Μόνο εκείνη.. {32}
Ποιος θα φανταζόταν πως επέμενε τόσο πολύ να έρθω σήμερα γι' αυτό. Πλέον είχε βραδιάσει. Άλλη μια από τις αγαπημένες μέρες των Κράιμς, και μια καταραμένη για τους υπολοίπους. Εκείνοι θα ορίζουν τους κανόνες, και οι άλλοι θα υπακούν σαν υποταγμένα πιόνια. Άμα δεν το κάνουν; Πολύ απλά θα πέσουν κάτω από το παιχνίδι.
«Γι' αυτό επέμενες να έρθω;» τον ρώτησα καθώς κοιτούσαμε και οι δυο μας κάτω από το κτήριο.
Εκείνος γέλασε αλαζονικά. Ο κρύος αέρας είχε ασπρίσει ελαφρά το πρόσωπο του, τονίζοντας τα καταπράσινα μάτια του που μελετούσαν το μέρος κάτω από το κτήριο. Ανακάτευε με μανία τα απαλά καστανά μαλλιά του.
«Είναι από τους καλύτερους τρόπους να ξεχαστείς» είπε με ένα αγνό χαμόγελο. Κοιτάζοντας ακόμα κάτω στο κενό, σκεπτόμενος το τι θα συμβεί σύντομα. Φαινόταν τόσο ερωτευμένος με τη καταστροφή και τη δράση. Όπως όλοι οι γκάνγκστερς. Θα μπορούσα να αρχίσω να τη ζηλεύω που κατέχει τόσο σταθερά την αγάπη του.
Έκανα ένα μικρό βήμα πιο κοντά στο κενό. Η ταράτσα του κτηρίου που βρισκόμασταν ήταν αρκετά υψηλή ώστε το ύψος της να με ζαλίζει αναποδογυρίζοντας το στομάχι μου.
Κάρφωσα τη μάτια μου στο μέρος που θα επιτεθούμε. Ήταν ένα πάρτι σε εξωτερικό χώρο. Η ταράτσα που είμασταν εγώ με τον Άλεξ και παρακολουθούσαμε από ψηλά, ήταν απέναντι από εκείνο.
Οι υπόλοιποι Κράιμς, ήταν στο πάρτι υποκρίνοντας τους συνηθισμένους εφήβους διακριτικά ώστε να παρατηρήσουν καλά το μέρος, και η επίθεση να γίνει πιο σωστή και ασφαλές.
Η ησυχία σαν φύλακας παρέμενε ανάμεσα μας. Μόνο το ανατριχιαστικό σφύριγμα του δροσερού αέρα ακουγόταν μαζί με το θολό απόμακρο ήχο της μουσικής που είχε το πάρτι.
Φόρεσα τη μαύρη μάσκα στο κεφάλι μου για να είμαι προετοιμασμένη. Το πρόσωπο μου κρύφτηκε με τα μάτια μου μόνο να είναι εκτεθειμένα. Όταν τα άνοιξα αντίκρισα τον Άλεξ πλέον που δεν παρατηρούσε το πάρτι, μα εμένα.
«Πόσο πηγαίνει η μαύρη μάσκα πάνω σου» άκουσα τη φωνή του που πλησίαζε όλο και περισσότερο κοντά μου, κοιτώντας με σαν να είμαι το πρόσωπο της ίδιας της δράσης που έχει ερωτευτεί.
«Τόσο γαμημένα πολύ» συνέχισε χαϊδεύοντας το μαύρο ύφασμα της μάσκας πάνω από τα ζυγωματικά του προσώπου μου. Η καρδιά μου χτυπούσε με τόση μανία όσο εκείνος ήταν τόσο κοντά μου. Το άγγιγμα του ήταν ικανό να με παγώσει καλύτερα από τον κρύο άνεμο.
«Ωραίο το... τραγούδι» ειπα με μια ψηλή φωνή αναφερόμενη στη μουσική που ακουγόταν από το πάρτι. Προσπαθώντας να αλλάξω θέμα.
Εκείνος γέλασε ελαφρά με τη αμηχανία που ήξερε πως μου δημιουργεί και κατέβασε τα χέρια του αργά σέρνοντας τα απαλά προς το λαιμό μου και από εκεί προχώρησε έως τον ώμο μου.
Μέχρι να φτάσει στη μέση μου για να τυλίξει το χέρι του γύρω από αυτήν. Από κάθε σημείο που περνούσε το χέρι του ήταν σαν να καίει το πάγο που η αμηχανία μου δημιουργούσε.
Χαρίστηκα στο άγγιγμα του αφήνοντας μισάνοιχτα τα μάτια μου.
«Σ αρέσει;» ρώτησε χαμηλόφωνα
και έσφιξε και άλλο το χέρι του καταφέρνοντας να κόψει την αναπνοή μου. Κατάλαβα πως υποτίθεται αναφερόταν στο τραγούδι. Υποτίθεται...
Ένοιωσα το χέρι μου να τρέμει και απομακρύνθηκα από κοντά του ξέροντας πως έχω αρχίσει να παρασέρνομαι. Εκείνος με κοίταξε απορημένος και συνοφρυώθηκε εκνευρισμένος.
«Με αποφεύγεις..» διαπίστωσε τονίζοντας ενοχλημένος τις λέξεις του. Τα μάτια του πλέον είχαν σκοτεινιάσει. Έχουν αυτό το σκοτάδι που σκοτώνει το δικό φως μου, μα εξακολουθώ να παραμένω χωρίς σκοτάδι, γιατί πολύ απλά χρειάζομαι εκείνον.
Πριν προλάβω να απαντήσω ακούστηκε η φωνή της Στεφανίας με τα βαδίσματα των υπόλοιπων Κράιμς από πίσω της.
«Άλεξ μπορούμε να πάμε τώρα αλ...- διακόπτω τίποτα;» ρώτησε υποψιασμένη σηκώνοντας παραξενευμένη το ένα φρύδι της.
«Όχι, τι να διακόπτεις;» γέλασα αμήχανα και απομακρύνθηκα περισσότερο. Ο Άλεξ δεν απάντησε, ίσως ήταν καλύτερα που δεν το 'κανε. Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη αποφεύγοντας οποιαδήποτε παραπάνω συζήτηση.
«Μπορούμε να επιτεθούμε τώρα, αλλά από την πίσω πλευρά, που ο χώρος είναι πιο ανοιχτός» Κατάφερε και είπε σοβαρή.
Εκείνος έγνεψε. Σήκωσε το χέρι του λυγίζοντας τα δάχτυλα του, δείχνοντας μας να τον ακολουθήσουμε. Μας προσπέρασε με γρήγορο βάδισμα και πήδηξε από τη ταράτσα κατεβαίνοντας προς μια διπλανή, πιο χαμηλή. Είναι τόσο όμορφος , τόσο γενναίος μα τόσο μαλάκας. Δεν φοβάται ούτε διστάζει στα ύψη και τα ρίσκα. Σαν ο κίνδυνος έχει κάνει συμφωνία μαζί του.
Η Έμμα τον ακολούθησε με τη σειρά της αντιγράφοντας τις κινήσεις του. Στάθηκε δίπλα του και εκείνος φάνηκε να τις έλεγε κάτι δείχνοντας της με το χέρι του.
Η φωνή του δεν ακουγόταν, αφήνοντας με στη προσπάθεια να διαβάσω τα χείλια του.
Γονάτισαν και πήδηξαν στο κάδο που βρισκόταν από κάτω. Και από εκείνον κατέβηκαν επιτέλους ξανά στο δρόμο.
«Κατεβείτε» μας φώναξε ο Άλεξ
Υπακούσαμε και ακολουθήσαμε ένας ένας τα βήματα του. Σαν σκιές που παίζουν κυνηγητό για να θυμηθούν πως είναι να είσαι άνθρωπος.
«Προχώρα» είπε ελαφρά εκνευρισμένος ο Γιώργος στο Μάριο που βρισκόταν μπροστά του. Και τον έσπρωξε.
«Μην με σπρώχνεις εμένα» είπε και γύρισε να τον κοιτάξει απειλητικά
«Αλλιώς τι;» τον ρώτησε άφοβα.
«Βγάλτε τον σκασμό γαμώτο» ψιθύρισε έντονα ο Άλεξ.
Εκείνοι άγριό κοιτάχτηκαν ,μα υπάκουσαν ξέροντας πως δεν έπρεπε να κάνουν θόρυβο.
Σε λίγο είχαμε κατέβει όλοι.
Είμασταν πλέον σχεδόν δίπλα από το πάρτι. Η μουσική πλέον ακουγόταν καθαρά, το ίδιο και ο πολυάριθμος κόσμος.
Τελείως απροειδοποίητα ο Άλεξ άρπαξε μια βαριά πέτρα από το έδαφος, ρίχνοντας την απότομα και με δύναμη προς το τζάμι του μαγαζιού. Αυτό φυσικά ως αποτέλεσμα να σπάσει. Οι τρομαγμένες φωνές του κόσμου άρχισαν σιγά σιγά να ακούγονται. Και εκείνος χαμογέλασε ελαφρά.
Γύρισε και μας κοίταξέ, γνέφοντας για να προχωρήσουμε. Με το σήμα του, πηδήξαμε τη μάντρα εισχωρώντας στο πάρτι.
Με το προσγειωθήκαμε αρχίσαν τα εκρηκτικά. Ο ήχος ήταν τόσο διαπεραστικός, και ο καπνός τόσο αποπνιχτικός. Έριχναν, ξανά και ξανά μέχρι ο κόσμος να φτάσει στα όρια της παράνοιας. Και μέσα σε τόση πολυκοσμία, το βλέμμα μου σε αυτόν πέφτει. Λες και απαγορεύετε να κοιτάξει αλλού, είναι δεσμευμένο με εκείνον.
Ρίχνει τα εκρηκτικά ξανά, και ξανά με δύναμη, με θυμό.
Προχωράω σιγά σιγά προς τα πίσω και νοιώθω τη πλάτη μου να συγκρούετε με κάποιον. Γυρνάω και βλέπω τη Στεφανία. Γυρνάει και αυτή για να με κοιτάξει.
«Τι θα γίνει θα ρίξεις τίποτα εσυ;» ρώτησε και πέταξε και άλλο ένα εκρηκτικό.
«Ε? Ναι, ναι» απάντησα βιαστικά και χωρίς να το πολυσκεφτώ έριξα ένα.
Alex POV
Τους έκανα νόημα να σταματήσουν να ρίχνουν. Πλέον ελάχιστα άτομα είναι ακόμα εδώ. Και όσοι είναι, κρύβονται. Τα εκρηκτικά σταμάτησαν και ο καπνός άρχισε να εξαφανίζετε. Ανασήκωσα τα μαλλιά μου που είχαν ανακατευτεί από τα εκρηκτικά και την αναστάτωση.
Προχώρησα προς το μαγαζί που μοίραζε τα ποτα, σαν να μην συνέβη τίποτα. Στερεώθηκα πάνω στο πάγκο και έκανα νόημα στον υπάλληλο.
«Βάλε ένα ποτήρι» του ειπα.
Εκείνος με κοίταξε απορημένος και απομακρύνθηκε παραπατώντας φοβισμένος.
« Τι δεν έπιασες; Βαλέ ένα» επανέλαβα πιο απότομα.
Οι υπόλοιποι Κράιμς ήρθαν και στάθηκαν δίπλα μου κάνοντας νόημα στον υπάλληλο να βάλει και σε αυτούς να πιούν.
Εκείνος ακόμα ήταν τρομοκρατημένος. Τα χέρια του αρχίσαν νευρικά να ψάχνουν αγχωμένα για τα ποτήρια. Ο ιδρώτας έσταζε από το χλομιασμένο μέτωπο του. Έβγαλε άγαρμπα τα ποτήρια και τα γέμισε με τα χέρια του να τρέμουν κάνοντας το ποτό να στάζει έξω από το ποτήρι. Τα έσπρωξε προς εμάς.
Δεν του έδωσα καμία περεταίρω σημασία και απλά σήκωσα το ποτήρι μου πίνοντας.
«Μεγιά η ανακαίνιση» σχολίασε ο Γιώργος και άφησε κάτω το ποτήρι του αφού το είχε είδη τελειώσει. Μιλούσε για το χαμό που προκαλέσαμε.
Τον κοίταξα και γέλασα αφήνοντας κάτω το ποτήρι. Το ίδιο έκαναν και υπόλοιποι. Όλοι τους γελούσαν δυνατά και μόνο εκείνη ήταν αμίλητη. Ήπιε μια γουλιά, και άφησε ξανά κάτω το ποτήρι. Μόνο εκείνη.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Γεια σαςςς💝
Τι κανετεε?❤
Παλι δεν θα πω πολλα γιατι νυσταζω (αχ τι προτοτυπο:3)
Και ναι, παλι θα δωσω Spoiler
Spoiler: Καποιοι πολυ πιθανον να μεθυσουν ασχημα...😢 πολλα πραγματα θα ερθουν.. στη φόρα..
Θα ξανα ανεβασω τη Κυργιακη.😏
Γιατι; Γιατι μπορω😈
Ρε να σας πω κατι;😢
Δεν σας εχω βγαλει παρατσουκλι η ξρ γω κτ τετοιο. 😱💙
Δεν μου ερχετε τιποτα. Κριμα.😭
Θα δουμε😢
Ψηφιστε και Σχολιαστε💋
-Αννα που νυσταζει και ας ειναι παρασκευη😭💝 (wtf😢)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top