Με απογοήτευσε {47}
Eua POV
Το κεφάλι μου εξακολουθεί να είναι βαρύ ενώ αισθάνομαι πικρές συσπάσεις πόνου που και που στο σημείο που δέχτηκα τη σφαίρα. Μερικές φορές αδυνατώ να ακούσω, να δω και νοιώσω οτιδήποτε άλλο, όσο ο πόνος βασανίζει το σώμα μου. Όλα αυτά είναι..τόσο καινούργια για εμένα. Ξύπνησα σαν να μεταφέρθηκα στη ζωή μιας άλλης. Ξύπνησα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, χωρίς να ξέρω καν το όνομα μου. Χαμένη σε ένα δρόμο χωρίς πινακίδες προσανατολισμού, μόνο άγνωστους ανθρώπους που με κατευθυνθούν στο δρόμο που εκείνη θέλουν να φτάσω.
«Εύα, με άκουσες;» ρώτησε το αγόρι που περπατούσε δίπλα μου.
«Συγνώμη Αχιλλέα αφαιρέθηκα, τι έλεγες;» απολογήθηκα καθώς γύρισα για να τον αντικρίσω. Εκείνος συνοφρυώθηκε. Φάνηκε εκνευρισμένος και ίσως πληγωμένος. Δεν καταλαβαίνω τι τον πείραξε. Ήταν σαν να τον μείωσα, παράτησα, πρόδωσα. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει δυσαρεστημένα.
«Αλεξ..» με διόρθωσε.
Ανασήκωσα τα φρύδια μου έκπληκτη από το λάθος μου.
«Α Αυτό!» αναφώνησα προσπαθώντας να διορθώσω τα πράγματα. Ίσως ακούστηκε πιο δυνατά από όσο ήθελα.
Εκείνος φάνηκε για μια στιγμή ανέκφραστος. Έσκυψε για μια στιγμή το κεφάλι του και το ξανά ανέβασε σκεπτόμενος.
«Οι γονείς σου γιατί δεν ήρθαν στο νοσοκομείο;»
«Απολογήθηκαν πως το πρόγραμμα της εταιρίας είναι πολύ αυστηρό. Ήρθαν τη δεύτερη μέρα της διανομής μου στο νοσοκομείο» του ειπα μα εκείνος δεν απάντησε, αν και ήξερα πως ο νους του κουβαλούσε χιλιάδες λόγια που δεν τόλμησε να μου πει. Παρόλα αυτά, ήξερα και η ιδιά πως η δικαιολογία των γονιών μου, ήταν απαράδεχτη.
Εδώ και εβδομάδες ήμουν στο νοσοκομείο περιμένοντας τη στιγμή που θα μου δώσουν το αναθεματισμένο εξιτήριο. Δεν γνώριζα ούτε καν τη σκιά μου. Πίστευα πως ότι και να γίνει, δεν θα υπάρξεις ποτέ μόνος σου, έχεις τον εαυτό σου. Αλλά ήμουν εγώ, που ο ίδιος μου ο εαυτός ήταν ξένος.
«Σου θυμίζει τιποτα αυτό το μέρος;» με ρώτησε βγάζοντας με από τον λήθαργο μου. Διεύρυνα όλο το μέρος με τα μάτια μου παρατηρώντας και τη πιο μικρή λεπτομέρεια. Είμασταν στο σταθμό του τρένου. Περπατούσαμε πανω στις διαχωριστικές γραμμές. Οι άνθρωποι όλοι κατευθύνονταν από την αντίθετη μεριά που εμείς πηγαίναμε. Δεν ήταν πολύ, ήταν λίγοι. Ο καθένας με το δικό του λόγο να πάρει το τρένο. Άνθρωποι, διαφορετικοί. Διαφορετικοί προορισμοί, πρόσωπα, χαρακτηριστικά, ρούχα, όμως όλοι πήγαιναν στην ίδια κατεύθυνση. Στην αντίθετη από μας. Εμείς.. είχαμε χάσει το τρένο.
«Μπα τιποτα» του απάντησα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.
Εκείνος κινήθηκε μπροστά από ένα βαγόνι του τρένου και σταμάτησε μπροστά του. Μου έκανε νόημα με τα χέρια του να έρθω κοντά του. Περπάτησα περίεργη προς αυτόν.
«Εσυ το 'χες ζωγραφίσει αυτό» γέλασε ελάχιστα εκείνος χαϊδεύοντας το γκράφιτι πανω στο τρένο. Ήταν όμορφη ζωγραφιά, όμως αυτό που με παραξένευε ήταν πως ήταν μισή.
«Δεν πρόλαβες να την ολοκληρώσεις» μου είπε εκείνος, σαν να διάβασε τη σκέψη μου.
«Μετά μας κυνήγησαν οι μπάτσοι , ώσπου μας έχασαν, και μετά..»
Σταμάτησε τη πρόταση του. Ήταν σαν να την συνέχισε μέσα του. Θυμώντας τη συνέχεια. Τα μάτια του έμειναν παγωμένα πανω στο γκράφιτι.
«Δεν θυμάμαι τιποτα από αυτά» του ειπα δυσαρεστημένη. Εκείνος πήρε βαθιά εισπνοή ξεκολλώντας τα μάτια του από το τρένο.
«Θα θυμηθείς..» απάντησε ξέπνοα.
«Θα θυμηθείς» επανέλαβε σιγανά στον εαυτό του.
Συνεχίσαμε να περπατάμε πανω στις διαχωριστικές γραμμές. Προσπερνώντας τον κόσμο. Ήταν παράξενο αυτό που ένοιωθα μαζί του. Ένοιωθα συναισθήματα που δεν μπορώ να περιγράψω. Ένα είδος, ασφάλειας, σιγουριάς και οικειότητας. Τον εμπιστευόμουν. Πραγματικά τον εμπιστευόμουν. Εξάλλου στο νοσοκομείο ήταν πάντα δίπλα μου.
«Άνοιξε τον υπολογιστή σου το βράδυ» μου είπε σβήνοντας το λήθαργο μου άλλη μια φορά.
«Γιατί;»
«Άνοιξε τον» μου απάντησε και εγώ έγνεψα. Ανασήκωσα ελάχιστα να τον κοιτάξω καθώς περπατάγαμε. Παραδέχομαι ήταν πολύ ωραίος. Τα ζυγωματικά που χαράζοντας στο πρόσωπο του. Τα μάτια του, που ήταν σχεδόν ίδια με τα δικά μου. Το σώμα του φαινόταν καλογυμνασμένο μέσα από τη μπλούζα.
«Ο Άρης μου είπε να μην σε πλησιάζω. Μου είπε πως εσυ με πυροβόλησες» του ειπα και ξανά κατέβασα το κεφάλι μου. Εκείνος όμως δεν πήρε την ξέφρενη συμπεριφορά που περίμενα. Αντιθέτως.
«Το ξέρω. Εσυ, τον πίστεψες;»
«Όχι» του ειπα μονολεχτικά.
«Για κάποιο λόγο, έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου» συνέχισα χαμογελώντας του και στήριξα φιλικά τον αγκώνα μου στον ώμο του.
Με κοίταξε και αυτός αλλά δεν χαμογέλασε. Ούτε παρέμεινε σοβαρός. Με κοίταξε, σαν να αντίκριζε τις αμαρτίες του. Με κοίταζε, σαν να ήμουν το αγαπημένο του λάθος. Το αγαπημένο του όνειρο. Γύρισε το κεφάλι του ελάχιστα και πλησίασε για να με φιλήσει. Εγώ ακινητοποιήθηκα σκιασμένη. Τη τελευταία στιγμή σταμάτησε. Ανέβασε τα χείλια του, φιλώντας τελικά το κεφάλι μου. Η αλήθεια ήταν χρειαζόμουν χρόνο να προσαρμοστώ σε όλο αυτό, και αυτός το είχε καταλάβει χωρίς να του το πω.
Ξαφνικά ένοιωσα το κινητό μου να δονείται μέσα από την τσέπη του τζιν που φορούσα. Έσκυψα και το έβγαλα για να δω το μήνυμα που στάλθηκε.
Άγνωστη Επαφή: Θέλεις να μάθεις για το παρελθόν σου Εύα; Θες να μάθεις όλη την αλήθεια; Έλα να με βρεις μόνη σου στις οχτώ στο στενό της πλατείας.
Στραβοκατάπια διαβάζοντας το και κοίταξα ανήσυχη τον Αλεξ. Του έδειξα βιαστικά το μήνυμα. Εκείνος πλησίασε για να το διαβάσει.
«Όχι. Όχι Εύα με τιποτα..» απάντησε σίγουρος και απομακρύνθηκε. Εγώ τον κοίταξα συνοφρυωμένη, και ξανά κοίταξα το μήνυμα.
«Ο Λίαμ είναι, αυτός ο μπάσταρδος σε πυροβόλησε!» είπε υψώνοντας εκνευρισμένος το τόνο της φωνής του.
«Πως το ξέρεις; Είναι..άγνωστη επαφή» του απάντησα χαμηλόφωνα κοιτώντας τον υποπτεύτηκα.
«Το ξέρω γαμώ. Δεν θα πας. Ούτε που να το σκέφτεσαι!» μου είπε με μια αυστηρότητα. Ήταν σαν να είχε ορκιστεί σε κάποιον πως δεν θα άφηνε να πάω. Σαν ο εαυτός του να βρήκε εκείνον στο παρελθόν και να τον προειδοποίησε να μην με αφήσει.
Εκείνος γύρισε για να προχωρήσει αλλά η φωνή μου τον σταμάτησε.
«Ό-όμως, θα μου πει για το παρελθόν μου!» φώναξα νοιώθοντας αδικημένη. Τότε γύρισε και με κοίταξε.
«Σου έχω πει εγώ ότι χρειάζεται. Και θα θυμηθείς σύντομα.»
«Μα..»
«Δεν καταλαβαίνω γιατί συνεχίζουμε να το συζητάμε..» με διέκοψε εκνευρισμένος και συνέχισε να περπατάει αφήνοντας με μόνη μαζί με τις σκέψεις μου.
Σίγουρα οι ενδοιασμοί βασανίζουν το κεφάλι μου. Η πρόσκληση του μηνύματος είναι αναμφίβολα ελκυστική. Θέλω όσο οτιδήποτε άλλο να μάθω το παρελθόν μου. Ο Αλεξ δεν μπορεί να ξέρει ότι αυτό το μήνυμα στάλθηκε όντως από..τον Λίαμ. Η συμπεριφορά του είναι ύποπτη, γιατί να μην θέλει να μάθω το παρελθόν μου;
Θα πάω. Έχω ανάγκη να μάθω τι πραγματικά συμβαίνει. Γαμώτο, μου είναι τόσο δύσκολο να ξεχωρίσω ποιος είναι φίλος μου και ποιος εχθρός μου. Ποιον να εμπιστευθώ;
Σκεφτόμουν, όσο κοιτούσα μπερδεμένη το μήνυμα. Ύστερα ξεκόλλησα από αυτό, έκλεισα την οθόνη του κινητού βιαστικά και επιτάχυνα για να τον φτάσω.
[......]
7 Φεβρουαρίου 2017.
Αναγραφόταν η ημερομηνία στο κινητό μου. Πρέπει να θυμάμαι αυτή τη μέρα. Είναι σημαντική. Η θα έχω κάνει μόλις το πιο μεγάλο λάθος της ζωής μου, ή το πιο μεγάλο σωστό.
Παράκουσα τον Αλεξ. Ομολογώ, η περιέργεια μου είναι μεγαλύτερη από την εμπιστοσύνη που του κατέχω. Ίσως το μετανιώσω. Αλλά είναι πολύ αργά για υποχωρήσεις.
Έχει νυχτώσει, και το σκοτάδι μέσα στην ερημιά της πλατείας με τρόμαζε. Παραδέχομαι για μια στιγμή σκέφτηκα ότι θα ήθελα πολύ να είναι ο Αλεξ δίπλα μου. Περπατούσα μοναχή στη πλατιά και τριγύρω έριχνα κλεφτές ματιές. Έφτιαξα καλύτερα το μπουφάν πανω μου ώστε ζεσταθώ αλλά και να αισθανθώ κάποια ασφάλεια.
Κάνεις δεν ήταν εδώ. Ήμουν μόνη και περιπλανιόμουν στην άσφαλτο της πλατείας. Μα πόσο ηλίθια ήμουν να έρθω το βράδυ μόνη μου σε ένα τέτοιο μέρος, εξαιτίας ενός ανώνυμου μηνύματος. Η περιέργεια με τύφλωσε. Τελικά, η σπίθα του φωτός δεν σε τυφλώνει, στην δικιά μου περίπτωση, φώτισε το σκοτεινό χάος που επέλεξα.
Εκνευρισμένη από την αφέλεια του εαυτού μου κλότσησα μια πέτρα βάζοντας τα χέρια στη τσέπη μου.
Ανόητη. Ανόητη. Ανόητη.
Επαναλάμβανα στον εαυτό μου.
«Ο Αλεξ ξέρει πως ήρθες εδώ;» άκουσα ξαφνικά μια άγνωστη αντρική φωνή.
Ανόητη. Ανόητη .Ανόητη. «Τι;» ρώτησα και ανύψωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω το πρόσωπο που μίλησε.
Μόλις τον αντίκρισα πίσω πάτησα φοβισμένη από την εμφάνιση του. Τον παρατήρησα καλά, τα άσπρα μαλλιά του έφερναν αντίθεση στα κατάμαυρα μάτια του και τα έντονα φρύδια του. Το σώμα του φαινόταν καλά γυμνασμένο, σαν αυτό του Αλεξ. Τατουάζ απλώνονταν σε όλη τη περιοχή των χεριών του. Τα σκουλαρίκια στόλιζαν τα αφτιά του και τόνιζαν την αγριότητα του.
«Ποιος είσαι εσυ;» κατάφερα να πω μέσα από ένα στενό κόμπο στο λαιμό μου.
Εκείνος απλός γέλασε ελαφρά κατεβάζοντας το κεφάλι του. Ύστερα με πλησίασε ώσπου να φτάσει σε απόσταση αναπνοής κοντά μου.
«Εύα..ευτυχώς είσαι καλά» μου είπε χαϊδεύοντας το μάγουλου μου. Το χέρι του ήταν παγωμένο και ανατρίχιαζε τους πόρους του δέρματος μου. Δεν ήταν σαν του Αλεξ, ζεστό, απαλό. Και τα μάτια του, ήταν ο ορισμός του χάους. Μου θύμιζαν του Αλεξ, μα εκείνος είχε τα πιο αγνά και όμορφα μάτια όταν με κοιτούσε.
Απομακρύνθηκα μπερδεμένη και άρχισα να τον σκανάρω με τα μάτια μου ελπίζοντας πως θα θυμηθώ κάτι από αυτόν.
«Έκανα λάθος που ήρθα» απάντησα βιαστικά και προσπάθησα να φύγω μα εκείνος κράτησε το χέρι μου σταματώντας με.
«Όχι, όχι δεν έκανες» μου είπε και για μια στιγμή άρχισα να πιστεύω πως μέσα του γίνετε μια μάχη για να βγάλει έναν καλό εαυτό. Δεν θα μπορούσα να τον εμπιστευτώ.
«Δεν έπρεπε να παρακούσω τον Αλεξ.. δεν θέλω να σε ακούσω! Αντίο.» απάντησα απότομα και γύρισα αυτή τη φορά αποφασισμένη.
«Ωραία λοιπόν, υποθέτω τότε δεν θες να μάθεις πως ο Αλεξ σε πυροβόλησε» απάντησε αδιάφορα, έβαλε χαλαρά τα χέρια του στις τσέπες και άρχισε να περπατάει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Τα λόγια του πέσανε σαν κεραυνός πανω μου. Ένοιωθα καμένη, ένοιωθα σαν όλο μου το σώμα να γέμισε από εγκαύματα. Γούρλωσα τα μάτια μου και οι παλμοί του σώματος με μελάνιαζαν.
«Τι;» ξεστόμισα χαμηλόφωνα και γύρισα αμέσως για να τον κοιτάξω. Μόνο τη πλάτη του μπορούσα όμως να το δω. Το κάτω μέρος των χειλιών μου έτρεμε, όπως και όλο μου σώμα. Ήθελα να τρέξω, να τον προλάβω για εξηγήσεις αλλά σαν κεραυνοβολημένη είχα ακινητοποιηθεί. Είχα σίγουρα χλομιάσει. Ένα πόνος, έντονος από το άγχος απλώθηκε σε όλο μου το στομάχι. Σαν να ήμουν νηστικιά για εβδομάδες. Στραβοκατάπια έντρομη και κατάφερα να του φωνάξω «Τι εννοείς;»
Εκείνος δεν μου έδωσε καμία σημασία, συνέχισε να απομακρύνετε χαλαρός. Ξέσπασε χαμός οργής μέσα μου που έλιωσε το πάγο. Πήρα μια γκριμάτσα εκνευρισμού και έτρεξα να τον προλάβω.
«Πες μου!!» ούρλιαξα και τον γύρισα προς τα εμένα. Εκείνος γύρισε ανέκφραστος και με κοίταξε υποτιμητικά.
«Αυτό που άκουσες. Ο Αλεξ, ευθύνεται για την αμνησία. Και άμα όλα πήγαιναν όπως το σχέδιο του..τον θάνατο σου.»
απάντησε έντονα και σοβαρά. Στην αρχή ένοιωσα σαν εκατό μαχαιριά έσκισαν τη σάρκα μου ταυτόχρονα αναζητώντας τη ψυχή μου ώστε να την καταστρέψουν.
«Τι;» ρώτησα και γέλασα λίγο στο τέλος ειρωνικά
«Ειλικρινά πιστεύεις πως θα σε πιστέψω; Ο Αλεξ ήταν συνεχώς στο νοσοκομείο δίπλα μου! Ανησυχούσε για μένα. Εσυ ούτε που εμφανίστηκες!» συνέχισα και ύψωσα το τόνο της φωνής μου εξαγριωμένη.
Εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Πήρε μια βαθιά εισπνοή υπομονής και με κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του, χριστέ μου ορκίζομαι πως κρύβουν τις 10 αμαρτίες του διάβολου.
«Άγγιξε το κεφάλι σου Εύα..» με πρόσταξε.
Εγώ τον κοίταξα παραξενευμένη.
«Άγγιξε το» επαναλάβανε γνέφοντας.
Τον κοίταξα από πανω μέχρι κάτω άλλη μια φορά και κατάλαβα πως δεν αστειευόταν. Έτεινα το χέρι μου προσεχτικά προς το κεφάλι μου. Το χέρι μου άρχισε από μόνο του να ψάχνει καλύτερα κάτι που αισθανόταν. Βρήκα μια..πληγή. Δεν ήταν από το όπλο. Μόλις την άγγιξα ήταν σαν με ηλέκτρισαν ολόκληρη. Σαν να με πετάξανε μέσα στον ωκεανό. Με αφήσαν να βυθιστώ, να πνιγώ. Από τις αναμνήσεις..
Φωνές, πολλές φωνές ανακατεμένες δίκες μου και δίκες του. Οργιάζουν πανω στο κεφάλι μου , και με τρελαίνουν. Με κάνουν να θέλω να τραβήξω τα μαλλιά μου μέχρι να μην νοιώθω. Άγγιξα απαλά το κεφάλι μου. Φάνταζα ψύχραιμη, από το σοκ, μέσα μου όμως χτυπιόμουν και ούρλιαξα.
«Με κοροϊδεύεις πίσω από τη πλάτη μου γαμώτο, μαλακισμένη!!»φώναξε και με έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Συγκρούστηκα με φόρα πανω στο τοίχο νοιώθοντας όλη μου τη πλάτη να γδάρετε. Ένοιωσα το αίμα να κυλάει από το κεφάλι μου ανατριχιάζοντας το σβέρκο μου. Ο πόνος ήταν τόσο διαπεραστικά οξύς που βασάνιζε αλύπητα ολόκληρο το σώμα μου. Άρχισα να κλαίω χαμηλόφωνα απελευθερώνοντας ασυγκράτητους λυγμούς από το στόμα μου.
«Σε είχα προειδοποιήσει Εύα» τον άκουσα να μου απευθύνετε.
Σκηνές, πολλές σκηνές ανακατεμένες πανω στο κεφάλι μου, φωνές , ουρλιαχτά κλάματα.
.......
Κρατούσε τα χέρια μου τόσο σφιχτά που ένοιωθα πως θα τα λιώσει. Ήταν από πανω μου, του οργίαζα πως δεν θέλω, οργίαζα αλλά υποκρινόταν τον βουβό. Κλαψούριζα, και συνέχιζε να με αγνοεί.
.......
«Μπορείς να σκάσεις και να μην μου αντιμιλάς;» ρώτησε και τράβηξε βίαια προς το μέρος του τα μαλλιά μου. Έβγαλα ένα βογγητό πόνου όσο εκείνος τραβούσε τις ρίζες των μαλλιών μου.
«Θα υπακούσεις με το καλό.. η με το κακό τρόπο» είπε και τα τράβηξε με περισσότερη δύναμη κάνοντας με να σφίγγω τα δόντια μου από το πόνο.
«Ότι προτιμάς μωρό μου» χαμογέλασε τραβά.
Παραπάτησα ζαλισμένη. Το σώμα μου ήταν τόσο αδύναμο που θα μπορούσα να λιποθυμήσω.
Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα σαστισμένη. Έντονα, τόσο έντονα που τα μάτια μου αρχίσαν να δακρύζουν.
«Όχι» κατάφερα να προφέρω χαμηλόφωνα και κούνησα δύσπιστη το κεφάλι μου. « Όχι, Όχι, Όχι» επανέλαβα και τα δάκρυα στάζανε από τα μάτια μου. Το ξανθό αγόρι που στεκόταν απέναντι μου προσπαθούσε μάταια να κρύψει το χαμόγελο του.
«Βρήκες μια πληγή;» με ρώτησε.
Έχοντας παγωμένη το βλέμμα μου στο κενό, έγνεψα και ένα ακόμα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο μου. Τα δάκρυα στόλιζαν το χλωμό πρόσωπο μου, του έδιναν λίγο χρώμα.
«Ο Αλεξ στην έκανε..» συνέχισε
«Τ-Το..θυμήθηκα..» απάντησα χωρίς να σταματήσω να κοιτώ μελαγχολικά το κενό.
Όλες τις στιγμές που με χτύπαγε, με εκβίαζε, με πόναγε και με έβριζε. Τις θυμήθηκα..
«Πως; Πως ήξερες εσύ; »τον ρώτησε και τον κοίταξα αδύναμη. Η ματιά μου ήταν πολύ εξαντλημένη, σχεδόν θολή. Έμοιαζα σαν άρρωστη.
«Δικό μου θέμα αυτό»
«Με πιστεύεις τώρα;» με ρώτησε και έγνεψα άλλη μια φορά με τον μελαγχολικό μου τρόπο. Με απογοήτευσε. Ο Αλεξ με απογοήτευσε...
«Για αυτό δεν ήθελε να έρθω..» μολόγησα χαμηλόφωνα.
«Έλα μαζί μας Εύα!» είπε ξαφνικά με ένα πάθος στη φωνή του. Μια ζεστασιά που ήταν ανίκανη να λιώσει το ψυχρός που ένοιωθα. Σκούπισε με τα τον αντίχειρα του να δάκρυα που στάζανε από το ανέκφραστο πρόσωπο μου.
«Έλα!» είπε άλλη μια φορά.
«Θα πάρεις εκδίκηση από τον Αλεξ! Θα σε προστατεύσουμε! Θα σε αλλάξουμε!» συνέχισε και έπιασε τα χέρια μου. Όμως εγώ έμοιαζα σαν νεκρή.
«Έλα στους TBA!» συνέχισε με το παθιασμένο ζεστό τόνο του και έσφιξε τα χέρια μου.
Σήκωσα τα μάτια μου για να τον κοιτάξω.
«Θα έρθω.» απάντησα αποφασισμένη.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Εμ ναι, γεια σας:(💞
Οι περισσοτεροι, με μισείτε πολυ αυτη τη στιγμη, αλλα υγεια να χουμε. Οποιος καταφερει να με ανεχτει, εμενα και την εξελιξη της ιστοριαςςς εμ καλος. Αλλιως δεν ειστε υποχρεωμενοι να την διαβαζετε. Εξαλλου εχω ειδη πει πως το τελος δεν θα ειναι ουτε καλο, ουτε κακο. Δεν γινεται να πανε ολα μελι γαλα στην ιστορια. Προσωπικα πιστευω θα ειναι ξενερα:(
Θα το ανεβασα αυριο το κεφαλαιο, απορω με τον εαυτο μου που το τελειωσα σημερα. Νοιωθω Proud😎
Spoiler: Συναντηση Ευα και Αλεξ.. και οπως καταλαβατε..τσακωμος.😪
Btw τα κεφαλαια απο εδω και περα θα εχουν ονομασιες. Διορθωσα ολα τα προηγουμενα βαζοντας τους ονοματα. 😌
Οποιες δεν θυμαστε τη σκηνη που ο Αλεξ χτυπησε το κεφαλι της Ευας , μπορειτε να πατε στο κεφαλαιο 6 που λεγεται " Δεν ηθελα" το κεφαλαιο το εχω αλλαξει. Μερικες μπορει να το χετε διαβασει με την αλλαγη.❤
Μπορειτε να βρισετε ελευθερα τον πολυ αγαπημενο μας Λιαμ💫
Πολλα ειπα wow..
-Αννα που πα να φαει (νεπάλι)🍟
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top