Θα πάρω εκδίκιση για αυτήν {46}
Alex POV
«Τι εννοείς δεν με θυμάται; Πως γίνεται να μην με θυμάται γαμώ!;» φώναξα συγχυσμένος. Τα μάτια μου γουρλωμένα, η ανησυχία χαραγμένη τόσο καλά στο πρόσωπο μου. Μου ήταν άγνωστο γιατί χρειαζόμουν πιο βαθιές αναπνοές, άγνωστο γιατί ξαφνικά έβλεπα το κόσμο πιο χαοτικό από ότι είναι. Όμως ήταν ασυναγώνιστο το χάος που κατείχε το ίδιο μου το μυαλό.
«Πιο σιγά σας παρακαλώ, σας εξήγησα, συμβαίνουν αυτά. Η αμνησία είναι κλασσική πάθηση μετά από ένα ισχυρό σοκ» εξήγησε η νοσοκόμα ψιθυριστά. Ρίχνοντας, κλεφτές ματιές τριγύρω από ανασφάλεια και ντροπή για τη φασαρία που δημιουργούσα. Δεν έχει δει τίποτα ακόμα...
«Ναι αλλά, ούτε καν εμένα;»
Εκείνη σχημάτισε μια σοβαρή έκφραση και τα χείλια της μια ίσια γραμμή. «Ούτε καν τον ίδιο της τον εαυτό» απάντησε.
Ένοιωσα ακόμα πιο απαίσια. Η σαπίλα που είχε κατάτρωγε την ψυχή μου. Η ανείπωτη κούραση. Με έκαναν να νοιώθω πως έχω ημερομηνία λήξης.
«Και πότε;» την ρώτησα αλλά μου έδειξε πως δεν κατάλαβε.
«Πότε θα θυμηθεί;» διευκρίνισα
«Δεν τον γνωρίζω.» απάντησε ξέπνοα.
Ήταν σαν να είχα πλάσει για όλες μου τις γαμημένες ελπίδες, μια μορφή, ένα σχήμα, και μου το διαλύουν, μου το κατάσχουν, σαν τη στέγη που έβρισκα όλες τις βροχερές μέρες καταφύγιο, μου τη κατάσχουν. Είναι άνθρωποι που εξασφαλίζουν δωρεάν τη στέγη, και άλλοι σαν και μένα που αναγκάζουν να τρυπώνουν κρυφά σε αυτή. Απλός γιατί η ζωή και εγώ έχουμε προηγούμενα.
«Σκατά!» φώναξα εκνευρισμένος και χτύπησα το τοίχο φεύγοντας ενώ η νοσοκόμα συμμαζεύτηκε σκιασμένη. Το μπλοκάκι παραλίγο να φύγει από τα χέρια της αλλά κατάφερα να το κρατήσει με τις ατσούμπαλες κινήσεις της.
Στάθηκα μπροστά από το δωμάτιο που τη κρατούσαν. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη αφήνοντας ένα μικρό κενό. Πλησίασα και ένωσα το σώμα μου με το τοίχο ώστε να κοιτάξω καλύτερα από το άνοιγμα της πόρτας. Ένοιωθα σαν θνητός που κρυφοκοίταζέ το παράδεισος. Φαίνονταν χαμένη, σαν ανθός πανω στο πάγο, σαν τυφλός που αφούγκραζε τρομαγμένος τις ανακατεμένες φωνές τριγύρω από το σκοτάδι του.
«Εύα..» της μίλησα και άνοιξα λίγο παραπάνω τη πόρτα για να μπω μέσα στο δωμάτιο.
Με άκουσε, ξέρω πως με άκουσε, αλλά δεν γύρισε για να με κοιτάξει. Όταν κάθισα στο σκαμπό δίπλα από το κρεβάτι της, γύρισε προς τα εμένα για να μου ρίξει μια ματιά. Με σκάναρε ανήσυχη με τα μάτια της.
«Εύα σε λένε» της ειπα και εκείνη έσκυψε μπερδεμένη το κεφάλι της.
«Κοίτα με, δεν σου θυμίζω τιποτα;» της μίλησα ξανά πριν προλάβει εκείνη να το κάνει. Ανασήκωσα το πρόσωπο της για να με κοιτάει κατάματα. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Αλεξ» της απάντησα ο ίδιος αφήνοντας το χέρι μου από το πρόσωπο της.
«Είμαστε.. μαζί» συνέχισα. Εκείνη στραβοκατάπιε και πετάρισε τα μάτια της. Ω ήταν όμορφη, χαμένη και όμορφη. Λάτρεψα την εξωτερική ομορφιά της, αλλά ερωτεύτηκα την εσωτερική της. Γιατί η ιδιά μου έμαθε, να αγαπώ την ομορφιά που δεν χρειάζομαι μάτια για να την δω.
«Εγώ, γιατί δεν θυμάμαι τιποτα;» ρώτησε τελικά. Η φωνή της είναι πάντα ήρεμη, όμορφη. Θα μπορούσα να ξεχωρίσω ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες.
«Είχες ένα ατύχημα»
«Εμείς δηλαδή, είμαστε μαζί; Και οι γονείς μου; Που είναι οι γονείς μου;» ρώτησε και άρχιζε να υψώνει ανήσυχη το τόνο της φωνής της.
«Δεν ξέρω»
«Αδέλφια έχω; Πόσο είμαι; Τι κάνω εδώ;» σχεδόν τραύλιζε από την ανησυχία της και τα μάτια της ήταν αρκετά υγρά για να μου δώσουν τη εντύπωση πως θα βάλει τα κλάματα. Γαμώτο. Τα μάτια της ήταν σαν κρύσταλλοι, την έκαναν να φαίνεται τόσο όμορφη και αυτή της η ομορφιά με δυσαρεστούσε.
«Ηρέμισε μωρό μου» την καθησύχασα και άρχισα να χαϊδεύω τα μαλλιά της. Ήξερα πως αυτό την ηρεμούσε.
«Δυστυχώς ναι έχεις μια αδελφή» συνέχισα και χαμογέλασα προσπαθώντας να πνίξω το γέλιο μου.
«Γιατί πονάω τόσο πολύ;» με ρώτησε ενώ άγγιξε ένα μέρος του σώματος της λίγο πιο κάτω από το κεφάλι της. Τα μάτια της πάλευαν για να μην στάξουν το πικρό υγρό που τα πλημμύριζε.
Την παρατήρησα καλά. Στα μάτια της σκιαγραφούταν πόνος, πόσο ξερά και κουρασμένα φάνταζαν μέσα στο κατακόκκινο περίγυρο τους.
Άμα δεν με γνώριζε δεν θα υπόφερε τόσο. Και τα λόγια που ανταλλάξαμε πριν λίγους μήνες περνάνε μπροστά μου σαν αμαρτίες που πληρώνουμε μαζί.
«Είμαι κακιά επιλογή» την προειδοποίησα με ένα αλαζονικό χαμόγελο.
«Μ αρέσεις κακιά επιλογή» απάντησε πιο σίγουρη από ποτέ.
Ύστερα σφίγγω τα δόντια μου νοιώθοντας την οργή να κατακλύζει στο σώμα μου. Ο Λίαμ την έκανε έτσι. Όχι εγώ. Αλλά η Εύα με προειδοποίησε..
«Άμα μου κάνει κάτι;» με ρώτησε ανήσυχη
«Δεν θα τον αφήσω να σου κάνει»
«Θα σε προστατέψω μωρό μου» συνέχισα και ξανά πλησίασα το πρόσωπο μου για να τη φιλήσω στο κεφάλι.
«Μου το υπόσχεσαι;» με ρώτησε και άγγιξε απαλά το πρόσωπο μου.
«Σου το υπόσχομαι» της απάντησα φιλώντας τα δάχτυλα της πανω στο πρόσωπο μου.
Πλέον ήξερα πως δεν κυλούσε αίμα στο σώμα μου πάρα μόνο οργή. Σκεπτόμενος το πόνο της, την ανεκπλήρωτη υπόσχεση που της έδωσα και τον μαλακά τον Λίαμ, ήθελα να πάρω εκδίκηση για εκείνη. Έβρισκα τον εαυτό μου να πονάει μαζί της. Τόσο μίσος, απέχθεια και οργή που κατάτρωγαν το μέσα μου με έκαναν να θέλω να σπάσω οτιδήποτε βρίσκεται τριγύρω μου.
Βάρεσα το έπιπλο δίπλα μου με τέτοια δύναμη ώστε εκείνη να πεταχτεί φοβισμένη, δεν ήταν η δύναμη που έφταιξε, ήταν οι σκέψεις που μερικές φορές ήταν πιο ισχυρές από οτιδήποτε άλλο. Σηκώθηκα πριν προλάβω καν να αντικρίσω το τρομαγμένο πρόσωπο της και έκλεισα απότομα τη πόρτα φεύγοντας.
Βγήκα έξω από το νοσοκομείο αφήνοντας τον ήλιο να χτυπήσει σε συμμαχία με τον καθαρό αέρα τα ανακατεμένα μαλλιά μου, με τα πρησμένα μάτια μου. Οι μαύροι κύκλοι και το ξεθωριασμένο χρώμα μου αποδεικνύουν πως δεν κοιμήθηκα καθόλου το βραδύ. Βόλεψα τα χέρια στις τσέπες μου και πήρα μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο μου. Μισόκλεισα τα μάτια μου όσο τα χτυπούσε ο αέρας. Σκέφτηκα τις επόμενες κινήσεις μου. Ο Λίαμ θα το πληρώσει..
Φτάνοντας απέξω από τη πολυκατοικία του σπιτιού μου , στάθηκα για μια στιγμή στο ξεθωριασμένο άσπρο χρώμα των τοίχων και τα σκουριασμένα κάγκελα που στολίζονται από τις σταγόνες του νερού. Μέχρι και ο ουρανός μας λυπήθηκε και έκλαψε.
Πήρα τη μηχανή και πάτησα τη ταχύτητα σχεδόν στο τέρμα. Ήθελα την αδρεναλίνη να μερώσει το αίμα μου που έβραζε για εκδίκηση. Να παρατήσω στο δρόμο την γαμημένη υπομονή και να τρέξω από αυτήν. Και προορισμός, ο Λίαμ..
Παράτησα τη μηχανή λίγο πιο κάτω από την αποθήκη των TBA. Άμα η Εύα ήξερε δεν θα με άφηνε να πάω. Άμα ήμουν λογικός δεν θα πήγαινα μόνος μου αλλά με όλη την ομάδα. Κρίμα που δεν είμαι. Είναι κάτι που γουστάρω να το κάνω μόνος μου. Πλησίασα στην αποθήκη, ένας μικρός χώρος με είσοδο μια καλά σφραγισμένη και ξύλινη πόρτα. Τη χτύπησα δυνατά μια φορά. Όταν είδα πως κανένας δεν άνοιξε, την ξανά χτύπησα ακόμα πιο δυνατά. Συνέχισα να την βαράω με μανία μέχρι να μου ανοίξουν, και άμα χρειαστεί να την ανοίξω εγώ με το τρόπο μου..
Η οργή μου μεγάλωνε όσο σκεφτόμουν το πόνο της. Όλες τις γαμημένες αναμνήσεις που πήραν χρόνια να κτιστούν και εκείνος τις κατέστρεψε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο.
Η πόρτα ακούστηκε να ξεκλειδώνει από την άλλη μεριά, ώσπου άνοιξε ελάχιστα. Πριν καν ανοίξει ολόκληρη την έσπρωξα με δύναμη ο ίδιος, κάνοντας την να ανοίξει τελείως. Μπήκα μέσα με σταθερά και βιαστικά βήματα. Αγνόησα την μυρωδιά του ναρκωτικού, του ποτού, του καπνού και της σαπίλας. Αγνόησα την ηλίθια έκφραση της Νταϊάνα που είχε από τη στιγμή που έσπρωξα τη πόρτα από τα χέρια της. Μόλις εντόπισα το Λίαμ σχεδόν χαμογέλασα αλλά ο θυμός το έκρυβε. «Σε περίμενα» μου είπε αυτός. Τα χέρια μου σχεδόν έτρεμαν από την ανεξέλεγκτη οργή μου ξεχείλιζέ από το σώμα μου. Μου ήταν αδύνατον να συγκρατώ κ άλλο μέσα μου. Τον έσπρωξα ρίχνοντας τον, πίσω στο τοίχο. Έπιασα με τα τρεμάμενα χέρια μου τη μπλούζα του τραβώντας την με μίσος. Μπορούσα να δω τις φλέβες να πετάγονται από το δέρμα μου. «Καριόλη, παραλίγο να τη σκοτώσεις!!» ούρλιαξα και τον ταρακούνησα.
«Σε προειδοποίησα πως το κορίτσι θα έρθει μαζί μας» απάντησε εκείνος χαλαρά και προς έκπληξη μου, χαμογελούσε. Τον είχα στρυμωγμένο στο κωλό τοίχο και εκείνος χαμογελούσε ικανοποιημένος.
«Σκοτώνοντας την έρχεται μαζί σας;» ούρλιαξα νοιώθοντας το λαιμό μου σχεδόν να αιμορραγεί και τα χεριά μου να τον σφίγγουν περισσότερο. Άμα την έχανα, θα χανόμουν.
«Μα Αλεξ, και εμείς νεκροί είμαστε» χαμογέλασε ξανά ο ηλίθιος ψυχάκιας. Το χαμόγελο του ήταν πλατί, απλώνονταν στο στενό πρόσωπο του που κρυβόταν από τα ανάκατα, κατάξανθα μαλλιά του.
«Μην βιάζεσαι, θα γίνει και αυτό» γρύλισα. Εκείνος γέλασε ελαφρά και ύστερα πήρε μια σοβαρή έκφραση. Τα μάτια του με κάρφωναν με θυμό και το συνοφρύωμα που πήρε τόνισε τα σκούρα φρύδια του και το μαύρο σαν το χάος χρώμα των ματιών του.
«Νόα, Στέφαν, πάρτε τον έξω» διέταξε μένοντας ακίνητος. Ένοιωσα δυο χέρια να με τραβούν προς τα πίσω κρατώντας με δύναμη τα χέρια μου. Αρκετή δύναμη για να σκίσουν μέχρι και τη μπλούζα.
«Θα σε σκοτώσω πούστη! Θα σε κάψω ρε!» του ούρλιαξα νοιώθοντας άλλη μια φορά το λαιμό μου να αιμορραγεί σαν τον μαχαίρωσαν. Προσπάθησα να απελευθερωθώ από τα χέρια των άλλων.
Εκείνος παρέμεινε ακίνητος, και το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελά ικανοποιημένος.
«Τι στο διάολο θέλεις; Ε;» ούρλιαξα ξανά και σχεδόν γέλασα λίγο στο τέλος ειρωνικά. Τραβήχτηκα ξανά προσπαθώντας να ελευθερωθώ από το κράτημα των άλλων. Μάταια αφού με τραβούσαν με αγριότητα προς τα πίσω.
«Παράτα ήσυχη την Εύα» ήταν η τελευταία μου πρόταση πριν με οδηγήσουν έξω από την αποθήκη παρόλο τις αντιστάσεις μου.
Έκλεισαν και κλείδωσαν τη πόρτα αφήνοντας με έξω. Το φως είχε εξασθενίσει γιατί τα σύννεφα το καλύπταν. Βρέθηκα μονός, ανάμεσα στην αποπνιχτική ησυχία με τον μόνο ήχο, το χαμηλόφωνο τραγούδι της βροχής να παίζει. Οι σταγόνες του νερού πέφτανε στο πεζοδρόμιο και πανω μου. Η βροχή ήταν δυνατή, έπεφτε καταρρακτωδώς πανω μου, έσταζε από τα μαλλιά μου, από τα ρούχα μου, από το πρόσωπο μου. «Θα σε κάψω!!» του ούρλιαξα για τελευταία φορά και κοπάνησα ξανά τη πόρτα. «Με ακούς; Θα σε σκοτώσω!!» φώναξα ξανά και κατάλαβα πως η φωνή μου έσβηνε σταδιακά. Το μέρος φάνταζε έρημο, και οι φωνές μου οι μονές που ακούγονταν. Δεν είχε νόημα να φωνάζω. Ξεκούρασα τη φωνή μου παίρνοντας βαθιές ανάσες. Στερέωσα το κεφάλι μου πανω στη πόρτα, κλείνοντας τα μάτια μου. Ένοιωθα τόσο κουρασμένος. Εξίσου χαμμένος με αυτή. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Προσπαθούσα να ηρεμίσω, αμα ήταν εκείνη εδώ, θα μπορούσε να με βοηθήσει να το κάνω. Θα μπορούσε.
Ακούμπησα το χέρι μου και αυτό πανω στη πόρτα, αλλά εκείνο γλίστρησε προς τα κάτω.
Γιατί όλα πάνε σκατά ρε πούστη; Το μόνο που ένοιωθα, ήταν το νερό να κυλάει αργά στο σώμα μου σβήνοντας τη φωτιά μέσα μου.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Γειααα σας:')💝
Τι κααανετε?
Μαντεψτε ποια εγραψε 18 στη φυσικη!:D
.
.
.
.
Οχι εγω. Εγω πηρα βαση:)
Τελειο?-.-
Ο Λιαμ θελει αγριο ξυλο, και που ειστε ακομη..😌
Τον Αλεξουκο τον λυπαμαι:(
Και την Ευα.😪
Η ναταπου Νταιανα πυροβολησε την πρωταγωνιστρια μου..😒
Spoiler: Τσακωμος-βαρια.. ψεματα.
Το επομενο δεν θα αργησει. Θα μπει σε 2-3 μερες❤
Μαλλον και το επομενο θα νε κρισημο κεφαλαιο, καπως:(
-Αννα που παααει να "διαβασει"👌❌
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top