Λατρέυω να σε φέρνω σε αμηχανία {18}

134 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Έβγαλα τα τσιγάρα από τη τσέπη μου. Και άνοιξα ένα.
Το έβαλα στα χείλια μου και γύρισα κοιτώντας τους.

«Αναπτήρας?» ρώτησα.

Ο Αλεξ έσκυψε το κεφάλι του και έβγαλε από τη τσέπη του έναν.
Έμεινα σκυφτή , με το βλέμμα μου παγωμένο, να περιμένει να μου τον δώσει.

Εκείνος με πλησίασε και με το χέρι του σήκωσε το πρόσωπο μου. Κάνοντας το να τον κοιτά κατάματα.

Άναψε τον αναπτήρα και έβαλε φωτιά στο τσιγάρο που κρατούσα στο στόμα μου. Κοιτώντας με αισθησιακά.

Απομακρύνθηκε βάζοντας τον αναπτήρα ξανά στη τσέπη του.

Η Εμμα γύρισε ενοχλημένη το κεφάλι της από την άλλη.

«Τι συμβαίνει?» τη ρώτησε ο Αλεξ καταλαβαίνοντας την ενόχληση της.

«Δεν είναι τίποτα...» απάντησε με τα μάτια της καρφωμένα στο έδαφος νευρικά.

Είχα σχεδόν ξεχάσει πως η Έμμα και ο Άλεξ ήταν μαζί. Αναρωτιέμαι άμα την χτύπαγε και εκείνη, η άμα την εκβίαζε. Ίσως ακόμη προσπαθεί να τον ξεπεράσει, μετά από σχεδόν ένα μισή χρόνο. Μα την καταλαβαίνω. Ότι και να έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος, έχει μια γοητεία που σε τυφλώνει.

Είμασταν στο στέκι των Κράιμς.
Ο άνεμος έκπνεε την ανάσα του στο πρόσωπο μου. Αυτή τη φορά είμασταν πάνω στη ταράτσα του εγκαταλειμμένου κτηρίου όπου συνηθίζουμε να τη βρίσκουμε.

«Τι διάολο..» ψέλλισε ξαφνικά ο Γιώργος. Κάρφωνε με τα μάτια του ένα κατάστημα , που είχε αρκετούς αστυνομικούς απέξω. Η ασφάλεια περιπλανιόταν από εδώ και από εκεί.

«Τι;» ρώτησε ο Άλεξ

«Γιατί τόση ασφάλεια?» ρώτησε ξανά ο Γιώργος ενώ κοιτούσε ακόμα το κατάστημα.

«Σιγά την ασφάλεια..στο κλέβω οπότε θες» απάντησε.

Ο Γιώργος τον έστρεψε προς το μέρος του, ξαφνιασμένος από την απάντηση του.

«Κάντω λοιπόν» απάντησε ο Γιώργος, σίγουρος για την άρνηση του Αλεξ. «Κλέψε το.» συνέχισε.

Ο Άλεξ γέλασε αλαζονικά, και τον πλησίασε με αργά βήματα. Τον κοίταξε με αυτοπεποίθηση στα μάτια. «Αυτό θα κάνω» του απάντησε .

Έπειτα γύρισε και κοίταξε εμάς στην ευθεία που στεκόμασταν και τα μάτια του έμοιαζαν να αναζητούν κάτι.

«Ευα! Έλα μαζί μου» μου απευθύνθηκε σαν να βρήκε αυτό που έψαχνε και κάνοντας μου νόημα να τον ακολουθήσω.
Εγώ τον αγριοκοίταξα μισοκλείνοντας τα ματιά μου.

«Γιατί πάλι εγώ;» διαμαρτυρήθηκα

«Γιατί οι άλλοι το ‘χουν ήδη εξασκήσει το άθλημα» αποκρίνεται. Ω ήξερα καλά πως δεν ήταν για αυτό. Του άρεσε απλά να με βλέπει να βασανίζομαι με τους τρόπους του.

«Δεν θέλω να το εξασκήσω Άλεξ. Σου είπα εγώ θα-»

«Θέλω να πάμε από τη μπροστινή είσοδο, όχι την πλαϊνή» με διακόπτει. Σημάδι που δείχνει ότι δεν έδινε καν σημασία στα λόγια μου.

« Η μπροστινή έχει περισσοτέρους αστυνομικούς..» του λέω.

«Γι'αυτό θα πάμε» μου λέει. Τι ανόητος που είναι ώρες ώρες, δεν καταλαβαίνει πως το να παίζεις με τη φωτιά έχει και όρια.

Κατεβήκαμε από το εγκαταλειμμένο. Οι Κράιμς μας παρακολουθούσαν από τη ταράτσα.

Τον ακολούθησα ως τον δρόμο. Κάθε μου βήμα έμοιαζε σαν να πατώ πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Αισθανόμουν το κατάστημα όλο και πιο κοντά μου, το άγχος μου μεγάλωνε.

Πλησιάσαμε το κατάστημα διακριτικά. Καθώς πήγα να προχωρήσω ένα βήμα ακόμα ο Αλεξ με σταμάτησε βάζοντας μπροστά το χέρι του.

Τον έριξα μια μπερδεμένη ματιά.

«Χρειαζόμαστε κάλυψη» μου είπε. Αυτός ήταν πιο μπροστά από εμένα, ένοιωθα ανασφαλής, έτρεξα λίγο, και τον άρπαξα από τον καρπό του χεριού του.

«Δηλαδή?» ρώτησα σηκώνοντας ειρωνικά το φρύδι μου.

Εκείνος ξαφνιάστηκε με το άγγιγμα μου. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο κράτημα μου, και μετά ξανά ανέβασε το βλέμμα του πάνω μου. «Δεν συνηθίζετε να κρατιέσαι χέρι-χέρι με κάποιον που δεν έχεις σχέση μαζί του» μου λέει. Τότε αισθάνομαι τα δάχτυλα του χεριού του να βρίσκουν και να συμπλέκονται με τα δικά μου. «Είναι απλός για λίγα λεπτά» μου ψιθυρίζει.

Αυτή ήταν η κάλυψη; Να προσποιηθούμε ότι ήμαστε ζευγάρι;

«Δεν είναι απαραίτητο αυτό, είναι;» τον ρωτάω σιγανά όσο προχωράμε.

«Όχι, απλός λατρεύω να σε φέρνω σε αμηχανία» απαντάει απλά. Βλέπω με την άκρη του ματιού μου, το λοξό χαμόγελο του να σχηματίζεται.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου ξαφνιασμένη από την αναπάντεχη απάντηση του Αλεξ. Αισθάνθηκα τον σφυγμό μου να ανεβαίνει σταδιακά. Ο θώρακας μου ανεβοκατέβαινε πιο έντονα. Με τρομάζει το γεγονός ότι θα κλέψουμε ένα μέρος, ειδικά ένα με μια τέτοια ασφάλεια, και δεν ξέρω τι με περιμένει στη συνέχεια με την κάλυψη μας . Ξέρω απλά, ότι δεν του έχω εμπιστοσύνη..

«Είσαι τόσο αμήχανη» σχολιάζει, σχεδόν σαν να το απολαβαίνει
Στραβοκατάπια. «Δεν είμαι»

Και πριν το καταλάβω έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση μου τραβώντας με κοντά του. Το άγγιγμα του με ανατρίχιασε κάνοντας με να νοιώθω το σώμα μου να ηλεκτρίζετε. Ξεροκατάπια νοιώθοντας άβολα.

Προχωρήσαμε ευθεία προς το κατάστημα σαν ένα απλό συνηθισμένο ζευγάρι που πάει να ψωνίσει από το κατάστημα.
Το περπάτημα μου ήταν νευρικό, και οι ανήσυχες ματιές μου τριγύρω μας προδίδαν.

Ο αστυνομικός μας κοίταξε παράξενα, πράγμα που δεν το καταλάβαινα. Ίσως ήξερε τον Άλεξ, δεν θα εκπλησσόμουνα.

Ο Αλεξ κοίταξε όλο το μέρος, από πάνω μέχρι κάτω. «Κρύψε με» μου είπε σιγανά

Άρπαξε ένα κουτί τσιγάρα και τα έβαλε στη τσάντα του. Οι κινήσεις του ήταν τόσο προσεγμένες που ούτε εγώ η ίδια δεν κατάλαβα πότε πρόλαβε και άρπαξε τα τσιγάρα.

«Πήγαινε ρώτησε τον ταμεία αν έχουν περιοδικά» μου είπε σοβαρός.

Εγώ γέλασα παίρνοντας το σαν αστείο. Θέλει περιοδικά;

«Μην γελάς. Πήγαινε» μου είπε.

«Τι τα θέλουμε τα περιοδικά? Και δεν έχει, αφού το βλέπω.» του είπα.

«Κάνε αυτό που σου λέω..» μου επανέλαβε σοβαρός.

Εγώ τον υπάκουσα και πήγα στο ταμείο. «Συγνώμη, περιοδικά δεν έχετε έτσι?» ρώτησα. Αυτό ήταν ίσως το πιο εύκολο μέρος του σχεδίου.

Ο ταμίας μου ύψωσε αρνητικά το κεφάλι του. «Ευχαριστώ» λέω. Ξανά πηγαίνω προς τον Άλεξ, ο οποίος με παρατηρούσε.

«Είδες? Δεν έχουν . Εμείς τι τα θέλουμε?» τον ρώτησα υψώνοντας ειρωνικά το φρύδι μου.

Εκείνος σχημάτισε ένα μειδίαμα. Με τράβηξε απαλά κοντά του. Έδιωξε αργά τα μαλλιά μου από το σβέρκο μου. «Θα γεμίσουμε υποψίες με το να φύγουμε με άδεια χεριά το κατάστημα. Ρωτώντας αυτό που σου είπα, φάνηκε σαν να ψάχναμε κάτι και δεν το βρήκαμε» ψιθύρισε στο αυτί μου.

Αρχίσαμε να περπατάμε προς την έξοδο του μαγαζιού.
Όταν είμασταν σχεδόν δίπλα στους αστυνομικούς, εκείνος με τραβάει ξανά κοντά του. Σηκώνει το πρόσωπο μου ώστε να τον κοιτάζω κατάματα. Χαμογελάει.

Γυρνάει το πρόσωπο του προς τα πλάγια, και -θεέ μου τι θα κάνει;- φιλάει το κάτω μέρος των χειλιών μου.  Η αναπνοή μου για μια στιγμή κόπηκε. Χωρίς να  απομακρυνθεί πολύ με ξανά φιλάει, αυτή τη φορά βάζοντας λίγο τη γλώσσα του. Σε άλλη περίπτωση θα λάτρευα να τον χαστουκίσω. Αλλά τώρα, δεν είχα επιλογή από το να ανταποκριθώ. Και αυτός το γνώριζε.

Όλο αυτό ήταν πολύ στιγμιαίο. Απομακρύνεται και αντικρίζει τα φοβισμένα μάτια μου με ικανοποίηση.  «Θα ξανά έρθουμε, αγάπη μου» ψιθυρίζει με τεράστια ειρωνεία μες τα λογια του. Εγώ δεν απάντησα. Ο σατανάς, λάτρευε να με φέρνει σε αμηχανία, και ήταν άψογος σε αυτό.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top