Ζώ το παρελθόν {67}
Το σώμα μου βρισκόταν ξαπλωμένο δίπλα στο δικό του. Έκλεινα τα μάτια μου, αποφασισμένη να βλέπω το κόσμο μου παρά τον κοινό. Το δέρμα του ήταν ζεστό, σχεδόν καυτό πάνω στο δικό μου, δημιουργώντας ένα αίσθημα δροσιάς. Οι αναπνοές του ήταν τόσο αργές, σαν νανούρισμα. Είναι φορές που σκέφτομαι πως δεν τον αγαπώ αρκετά, τουλάχιστον..όχι όσο του αξίζει, και εύχομαι να είχα δυο καρδίες. Για να τον αγαπούσα και με τις δυο. Όλη η προστασία του κόσμου βρίσκεται δίπλα μου, όλη η ανασφάλεια να μοιάζει κάτι τόσο μακρινό, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια θέση μακριά από την αγκαλιά του.
«Πρέπει να σου πω κάτι» ειπα ξαφνικά. Το σώμα του κουνήθηκε ελάχιστα, η άρθρωση του χεριού του απαλά λύγισε, η αναπνοή του βγήκε πιο βαριά από τις άλλες. Πρέπει να τον πείσω να μιλήσει με την Νταϊάνα. Στέλνεις αυτόν που αγαπάς να μείνει μόνος του με μια πουτάνα...Γαμωτο, και πουτάνα στην κυριολεξία.
Να του μιλήσω; Η να αφήσω την σιωπή να πνίξει τη φωνή μου; Βρήκα τον εαυτό μου χαμένο. Κάτι είναι και αυτό.
«Θα μου πεις;»
Με ρωτάει, και εγώ μένω ακίνητη. Παίρνω μια ανάσα που κράτησα πολύ ώρα στο λαιμό μου. Ύστερα ξεφυσάω και γυρίζω να τον κοιτάξω στα μάτια «Έχεις..μιλήσει τελευταία με την Νταϊάνα;»
«Όχι, γιατί;» ανακατεύει τα καστανά μαλλιά του με το γυμνό στιβαρό χέρι του.
«Δεν..νομιίιιζεις ότι είναι καιρός να το κάνεις;» τον ρωτάω παιχνιδιάρικα όσο γέρνω προς το μέρος του.
«Όχι.. γιατί να της μιλήσω;» με κοιτάζει με το ένα φρύδι ανασηκωμένο.
«Μου είπε ότι θέλει να μιλήσετε» απομακρύνομαι. Σκύβω το πρόσωπο μου προς το τσαλακωμένο σεντόνι που καλύπτει τη κοιλιά μου. Βγάζω τα χέρια μου και το κρατάω από την άκρη, επιψαύοντας το ύφασμα του
«Στα αρχίδια μου να της πεις» απαντά απλά και ρίχνει το σώμα του ξανά στο στρώμα του κρεβατιού.
«Πιστεύω..πρέπει να μιλήσετε.»
«Τι διάολο; Από που και ως που θες εσυ να μιλήσω μαζί της;» λέει κοιτώντας το ταβάνι του δωμάτιου.
«Απλός...δεν χρειάζεται να την αποφεύγεις. Αν έχετε κάτι να συζητήσετε, να το κάνετε. Μην αφήνεις κενά με ανθρώπους»
«Εύα, το δικό της κενό είναι στο κεφάλι. Δεν γουστάρω να μιλήσω μαζί της. Δεν έχω κάτι να πω»
«Αυτή όμως έχει. Δεν έχεις
περιέργεια να μάθεις τι είναι αυτό;»
Βάζει το μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπο του και το πιέζει εκεί.
«Όχι, πούτσα μου για το οτιδήποτε έχει να μου πει» μουρμουρίζει κάτω από το ύφασμα του μαξιλαριού.
Αναστενάζω αποφασισμένη να του πω την αλήθεια. Εφόσον δεν μου δίνετε άλλη επιλογή.
«Θυμάσαι χθες; Όταν κάναμε επίθεση με τα πυροτεχνήματα; Όταν με βρήκες μόνη στο σκοτάδι; Λοιπόν δεν ήμουν εντελώς μόνη. Έπεσα πάνω στην Νταϊάνα. Με απείλησε ότι αν δεν έρθεις να μιλήσεις μαζί της, θα πει τα πάντα στον Λίαμ.»
Βγάζει απότομα το μαξιλάρι από το κεφάλι του. Είναι αναστατωμένος. Ω εξακολουθεί να είναι όμορφος όταν είναι θυμωμένος, μα αυτή του την ομορφιά φοβάμαι. Τα χέρια του είναι πιο σφιγμένα, τα μάτια του δεν είναι όσο ψύχραιμα όσο ήταν πριν. Έχουν πάρει την συνηθισμένη σκοτεινή απόχρωση τους. Αυτή που συνηθίζει να φωτίζεται από τις φλόγες τις φωτιάς απέναντι του.
«Γαμωτο γιατί δεν μου είπες την αλήθεια τότε;» κοπανάει το μαξιλάρι στο κρεβάτι ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται σε αυτό για να σηκωθεί με μια κίνηση.
«Δεν ξέρω. Φοβόμουν μην με ακούσει, και πως ήταν ακόμα εκεί. Κρυμμένη.» Τον ακολουθώ με τα ματιά μου, όμως αυτό δεν φαίνεται να τον ηρεμεί. Τον βλέπω να ντύνεται βιαστικά και τον παρατηρώ με απορία.
«Που πας τώρα;»
«Να σου φέρω τα γάμω χρήματα. Δεν μπορείς να είσαι για πάντα '' Άρρωστη''» αρπάζει το κεφάλι μου και το φιλάει στα γρήγορα.
«Όχι δεν θα πας!» σηκώνομαι.
«Τι; -γελάει- κάνε στην άκρη Εύα» λέει προσπαθώντας να με προσπεράσει.
«Πάρα λίγο να πεθάνεις τη προηγουμένη φορά!» φωνάζω.
Κρατιέμαι από το ράφι δίπλα μου. Τα νύχια μου σέρνονται και το γρατζουνούν με δύναμη. Στα μάτια του όμως η κίνηση αυτή φαντάζει αόρατη. Όπως και η θέληση μου.
«Δεν θα το αφήσω να ξανασυμβεί. Θα του ρίξω αν χρειαστεί.» απαντά παγερά.
«Να ρίξεις σε ποιον;» συνοφρυώνομαι.
«Κάνε στην άκρη να περάσω!» υψώνει επιθετικά το τόνο της φωνής του.
«Πες μου που πας! Μπορώ να σε βοηθήσω!» φωνάζω
«Όχι ΔΕΝ μπορείς!» φωνάζει και αυτός.
«Που το ξέρεις;» ανταπαντώ. Εκείνος ρίχνει μια ματιά στο ρολόι του δωμάτιου και ξανά πάνω μου. Ανασαίνει ως σημάδι αγανάχτησης. «Με καθυστερείς!» μου λέει ανήσυχος.
«Δεν θέλω να πας!!» ουρλιάζω. Τον κοιτάζω τόσο έντονα, και διάολε απλά νοιώθω όλα μέσα μου να καίγονται. Στραβοκαταπίνω και γραπώνομαι ξανά από το έπιπλο δίπλα μου.
«Δεν είναι ζήτημα θέλησης. Τι δεν πιάνεις;» ξαναφωνάζει απελπισμένος. Κοιτάζει την ώρα και η ανησυχία του αυξάνεται, πιο γρήγορα και από τη στάθμη του νερού.
«Θα υπάρχει άλλος τρόπος!» πεισμώνω και εκπλήσσομαι από το δυναμισμό που εκπέμπω. Μάλλον αλλάζουμε για ότι αγαπάμε. Μάλλον...
«Εύα γαμωτο.. κάνε αυτό που σου λέω!» με πλησιάζει. Τα χέρια του σχεδόν τρέμουν. Η άρθρωση του έχει ασπρίσει. Είναι τόσο εκνευρισμένος, και εγώ μαζί του. Από όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, σε άλλη περίπτωση θα εγκατέλειπα, γιατί τον ξέρω, ξέρω πόσο ταραγμένος είναι, πως μέσα στο θυμό του, ξεχνάει άλλα συναισθήματα, ίσως ξέρω ακριβώς και τις συνέπειες. Αλλά εδώ ισχύει αυτό που λέμε..να πεθάνω στη προσπάθεια.
«Δεν κάνω τίποτα!»
Ουρλιάζαμε, φωνάζαμε και οι δυο μας. Ξανά σε δυο ξένα στρατόπεδα. Βαρέθηκα να πολεμούμε για να βρούμε λίγη ησυχία. Αυτή δυσφορία είχε συσσωρευτεί τόσο πολύ μέσα μου που ένοιωθα πως με έπνιγε. Δεν άντεχα άλλες φωνές πάνω στο κεφάλι μου. Σχεδόν είχα ιδρώσει. Ένοιωθα τη κάψα να επιπλέει στο σώμα μου. Είναι τόσο δύσκολο να του πηγαίνω κόντρα, μα είναι ακόμα πιο δύσκολο να τον βλέπω να υποφέρει.
Έσφιξε τόσο τη γροθιά του που αναδυθήκαν οι φλέβες του, πήρε εισπνοή από τη μύτη και άφησε την παράνοια να πράξει για αυτόν.. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Μόλις του είχα προσφωνήσει τη τελευταία μου άρνηση και εκείνος έβαλε τα χέρια του πάνω μου. Με έσπρωξε με δύναμη, ένοιωσα να λιώνει τα χέρια μου. Μετακίνησε το σώμα μου πετώντας το στην άκρη. Δεν με κοίταξε καν, απλός άνοιξε τη πόρτα..και την κοπάνισε πριν φύγει.
Συγκρούστηκα με το έπιπλο δίπλα μου. Το χέρι μου γδάρθηκε, το κεφάλι μου άρχισε να πονάει. Για λίγα δευτερόλεπτα ζαλιζόμουν, και παραπάτησα μια φορά λίγο πριν συνέλθω. Τα μάτια του, οι απότομες κινήσεις του, όλα ήταν σαν να θυμόμουν μια ακόμα άσχημη σκηνή από το παρελθόν μαζί του. Μόνο που..τη ζω, δεν την θυμάμαι. Ζω το παρελθόν, και τότε ήρθε πάλι εκείνη η φράση στο μυαλό μου.
Όποιος έχει ξεχάσει το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει..
Ώστε..αυτό έκανε. Απλός άνοιξε τη πόρτα..και έφυγε. Όπως παλιά.
[.......]
Κοιτώντας το σκοτάδι του δωματίου, κατάλαβα κάτι. Όπως τα μάτια μας συνηθίζουν την έλλειψη φωτός, συνηθίζουν το σκοτάδι, και αρχίζουν να περιθάλπουν καλύτερα με το πέρασμα της ώρας, έτσι συνηθίζουμε και το σκοτάδι μερικών ανθρώπων. Μάλλον έτσι είναι τα πράγματα. Το σκοτάδι είναι δύσκολο μέχρι να το συνηθίσεις.
Μόλις άκουσα τη πόρτα να ανοίγει, έκλεισα άμεσα το Laptop Λίγο πριν χάσω επαφή με την οθόνη, κοίταξα την ώρα. 21:45
Αφήνω το Laptop στην άκρη και σκεπάζομαι με το σεντόνι του.
Έχει λίγο από τη μυρωδιά του, που κάνει το σώμα μου να βουλιάζει στην νηφάλια και να χάνει την αρετή της αυτοκυριαρχίας. Γυρίζω πλευρό και κάνω πως κοιμάμαι.
Ακούω τις βαθιές ανάσες του να χρωματίζουν αυτή τη μουντή σιωπή. Ξανά. Με φοβίζουν τόσο πολύ αυτές του οι αναπνοές, ώστε να θέλω να τρέξω να δω άμα είναι καλά, όμως αυτό με έκανε να σφίξω περισσότερο τα μάτια μου και να παλέψω για να παραμείνω ξαπλωμένη. Τα βήματα του ακούγονταν στο δωμάτιο ανατριχιάζοντας με.
Αφήνει κλειστό το φως. «Ξέρω πως δεν κοιμάσαι» ανασαίνει αφού καθίσει δίπλα μου στο κρεβάτι, χωρίς να ξαπλώσει.
Γυρίζω αργά προς το μέρος του.
«Πως το ξέρεις;» τον ρωτάω καθώς προσπαθώ να τον διακρίνω μέσα στο σκοτάδι.
Υπήρχε τόση ησυχία που τόνιζε τις ανάσες μας και τις παραμικρές αντιδράσεις μας. Γελάει σιγανά και μετά από λίγο μου απαντάει.
«Ποτέ δεν κοιμάσαι έτσι»
«Είσαι πάντα κάπως...έτσι» λέει και τοποθετεί απαλά το χέρι μου πάνω στη κοιλιά μου.
«Με βλέπεις όταν κοιμάμαι;» τον ρωτάω με ένα μικρό γέλιο στο τέλος. Τα χείλια του χωρίζονται και εισπνέει μια ανάσα που ποτέ δεν εξέπνευσε. Στρέφει αμέσως το βλέμμα του προς άλλη μεριά.
«Δεν άργησα..και τόσο σήμερα» αλλάζει συζήτηση και ξανά γυρνάει προς το μέρος μου.
«Μόνο τέσσερεις ώρες.» απαντώ σαρκαστικά και ξαπλώνω ξανά, γυρνώντας πλάτη στο καθισμένο σώμα του.
«Μίλησα και με την Νταϊάνα» μου απαντάει. Μου φαίνεται όλο αυτό γελοίο. Πριν λίγες ώρες, εμείς οι δυο φωνάζαμε και ουρλιάζαμε, ενώ τώρα μιλάμε πιο ψύχραιμα και από ποτέ.
«Ωραία» απαντώ απλά κοιτώντας τον τοίχο διπλά μου. Δεν έχω όρεξη να του μιλήσω περισσότερο.
Νοιώθω τη παρουσία του πιο κοντά μου και κλείνω τα μάτια μου. Ανασαίνει και ανατριχιάζει κάθε χιλιοστό του λαιμού μου.
Αγγίζει τα μαλλιά μου και τα ρίχνει στο μαξιλάρι, αφήνοντας γυμνό τον ώμο μου. Φιλάει τρυφερά το λαιμό μου όσο είναι σκυμμένος κοντά μου. «Εύα, θες να...»
«Θέλω απλός να κοιμηθώ Άλεξ» του απαντώ απότομα.
Απομακρύνεται σιωπηλός καθώς καταπίνει. Ξαπλώνει δίπλα μου και νοιώθω το στρώμα του κρεβατιού να βουλιάζει. Μένουμε αμίλητοι και οι δυο μας, κοιτώντας ο κάθε ένας την πλευρά μας. Προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, όσο νοιώθω ένα κόμπο στο λαιμό μου. Η σκηνή με εκείνον να με σπρώχνει εξαγριωμένος ξαναήρθε στο μυαλό μου. Γιατί να με σπρώξει έτσι;
«Συγνώμη» μου λέει ξαφνικά, σαν να άκουσε τις σκέψεις μου. Η φωνή του ηχεί σαν κάτι απίστευτο στα αυτιά μου. Πρώτη φορά τον ακούω να λέει...συγνώμη. Ακούγεται σαν ευλογιά από το στόμα του. «Δεν ήθελα να σε σπρώξω» προσθέτει.
«Δεν πειράζει» του απαντώ. Αλλά η φωνή μου ακούγεται τόσο αδύναμη, και λεπτή εξαετίας αυτού του κόμπου. Τα δάκρυα στάζουν αργά από τα μάτια μου και ταξιδεύουν από τα μάγουλα μου μέχρι το σεντόνι του κρεβατιού.
Δεν ξέρω πως το κατάλαβε, αλλά εκείνη τη στιγμή ήρθε από πάνω μου και απομάκρυνε τα μαλλιά μου, που ήταν κολλημένα από τα δάκρυα πάνω στο πρόσωπο μου.
«Τότε γιατί κλαις;» με ρωτάει σιγανά.
Ρουφάω τη μύτη μου και γυρίζω προς το μέρος του.
«Θυμάσαι τι έλεγε το ημερολόγιο της Young; Οποίος δεν θυμάται το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει»
«Δεν θέλω να ζήσω πάλι τα ίδια.» συνεχίζω και σκουπίζω τα δάκρυα μου. Γαμωτο, γιατί κλαίω τόσο συχνά τελευταία;
«Μαλακίες, δεν θα το ξαναζήσεις» απαντάει , και η φωνή του είναι τόσο ψύχραιμη που κοιμίζει την θλίψη μου. «Στο υπόσχομαι» μου λέει και σκουπίζει και αυτός τα δάκρυα από το πρόσωπο μου, απαλά με τον αντίχειρα του.
«Εσυ ο ίδιος μου έχεις πει ' Είμαι απαίσιος, δεν κρατώ τις υποσχέσεις μου'» γέλασα και γύρισα να τον κοιτάξω.
«Μόνο όσες δεν με βολεύουν.» κουνάει το κεφάλι του, ανασηκώνει τα φρύδια του και χαμογελάει στραβά. «Με βολεύει να σε ευτυχισμένη» συνεχίζει. Του χαμογελάω δειλά και βάζει μια τούφα πίσω από το αφτί μου. Με πλησιάζει και με φιλάει απαλά. Τα χείλια μας ενώνονται και ανταποκρίνομαι. Απομακρύνετε και με ξαναφιλάει. «Κοιμήσου μάτια μου» λέει μέσα από τα φιλιά που μου αφήνει.
Ξεφυσάω και ρίχνω ξανά το σώμα μου στο κρεβάτι.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΚΑΛΕ ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ💘
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ? ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ?❤
Νε χμ, σορρυ που αργησα λιγο. Δεν μπορουσα να συγκεντρωθω:'(
Για το επομενο κεφαλαιο σας εχω μια ερωτηση..αρκετα ενδιαφερον, ελπιζω να την απαντησει καμια😂
Πειτε μου ενα θεμα που θελετε να γραψει η MissAnonymoys στο Blog της😈. Απλα πραγματα, καθημερινα η που ισως εσεις σκεφτεστε συχνα. Μην μου γραψετε τιποτα σε φαση ' να ζει κανεις η να μην ζει':(
Well... τσακωθηκαν, αλλα τελειωσε αισια😏💕
Spoiler: Alex's POV. FlashBack συζητησης με την Νταιανα😈😈
Καιιι btw η siak222 βρηκε cast για την ιστορια, και την ευχαριστω παρα πολυ. Για την Νταιανα συγκεκριμενα, η οποια ειναι η Jennifer Broders.💖
Η φωτο απανω απο την natoukpr❤
- ΑΝΝΙΕ ΠΟΥ ΔΕΝΘΕΛΕΙΚΑΘΟΛΟΥΜΑΚΑΘΟΛΟΥΑΥΡΙΟΣΚΟΛΕΙΟ😭💕
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top