Μη κλαίς {34}

(Αχ το gif :3)

Στάθηκα μπροστά στο φθαρμένο και ταλαιπωρημένο κτήριο. Εγκαταλειμμένο από κάθε είδος ζωντανού χρώματος έχει αποδεχτεί τα μουντά χρώματα της μοναξιάς. Η λιγοστή φωτιά που εξαπλώνετε σιγά σιγά έχει μαυρίσει μερικά σημεία του καθώς και όλες τις απομονωμένες γωνίες του. Το κοίταξα έντονα σαν να έπαιζα ένα είδος δοκιμασίας με τον εαυτό μου. Πήρα βαθιά ανάσα, πλημμυρίζοντας τα πνευμόνια μου με οξυγόνο. Μα μέχρι και αυτό είχε ελαττωθεί από το καπνό της φωτιάς.

Ξεκόλλησα τη ματιά μου απότομα όταν είδα πως οι υπόλοιποι είχαν ειδή προχωρήσει. Έκανα βιαστικά βήματα μέσα στο κτήριο με τα μάτια μου να ντύνουν και να παρατηρούν όλο το κτήριο από πάνω μέχρι κάτω. Σαν να περιμένω επίμονα μια ανταπόκριση από τους αψύχους τοίχους του.

Το κτήριο ήταν εντελώς κενό. Άδειο σαν να ήταν ειδικά προετοιμασμένο για τη υποδοχή μας. Αγνοούσα τη περίεργη διαίσθηση πως κάποιος μας παρακολουθεί. Μα η παρουσία κάποιου σταμάταγε τη σιγουριά της μοναξιάς. Δεν πιστεύουμε ότι δεν βλέπουμε, εκεί φτάνει η ανθρώπινη λογική. Για αυτό παραμέλησα τη ψευδαίσθηση. Άμα όμως εκείνοι βασίζονται σε αυτό;

Η πόρτα έκλεισε από πίσω μας κάνοντας ηχώ σε όλο το κτήριο. Όλοι γυρίσαμε αυτόματα. Κανένας δεν μίλησε, προσπάθησε να συγκρατήσει το φόβο του με τη λογική πως ο αέρας έκλεισε τη πόρτα. Είναι γνωστό πως τους έμαθαν να πνίγουν τους φόβους τους. Μέχρι να ξεχειλίσουν και να τους χαρίσουν αναγκάστηκα σε άλλους.

«Κανένας δεν είναι εδώ» ακούστηκε η φωνή του Μάριου δημιουργώντας ξανά ηχώ. Τα μάτια εκείνου και όλων των υπολοίπων εξέταζαν όλο το μέρος ώστε να επιβεβαιώσουν τη μοναξιά μας.

«Να φύγουμε τότε..» λέει ο Άλεξ έχοντας ακόμα ανασφάλειες για την απόφαση να μπούμε μέσα στο κτήριο. Οι ανησυχίες του είναι εμφανείς.

«Μας έπρηξες τα αρχίδια» μουρμουρίζει ο Μάριος προσπερνώντας τον για να φτάσει στη πόρτα.

Το χέρι του αγγίζει το σκουριασμένο χερούλι της πόρτας. Την τραβά ελαφρά προς το μέρος του, μα εκείνη δεν ανοίγει. Παραξενεύετε και ξανά προσπαθεί πιο δυνατά. Μάταια όμως, αφού η πόρτα δεν κουνήθηκε.

«Δεν..δεν.. ανοίγει!» λέει μέσα από τα δόντια του καθώς τη ταρακουνά με δύναμη και μανία.
Ο Άλεξ συνοφρυώνεται και παίρνει τη θέση του Μάριου κοντά στη πόρτα.

«Μη λες μαλακίες φυσικά κ..» λέει καθώς προσπαθεί να την ανοίξει.

«Τι στο;» συνεχίζει διακόπτοντας τη προηγουμένη πρόταση του, εφόσον η πόρτα δεν έχει καμία επίδραση στη δράση του.
Συνέχισε τη προσπάθεια, μα οποιαδήποτε πεισμονή αποδείχτηκε ανώφελη.

Έχοντας πλέον εξαντληθεί, απομακρύνετε παίρνοντας μια ανάσα.

«Άντε γαμήσου» φώναξε μέσα από τα δόντια καθώς τη κοπάνισε με δύναμη βγάζοντας όλη του την οργή πάνω της.

Γύρισε και κοίταξε τριγύρω. Η φωτιά εξαπλώνονταν και απειλούσε εμάς και όλο το κτήριο.

Έριξε μια ματιά σε εμάς που τον κοιτούσαμε έχοντας παγωμένο το αίμα στις φλέβες μας παρόλο που η καυτερή ατμόσφαιρα ήταν ικανή να δημιουργήσει βαθιά εγκαύματα στο σώμα μας. Η τουλάχιστον έτσι αισθανόμασταν.

«Σπάστει, τώρα» διέταξε στο Μάριο και έκανε λίγα βήματα στην άκρη.

Εκείνος έγνεψε προετοιμασμένος. Πήρε φόρα και έπεσε με δύναμη πάνω στη πόρτα με σκοπό να τη ρίξει κάτω. Μα εκείνη κρατιόταν σταθερά και δεν επηρεάστηκε.

Το πείσμα σκοτείνιαζε τα μάτια του. Πήρε θέση δίπλα στο Μάριο και πέσανε και οι δυο τους πάνω στη πόρτα, κάνοντας τη δεύτερη απόπειρα να τη ρίξουν κάτω. Αποδείχτηκε μάταιη για άλλη μια φορά.

Παρόλο το θόρυβο που ακουγόταν, παρόλο το έντονο ταρακούνημα που σου έδινε ελπίδες, στις έκλεβε ξανά μόλις αντίκριζες το μηδαμινό αποτέλεσμα.

Οι ώμοι τους είχαν φθαρθεί, κοκκινίσει σαν κάποιος να τους έσκισε ελαφρά με μαχαίρι. Αγνοούσαν το πόνο και προσπαθούσαν κάθε φορά με περισσότερη δύναμη και πείσμα.

Η πόρτα ήταν τσιμεντένια και βαριά που της έδιναν το αξίωμα να αντιστέκετε σε οποιαδήποτε ενέργεια τους. Έπρεπε να πάρουμε απόφαση πως από τη στιγμή που μπήκαμε, οι τέσσερεις τοίχοι, έχουν σκοπό να μας κρατήσουν στα δεσμά τους.

«Γαμημένη πόρτα..» μουρμούρισε ο Μάριος κοιτώντας με θυμό τον φθαρμένο μπράτσο του.

«Και τώρα;» ρώτησε ανήσυχη η Στεφανία. Όλοι μας είμασταν σαν να μας έδεσαν ένα σκοινί γύρω από το λαιμό. Αδύναμοι να ανταπεξέλθουμε στην κατάσταση.

«Κάποιος θα δει τη φωτιά και θα καλέσει τη πυροσβεστική»
απάντησα σταυρώνοντας τα χέρια μου. Περισσότερο για να παρηγορήσω τον εαυτό μου.

«Μέχρι να έρθει θα είναι πολύ αργά» απάντησε έντονα η Στεφανία με μια δυσαρέσκεια στη φωνή της.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο Στεφ» ακούστηκε η σοβαρή και βαριά φωνή του Άλεξ.

Προσπαθούσε να υποκριθεί σε εμάς αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό πως είναι ψύχραιμος. Όμως τα μάτια τον προδίδαν δείχνοντας την ανησυχία του. Ήξερα πως είναι η πηγή συναισθημάτων που έπνιγε. Γιαυτό είναι τόσο όμορφα.

Ο Γιώργος χτύπησε τον τοίχο με οργή.
«Γαμώτο ε-εσυ φταις!!» αναφώνησε δείχνοντας τον Άλεξ.

«Εγώ; Διάολε πας καλά; Εγώ ήμουν αυτός που δεν ήθελα να μπούμε» δικαιολογήθηκε υψώνοντας το τόνο της φωνής του.

«Δ-Δεν έχει σημασία γαμώτο εσυ είσαι ο αρχηγός, δεν κάνεις ότι σου λέμε, παίρνεις πρωτοβουλίες!» έλεγε με τη φωνή του ανήσυχη και φοβισμένη.

«Το ότι είμαι αρχηγός το θυμάσαι οπότε σε βολεύει; Δεν μπήκαμε ως ομάδα. Δεν διέταξα εγώ να μπούμε.»

«Σκάστε, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή..» πετάχτηκα φωνάζοντας για να ηρεμίσουν τα αίματα.

Άγριο κοιτάχτηκαν αλλά στη συνέχεια κατέβασαν το βλέμμα τους υποχωρώντας. Εκείνος ένωσε τη πλάτη του με το τοίχο και ξεφύσησε προσδένοντας τους δαίμονες του.

Εκεί ήταν. Κοιτούσε σαν να ζητιανεύει για βοήθεια. Ζητούσε βοήθεια μέχρι και από τους δαίμονες ακόμα και αν ήξερε πως δεν είναι εμπιστευτεί. Μα εκείνοι το απολαμβάναν σαν κινηματογραφική ταινία.

Τα μάτια του ήταν σαν την οθόνη , αφού κοιτάζοντας τα , διέκρινες τη δική του ταινία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η ταινία ήταν η ζωή του. Με τις φλόγες να καθρεπτίζονται στα μάτια του και όσο εκείνες αυξάνονται, αυξάνονται τα ουρλιαχτά από τους υπόλοιπους. Ουρλιαχτά, δάκρυα, ξεσπάσματα κάπως έτσι αποδέχεσαι ασυνείδητα το θάνατο.

Μισή ώρα έχει περάσει κάπως έτσι.

«Δεν θα έρθει κανένας..τελειώσαμε τελειώσαμε τελειώσαμε..τελειώσαμε» επανέλαβε η Στεφανία αναστατωμένη με τη φωνή της να σβήνει και έπιασε τρελαμένη το κεφάλι της.

Η φωτιά πλέον είχε πολλαπλασιάσει τη δύναμη της, τα φλεγόμενα ξύλα αρχίσαν να πέφτουν από την οροφή. Ενώ ο μεθυστικός καπνός μου θόλωνε τη σκέψη. Το οξυγόνο δεν ήταν καθαρό. Όλοι τους βήχαμε συνεχώς. Ο λαιμός μου πλέον ήταν ξερός σαν να είχε ματώσει και φθαρθεί εσωτερικά από το συνεχής βήχα. Ενώ ο πονοκέφαλος ήταν ανυπόφορος.

«Άλεξ κάνε κάτι, σε παρακαλώ!!» φώναξα για να ακουστώ μέσα στη βαβούρα.

«Δεν μπορώ!» φώναξε με τύψεις, τα φρύδια του ήταν κρεμασμένα και η έκφραση του ήταν σκυθρωπή.

«Δεν αντέχω άλλο!» ούρλιαξα και ακούμπησα τη μέση μου στο τοίχο. Έσυρα προς τα κάτω το σώμα μου μέχρι που άγγιξα το πάτωμα.

Μάζεψα το σώμα μου και έκρυψα το κεφάλι μου σε αυτό. Ήθελα να είμαι έξω, ήθελα να είμαι στο δωμάτιο μου, ήθελα να φύγω.

«Εύα κοιτάμε» άκουσα τη φωνή του και ένοιωσα τη παρουσία του κοντά μου. Είχε γονατίσει διπλά μου.

«Κοιτάμε μάτια μου , κοιτάμε» με παρακάλεσε όσο προσπαθούσε να βγάλει τα μαλλιά μπροστά από το πρόσωπο μου.

Ανασήκωσα αργά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Τα μάτια μου είχαν κοκκινήσει από το κλάμα. Ήταν υγρά από το καπνό που τα δάκρυζε.

«Μη κλαις» είπε χαμηλόφωνα, σαν ψαλμός στα αφτιά μου. Σκούπισε τα δάκρυα μου με τον αντίχειρα του.

Γέλασα μέσα από τους λυγμούς μου.
«Ποιος είσαι και τι έκανες στον Άλεξ;» ρώτησα με ένα μικρό γέλιο.

«Ο Άλεξ είμαι» χαμογέλασε.

Τον λατρεύω έτσι. Γιατί να μην είναι πάντα έτσι; Τώρα θα μπορούσα να πιστέψω πως ο Πάνος ήταν ο Άλεξ. Υποθέτω προσπαθούσε να με ηρεμίσει.

«Εύα..» σοβάρεψε καθαρίζοντας τον λαιμό του.

Έγνεψα αργά περιμένοντας να συνεχίσει.

«Άμα δεν βγούμε ζωντανοί από εδώ..» συνέχισε πλησιάζοντας το πρόσωπο του με το δικό μου.

Τον κοιτούσα με απορία, οι κόρες των ματιών μου διαστέλλονταν σαν τρέλες με τη μηδενική απόσταση μας. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε συνεχώς.

«Ναι;» ρώτησα σιγανά καθώς τον σκάναρα με τα μάτια μου. Εκείνος με πλησίαζε όλο και περισσότερο.

Τα κούτελα μας καθώς και οι μύτες μας είχαν πλέον ενωθεί. Το σκοτάδι και το φως καταφέραν να συνυπάρξουν αρμονικά.
Κανένας δεν είπε πως δεν υπάρχει σκοτάδι στην ημέρα. Και φως στη νύχτα.

Άγγιξε επιτέλους τα χείλια μου. Ενώθηκαν. Δεν ήθελα να τον αφήσω, όχι τώρα. Άμα ήταν να πεθάνουμε θα ήθελα να τον έχω κοντά μου μέχρι και την τελευταία στιγμή που θα αναπνεύσω. Ήταν και αυτός ο μοναδικός τρόπος που οι γλώσσες μας έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι. Κράτησε το πρόσωπο μου με το χέρι του μη θέλοντας να με αφήσει. Ήταν σαν ξανά βρίσκαμε ο ένας τον άλλον.

Απομακρυνθήκαμε αποζητώντας οξυγόνο. Άφησα τη ανάσα μου να πέσει τρεμουλιαστά κοντά του.

«Άλεξ, κάτι δεν πάει καλά με την Έμμα» ακούστηκε η δυνατή φωνή της Στεφανίας.

Εκείνος αμέσως σοβάρεψε και απομακρύνθηκε περισσότερο.

« Τι έπαθε η Έμμα;» ρώτησε ανήσυχος.

Εκείνη του έδειξε αναστατωμένη με το δάχτυλο της, την Έμμα. Έβηχε συνεχώς, είχε χλομιάσει, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα σαν να τα βούτηξε στο αίμα. Στερεωνόταν με το ζόρι στο τοίχο.

Εκείνος προσπέρασε τους υπόλοιπους για να φτάσει σε εκείνη. Όλοι μας είχαμε αφυδατωμένο και κατακόκκινο δέρμα. Ο ιδρώτας έσταζε σαν υδρατμός πάνω μας.

Υποθέτω θα χανόμασταν ο ένας μετά τον άλλο.
Και αυτός το ήξερε.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Γεια εμ ναι εμ εμ αντιο.





Καλα θα πω μονο οτι ασχημο πραγμα που θα συμβει θα γινει στο επομενο κεφ.
Διοτι αυτο θα εβγαινε τεραστιο, και..haaah ναι.

-Αννα που εδωσε κατι που περιμενε 34 κεφς το Team Alex😏👏

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top