Κάπως έτσι {11}
ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΡΩΤΑ
141 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Περπατούσα μοναχή προς το στέκι. Ήταν ένα ψυχρό απόγευμα και έφτιαχνα συνεχώς το μπουφάν καλύτερα πάνω μου. Ο αέρας ανατρίχιαζε το δέρμα μου και επιτάχυνα συνεχώς το βήμα μου όσο έβλεπα τον ήλιο να δύει. Παιδικά γέλια και φωνές ακούγονταν. Προσπερνούσα τα παιδιά που παίζουν ανέμελα μεταξύ τους στα πεζοδρόμια. Ανάμεσα στη χαρά τους εγώ φάνταζα σοβαρή, ανέκφραστη να προχωρώ εθελόντρια στη κόλαση. Αλλά δεν ήμουν εθελόντρια, ήμουν άπορη να πληρώσω το εξιτήριο της. Σκεφτόμουν πόσο διαφορετική ζωή έχουμε. Αλλά αυτή ήταν η ζωή μου. Να προσπερνώ ότι αναζητώ.
Όταν έφτασα στο στέκι των Κράιμς, στάθηκα ακίνητη προσπαθώντας να καταλάβω τι γίνετε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν μια πλήρη αποπνιχτική και ανατριχιαστική ησυχία. Έβλεπα τους Κράιμς από μακριά, με το ζόρι μπορούσα να τους διακρίνω αφού το σκοτάδι τους κάλυπτε. Ήχοι που προέρχονταν από αυτούς ακούγονταν ανατριχιαστικά. Άφηναν, παίρνανε, ακουμπούσαν πράγματα αργά και αυτά έκαναν θορύβους.
Περπάτησα δειλά προς το μέρος τους. Έριχνα συνεχώς ανήσυχες ματιές και τριγύρω και αγκάλιαζα το σώμα μου από το κρύο.
«Είναι όλα εδώ;» ακούστηκε η φωνή του Γιώργου και πλησίασα παραπάνω.
«Τι..γίνεται;» ρώτησα δισταχτικά και ξαφνικά όλοι γυρίσαν να με κοιτάξουν. Στραβοκατάπια αμήχανα όσο ένοιωθα τα μάτια τους να με καίνε. Ο Άλεξ χαμογέλασε στραβά μόλις με είδε. Έριξε μια μάτια τους άλλους και ξανά σε με εμένα. Με άρπαξε από το χέρι φέρνοντας με προς το μέρος τους.
«Γιατί είναι αυτά;» ρώτησα παρατηρούσα το περιεχόμενο μιας κατά μαύρης τσάντας. Υπήρχαν, μπουκάλια, οπλα και διάφορα αλλά αντικείμενα που δεν γνώριζα τις ονομασίες τους.
Με την ερώτηση μου, αρχίσαν να γελούν όλοι. Τα γέλια τους ήταν πάντα τόσο ενοχλητικά και εγώ παρέμενα να τους κοιτώ μπερδεμένη.
«Για διασκέδαση» αποκρίνετε ο Άλεξ και αρχίζει να παίζει με μια μολότοφ στα χέρια του.
«Τι εννοείς;» ψέλλισα
«Ρε αυτή σιγά μην ξέρει να πετά μολότοφ!» άρχισε να γελά ο Μάριος.
Γύρισα και τον αγριοκοίταξα.
«Θα στη πέταγα ευχαρίστως στο κεφάλι!» φώναξα.
Εκείνος άρχισε να σχηματίζει μια άγρια και σοβαρή έκφραση. Τα μάτια του θα μπορούσαν να γίνουν σύμβολα της οργής. Πήρε εισπνοή από τη μύτη και κινήθηκε προς το μέρος μου. Η Στεφανία τον σταμάτησε βάζοντας το χέρι της στο στήθος του και εγώ πίσω πάτησα.
«Εύα για να τελειώνουμε, είσαι μέσα η όχι;» ξεφύσησε η Στεφανία.
«Φυσικά και είναι!» γέλασε ο Άλεξ καθώς συνέχιζε να παίζει με τη μολότοφ. Σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει.
«Δηλαδή τι θα κάνουμε;»
«Θα τα κάψουμε όλα!!» ούρλιαξε ενθουσιασμένος ο Γιώργος και αρχίσαν όλα τα αγόρια να φωνάζουν και να γελάνε.
Θα τα κάψουμε όλα..;
Γαμώτο. Σίγουρα είναι κάτι που μου δημιουργεί ενδοιασμούς. Θα είναι η πρώτη φορά που θα συμμετέχω σε κάτι τέτοιο. Όταν ο Άλεξ και εγώ είμασταν μαζί, συνήθιζα να τον παρακολουθώ από μακριά. Αυτό βέβαια ήταν πριν αρχίσει την άξεστη συμπεριφορά του. Όμως, έχω περιέργεια να γνωρίσω τη αδρεναλίνη τον κίνδυνο και τη δράση που τόσο αγαπούν.
Πήρα δισταχτικά ένα από τα οπλα στα χέρια μου και άρχισα να τον επεξεργάζομαι με τα μάτια και τα χέρια μου.
«Εγώ δεν ξέρω στόχο» εξομολογήθηκα
«Δεν θα το χρειαστείς, μόνο για ανάγκη» μου είπε ο Αλεξ και άρπαξε το όπλο από το χέρι μου, βάζοντας το στη τσέπη του.
Πήρα μια βαθιά εισπνοή από την μύτη και τους κοίταξα.
«Πώς..αρχίζουμε;» ρώτησα.
Η Έμμα στάθηκε δίπλα μου.
«Κάπως έτσι» είπε και πέταξε με φορά ένα εκρηκτικό προς το δρόμο. Γούρλωσα τα μάτια μου και κοκάλωσα στο χαμό που προκάλεσε. Οι άλλοι αρχίσαν να φωνάζουν και με τη σειρά τους, επιτέθηκαν με μίσος. Έμεινα να κοιτώ σοκαρισμένη το χαμό. Ένοιωθα σαν να ήμουν κεραυνοβολημένη.
Ο καπνός ήταν πολύ περισσότερος από όσο τον φανταζόμουν, η μυρωδιά του ερχόταν ως το μέρος μου. Τα μάτια μου δάκρυζαν από μακριά. Ο κόσμος ξαφνικά άρχισε να οργιάζει και να σκορπίζεται στους δρόμους.
Έλα Εύα, μην μοιάζεις με θύμα γαμώτο. Κάνε κάτι! Πήρα μια ενθαρρυντική εισπνοή και έτρεξα προς το δρόμο.
Πρώτη φορά αισθάνομαι κάπως έτσι. Ήταν τρομαχτικό. Ένοιωθα τόσο ευάλωτη, σαν γυμνή μέσα στη κατάψυξη. Ο κόσμος με έσπρωχνε, οι καπνοί, η φωτιά με ίδρωνε έκανε όλα μου τα κόκαλα να πονούν. Δεν μπορούσα να δω από τα δάκρυα στα μάτια μου. Ένοιωθα τόσο βρώμικη. Διάολε που το βρίσκουν το ωραίο; Ο κόσμος οργίαζε στα αφτιά μου, φωνές από παντού, ήμουν έτοιμη να τρελαθώ.
Έπρεπε να κάνω κάτι. Γαμώτο, μην είσαι αδύναμη.
Πήρα ένα εκρηκτικό, και χωρίς να το πολυσκεφτώ, το πέταξα με ορμή. Δεν ήταν τόσο δύσκολο. Ήταν σαν να πετάς πετρά στη θάλασσα.
Γύρισα από την άλλη και αντίκρισα τον Άλεξ. Με επεξεργαζόταν με τα κατά πράσινα μάτια του. Χαμογέλασε στραβά στην εικόνα μου. Τα καστανά μάτια του ανακατεύονταν από τον αέρα που τα χτυπούσε. Στεκόταν τόσο άφοβος και γενναίος μπροστά στη καταστροφή. Η μαύρη μάσκα κάλυπτε το πρόσωπο του και τόνιζε τα μάτια του. Το σώμα του φαινόταν καλογυμνασμένο. Από τότε κατάλαβα.. πως οι καπνοί, ήταν το σπίτι του.
Συγκεντρώσου Εύα, μην ξεχνάς πως είναι ο κακοποιός σου. Εξαετίας του υπόφερες, είναι όμορφος εξωτερικά, αλλά εσωτερικά δεν βλέπεται.
Όταν ένα εκρηκτικό προσγειώθηκε δίπλα του, ξεκόλλησε και πέταξε και μια μολότοφ με οργή. Γύρισα..και είδα πως ένα εκρηκτικό ερχόταν προς το μέρος μου…
Alex’s POV
«Άλεξ! Θα έρθουνε οι μπάτσοι!» άκουσα τη προειδοποιητική φωνή του Γιώργου.
Πήρα εισπνοή από τη μύτη, και κατέβασα το χέρι μου πρώτου ρίξω και άλλο εκρηκτικό.
«Μαζευτείτε, τη κάνουμε» λέω και οι Κράιμς αρχίσαν να μαζεύονται τριγύρω μου.
Μάριος…
Γιώργος..
Έμμα..
Στεφανία..
Και Ευ..
Εύα;
«Που διάολο είναι η Εύα γαμώ;» φώναξα
Οι άλλοι αλληλοκοιταχτήκανε. Συνοφρυώθηκα και πήρα μια εισπνοή σφίγγοντας το σαγόνι μου. «Που είναι;» ούρλιαξα.
«Νόμιζα πως είναι πίσω μου» αποκρίθηκε η Έμμα.
«Δεν έχω ιδεα..» ανασήκωσε τους ώμους η Στεφανία.
«Άλεξ γαμώ!! Ήρθαν! Τι σκατά θα κάνουμε;» φώναξε ο Μάριος και μου έδειξες τους μπάτσους που μας πλησίαζαν.
«Πο ρε πούστη μου» φώναξα και πέταξα με θυμό κάτω τη μαύρη τσάντα που περιέχει όλα τα εκρηκτικά και τις μολότοφ.
Απομακρύνθηκα και κινήθηκα προς τους κωλό καπνούς για να την βρω.
«Άλεξ που πας;» φώναξε η Έμμα.
«Απασχολείστε τους, ρίξτε ότι έχει απομείνει και στην ανάγκη φύγετε» διέταξα και χάθηκα μέσα στους καπνούς.
Οι γαμημένοι καπνοί δεν βοηθούσαν. Μέσα στο χαμό έκανα προσπάθειες να την εντοπίσω αλλά γαμώτο δεν την έβλεπα. Ήταν όμορφη όταν έριχνε τα εκρηκτικά. Ήταν όμορφη διάολε. Άρχισα να βήχω και συνέχεια να προσπερνώ τους καπνούς. Έβαλα καλύτερα τη μαύρη μάσκα πάνω μου.
Την εντόπισα καθισμένη κάτω στο πεζούλι. Την άκουγα να βήχει. Πήγα προς τα εκείνη.
«Τι κάνεις γαμώ το κέρατο μου;» φώναξα και την σήκωσα με θυμό πάνω. Εκείνη έβγαλε ένα βογγητό πόνου και σχημάτισε ένα μορφασμό στο πρόσωπο της.
«Τραυμάτισα το πόδι μου..» μου ανακοινώνει και τρίβει αργά το γόνατο της.
Κοιτώ αλλού με θυμό και σφίγγω το σαγόνι μου. Γλύφω τα χείλια μου και σκύβω στο πόδι της. Σκίζω το μανίκι της μπλούζας μου και παίρνω το ύφασμα του γύρω από την πληγή του ποδιού της. Ω γαμώτο. Το γυμνό πόδι της είναι τόσο καλλίγραμμο και το δέρμα της τόσο απαλό. Το χέρι μου πέφτει απαλά στη γάμπα της και καταπίνω. Πρέπει να ξεκολλήσω..
«Τι σκεφτόσουν γαμώ; Έπρεπε να είσαι μαζί μας..» μουρμουρίζω και σηκώνομαι.
«Άλεξ..» μουρμουρίζει όσο με παρατηρεί που σηκώνομαι. Βρίσκομαι απέναντι της και την κοιτώ από το υψηλότερο ύψος που έχω.
«Θα τρέξεις;» της λέω.
«Ε;» λέει δειλά
«Μπορείς να τρέξεις;» επαναλαμβάνω
Εκείνη γνέφει και την αρπάζω αμέσως από το χέρι. Τρέχουμε ανάμεσα στο καπνό έχοντας σφιχτά κρατημένο το χέρι της. Η ταχύτητα κάνει τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Χαμογελώ στραβά όσο νοιώθω την αδρεναλίνη να διαπερνά κάθε χιλιοστό της ραχοκοκαλιάς μου.
Προπαίρνω τα εμπόδια και βγάζω την Εύα και τον εαυτό μου έξω από το καπνό. «Τη κάνουμε!!» φωνάζω στους Κράιμς και σηκώνω το χέρι μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top