο..Άλεξ;» ρώτησα

Ανασήκωσε τους ώμους της ανήξερη

«Κάνεις δεν ξέρει για τον Αλεξ» ξεφύσησε.

[......]

Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι. Παράξενοι ε; Θεωρούνται νοήμονες γιατί δεν αντικρίζουν τη ζωή κατάματα. Όμως υπάρχει διαφορά στη δειλία από την αποφυγή. Μεγάλη διαφορά το βαρέθηκα από το κουράστηκα. Μεγάλη διαφορά η αγάπη και ο έρωτας. Το μαζί και το διπλανοί, το μπορώ από το θέλω. Η δυστυχία από την αδυναμία. Η συμπόνια από τη λύπηση. Τραγικό να υπάρχουν μεγάλες διάφορες που μοιάζουν μόρια στα μάτια των ανθρώπων.

Σταματάω να πληκτρολογώ στο Blog, όταν ακούω τρία χτυπήματα στη πόρτα. Το τελευταίο ήταν και το πιο δειλό. «Ναι;» ρωτάω

«Εύα, ο..Γιάννης είμαι»

«Να..περάσω;» ρωτάει αφού βλέπω πως δεν απαντώ.

Ξεφυσάω και κλείνω το λάπτοπ
«Πέρασε» του λέω.

Ανοίγει τη πόρτα και εισέρχεται στο δωμάτιο μου. «Πως και έμαθες να χτυπάς;» τον ρώτησα και εκείνος καθάρισε το λαιμό του.

«Ήθελα απλός να σου πω..συγνώμη. Ελπίζω να διορθώνετε η κατάσταση! » απαντά και γίνεται πιο σκυθρωπός. Το χέρι του προσγειώνετε πανω από το δικό μου. Με κοιτάζει πραγματικά μετανοιωμένος και αγγίζει όχι μόνο το χέρι μου αλλά με τα συναισθήματα μου. Κοιτάω ξαφνιασμένη το χέρι του πανω στο δικό μου και ύστερα ξεφυσάω.

«Ένταξη. Ξέρω πως δεν ήθελες να δημιουργήσεις πρόβλημα» του απαντώ και σκάω ένα χαμόγελο.

Εκείνος μου ανταποδίδει στο χαμόγελο και αισθάνομαι μια μικρή φλόγα χαράς να τρεμουλιάζει μέσα μου.

«Μπορώ να σε..ρωτήσω κάτι;» με ρωτάει ξαφνικά.

«Ναι ρίχτω» απαντώ.

Κατεβάζει το βλέμμα του προς το στρώμα του κρεβατιού που καθόμαστε και ύστερα με ξανακοιτά με περισσότερο θάρρος.

«Είσαι..ακόμα με τον Αλεξ;»

Ομολογώ η ερώτηση με έβαλε σε δύσκολη θέση. Στραβοκατάπια και βολεύτηκα καλυτέρα πανω στο στρώμα.

«Όχι» απάντησα.

«Αλήθεια; Θες..να πεις τέλειωσε; Αυτό ήταν; Χω-χωρίσατε;» σχεδόν φώναξε από τον ενθουσιασμό του. Τα μάτια του είχαν ανοίξει και το χαμόγελο δεν μπορούσε να κρυφτεί εύκολα από το πρόσωπο του. Έμοιαζε με παιδί το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Εγώ γέλασα και του απάντησα « Ναι.» χαμογελαστά.

«Τέλειωσε» συνέχισα ξέπνοα και έριξα τη πλάτη μου πίσω, ξαπλώνοντας στο κρεβάτι. Κοίταξα το ταβάνι απάνω και μέσα στη χαρά μου, έμοιαζε για ολόκληρο σύμπαν.

Εκείνος έκανε το ίδιο και ξάπλωσε διπλά στο σώμα μου. «Και δεν θα ξανά αρχίσει ποτέ;» ρώτησε και γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Χαμογέλασα κοιτώντας το -σύμπαν- και του απάντησα με σιγουριά

«Ποτέ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top