Εφιάλτης {70}
Alex's POV
Ξαφνικά ο κόσμος τριγύρω μου απόκτησε μια σκοτεινή απόχρωση. Μια πιο σκοτεινή από αυτή που είδη είχε. Και το σκοτάδι γίνονταν ακόμα πιο πυκνό, ακόμα πιο βαθύ που ένοιωθες το μαύρο να σε πλακώνει. Σαν ο ουρανός να κουράστηκε τόσο καιρό να φυλάει μέσα του τον καιρό. Και πάντα πίστευα πως κρατούσε κρυφό μόνο τον μετεωρολογικό καιρό. Είχε τις σταγόνες τις βροχής, τις χιονονιφάδες, την δροσιά, τη ζέστη, όλα κρυμμένα μέσα στο γαλάζιο πέπλο που συχνά οι άνθρωποι αποκαλούν ουρανό. Μα ο ουρανός κρύβει τον καιρό με όλη την έννοια της λέξης. Κρύβει τα χρόνια, κρύβει την επόμενη μέρα, και την προηγουμένη, κρύβει την τωρινή. Χάρεις εκείνον ο ήλιος δύει, ο ήλιος ανατέλλει, και οι ώρες περνούν, βλέπεις τα σύννεφα να ταξιδεύουν. Βλέπεις τις καιρικές συνθήκες να αλλάζουν ανάλογα την εποχή τους. Και ποτέ δεν γνωρίζεις τι σου ξημερώνει. Άμα κοιτάξεις ψηλά στον ουρανό, εκεί οπού ο ήλιος θα κάψει ελαφρά το πρόσωπο σου, θα δεις ίσως τα σύννεφα, αργά να κινούνται και θα σκεφτείς ποσό μεγάλη θα είναι αυτή η μέρα. Όμως μέχρι να κατεβάσεις το βλέμμα σου, θα έχει είδη νυχτώσει.
Το σκοτάδι σκούραινε , ένοιωθα να με συμπυκνώνει και να λιώνει τα κοκάλα μου. Το μυαλό μου ήταν χαμένο. Βήματα ακουγόταν, αργά..σιωπηλά σαν το θάνατο. Το κεφάλι μου, διάολε τόσο μπερδεμένο, σαν ένας σφιχτός κόμπος. Ένοιωθα κάποιος να ουρλιάζει σε αυτό. Το μόνο που μου πέρασε από το μυαλό, ήταν να βρω την Εύα. Τίποτα άλλο. Ένοιωθα στο χείλος του γκρεμού αν δεν την έβρισκα γρήγορα. Μα ήταν όλα μαύρα, και τα πόδια μου με κρατούσαν στη γη, σαν να ήταν δεμένα. Γιατί στο διάολο δεν μπορούσα να περπατήσω? Ένοιωθα ιδρωμένος, κουρασμένος να σηκώσω τα πόδια μου σαν να είχαν μαγνήτες στο έδαφος. Μα τότε ακούω έναν πυροβολισμό να ματώνει τα αφτιά μου, και ύστερα το σώμα της να πέφτει κάτω, μπροστά μου. Δεν μπορούσα να την δω, αλλά τα μαλλιά της γαργαλούσαν τα πόδια μου και το αίμα της να κυλάει τριγύρω μου.
Πετάχτηκα. Στη κυριολεξία, πετάχτηκα. Σαν το στρώμα του κρεβατιού μου να είχε ελατήριο. Οι αναπνοές μου πλουτίζουν την ησυχία, και αδειάζουν τον αέρα μέσα μου. Το σώμα μου δέχεται συσπάσεις, και το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει. Ο ιδρώτας στάζει αργά από το μέτωπο μου. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και κρατώ το σεντόνι του κρεβατιού. Η υπενθύμιση της με ταράζει. Γυρίσω αμέσως το κεφάλι μου αριστερά μου, οπού συνηθίζει να κοιμάται. Την βλέπω ξαπλωμένη, σώα και αβλαβής να παίρνει μικρές δειλές αναπνοές και οι δίκες μου μερώνουν. Ρίχνω τον εαυτό μου πίσω στο κρεβάτι και αναστενάζω.
«Τι έγινε;» με ρωτάει η αλλοιωμένη από τον ύπνο φωνή της. Τα μαλλιά της είναι ανάκατα και τα μάτια της με το ζόρι ανοιχτά.
«Τίποτα.» γυρίζω και της λέω.
«Κοιμήσου» συνεχίζω και την παίρνω στην αγκαλιά μου. Βάζω τα χέρια μου γύρω από τη μέση της με τέτοιο τρόπο ώστε να ενώνονται στη κοιλιά της. Το κεφάλι μου είναι κολλημένο πάνω στα μαλλιά της και αφήνω την μυρωδιά τους να ηρεμίσει και να αλυσοδέσει τους δαίμονες μου. Δεν θα αφήσω να την ξανά πυροβολήσουν. Όχι αυτή τη φορά. Σκέφτομαι και την σφίγγω λίγο περισσότερο.
[......]
Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τον ήχο που έκαναν τα δάχτυλα της Εύας πάνω στο πληκτρολόγιο. Αντίκρισα τις ακτίνες του ηλίου να τρυπώνουν από τα παραθυρόφυλλα και το φως του Laptop να ενοχλεί τα μάτια μου. Το επόμενο που κοίταξα ήταν το ρολόι του δωμάτιου.
12:30 το μεσημέρι.
Δεν με εξέπληττε αφού ήρθαμε
από τη παράλια χθες τα ξημερώματα.
Την βλέπω να σκύβει τη πλάτη της και να μηδενίζει την απόσταση της με την οθόνη. Μοιάζει να διαβάζει κάτι ενδιαφέρον. Ανακατεύω τα είδη ανακατεμένα μαλλιά μου με το γυμνό χέρι μου έχοντας στραβό το κεφάλι μου και την κοιτάζω παραξενευμένος.
«Τι διαβάζεις;» την ρώτησα και την πλησίασα. Εκείνη αναστέναξε και έκλεισε αμέσως το laptop. Βάζει τα χέρια της από πάνω του και γυρίζει να με κοιτάξει.
«Πιστεύεις στα όνειρα;» με ρωτάει. Την κοιτάζω λίγο πιο έντονα αφού ακόμα δεν έχω ξεχάσει το χθεσινό όνειρο μου μαζί της.
«Δεν...δεν ξέρω» της απαντάω.
«Εγώ ναι.» λέει και το ανοίγει ξανά το laptop της.
«Είδα ένα παράξενο όνειρο, και έψαξα στο Internet για να δω αν μπορώ να βρω τι σημαίνει» γελάει και κυλάει τον κύλινδρο του ποντικιού.
«Και τι σημαίνει;» της λέω
«Ότι θα ζήσω πολλά χρόνια» γελάει. «Μάλλον στη πραγματικότητα δεν σήμαινε κάτι.» με κοιτάζει και προσπαθώ να της χαμογελάσω, μα η επιθυμήσει του χθεσινού εφιάλτη με εμποδίζει. Με κοιτάει παραξενευμένη και το χαμόγελο της χάνεται. Ρίχνει μια ματιά στη οθόνη, αμήχανη και ξανά σηκώνει το βλέμμα της πάνω μου.
«Θες ...να ψάξω κάτι και για σένα;» μου λέει.
«Γράψε...» της λέω και υστέρα κάνω μια παύση. Μένω σκεπτόμενος και υστέρα συνεχίζω λέγοντας «Όπλο.»
«Γράψε, όπλο.» διευκρινίζω.
Αρχίζει να ψάχνει και να πληκτρολογεί την απάντηση μου. Κάνει 'κλικ' με το ποντική στο σωστό σύνδεσμο και ύστερα μπαίνει στην ιστοσελίδα που έψαχνε.
«Σημαίνει, απειλή, κίνδυνος..» διαβάζει. Σηκώνει το πρόσωπο της και με κοιτάζει απροσδιόριστα. «Μέχρι και θάνατος.» συνεχίζει και νοιώθω τα λόγια της καρφωμένα πάνω μου. Νοιώθω να ρίχνει αλάτι στις πληγές.
Κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε. Μοιάζουμε αβοήθητοι, και το μισώ. Τα μάτια της προσπαθούν να σβήσουν για τα καλά την ανησυχία που τα κυριεύει από το αψεγάδιαστο χρώμα τους. Ύστερα γελάει, απλός..γελάει. Και ένα τέτοιο γέλιο μοιάζει περισσότερο με ειρωνικό η και ανακούφισης. Κατεβάζει το κεφάλι και το ξανά ανεβάζει στη ίδια θέση που ήταν προηγούμενος.
«Πρέπει να σε επηρέασε το ποτό χθες» μου λέει.
«Ναι... αυτό θα ήταν»
μουρμουρίζω. Ξαφνικά κλείνει το laptop και κάθεται σε στάση οκλαδόν πάνω στο στρώμα του κρεβατιού. Μοιάζει ενθουσιασμένη για κάτι. Σαν μικρό παιδί που περιμένει να ανοίξει τα χριστουγεννιάτικα δώρα του. Μοιάζει, γιατί δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι σίγουρος για την Εύα.
«Λοιπόν, τιιι θες να κάνουμε;» με ρωτάει.
Σχηματίζω αργά ένα χαμόγελο. Στενεύω τα μάτια μου αρχίζοντας να βλέπω θαμπή την εικόνα της. Πλησιάζω το κεφάλι μου κοντά στο δικό της και παίρνω μια βαθιά εισπνοή λέγοντας με βραχνά φωνή «Κάτι μου περνά από το μυαλό». Αμέσως μετά την φιλάω και βάζω το χέρι μου απαλά στο πρόσωπο της για καλύτερο έλεγχο. Τα χείλια της είναι ζεστά από τον ύπνο, σχεδόν καυτερά και μουδιάζουν τα δικά μου.
Τελευταία, κάθε φορά που τη φιλάω γεύομαι ένα συγνώμη από τα χείλια της. Χωρίς να ξέρω το γιατί.
Την εγκλωβίζω μέσα στα χέρια μου αποφασίζοντας να εμβαθύνω το φιλί, κατεβάζω τα χέρια μου στα μπράτσα της και ύστερα απομακρύνομαι από τα χείλια της κατεβαίνοντας στο λαιμό της. Την ακούω να αναστενάζει αμέσως μόλις ξεκολλήσω τα χείλια μου από τα δικά της. Φιλάω τον λαιμό της νοιώθοντας τα χείλια μου να βράζουν πάνω στο δέρμα της. Την δαγκώνω στο σημείο της και κρατώ πιο σφιχτά τα μπράτσα της. Βυθίζω το πρόσωπο μου στο λαιμό της και συνεχίζω να την φιλάω. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά που νοιώθω ότι βγει έξω από το στήθος μου και η θέρμη που καταβάλει το σώμα μου είναι ικανή να με ιδρώσει. Ανεβάζω τα χείλια μου σταδιακά και εκείνη υψώνει το κεφάλι της και τεντώνει το λαιμό της σαν να προσπαθεί να φτάσει κάτι. Ώσπου φτάνω στο αφτί της και δαγκώνω το λόφο της, απαλά.
Την ταράσει η δόνηση ενός μηνύματος από το κινητό της, αλλά δεν σταματώ να κάνω ότι κάνω για να την πείσω να το αγνοήσει.
«Μη» της λέω βραχνά όταν την βλέπω να τείνει το χέρι της προς τη συσκευή.
«Μπορεί να είναι επείγον» συνοφρυώνεται και σηκώνει τη πλάτη της , στηρίζοντας την στο τοίχο. Ξεφυσάω εκνευρισμένα και απομακρύνομαι από το σώμα της.
Διαβάζει το μήνυμα και την κοιτάζω παραξενευμένος.
«Η Έμμα. Λέει να έρθω στο στέκι»
«Η Έμμα;» σαστιστώ.
«Ν...αι» λέει και μοιάζει και για εκείνη αναπάντεχο.
«Θα έρθω μαζί σου» την ενημερώνω και εκείνη απλά γνέφει.
[......]
Οι δρόμοι της πόλης μοιάζουν πιο ύποπτοι από ότι συνήθως. Ίσως είναι η ιδέα μου. Ίσως το όνειρο να με επηρέασε παραπάνω από όσο έπρεπε. Ήταν απλά ένα πούστικο όνειρο που σχεδόν δεν με άφησε να κοιμηθώ. Ήταν απλά το γαμημένο ποτό που με πείραξε. Το διακινδυνεύω όμως; Γιατί αν ξανά πάθει αμνησία, δεν θα θυμάται πως είχε αμνησία. Ακούγεται περίπλοκο. Την κρατούσα σφιχτά σαν ο θάνατος να την τραβούσε από την άλλη. Την έφερνα συχνά κοντά μου, κοιτούσα παντού με καχυποψία. Έκανα σαν γονιός που πάει πρώτη φορά βόλτα το παιδί του. «Άλεξ, όλα καλά;» με ρώτησε. Μα μπορούσα να ακούσω τα βήματα κάποιου να πλησιάζουν, και να αντιληφθώ την αίσθηση ότι κάποιος καργιόλης μας παρακολουθεί. «Ναι όλα τέλεια, πήγαινε εσυ και θα έρθω» της φιλάω το κεφάλι βιαστικά και φέρνω το χέρι μου στη μέση της για να την προτρέψω να κινηθεί.
«Εντάξει...» λέει διστακτικά. «Τι σε έπιασε σήμερα..;» ψιθυρίζει καθώς περπατάει.
Αφού προχωρήσει αρκετά βήματα και απομακρυνθεί εντελώς από το μέρος που βρισκόμουν, κατευθύνομαι στο τοίχο από πίσω μου και στριμώχνω στη γωνιά τον τύπο που μας ακολουθούσε όλη αυτή την ώρα. Χωρίς καν να προλάβουν τα μάτια μου να επεξεργαστούν το άτομο που είχα τυλίξει τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του, ουρλιάζω. «Τι θες ρε; Ε;»
Αφού αφήσω τον εαυτό μου να επεξεργαστεί τη κατάσταση, βλέπω τον...πουτσογιάννη μπροστά μου, τρομαγμένο. Το πρόσωπο του τρέμει και τα μάτια του με κοιτούν έτοιμα να βγουν από τη θέση τους.
Το σωστό είναι, να τρέμεις εσυ από οργή, και εκείνοι από φόβο. Αυτό συνέβαινε και τώρα. Πέρασα από ένα ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ μίσος, μια μαλακισμένη αμνησία, κινδύνευσα χιλιάδες φορές τη σκατό ζωή μου για να είμαι τώρα με την Εύα, και έρχεται αυτός ο πούστρα για να τα καταστρέψει όλα. Τρέμω από θυμό και χαλαρώνω το χέρι μου γύρω από το λαιμό του. Εκπνέω χωρίς να σταματήσει το τρέμουλο.
«Γύρισες για την Εύα;» φωνάζω.
«Όχι!» μου απαντά.
«Πότε γύρισες;» τον ρωτώ.
«Τη Παρασκευή.» ξεροκαταπίνει.
«Τη Παρασκευή..δεν υπήρξε πτήση. Λόγο κακοκαιρίας. Οπότε τι λες να αρχίσεις να λες την γαμημένη αλήθεια τώρα;»
«Ωραία ωραία.. πρώτον βγάλε τα χέρια σου από πάνω μου.» Ω μην μου λες τι να κάνω..
Βάζει διστακτικά τα χέρια του πάνω από τα δικά μου και τα απομακρύνει από το λαιμό του. Ξεροκαταπίνει και κοιτάζει κάτω.
«Κοίτα, ποτέ δεν έφυγα. Στη πραγματικότητα, απλά..ξενέρωσα. Ειπα ψέματα στην Εύα ότι έφυγα για θεσσαλονίκη, ενώ..στη πραγματικότητα απλά άλλαξα σχολείο. Δεν χρειάζεται..να πεις τίποτα στην Εύα.» εξηγεί, και τον σκανάρω με τα μάτια μου.
«Ο αδελφός της, το ξέρει;»
«Ναι» κοιτάζει κάτω. «Ήταν και εκείνος στο κόλπο» σηκώνει το βλέμμα του.
«Γιατί μας ακολουθούσες;» ρωτώ έπειτα. Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω με την ψευτιά που μας φλόμωσε η να χαλαρώσω που δεν ήρθε για την Εύα.
«Φίλε, έχεις το αυτοκίνητο μου αν θυμάσαι!» εκείνο που κατάσχεσαν για παράνομο παρκάρισμα;
Βγάζω το χέρι μου από το τοίχο και δεν του δίνω περεταίρω σημασία. Ούτε καν τον κοιτώ, ούτε και του μιλώ. Βάζω τα χέρια στις τσέπες μου και προχωρώ προς το στέκι οπού άφησα την Εύα να πάει μόνη της.
Αφού περάσω τους δρόμους, και φτάσω στην εγκαταλειμμένη οικοδομή που βρίσκεται το μέρος μας, περπατώ αργά προς τα μέσα του κατεστραμμένου και -βαμμένου από γκράφιτι- κτηρίου. Τα βήματα μου κάνουν μια ηχώ που διαπερνάει ολόκληρο το χώρο. Τίποτα. Κανένας δεν είναι εδώ. Προχωράω λίγο ακόμα, και τότε..κοκαλώνω. Παύω να κινούμε, χειροτέρα και από κεραυνοβολημένος.
Αντικρίζω απέναντι μου τους TBA, και την Εύα..
«Γεια σου Άλεξ.» μου απευθύνεται ο Λιαμ με ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο του.
Σκατά...
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΆΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ
ΤΙΙ ΚΑΝΕΤΕΕΕΕΕ💘
Happy Mothers Day btw?
Παλι εκανα 1 εβδομαδα να ανεβασω. Well..δεν ειχα εμπνευση για αυτο το κεφ, δεν ειχε και τιποτα ιδιαιτερο.
Ουαου εντελως γτπ κεφ αλλα δεν πειραζει, γιατι το επομενο θα νε ωραιο:3
ΑΛΛΑ. ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΤΕΙΤΕ ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ 6 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗΜΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Κ Ρ Ι Σ Η Μ Α Ο Υ Λ Α
ΜΑΘΑΜΑΙ ΤΙ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ😈
ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΑ..ΤΟ ΚΟΒΩ ΣΤΟ ΠΙΟ ΚΡΙΣΗΜΟ ΣΗΜΕΙΟ:'(
ΟΠΟΤΕ ΝΑΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΛΙΓΟ ΧΑΜΟΣ:) ΤΟΑΓΑΠΗΜΕΝΟΜΟΥ.
Spoiler : Ασχημα τα πραγματα για τους Κραιμς..
Και το ξερω οτι ειπα πως θα κανω αφιερωση σε καποιο κοριτσι, και θα κανω απλα μολις μπω απο υπολογιστη.
Η φωτο πανω απο -MiniUnicorn-
Ty💖
-Αννα που χε γεννεθλια πριν 4 μερες😂😈
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top