Μου θύμιζε εσένα {21}

     Ο Άλεξ μαζί με άλλα παιδιά, είχαν  μεθύσει όσο ποτέ άλλοτε. Άφηνε τα κορίτσια να τον χαϊδεύουν, τρίβουν, φιλούν, αγγίζουν ελεύθερα και πάνω σε όλο αυτό το χαμό εκείνος ανταποκρινόταν. Γαμώτο. Τι ανόητος που ήταν, τι άθλιος. Τον μισούσα τόσο πολύ εκείνες τις στιγμές. Ήθελα να του σπάσω όλα τα μπουκάλια  μπύρας που είχε το πάρτι στο κεφάλι.

Ο Γιάννης προσπάθησε πολλές φορές να με πλησιάσει, είτε τοποθετώντας τα χέρια του στη μέση μου, είτε αγγίζοντας το χέρι μου. Όμως προσπαθούσα να απομακρυνθώ όσο μπορούσα, με τον πιο διακριτικό και ευγενικό τρόπο που ήξερα. Ένοιωθα άσχημά για εκείνον, ήξερα ότι ήταν πολύ κάλος, και τίμιος, όμως δεν μπορούσα ποτέ να τον φανταστώ ως το αγόρι μου.

«Εύα, συμβαίνει κάτι;» με ρώτησε. Αναπήδησα καθώς η φωνή του Γιάννη με είχε βγάλει απότομα από τις σκέψεις μου

«Απλός, χάθηκα λίγο» του εξηγώ.

«Ναι το κατάλαβα» μισοαστειέυεται.

«Δεν τον καταλαβαίνω..» ξαφνικά άρχισα να ψάχνω τον Αλεξ μέσα στο πλήθος, αλλά δεν τον έβρισκα πουθενά.

«Πάλι με αυτόν θα ασχολούμαστε;» αναστενάζει.

«Απλός..κάτι δεν μου κολλάει.» παραδέχομαι όσο τον κοιτάζω.

«Γιάννη, πέθανε η αδελφή του, και αυτό δεν τον εμποδίζει να πίνει και να γλεντάει με ένα σωρό κορίτσια» είπα σχεδόν ψιθυριστά.
Ήξερα πως αυτό ήταν ένα θέμα που ίσως δεν έπρεπε να θίξω, όμως το σκεφτόμουν σχεδόν όλη τη ημέρα, ένοιωθα πως έπρεπε να το πω σε κάποιον που θα με καταλάβαινε, και δεν θα με έκανε να μοιάζω υστερική.

«Τι κόπανος» μουρμουρίζει ο Γιάννης. Επιτέλους κάποιος που συμφωνεί ότι είναι παράλογο.
Ξαφνικά νοιώθω το δείκτη του δακτύλου του, να γυρίζει το πρόσωπο μου προς το βλέμμα του.

«Εύα, μην ασχολείσαι άλλο μαζί του» μου λέει και με αναγκάζει να τον κοιτάξω.

«Ασχολήσου…μαζί μου..» ακούστηκε σχεδόν σαν να με παρακαλεί.

Το κεφάλι του έσκυψε, και πλησίασε για να με φιλήσει. Όσο εκείνος έχει ήδη κλείσει τα μάτια του εγώ ανοίγω τα δικά μου ορθάνοιχτα, και το σώμα μου κοκαλώνει. «Ε, ναι, εμ, πρέπει να πάω στο μπάνιο!» πετάω τη πρώτη δικαιολογία που μου έχετε στο μυαλό και τρέχω σαν σίφουνας από την αντίθετη κατεύθυνση.

Πηγαίνω προς ένα διάδρομο ο οποίος είχε πολλές πόρτες , και κατευθύνομαι προς πρώτη αριστερή, ελπίζοντας να είναι το μπάνιο.

Ανοίγω τη πόρτα και αυτό που αντικρίζω είναι τον Αλεξ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, και μια κοπέλα όρθια, η οποία μοιάζει μόλις να έχει ντυθεί. Μόλις με κοιτάζει το πρόσωπο της αγριεύει, κουμπώνει βιαστικά τη ζακέτα της και με προσπερνάει γρήγορα ενοχλημένη. Ω θεέ μου, ήθελα να εξαφανιστώ.

Προτού καν πάρω το λόγο ο Άλεξ με προλαβαίνει.

«Όχι, με τίποτα, δεν κάνω άλλο γύρω,» ρίχνει το κεφάλι του εξαντλημένος πίσω στο στρώμα. Έπρεπε να περιμένω αυτή τη αντίδραση από τον Αλεξ.

«Μεγάλη ιδέα έχεις Αλεξ, απλός.. μπερδεύτηκα» εξηγώ. Το πρώτο πράγμα που σκόπευα να κάνω ήταν να φύγω, αλλά έπειτα τα προηγούμενα γεγονότα ήρθαν στο μυαλό μου.

Μπαίνω δειλά μέσα στο δωμάτιο και κλείνω τη πόρτα πίσω μου. «Αλλά μιας που ήρθαν έτσι τα πράγματα θέλω να μιλήσουμε» του ανακοινώνω.

«Προτιμώ να κάνω κ άλλο γύρω» μου λέει εκείνος. Προσπερνάω την αγενής απάντηση του. «Γιατί βοήθησες αυτή τη κοπέλα;» μπαίνω κατευθείαν στο θέμα.

«Μμ φύγε Εύα, βαριέμαι τόσο πολύ να πιάσω συζήτηση» μουγκρίζει και φέρνει το μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπο του κρατώντας το εκεί.

«Όχι» απαντώ.

«Φυσικά και όχι» τον ακούω να αναστενάζει.

«Συμπεριφέρεσαι παράξενα τελευταία» πλησιάζω το κρεβάτι οπού και είχε ξαπλώσει το σώμα του. Ήξερα πως ήταν μεθυσμένος αλλά αυτό ήλπιζα να με ευνοεί στη προκειμένη περίπτωση. Ίσως μπορούσε να μου ανοιχτεί πιο εύκολα.

Κάθομαι στη άκρη του κρεβατιού νοιώθω αμέσως το στρώμα να βουλιάζει. Τον παρακολουθώ να βγάζει το μαξιλάρι πάνω από το πρόσωπο του και να το αφήνει λίγο πιο δίπλα.

Το πρόσωπο του μοιάζει πνιγμένο με απορία. Η έκφραση των ματιών του ήταν σχεδόν αθώα. «Με το καλό τρόπο παράξενα;» ρωτάει.

Παρακολουθώ τα ανάκατα καστανά μαλλιά του, με μερικές τούφες να καλύπτουν το μέτωπο του και άλλες να πετάνε. Φορούσε μόνο το τζιν του, ενώ είχε μερικά κόκκινα σημάδια στο λαιμό του τα οποία τα προσπέρασα καθώς δεν ήθελα να σκέφτομαι το τρόπο που τα απόκτησε. Δεν μπορούσα να μην κοιτάξω το καλοστημένο σώμα του, ξέρω ότι γινόμουν σαν εκείνες τις κοπέλες που παρασέρνονταν από τους κοιλιακούς, τα τατουάζ κλπ., αλλά δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι η εξωτερική εμφάνιση του Άλεξ ήταν κάτι παραπάνω από καλή. Μου αρέσαν μέχρι και τα μαύρα σχέδια που είχε τρυπήσει στα χέρια και στο στήθος του.

«Δεν ξέρω. Εννοώ φυσικά και ήταν καλό αυτό που έκανες, αλλά εσύ δεν..κάνεις καλά πράγματα.» λέω. Σηκώνομαι απότομα από το κρεβάτι κάνοντας τον να με κοιτάξει έντονα. Σήκωσε τη πλάτη του και στηρίχτηκε στα χέρια του. Έμοιαζε σαν να μην ήθελε να φύγω. «Ξέρεις κάτι, ξέχνα το, δεν πειράζει, συγγνώμη που μπήκα έτσι» του λέω και κατευθύνομαι προς τη πόρτα.

Λίγο πριν το χέρι μου αγγίξει το χερούλι της πόρτας, τον ακούω να σιγομουρμουρίζει το όνομα μου.
«Μου θύμιζε εσένα» μαρτυράει μετά.

Ένοιωσα τα λογια του να πέσαν σαν λόγχες στο στομάχι μου.  «Τι;» γυρίζω για τον κοιτάξω.

Εκείνος κοιτάζει αμέσως αλλού. «Αν μπορούσα να πάω το χρόνο πίσω θα είχα αλλάξει πολλά πράγματα» συνεχίζει.

Τεντώνει το σώμα του για να αρπάξει ένα μπουκάλι μπύρας από το κομοδίνο δίπλα του. «Αφού δεν μπορώ να πάω πίσω στο παρελθόν…»

«Προσπαθείς να επανορθώσεις στο παρόν» τον συμπληρώνω.

«Ακριβώς» λέει λίγο πριν φέρει το στόμιο του πράσινου μπουκαλιού στα χείλια του. Σηκώνει το κεφάλι του και καταπίνει γρήγορα τη μπύρα.

Ξαφνικά όλα έμοιαζαν να βγάζουν νόημα. Ο Άλεξ είχε σώσει εκείνη τη κοπέλα, επειδή κατά κάποιο τρόπο ήταν σαν να βοηθούσε εμένα από τον εαυτό του.

«Μπα , εσύ δεν ήσουν αυτός που δεν μετανιώνεις για τίποτα;» καγχάζω. Μετά σταυρώνω τα χέρια μου κοιτώντας τον αποφασισμένη να τον στριμώξω μέχρι να ξεκαθαρίσει τη θέση του.

«Δεν μετανιώνω, επανορθώνω απλά» λέει.

Φαίνεται ο Αλεξ δεν μετανοούσε και μετά επανόρθωνε όπως ο υπόλοιπος φυσιολογικός κόσμος. Προσπαθούσα να πιάσω τι εννοούσε, αλλά μου ήταν σχεδόν αδύνατον να τον καταλάβω.

«Προσπαθώ να σε πιάσω..» δικαιολογώ τη σιωπή μου και ξαφνικά εκείνος αρχίζει να γελάει δυνατά και να ρίχνει το κεφάλι του πίσω. Μου άρεσε να ακούω το γέλιο του, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση με εκνεύριζε που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε.

«Να με πιάσεις; Πονηρουύλααα» λέει αφού συνέλθει.

«Πολύ θα το ήθελα, αλλά έχω κάνει σεξ ήδη γύρω στις 5 φορές σήμερα» προσθέτει. Οι κινήσεις του από αργές κατέληγαν απότομες, μαρτυρώντας το πόσο πιωμένος ήταν.

«Π-Πόσες;» τραυλίζω.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να επεξεργαστώ τα λεγόμενα του.

«Με… διαφορετικά..κορίτσια;» ρωτάω ύστερα. Ταυτόχρονα αρπάζω το μπουκάλι μπύρας από το χέρι του, και το φέρνω κοντά μου. Εκείνος έμοιαζε να μην ενδιαφέρθηκε ή μάλλον να μην το παρατήρησε καν.

«Όχι, με την μια πηδηχτήκαμε δυο φορές» απαντάει τελείως απλοϊκά. Ομολογώ ότι μου άρεσε ο τρόπος που έκανε οποιαδήποτε συζήτηση να μοιάζει άνετη.

«Είμαι πολύ μεθυσμένος ε;» ξεφυσάει. Ρίχνει το σώμα του ξανά πίσω στο κρεβάτι.

«Είσαι πολύ μεθυσμένος ναι» ρίχνω και εγώ το δικό μου.
Τα μάτια του πέφτουν πάνω μου και λάμπουν. Σχηματίζει ένα αλαζονικό χαμόγελο, σχεδόν μισό.

«Εγώ είμαι πολύ μεθυσμένος, και εσύ είσαι πολύ όμορφη σήμερα, σχεδόν με πείθεις να το πάω για 6η φορά»

Εγώ σηκώνω τη πλάτη μου, και ξανά βρίσκομαι στη αρχική μου θέση. Άρχισα να γελάω με τα λογια του βάζοντας τη παλάμη μου μπροστά από τα χείλια μου.

«Συγνώμη, γελάω γιατί θα ήθελα να δω τι θα κάνεις όταν ξεμεθύσεις και θυμηθείς όλα αυτά που μου είπες» προσπαθώ να διακόψω μάταια το γέλιο μου.

Εκείνος δεν μοιάζει να πειράζεται. Ίσα ίσα.  Σηκώνει τη πλάτη του, στηρίζεται στους αγκώνες του, και χαμογελάει που με βλέπει να γελάω.

«Μμ καλή παρατήρηση, πιάσε ένα μπουκάλι ακόμη» λέει και τεντώνει το χέρι του αδύναμος από το μεθύσι για να πιάσει τη μπύρα που του άρπαξα.

«Όχι» λέω και σηκώνω το χέρι μου πιο ψηλά από το δικό του.

«Σε παρακαλώ» ικετεύει με τη φωνή του να δυναμώνει.

«Όχι.» επαναλαμβάνω.

Τα παρατάει και αφήνει το σώμα να στηρίζεται πάλι στους αγώνες του.  «Είναι ένα από τα δυο πράγματα που θέλω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τ στιγμή» επιμένει.

«Το δεύτερο..;» γυρίζω και τον ρωτάω κατάματα.

Αυτός δεν χάνει την οπτική επαφή μας, μόνο ανοιγοκλείνει μια στιγμή τα μάτια του χαλαρός. «Εσύ είσαι το δεύτερο» απαντάει. «Αλλά είσαι εγωίστρια και δεν μου δίνεις τίποτα από τα δυο» προσθέτει.

Μόνο και μόνο που πρόφερε αυτά τα λογια ένοιωσα το καρδιοχτύπι μου να αυξάνεται σταδιακά. Αισθανόμουν έναν ενθουσιασμό, μια τρέλα που ξυπνούσε μέσα μου, και όλα αυτά ακόμη κ αν ήξερα πως ήταν μεθυσμένος, ακόμη και αν ήταν λογια του αέρα.Μου αρκούσε που με θεωρούσε όμορφη.

«Έχεις δίκιο, είμαι πολύ εγωίστρια που σπαταλάω το χρόνο μου προσπαθώντας να σε βοηθήσω. Έχεις πιει πάρα πολύ!» του εξηγώ.

Αυτός μένει σιωπηλός, όπως και εγώ. Κάθεται και με χαζεύει τα δευτερόλεπτα που η σιγαλιά μεσολάβησε ανάμεσα μας. Βλέπω ένα αλλόκοτο, αλλά σίγουρο, και υπεροπτικό χαμόγελο να σχηματίζεται αργά πάνω του.

«Είσαι όμορφη εγωίστρια» μου λέει. Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να με παρατηρεί, απλός έφερε το χέρι του και πείραξε μια τούφα από τα μαλλιά μου.

Γελάω σιγανά. «Είσαι πολύ μεθυσμένος.» απαντώ. «Δεν θα έλεγες πότε ότι λες τώρα νηφάλιος» συνεχίζω.

Αναστενάζει όσο με κοιτάζει. «Δεν γαμιέται. Η ταπείνωση μπορεί να περιμένει αύριο το πρωί»  και η φωνή του ακουγόταν τόσο σίγουρη, που έμοιαζε να πίστευε πως λίγη ταπείνωση ήταν ένα μηδενικό μπροστά σε όλο αυτό.

Κουνάω το κεφάλι μου γελώντας περιπαιχτικά. «Όπως προτιμάς»

«Εσύ δεν έβγαλες για βόλτα τον σκύλο σου; Που εξαφανίστηκε;» μου λέει και γελάω πνιχτά ξερνώντας πως αναφέρεται στον Γιάννη.

«Ο Γιάννης δεν είναι σκύλος μου» τον υπερασπίζομαι.

«Ένα σκυλάκι που ξέρει μόνο να τρέχει από πίσω σου, και να σε γλύφει συνέχεια» μου λέει.

Σχηματίζω ένα χαμόγελο που προσπαθεί μέσα του να πνίξει το γέλιο που μου έρχεται να βάλω. Δεν ήθελα να κοροϊδεύουμε τον Γιάννη, ήταν φίλος μου. Με είχε εκνευρίσει σήμερα με την επιμονή του να μην ξεκολλάει από πάνω μου στο πάρτι, αλλά και πάλι δεν μου έδινε το δικαίωμα να γελάω μαζί του.

Πριν προλάβω να μιλήσω, ο Αλεξ με προλαβαινει.
«Εύα, είναι πολύ κακός για σένα, μην του μιλάς! Αχ όχι, θέλει να απλά να περάσει το χρόνο του, εγώ σε θέλω πραγματικά, είσαι η ζωή μου, το φως μου, και σίγουρα δεν φοβάμαι απλός μην γίνει η χούφτα μου εξάρτημα του πουλιού μου» τον μιμείται με γυναικεία φωνή , κάνοντας με να μην αντέξω και ανά πάσα στιγμή να πεθάνω στα γέλια.

«Αλήθεια αυτού του τύπου όντως του αρέσουν οι γυναίκες;» συνεχίζει.

Εγώ προσπαθώ να συνέλθω από το γέλιο. «Αλεξ, επειδή δεν καίει κτήρια και δεν γδύνει καταστήματα σαν εσένα δεν σημαίνει ότι είναι γκέι» συνεχίζω να υπερασπίζομαι τον Γιάννη.

«Ποιος νοιάζεται αν γδύνει καταστήματα εγώ αν μπορεί να γδύσει γυναίκα ρώτησα» αποκρίνεται εκείνος.

«Βασικά, κάνε μια συζήτηση μαζί του για το σεξ, αλλά πάρτω χαλαρά μην του ‘ρθει απότομο ότι τα παιδιά δεν τα φέρνει ο πελαργός» συνεχίζει και εγώ κλείνω σφιχτά τα μάτια μου γελώντας με το μίσος του Αλεξ απέναντι στον Γιάννη. Σταματώ, και μένω μόνο με ένα χαμόγελο χαραγμένο πάνω μου.

Τότε γυρίζω και του λέω με ειλικρίνεια: «Μου αρέσεις περισσότερο όταν είσαι μεθυσμένος πάρα όταν είσαι νηφάλιος»

«Και μένα μου αρέσει όταν είμαι μεθυσμένος» απαντάει

«Αλλά να σου πω ένα μυστικό;» με ρωτάει. Η έκφραση του έκπεμπε πάντα ένα μυστήριο, αλλά τώρα ήταν πιο έντονο.

«Δεν είμαι μεθυσμένος» λέει.
Το χαμόγελο χάνεται αμέσως από πάνω μου. «Τι;!»

Εκείνος με κοιτάζει στα μάτια σαν να απολάμβανε την αντίδραση μου. Γλύφει τα χείλια του. «Ήμουν δηλαδή, αλλά εδώ και ώρα έχω συνέλθει» διευκρινίζει.

«Α» είναι το μόνο που απαντάω. Δηλαδή όλη αυτή την ώρα μιλούσα με τον νηφάλιο Αλεξ; Σίγουρα είχε ακόμη την επίδραση του αλκοόλ στο σώμα του, αλλιώς θα με είχε διώξει από το πρώτο λεπτό η θα εκμεταλλευόταν το γεγονός ότι είμασταν μόνοι μας σε ένα δωμάτιο.

Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και ένας αναστατωμένος Γιάννης εμφανίζεται.

Ο Άλεξ δυσανασχετεί. «Έπρεπε να κολλήσω πινακίδα απαγορεύονται τα κατοικίδια απέξω από τη πόρτα» τον ακούω να λέει.

«Εύα, έλα μαζί μου, θα-θα σε πειράξει!» με προστάζει ο Γιάννης. Μοιάζει πράγματι συγχυσμένος από την ανήσυχη έκφραση του.

«Μμ σαν γαβ μου ακούστηκε αυτό» αμέσως πετάγεται ο Αλεξ.

«Είναι μεθυσμένος, δεν ξέρεις γιατί είναι ικανός να κάνει!» αρπάζει το χέρι μου και προσπαθεί να με πείσει να τον ακολουθήσω.

«Θα σου σκούπιζα τα σάλια για αρχή» απαντάει, μα φυσικά ο Αλεξ.

«Δεν είναι μεθυσμένος» λέω στον Γιάννη και φέρνω αντίσταση στο σώμα μου, μη θέλοντας να τον ακολουθήσω.

«Ναι είναι!» αντιλέγει και τότε και οι δυο γυρνάμε το κεφάλι μας προς τον Αλεξ μόλις ακούμε τη φωνή του.

«Μπορώ να τον βαρέσω;» με ρωτάει. Έμοιαζε αγανακτισμένος , αλλά ταυτόχρονα χαλαρός πάνω στο κρεβάτι όπου εξακολουθούσε να καθόταν.

«Όχι!» φωνάζω.

«Μιλάμε, ο τύπος δεν αντέχετε» λέει.

Το βλέμμα του Γιάννη αγριεύει. Δεν τον έχω ξανά δει θυμωμένο, δηλαδή, πραγματικά θυμωμένο. Κοιτάζει τον Αλεξ με απέχθεια, αλλά κερδίζει από εκείνον μόνο ένα περήφανο χαμογελάκι που κατάφερε να τον εκνευρίζει.

Απελευθερώνει ένα μικρό γελάκι ειρωνείας. «Ποιος μιλάει. Γιατί δεν ρωτάς τη νεκρή αδελφή σου αν σε άντεχε;» του λέει.

Γουρλώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω έξαλλη. Δεν το πιστεύω ότι μόλις ξεστόμισε αυτά τα λογια! Το βλέμμα του Αλεξ σκοτεινιάζει. Κάθε λάμψη στα μάτια του σβήνει. Το σαγόνι του σφίγγεται.

Σηκώνεται από το κρεβάτι, με προσπερνάει, αρπάζει τον Γιάννη από το γιακά της μπλούζας του και τον κολλάει με δύναμη πίσω στο τοίχο. «Θες να σε στείλω εκεί που είναι να την ρωτήσεις αυτοπροσώπως;!» γρυλλίζει φωναχτά. Ο Γιάννης δεν λέει τίποτα, και δυο κοιτάζονται με απεριόριστη αηδία ο ένας για τον άλλον.

Η ματιά του Αλεξ πέφτει πάνω μου. Μπορούσα να δω πόσο προδομένος ένοιωθε. Στις κόρες των ματιών του κολυμπούσε η απογοήτευση και ο θυμός. Η ματιά του αυτή με είχε ραγίσει τόσο ώστε να χάσω τα λόγια μου, και τα μάτια μου να βουρκώνουν.

«Αλεξ, συγνώμη, εγώ-» 

Με διακόπτει. «Όχι Εύα, γάμησε το, δεν γουστάρω» αφήνει με οργή ελεύθερο τον Γιάννη. Αρπάζει τη μπλούζα του και τη περνάει πάνω από το κεφάλι του βιαστικά. Αποχωρεί από το δωμάτιο κοπανώντας με όλη του δύναμη τη πόρτα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top