Ελευθερία, αυτό ήθελα {57}
Ένοιωσα ένα παράξενο συναίσθημα στο στήθος μου. Επαναλάμβανα συνεχώς στον εαυτό μου πως είναι ένας γαμημένος ψεύτης, ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Ένοιωθα τον εαυτό μου να αιμορραγεί από ένα σημείο που δεν μπορώ να δω.
Δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας ψεύτης. Σωστά; Δεν συμβαίνει τίποτα από αυτά που μου είπε. Προσπαθεί να με τρελάνει! Γιατί τρέμω; Μοιάζω με ηλεκτρισμένη.
Το κάτω μέρος των χειλιών μου τρέμει, τα πόδια μου τρέμουν. Τα λόγια του με ηλέκτρισαν. Με άγγιξαν σαν να ήταν η αγαπημένη μου ιστορία. Αλλά..έτσι είναι. Συνηθίζουν οι άνθρωποι να αγαπούν ψεύτικες ιστορίες. Συνηθίζουν τα αλυσοδένονται με τα ψέματα για να μην τους τραβά η πραγματικότητα.
Περπατούσα μοναχή στο δρόμο. Πήγαινα στους TBA, δεν ξέρω γιατί, ήθελα απλός να δώσω τα κώλο χρήματα και να φύγω μακριά του. Μακριά από τη φωνή του, τα μάτια του , τα αγγίγματα του, μακριά του.
Τα βήματα μου ήταν βιαστικά, σαν κάποιος να με κυνήγαγε. Όταν έφτασαν στην αποθήκη, χτύπησα τρεις φορές τη ξύλινη πόρτα. Πήρα μια εισπνοή από τη μύτη και έφτιαξα τη στάση του σώματος μου.
Η πόρτα άνοιξε και προσπέρασα τον Λίαμ που στεκόταν απέναντι μου. Μπήκα μέσα σαν να μην συμβαίνει τίποτα και διεύρυνα όλο το χώρο με μάτια μου. Κανένας δεν ήταν εδώ. Πέταξα τα χρήματα πάνω στο γραφείο και σταύρωσα τα χέρια μου κοιτώντας τον Λίαμ.
«Που είναι οι άλλοι;» ρώτησα
«Είμαστε μόνοι μας.» μου απάντησε
«Ναι το κατάλαβα αυτό, που είναι οι άλλοι;»
«Δουλείες.» αναστέναξε και έπεσε πίσω στο καναπέ.
«Α. Να πηγαίνω και εγώ τότε..» του ειπα δισταχτικά και έτεινα το σώμα μου προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Όχι!!» φώναξε και σηκώθηκε γρήγορα από το καναπέ. Γύρισα αμέσως προς το μέρος του και τον κοίταξα παραξενευμένη.
«Εννοώ» καθάρισε αμήχανα το λαιμό του. «Όχι.. δεν χρειάζεται να φύγεις» συνέχισε.
«Α..ε.. εντάξει θα κάτσω» του απάντησα μπερδεμένη και κάθισα δειλά δίπλα του.
Γύρισε προς μέρος μου και άρχισε να σκανάρει με τα μάτια του. Τον κοιτούσα περίεργη. Μα τι κάνει; Βολεύτηκα καλύτερα στο καναπέ και στραβοκατάπια.
«Μια χαρά μου φαίνεσαι» σχολιάζει.
«Ε; Ναι.. δεν ήταν και τόσο χάλια» απαντώ. Κοιτώ με αμηχανία το πάτωμα. Τα δάχτυλα μου αρχίζουν να παίζουν μεταξύ τους από την υπέρμετρη νευρικότητα. Ένα νέφος ντροπής αρχίζει να με κατακλύζει κάνοντας με να θέλω να εξαφανιστώ.
Ο Λίαμ τέντωσε τη μέση του και έπιασε από το διπλανό γραφείο, τα χρήματα που είχα αφήσει. Άρχισε να τα μετράει και τα χείλια του άνοιξαν όσο αυξανόταν το ποσοστό που μετρούσε.
«Είναι πάρα πολλά..» μουρμούρισε.
«Με πόσους πήγες;» γέλασε και με κοίταξε.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει μανιωδώς. Η ερώτηση του έπεσε σαν μαχαιριά στο στήθος μου. Σχεδόν άρχισα ιδρώνω και πάλεψα για να βγάλω φωνή από το δεμένο λαιμό μου.
«Δεν θυμάμαι» ειπα κοφτά.
Άφησε τα λεφτά και συνέχισε να με κοιτάει. Δεν μπορώ, και μάλλον ούτε θα μπορέσω να καταλάβω ποτέ τα μάτια του. Μοιάζουν να είναι ενθουσιασμένα με την δυστυχία τους. Με κοιτάζει και έρχεται πιο κοντά μου. Τα χέρια του τυλίγονται γύρω από τη μέση μου και αμέσως ανατριχιάζω. Φιλάει το λαιμό μου και ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει συνεχώς ώσπου αρχίζουν να πονούν οι πνεύμονες μου.
«Τι κάνεις;» τραβιέμαι.
«Θα μπορούσες να πας και με άλλο έναν;» ψιθυρίζει στο αφτί μου χαμογελαστός και σφίγγει περισσότερο τη μέση μου.
«Τι; Ό-Όχι!» φωνάζω και απομακρύνομαι.
«Γιατί όχι; Απλός θα τη βρούμε» γελάει και με τραβάει άλλη μια φορά κοντά του. Πέφτω πάνω στο σώμα του και μου ξεφεύγει ένα ουρλιαχτό τρόμου. Εκείνος γελάει και φαντάζει να διασκεδάζει τόσο με την αμηχανία του.
«Τι ωραία που θα ακούγονται τέτοια ουρλιαχτά σου από κάτω μου» σιγοψιθυρίζει στο αφτί μου. Τι..; Τα χέρια του κατεβαίνουν αργά προς τα κάτω και αρχίζει τα τραβά προς τα κάτω το κολάν μου. Το σώμα μου δέχεται συσπάσεις από τρέμουλο κάθε λίγα δευτερόλεπτα και με κάνει να νοιώθω ότι βυθίζομε κάπου.
«Πας καλά;» γυρνάω και του λέω.
«Λίαμ εμείς-εμείς είμαστε φίλοι!» φωνάζω καθώς σηκώνομαι. Απομακρύνω τον εαυτό μου από κοντά του.
«Μην φεύγεις..» λέει με ένα αδιάφορο κα ταυτόχρονα παιχνιδιάρικο τόνο. Κρατάει το χέρι μου αλλά το αρπάζω από τη λαβή του.
«Φυσικά και φεύγω!» φωνάζω
«Δεν θα σου κάνω τίποτα» γελάει
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι» συνεχίζει και αρχίζει να ψάχνει κάτι στη τσέπη του.
Σμιγώ τα φρύδια μου και τον κοιτάω γεμάτη υποψίες. Κάθομαι επιφυλάχτηκα δίπλα του, περιμένοντας την ερώτηση του.
Βγάζει μια φωτογραφία και τη βάζει μπροστά μου ώστε να την δω. Πλησιάζω και παγώνω μόλις την βλέπω.
«Εσυ είσαι αυτή;» με ρωτάει. Τα μάτια μου επεξεργάζονται ασταμάτητά τη φωτογραφία.
Η φωτογραφία είναι παλιά. Σκισμένη στις γωνίες της, η ανάλυση είναι φτωχή. Η εικόνα δεν ήταν σταθερή. Ένα μελαχρινό κοριτσάκι βρίσκεται στα μαρμάρινα σκαλιά του σπιτιου της. Του δικού μου σπιτιού. Τα άνθη αριστερά και δεξιά, στολίζουν τη φωτογραφία. Δεν μοιάζει στημένη, δεν μοιάζει να ήταν προετοιμασμένη για φωτογράφιση. Δεν αργώ να καταλάβω πως αυτή είμαι εγώ.
«Που βρήκες αυτή τη φωτογραφία;!» ρωτάω αμέσως.
«Εσυ είσαι αυτή;» επαναλαμβάνει και κουνάει τη φωτογραφία μπροστά μου.
«Ναι» απάντησα και γύρισα να τον κοιτάξω.
Πιέζει τα χείλια του και κρύβει ξανά τη φωτογραφία στη τσέπη του. Σηκώνεται από το καναπέ και αρπάζει το μαύρο παλτό του. Το τυλίγει τριγύρω του.
«Γιατί ρωτάς; Που διάολο βρήκες εσυ τόσο παλιά φωτογραφία μου;» φωνάζω και σηκώνομαι έξαλλη.
«Τι μου κρύβεις Λίαμ?» μουρμουρίζω σιγανά.
«Θα σε πάω σπίτι σου» μου ανακοινώνει αγνοώντας παντελώς την ερώτηση μου.
«Δεν θέλω να με πας εσυ σπίτι μπορώ και μόνη μου!» του λέω.
Αρχίζει να με πλησιάζει απειλητικά. Μαζεύομαι και στραβοκαταπίνω φοβισμένη. Βρίσκεται απέναντι μου θυμωμένος. Τα μάτια του είναι πύλη κόλασης όταν θυμώνει.
«Προχώρα... Τώρα!» με διατάζει σταθερά και επιβλητικά. Τον κοιτάζω στα μάτια και εύχομαι από μέσα μου να μπορούσα να του αντιμιλήσω. Τον κοιτάζω με θυμό και ύστερα υποχωρώ.
Βγαίνοντας έξω αντικρίζω τον πρωινό ήλιο. Το φως δεν είναι πολύ και ο αέρας πλάθει μια δροσερή ατμόσφαιρα. Κλείνω τα μάτια μου απολαμβάνοντας το πρωινό αεράκι να ανατριχιάζει ευχάριστα το πρόσωπο μου. Αυτός με σπρώχνει κάνοντας με να ανοίξω απότομα τα μάτια μου. «Άντε προχωρά» επιβάλει ψυχρά.
Μπαίνω στο μαύρο αμάξι του και κάθομαι θυμωμένη στο πίσω κάθισμα. Κολλημένη στο τζάμι.
Όλα σε αυτόν είναι μαύρα. Το παλτό του, το αυτοκίνητο του, τα φρύδια του, τα μάτια του, και κυρίως η ψυχή του.
Το ένα του χέρι βρίσκεται στο τιμόνι και για μια στιγμή, σκουπίζει με το άλλο το μέτωπο του.
Μετά από λίγο, το αυτοκίνητο σταματάει κάτω από το σπίτι μου. Βγαίνουμε και οι δυο μας από το αυτοκίνητο και προχωράω προς το σπίτι μου. Αρχίζω να ψαχουλεύω τη τσέπη μου για τα κλειδιά και αντιλαμβάνομαι πως τα έχω ξεχάσει. Ξεφυσάω και τελικά χτυπώ το κουδούνι. Νοιώθω την ανάσα κάποιου πίσω μου, γυρίζω κατευθείαν και βλέπω τον Λίαμ. Ένα επιφώνημα τρόμου ξεφεύγει από τα χείλια μου.
«Τι κάνεις;» αναστενάζω και χαλαρώνω τη στάση του σώματος μου. Γιατί δεν έφυγε;
Εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου εμφανίζεται και ανοίγει τη πόρτα.
Εξετάζει τον Λίαμ με τα μάτια του. Κρατά ακόμα με το ένα του χέρι τη πόρτα και πλησιάζει λίγο ακόμα. Δεν μιλάει, μόνο τον κοιτάζει. Και διάολε τον κοιτάζει τόσο έντονα, σαν να μην είναι άνθρωπος. Τα χείλια του χωρίζονται. Μοιάζουν σαν να επικοινωνούν με τα μάτια τους.
«Ποιος είσαι εσ-»
«Ο πατέρας της Εύας να υποθέσω» τον διακόπτει ο Λίαμ. Απλώνει το χέρι του μπροστά στο πατέρα μου και χαμογελά. Έχει το ίδιο χαμόγελο, αυτό που τα μάτια του ανοίγουν τις πύλες της κόλασης του. Δεν γελάει ποτέ φυσιολογικά; Τα κατάμαυρα μάτια του γυαλίζουν, και χαμογελάει αμυδρά και πονηρά. Σαν το διάβολο να πείς..
«Μα-Μάλιστα, και εσύ..το αγόρι της. Σωστά;» αποκρίνετε ο πατέρας μου σφραγίζοντας το χέρι του με του Λίαμ. Γουρλώνω τα μάτια μου και γυρίζω να κοιτάξω το ξανθό αγόρι με τα μαύρα ρούχα που βρίσκεται δίπλα μου.
«Είμαι φίλος της. Απλός φίλος της Κ. Johnson» χαμογελάει άλλη μια φορά. K.Johnson..; Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και τον κοιτάζω στα μάτια. Πως στο καλό ξέρει το επίθετο του πατέρα μου;
Δεν το πιστεύω! Πρώτα η φωτογραφία μου, και τώρα αυτό. Σκέφτομαι συνεχώς πως, ίσως άμα θυμόμουνα.. να ήξερα την απάντηση μπροστά σε όλο αυτό. Είμαι η ίδια άκυρη της ζωής μου. Έχω αφήσει άλλους ανθρώπους να πρωταγωνιστήσουν και εγώ καταλήγω σε κομπάρσος. Θυμήσου, θυμήσου γαμώτο.. σε ικετεύω θυμήσου..
«Α..ε και πως σε λεν-»
«Λίαμ» τον ξανά διακόπτει.
«Χάρηκα για τη γνωριμία κ.Jonson, δυστυχώς βιάζομαι» συνεχίζει ο Λίαμ πρώτου απαντήσει ο πατέρας μου. Από πότε τόσο ευγενικός; Κοιτάζει μια τελευταία φορά τον πατέρα μου με τον ίδιο τρομαχτικό τρόπο που συνήθιζε και φεύγει.
«Του έχεις πει το επίθετο μου;» με ρωτάει χαμηλόφωνα ο πατέρας μου.
«Όχι..» αποκρίνομαι παραξενευμένη.
Ο πατέρας μου παγώνει τα μάτια του στο ξανθό αγόρι που κατευθύνετε προς το μαύρο αυτοκίνητο του. Τον κοιτάζει και οι κόρες των ματιών διαστέλλονται. Φαντάζει τόσο σοβαρός και εγώ τόσο μπερδεμένη.
«Τι;» ρωτάω τον πατέρα μου.
Αργεί να μου απαντήσει, τα μάτια του είναι παγωμένα πάνω στον Λίαμ. «Τίποτα» μουρμουρίζει.
Αναστενάζω και κατευθύνομαι μέσα στο σπίτι. Βλέπω τον Άρη να κάθεται στο καναπέ
παρακολουθώντας τηλεόραση.
Αλλάζει κανάλι συνεχώς χωρίς να ικανοποιείτε από κανένα πρόγραμμα της τηλεόρασης. Αφήνω τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι και ο θόρυβος που κάνουν καθώς τα ακουμπώ, κάνει τον αδελφό μου να γυρίσει να με κοιτάξει. Ρίχνει μια μάτια στο ρολόι του σαλονιού και ξανά σε εμένα. Είναι ξημερώματα. Κουνάει απογοητευμένος το κεφάλι του και ξεφυσάει. Χωρίς να πει τίποτα συνεχίζει να αλλάζει κανάλι στη τηλεόραση.
Δεν του δίνω σημασία και πηγαίνω προς το δωμάτιο μου. Σκέφτομαι ποσό έχουν αλλάξει τα πράγματα. Σιγουρά η ζωή μου δεν θα ήταν πάντα έτσι..
Αρπάζω το κινητό μου και πληκτρολογώ βιαστικά τον αριθμό του Άλεξ. Μόλις σηκώνει το τηλέφωνο τον ρωτάω:
«Άλεξ γιατί στο διάολο ο Λίαμ έχει φωτογραφία μου;» λέω γρήγορα.
«Τι έχει;» γελάει δυνατά.
«Φωτογραφία μου!» φωνάζω
«Δεν ξέρω»
«Και πως ξέρει το επίθετο του μπαμπά μου;» ξανά ρωτάω
«Που θες να ξέρω τι σκατά κάνει ο πούστης» γελάει ξανά εκείνος.
«Και κάτι άλλο..» του λέω και αρχίζω να περπατάω αφηρημένη μέσα στο δωμάτιο.
«Ρίχτω»
Παίρνω μια εισπνοή και συλλογίζομαι ακόμα μια φορά τα λόγια μου. Μου είπε να συγκατοικήσουμε..όμως είναι τρελό! Εγώ να συγκατοικήσω με τον εχθρό μου; Για μισό λεπτό..είναι όντως εχθρός μου;
Μερικές φορές αναρωτιόμαστε γιατί είμαστε μπερδεμένοι..αλλά δεν είμαστε μπερδεμένοι, είμαστε απλός χαμένοι και τα ψέματα γίνονται αλήθειες από την στιγμή που τα πιστεύουμε.
Και διάολε εγώ δεν ξέρω άμα τον θεωρώ εχθρό μου. Γιατί νοιώθω τόσο ωραία όταν με κοιτάει; Γιατί αναπολώ κάθε στιγμή τα λεπτά που με φιλούσε τόσο διψασμένος; Γιατί νοιώθω στερημένη; Γιατί αυτός φαντάζει το μοναδικό φάρμακο; Ποιος είναι ο ελεγκτής των συναισθημάτων μου γαμώτο;
Είναι εχθρός μου. Έτσι ζουσα τους τελευταίες μήνες, ο Λίαμ μου το θύμιζε συνεχώς. Θλίβομαι τόσο που πρέπει να είναι εχθρός μου. Θα συγκατοικήσω μαζί του κυρίως για να γλιτώσω την επιπόλαια συμπεριφορά του Λίαμ. Σήμερα δεν ησύχαζε άμα δεν πηδιόμασταν..
Και στο σπίτι μου δεν γουστάρω να μένω! Εξάλλου το έλεγε και ο Λίαμ πως πρέπει να μένω όσο λιγότερο δυνατόν στο σπίτι μου.
«Το ξανά σκέφτηκα, αύριο θα έρθω με μερικά πράγματα μου σπίτι σου. Και μην χαίρεσαι γιατί ούτε που θα σε κοιτάω! Θα είναι σαν να μην υπάρχεις. Έρχομαι καθαρά για άλλους λόγους» του λέω και κλείνω το τηλέφωνο προτού μου απαντήσει.
Κοιτάζω το δωμάτιο μου, και αναστενάζω.
Δεν ήθελα πολλά, δεν διακατεχόμουν ποτέ από φιλοδοξία και αχαριστία. Το μόνο που ήθελα ήταν ένα πρωί να εξαφανιστώ, και μην δώσω αναφορά σε κανέναν. Χωρίς χάρτη , χωρίς πινακίδες προσανατολισμού. Ελευθερία, αυτό ήθελα. Και αυτός φαινόταν η θεωρία της
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΚΑΙ ΝΑΙ ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΙ ( ΜΑΛΛΟΝ) ΚΥΡΙΟΙΙΙ.. Η ΓΡΑΜΟΥΛΑ ΚΑΝΕΙ ΑΓΡΙΟ ΚΑΜ ΜΠΑΚΚ👆
Γιατι αργω να ανεβασω τελευταια; Τι εχω παθει; ΔΕΝ ΞΕΡΩ:(
Ευχαριστω παρα πολυ για τα καλα σχολια σας στην προηγουμενη ανακοινωση, η ιστορια δεν θα σβηστει τλκ..
Ηθελα να ανεβασω προχθες.
Και την ωρα που εγραφα ξαφνικα αρχισαν ολοι να με πριζουν και δεν με αφηναν να γραψω
Χθες ειχα τοοοσο πονοκεφαλο.. srlsy.. ψοφαγα. Αλλα δεν πηγα σκουλ και ανεβασα κεφ οεοεοεοε😏
Σκασε Αννα δεν γουσταρουμε να μας κανεις αναφορα τη ζωη σου:)
Οκοκοκ παμε στο κεφαλαιο.
Η ΕΥΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞ ΘΑ ΣΥΓΚΑΤΙΚΟΙΚΗΣΟΥΝ!
Ο ΛΙΑΜ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΛΛΑ..
Εχετε καμοια υποψια;( ?
Btw μην με ρωτατε συνεχια αμα θα θυμηθει η Ευα, δεν γινεται να μην θυμηθει. Νομιζω δλδ... δεν γινεται να μην θυμηθεις ποτεεε απο αμνησια:(
Και με εχετε εμενα να παω κοντρα και στην σημερον επιστημη?
Λπν.. πολυ πιθανον μετα απο ολα αυτα να με εχετε😂
Αλλα χαχα οχι θα αντισταθω:(
ΓΙΑΤΙ ΕΧΩ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΩΣ ΘΑ ΑΓΑΠΗΣΕΤΕ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΕΦ? 😈😈😈
Spoiler: Καααποιοι..το ριχνουν στο ποτακι😈
-Αννα που σας αφηνει με πολλα ερωτηματα:3💘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top