Ξέρεις ότι με ενδιαφέρεις {12}

Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να τρέξει μαζί μας. Ο ιδρώτας έκαιγε το δέρμα μου, ο άνεμος χτυπούσε το πρόσωπο μου και μου έδινε έναν αέρα που με έκανε να μοιάζω ελεύθερη. Ακόμα και αν η καρδιά μου πονούσε, το πόδι μου κάθε φορά που το λύγιζα δημιουργούσε μια ανυπόφορη οδύνη.

Ένοιωθα..για πρώτη φορά..μέρος των Κράιμς. Τρέχω ανάμεσα τους, και ακόμα να το πιστέψω.

Ο Άλεξ γύρισε πίσω του χωρίς να σταματήσει να τρέχει. Τα καστανά του μαλλιά τινάχτηκαν προς τα εκεί και τότε φώναξε «Σταματήστε».

Υπακούσαμε και σταματήσαμε. Ο Μάριος άρχισε να γελά λαχανιασμένος και στηρίχτηκε στα γόνατα του.

«Είδες-είδες του μπάσταρδους; Μας έχασαν!» Απευθύνθηκε στον αρχηγό της ομάδας.

Το σώμα μου ήταν μουδιασμένο, και μόνο ο πόνος του ποδιού μου ξεχώριζε. Έκλεισα τα μάτια μου και κάθισα κάτω στο πεζούλι.

Γαμώτο, είμαι τόσο άχρηστη.

Είδα τον Άλεξ να με πλησιάζει και να γονατίζει κοντά μου. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, τα μάτια του πιο ζωηρά, το μέτωπο του είχε ιδρώσει, κα γδαρθεί. Τον βλέπω να ξετυλίγει το άσπρο ύφασμα από τα πόδια μου και αμέσως νοιώθω μια ανακούφιση και ένα τσούξιμο. Η πηγή φαίνεται βαθιά, το κατά κόκκινο χρώμα της, το γδαρμένο τριγύρω δέρμα μου..

«Στο..έδεσα πρόχειρα» λέει μου ρίχνει μια ματιά.

Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάζει.

«Θα πονέσει» με προειδοποιεί λίγο πριν τυλίξει ξανά το τραύμα μου.

«Απλά κάντω» στραβοκαταπίνω βαριά και ρίχνω πίσω το κεφάλι μου, σαν να δέχομαι να πιώ μονορούφι το κώνειο.

Εκείνος τυλίγει ξανά το άσπρο ύφασμα τριγύρω από τη πληγή. Το πιέζει με δύναμη και το σφίγγει. Το τσούξιμο είναι σαν με κόβουν με μαχαίρι. Πνιγώ τα ουρλιαχτά μου και παλεύω να μείνω σιωπηλή. Μαζεύω τα δάχτυλα μου και σφίγγω πετραδάκια από το χώμα που ματώνουν τα χέρια μου. Το δένει επιτέλους και αναστενάζω.

«Ευχαριστώ» του λέω «Αλλά τι σε έπιασε;» γελάω και σηκώνω το κεφάλι μου για να τον δω.

«Τι με έπιασε;»

Μένω και τον κοιτάζω λίγο ακόμα, και παρατηρώ για χιλιοστή φορά το πρόσωπο του. Πόσο άφθαρτος μοιάζει. Το πρόσωπο του είναι γεμάτο γρατζουνιές και το μέτωπο του καρβουνιασμένο. Όμως παραμένει να είναι πανέμορφος, ειδικά τα λαμπερά κατά πράσινα μάτια του. Τόσο άφθαρτος..και δυνατός.

«Αστό, πρέπει να φύγω» λέω αδιάφορα και σηκώνομαι. Λίγο πριν φύγω νοιώθω τη λαβή του Άλεξ να με σταματά.

«Εύα, θα σε ρωτήσουν για..αυτό» λέει και δείχνει με τα μάτια του την πληγή μου.

«Τι θα πεις;» προσθέτει.
Κοιτάζω τριγύρω όσο προβληματίζομαι την απάντηση.

«Κάτι θα βρω» ανασαίνω.
Ύστερα αρχίζω να περπατώ προς το δρόμο του σπιτιου. Χωρίς λόγο, γυρίζω μια στιγμή προς τους Κράιμς. Ο αέρας φυσάει ελάχιστα τα μαλλιά μου. Ο Άλεξ είναι γυρισμένος προς τους Κράιμς. Ανοίγει τα χέρια του και τους προτρέπει να σταματήσουν τις φωνές. Καθαρίζει το λαιμό του.

«Κυρίες, και κύριοι..τους γαμήσαμε άλλη μια φορά!» φωνάζει και τότε ξανά αρχίσαν οι Κράιμς να φωνάζουν και να χειροκροτούν.

Χαμογελάω και ύστερα συνεχίζω το δρόμο προς το σπίτι μου. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν δικαιολογίες για να πω στους γονείς μου. Ποιον κορόιδευα; Απλός ευχόμουν να έλλειπαν.

Μόλις έφτασα και άνοιξα τη πόρτα κοκάλωσα στην εμφάνιση των γονιών μου, αλλά και του Γιάννη! Μα τι ωραία που τα φέρνει το σύμπαν..

«Εύα! Μα που χτύπησες;» φωνάζει η μητέρα μου και αμέσως μου πιάνει το χέρι και με βάζει να κάτσω στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της.

«Όλα καλά μαμά» την καθησυχάζω.

«David έλα να με βοηθήσεις να φτάσω το κουτί πρώτων βοηθειών!» με αγνοεί και πιάνει το πατέρα μου από το χέρι καθοδηγώντας τον στο μπάνιο.

«Εύα..» μου απευθύνεται ο Γιάννης καθώς με πλησιάζει.

«Πως χτύπησες;» με ρώτησε

«Εγώ..να..σκόνταψα»

«Εύα, και οι δυο γνωρίζουμε..πως ΔΕΝ σκόνταψες» ξεφυσάει.

«Κάτι τι γνωρίζεις;» ανασηκώνω το ένα μου φρύδι.

«Ότι εκείνος στο έκανε αυτό..και γαμώτο..μου υποσχέθηκες..μου υποσχέθηκες πως τελείωσε!» άρχισε να ψιθυρίζει έντονα.

«Μα τελείωσε!» απάντησα στο ίδιο τόνο μαζί του.

«ΤΟΤΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;» ψιθυρίζει για να μην μας ακούσουν και δείχνει το πόδι μου.

«Να μην σε νοιάζει! Εγώ χτύπησα, δικό μου το πρόβλημα λοιπόν, άρα τι σε νοιάζει άμα πονάω η δεν πονάω; Τι σε ενδιαφέρει άμα είμαι η δεν είμαι με τον Άλεξ;» ψιθυρίζω γρήγορα.

Και τότε σιωπάει. Με κοιτάζει έντονα, μα ταυτόχρονα δειλά. Οι κόρες των ματιών του τρεμούλιαζαν κατω απο το χαμηλό φωτισμό του δωματίου.

«Ξέρεις ότι με ενδιαφέρεις..» ψέλλισε και έπιασε το χέρι μου. Άρχισε χαϊδεύει τρυφερά με τα δάχτυλα του.

«Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να σου πω» κούνησα ελάχιστα το κεφάλι μου και τον κοίταξα σαν να τον παρακαλούσα να με καταλάβει. Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο μου κλείνοντας τη πόρτα. Ήθελα μόνο την ησυχία, κανέναν άλλο. Και τι εννοούσε με αυτό το ‘ ξέρεις ότι με ενδιαφέρεις’;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top