Νοιάστηκα {15}

139 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ

Είχε περάσει σχεδόν ένα σαββατοκύριακο, και δεν είχα δει καθόλου τους Κράιμς, ή τον Άλεξ. Ένα κομμάτι μου ήθελε να του ζητήσω συγγνώμη, όμως ένα άλλο σκεφτόταν όλα αυτα που έχω υποστεί από εκείνον, και δεν έχω ακούσει ποτέ μου ούτε ένα συγνώμη, ένα μετάνιωσα, ένα λυπάμαι, γιατί να ακούσει αυτός από εμένα;

Ήταν βράδυ Κυριακής, δεν με έπαιρνε ύπνος, για αυτό και είχα αφήσει το Laptop πάνω στο κρεβάτι μου, και προσπαθούσα να γράψω στο Blog μου. Το μίσος μερικών ανθρώπων, πίσω από τη οθόνη, αυξανόταν. Ο κόσμος είχε πειστεί, πως η MissAnonymous ήταν πράγματι η Εύα Johson.

«Unfollow, αναφορά και τα σχετικά..»

«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι αυτή η μαλακισμένη από το σχολείο.»

«Εύχομαι να ήξερε εδώ ο κόσμος τι διεστραμμένο άτομο είσαι»

«Υποκρίτρια. Και δεν γράφεις καν τόσο καλά»

«Δεν μπορώ να καταλάβω τι σου βρίσκει ο Άλεξ»

Κυλούσα τα σχόλια χωρίς να είχαν τελειωμό. Όπως και να έχει, ήταν μια κατάσταση που είχα σχετικά συνηθίσει.

Δεν είμαι σίγουρη από που ακριβώς να αρχίσω. Είναι φορές που θες να μισείς κάποιον, και κάθε φορά που βρίσκεσαι στο χείλος του γκρεμού, εκείνος θα μοιάζει να πέφτει πρώτος. Και τότε δεν θα πέσεις για να δώσεις τέλος στη ιστορία σας, αλλά για να σώσεις εκείνον. Όπως και να έχει θα πέσεις. Θέλω να πω, είναι δύσκολο να μισείς κάποιον που θα ορκιζόσουν πως αγαπούσες. Δεν μπορείς να ξεχάσεις να κάνεις ποδήλατο μέσα σε μια μέρα, γιατί να μπορείς να ξεχάσεις τα συναισθήματα σου έτσι λοιπόν; Και ώρες ώρες αρχίζεις να μισείς τον εαυτό σου, τις πράξεις σου, σκέφτεσαι τι θα έκανε κάποιος άλλος, κάποιος τρίτος, ή τι θα έκανε ο παλιό σου εαυτός, το θέμα είναι πάνω κάτω τι θα κάνεις τώρα.

Ήθελα να γράψω περισσότερα, αλλά με διέκοψε η απότομη δόνηση του κινητού μου. Άνοιξα τα εισερχόμενα μου, είδα ότι είχα ένα μήνυμα από τον Άλεξ. Περίμενε. Ο Άλεξ; Μου έστειλε μήνυμα τα ξημερώματα Κυριακης;


Κατέβηκα βιαστικά τα σκαλοπάτια του δωματίου μου, και κοιτάχτηκα στο καθρέφτη του σαλονιού.

Πέρασα μερικές βουρτσιές τα καστανά μαλλιά μου και έπειτα κοιτάχτηκα στο καθρέφτη αντικρίζοντας την άθλια εμφάνιση μου. Ήμουν με τις πιτζάμες, τα μάτια μου νυσταγμένα, και γενικώς, όχι στη κατάσταση που θα ήθελα να με δει. Αναστέναξα, απογοητευμένη. Μια απόφαση είναι. Άνοιξα τη πόρτα, και βγήκα έξω.

Ο κρύος αέρας διαπέρασε το σώμα μου, ανατρίχιασε το δέρμα μου, και με έκανε να μαζέψω ντροπαλά τη ζακέτα καλύτερα τριγύρω μου.

Βλέπω τον Άλεξ να στέκεται λίγα μέτρα πιο μακριά, με το τσιγάρο του να έχει γίνει σχεδόν προέκταση του χεριού του.

«Τι θέλεις;» τον πλησιάζω.

Με παρατηρεί από πάνω έως κάτω. Γελάει άηχα, και πνιχτά. «Χαριτωμένο» σχολιάζει τη πιτζάμα μου. «Ναι..Ευχαριστώ» στραβοκαταπινω αμηχανα, και σταυρώνω νοιώθοντας ανασφάλεια τα χέρια μου.

Ύστερα σοβαρεύει. Με κοιτάζει με τα κραυγαλέα μάτια του, που φωτιζόταν από το φως της αυλής μου πιο διπλά. Παίρνει μια τζούρα από το τσιγάρο του, και αφήνει τον καπνό να απελευθερωθεί αργά από τα χείλια του.

«Δεν είμαι από τους καλύτερους ανθρώπους που θα γνωρίσεις, Εύα» κάνει μια παύση. «Αλλά το ήξερες αυτό» συνεχίζει.

«Αναμφίβολα» απαντώ.

«Γιατί επέλεξες να γίνει έτσι;» μου λέει.

Ανασαίνω κοιτώντας αμήχανα προς τα κάτω. Αγκαλιάζω λίγο το σώμα μου από το κρύο. Θεέ μου έτρεμα. Αλλά δεν ήμουν σίγουρη εάν ήταν από το κρύο. «Δεν.. περίμενα ότι θα φτάσουμε εδώ» του λέω.

Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει στα μάτια, ακόμη και αν εγώ προσπαθώ να το αποφύγω.

«Προσδιόρισε μου το εδώ μωρό μου» μου λέει.

«Εδώ..χωρισμένοι, τσακωμένοι, πληγωμένοι, μωρό μου» του απαντώ με ειρωνεία.

«Ήξερες τις συνέπειες μωρό μου» παίρνει άλλη μια τζούρα «Σε είχαν προειδοποιήσει» ξεφυσά τον καπνό για τελευταία φορά. Ύστερα πετά κάτω το τσιγάρο, και το σβήνει με το πόδι του.

«Έβλεπα κάτι σε εσένα, για αυτό.» του λέω, και αυτή τη φορά, αποφασίζω να τον κοιτάζω και εγώ μες τα μάτια.

«Αυτό που έβλεπες, δεν το βλέπεις ποια;» αποκρίνεται.

Και τότε σωπαίνω. Το έβλεπα; Αυτό ήταν που έβλεπα τόσο καιρό σε αυτό το ζευγάρι πράσινα μάτια που με κοιτούσαν, περιμένοντας μια απάντηση; Κάτι με εμπόδιζε, να απαντήσω ναι, δημιουργούταν ένας κόμπος στο λαιμό μου και έχανα τα λογια μου.

Κουνάω διακριτικά το κεφάλι μου αρνητικά. «Όχι» ψελλίζω. «Όχι δεν το βλέπω» συνεχίζω.

Ένα λοξό χαμόγελο δημιουργείτε στο πρόσωπο του. Ήταν μόλις να του είχα κάνει κάποιο κομπλιμέντο. «Καιρός ήταν» λέει.

«Απλά δεν μ αρέσει να λέω πράγματα που δεν εννοώ. Ότι σου 'πα προχθές ήταν στα νεύρα μου» λέει αδιάφορα. Δεν τον ενδιάφερε πραγματικά αν είχα θιχτεί η όχι, ήθελε απλά να ξεκαθαρίσει τη θέση του. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι ενδιέφερε τον Άλεξ περισσότερο από το εγωισμό του.

«Συγνώμη για προχθές, νόμιζα πως μετά από τόσους μήνες σχέσης σε ήξερα. Αλλά κάθε μέρα είναι σαν να σε γνωρίζω ξανά από την αρχή.» απαντώ. Στενεύω τα μάτια μου, κοιτώντας τον με ρίγος.

« Δεν έχω ιδέα... για το ποιος είσαι.» λέω.

«Όχι, δεν έχεις» συμφωνεί ψύχραιμος. Και από το γυμνό ύφος του αντιλαμβάνομαι ότι πράγματι, εννοούσε, πως ότι ήξερα ισοδυναμούσε με ένα τεράστιο μηδέν.

«Απάντα μου μόνο σε μια ερώτηση. Ειλικρινά.» τον παρακαλώ.

«Ρίχτει»

«Δεν.. νοιάστηκες ποτέ;» απορώ. Ο Άλεξ δεν ήταν πάντα σκληρός, ψυχρός, μαζί μου. Υπήρχαν στιγμές που είμασταν καλά, που έσβηνε όλες αυτές τα φορές που με απογοήτευε. Για αυτές τις στιγμές κέρναγα τον εαυτό μου ελπίδες.

Εκείνος παίρνει μια βαθιά ανάσα, απομακρύνεται αργά ένα βήμα, βάζοντας το χέρι του στη τσέπη. Σκέφτοταν την απάντηση. Φοβόμουν να την ακούσω. Δεν ήθελα να μου πει όχι, δεν νοιάστηκα, όχι, είσαι απλός αφελής, είσαι απλός κοροΐδο, μια ανόητη. Ένας κόμπος δημιούργησε στη κοιλιά μου από το άγχος, είχα αρχίσει να πνίγομαι, χρειαζόμουν την απάντηση του.

«Δεν θα μου απαντήσεις;» τον πιέζω.

«Εσύ τι λες;» γυρίζει και με ρωτάει.

Η απάντηση του με γκρέμισε. Αυτό που εννοούταν για εμένα ήταν ένα όχι. Όχι δεν νοιάστηκα. Δεν βλέπεις πως σου συμπεριφέρομαι;

«Εγώ νοιάστηκα όμως Άλεξ! Και πίστευα πως νοιαζόσουν και εσύ, δεν μπορεί να μην εννοούσες τίποτα, έστω για μια στιγμή!» φωνάζω.

Δεν μου απάντησε ποτέ . Ίσως ακόμη και αν ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του νοιάστηκε για εμένα , δεν θα το παραδεχόταν . Αλλά αμφιβάλλω ακόμη και για αυτό.

«Έχεις μετανιώσει;» του λέω.

Εκείνος προσπαθεί να συγκρατήσει το γέλιο του. «Μη το πάρεις προσωπικά, δεν φταις εσύ. Δεν συνηθίζω να μετανιώνω, για τίποτα» μου εξηγεί.

Κλασσικός Άλεξ. Δεν περίμενα τίποτα περισσότερο.

Τον βλέπω να πλησιάζει κοντά στο σώμα μου. Και να σκύβει λίγο το κεφάλι του προς το πλάι, για να με κοιτάξει. Βάζει το αριστερό του χέρι στη μέση μου απαλά. «Γιατί δεν έρχεσαι απλά να θυμηθούμε τα παλιά;» με ρωτάει. Ο Άλεξ είχε πάντα τεράστια επιρροή πάνω μου. Δεν μπορούσα να νοιώθω σχεδόν το γυμνασμένο σώμα του να ακουμπάει το δικό μου, και να στεκόμουν απλός αδρανή.

Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Έκανα αυτά που κορόιδευα. Αλλά μα το θεό, ο Άλεξ, ήταν ο πιο γοητευτικός 17χρονος που είχα δει. Μπορούσε να με έχει οπότε ήθελε, να με ελέγχει με το μικρό του δαχτυλάκι, να με τρελαίνει μόνο και μόνο που μου απευθυνόταν.

Έσφιξε περισσότερο τη μέση μου, και την έφερε πιο κοντά του. Η αναπνοή μου για μια στιγμή κόπηκε. Τον κοιτούσα σχεδόν τρομαγμένη από το τι ήταν ικανός να κάνει. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε σαν να διαμαρτυρόταν. Σύνελθε Ευα, πρίν λίγο σου είπε οτι δεν μετανιώνει για τίποτα και πως δεν τον νοιάζεις . Δεν νοιώθει τίποτα , θέλει απλός να περάσει καλά . Κάτα βάθος αηδίαζα τον εαυτό μου..που θα ήθελε να τον κάνει να περάσει καλά .

Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε, οι αναπνοές μου είχαν γίνει βαθιές. Τον σκάναρα κρυφά σαγηνευμένη με τα μάτια μου. Ξεροκατάπια. «Γιατί.. δεν ξανά κάνω το ίδιο λάθος». Είχα πέσει στη κυριολεκτικά, στη φωλιά του λύκου. Και με είχε του χεριού του.

Έσκυψε λίγο περισσότερο το κεφάλι του. Πλησίασε περισσότερο το πρόσωπο μου. Μπορούσε να αισθανθεί τη γρήγορη ανάσα μου. «Είναι πολύ αργά τώρα» μου ψιθύρισε. Το σώμα μου φώναζε μια εσωτερική θέληση, ήμουν τόσο αδύναμη μπροστά του.

«Κοίτα το χέρι σου» το σηκώνει απαλά, και βλέπουμε και οι δυο πως τρέμει σαν τρελό. Το κλείνει μες στη χούφτα του.

Προσπαθούσα τόσο πολύ να αντισταθώ στον Άλεξ, μα μου είχε κάνει τόσο μεγάλη ζημία, ευχόμουν να μπορούσα να τον διώξω, να  φερθώ έξυπνα για μια φορά στη ζωή μου.

«Το ξέρω ότι με θες, και σε θέλω, γιατί το κουράζουμε;» μου ξανά ψιθυρίζει. Θεέ μου, τι αλαζόνας που συνήθιζε να είναι. Αλλά γοητευτικός αλαζόνας.

«Γιατί να πρέπει να τα γαμάμε όλα;» συνεχίζει. Είμασταν πράγματι έτοιμοι να φιληθούμε. Από τη μια, καιγόμουν να τον φιλήσω, από την άλλη, αισθανόμουν για ακόμη μία φορά ηλίθια.

«Με θες ακόμη;» του ψιθυρίζω.

Νοιώθω το χαμόγελο του. «Άσε με να στο δείξω αυτό» μου λέει. Ανοίγει τα χείλια του, και πάει να με φιλήσει. Ξαφνικά σταματάει. Κοιτάζει από πίσω μας. Απομακρύνεται και εγώ μπερδεύομαι. «Γαμώ το κέρατο μου.» τον ακούω να λέει τρομερά εκνευρισμένος.

Γυρίζω πίσω μου, και αντικρίζω ακριβώς απέξω από τη εξώπορτα της αυλής, τον Γιάννη. Στις δυο το πρωί. Ναι. Ούτε εμένα μου φαίνεται λογικό .

«Γιάννη;» σαστιστώ.

«Εύα; Τι κάνεις εδώ με αυτόν;!» φωνάζει. Αμέσως πηδάει τη κοντή μάντρα του σπιτιού μου και πατάει στο έδαφος της αυλής μου.

«Εσύ τι κάνεις εδώ;!» φωνάζω. Αυτός μας πλησιάζει με γρήγορο βηματισμό.

«Ω Εύα, σε κοροϊδεύει, θέλει απλά να περάσει την ώρα του!» διαμαρτύρεται. Με τραβάει από το χέρι προς το μέρος του. Αλλά ο Άλεξ με τραβάει πιο δυνατά, και ξανά βρίσκομαι γρήγορα προς τη πλευρά του.

«Τι ζόρι τράβας ρε καργιόλη;» αρπάζεται ο Άλεξ. Είναι έτοιμος, να του ορμίσει, και να τσακωθεί μαζί του. Αμέσως τον κρατώ, για να σταματήσει. Ο Γιάννης ήταν σχεδόν πιο αφελής από εμένα. Με ποιον νόμιζε ότι τα έβαζε και πίστευε πραγματικά ότι μπορούσε να βγει από πάνω; Από τον ίδιο τον Άλεξ;

«Άλεξ, ηρέμησε» του λεω. Φοβόμουν για τον Γιάννη, ήξερα από την αρχή ποιος θα έβγαινε κερδισμένος από τσακωμό. Και θα ένοιωθα απεριόριστες τύψεις αν του συνέβαινε κάτι.

«Δεν μπορώ με το κάθε αρχίδι να έρχεται να μου κάνει εμένα κουμάντο!» γυρνάει ο Άλεξ έξαλλος για να μου απαντήσει.

Πριν προλάβει να αγγίξει τον Γιάννη, τον ξανά σταματώ.

«Μη! Σε παρακαλώ, μη!» τον εκλιπαρώ. Φωνάζω, με αποτέλεσμα να γυρίσει και να στρέψει την προσοχή του πάνω μου. Παρατηρώ τον Γιάννη να με κοιτάζει ξαφνιασμένος από την συμπεριφορά μου.

«Έχω κουραστεί όλο αυτό τον ανταγωνισμό, τη ζήλια, για μια φορά στη ζωή σου, κατάπιε τον εγωισμό σου, και σεβάσου αυτό που θέλω εγώ!» μιλάω, έντονα, σχεδόν παθιασμένη με τα λογια μου. Γιατί πράγματι, το να τσακωθούν αυτοί οι 2 ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα, και το πρώτο πράγμα που φοβόμουν.

Ο Άλεξ μένει και με κοιτάζει. Έμοιαζε να φιλοσοφούσε την επόμενη του κίνηση. Στο τέλος σφίγγει το σαγόνι του, τη γροθιά του και...για πρώτη φορά στη ζωή του, πράγματι, καταπίνει τον εγωισμό του. Πράγμα που δεν περίμενα να δω ποτέ από εκείνον. Προσπερνάει οργισμένος τον Γιάννη σκουντώντας με δύναμη τον ώμο του, και φεύγει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top