Είναι όλα για αυτήν {63}

Alex's POV
Άνοιξα τα μάτια μου και ενοχλήθηκα από το φως τον παραθυρόφυλλων. Οι ακτίνες του πουρνού ηλίου πλημμύριζαν όλο το άχαρο δωμάτιο σαν να προσπαθούσαν να χρωματίσουν λίγο τη μουντάδα των παλιών ξύλων και των άσπρων τοίχων. Πήρα μια βαθιά εισπνοή , έσμιξα τα φρύδια μου, έκλεισα τα μάτια μου και ανασήκωσα προς τα πάνω τα μαλλιά μου λίγο πριν σηκωθώ από τον καναπέ.

Κοιμόταν εκεί. Ήταν πολύ πρωί για να ξυπνήσει. Την έχω μάθει εξάλλου, ποτέ της δεν ξυπνάει νωρίς. Τα καστανά μαλλιά της απλώνοντας στο μαξιλάρι. Τα βλέφαρα της είχαν κρύψει τα μάτια της. Το χέρι της ήταν κοντά στο πρόσωπο της, το σεντόνι κάλυπτε το μισό σώμα της και ο ήλιος από το παράθυρο έπεφτε ευθεία πάνω της. Πίεσα τα χείλια μου και λύγισα τα φρύδια μου κοιτώντας την. Είναι όλα για αυτήν.

Με αθόρυβες κινήσεις πήρα ότι χρειαζόμουν και βγήκα έξω από το σπίτι.

Αντίκρισα το έξω και σκέφτηκα πως αυτή..είναι η αρχή ενός τραγικούς τέλους.

Περιπλανιόμουν τριγύρω από τα μαγαζιά, σαν ένας φυσιολογικός άνθρωπος που έκανε την πρωινή του βόλτα. Τα χέρια στις τσέπες μου, τα μάτια μου πάνω τους. Ήταν ένα μικρό απλό κατάστημα, δεν ήταν γνωστό. Κρατιόταν. Ο κόσμος μπαινοέβγαινε σε φυσιολογικό βαθμό. Μόλις άνοιξαν, και ο υπάλληλος γύρισε την ταμπέλα ' Ανοιχτά'.

Παρακολουθούσα από μακριά σαν να το καταριόμουν. Όμως εκείνο θα καταριέται σύντομα τον άγνωστο τύπο με την μαύρη μάσκα που θα το αδειάσει. Τις περισσότερες φορές κανένας δεν υποψιάζεται το πραγματικό μέλλον όταν επρόκειτο να γίνει.

Έβγαλα το κινητό μου και το σήκωσα ψηλά. Έφτιαξα τα μαλλιά μου, και υποδύθηκα πως βγάζω φωτογραφία τον εαυτό μου. Ενώ κανένας δεν υποψιαζόταν, πως η κάμερα είναι γυρισμένη και αυτή τη στιγμή η θέα του μαγαζιού αποτυπώνετε στην οθόνη του κινητού μου. Κατέβασα το κινητό και γέλασα με την αφέλεια του κόσμου. Η φωτογραφία ήταν στα χέρια μου. Την ζούμαρα και σχεδίασα οποιαδήποτε παρεμπλοκή, καθώς και πρόσεξα όλες τις ασφάλειες.

Κρύφτηκα σε ένα στενό όπου φόρεσα την μαύρη μάσκα , καλύπτοντας έτσι το πρόσωπο μου. Έκλεισα τα μάτια μου, νοιώθοντας να περνάω στην άλλη μεριά. Εκεί οπού ίσως ανήκω. Μια σκοτεινή μεριά που ανήκουν όλοι οι δαίμονες, εκεί οπού ανήκει η αμαρτία, το αίμα και ο κίνδυνος. Μου είχε λείψει αυτή η μεριά.

Σύρθηκα στο τοίχο και κοίταξα απέξω. Λίγος κόσμος να περπατούσε χαλαρός στα πεζοδρόμια, να εισέρχεται άνετος στα μαγαζιά, να πηγαίνει βόλτα με την οικογένεια του, κάτω από τον πρωινό ήλιο και τον δροσερό αέρα. Ο κόσμος ίσως ήταν όμορφος, αλλά όχι στα μάτια μου. Έσφιξα το όπλο στα χέρια μου, το στήθος μου ανεβοκατέβαινε σταθερά. Ήταν η ώρα.

Έτρεξα μέσα στο κατάστημα ουρλιάζοντας μέσα από τη μάσκα «Ακίνητοι όλοι!!!». Το χέρι μου ήταν τεντωμένο και σημάδευα όλο το κόσμο τριγύρω.

Ανθρώπινα ουρλιαχτά ακούστηκαν από πίσω μου, ο κόσμος κοκάλωσε. Ο ταμίας περόνιασε και ύστερα πισωπάτησε δειλά. Προσπάθησε διακριτικά να αρπάξει το τηλέφωνο για να ειδοποιήσει την αστυνομία. Τι μαλάκας..

Σημαδεύω το τηλέφωνο χαλαρός και πατάω τη σκανδάλη.

«Τι θα κάνεις τώρα;» γέλασα και εκείνος στραβοκατάπιε.

Ο ήχος της σφαίρας να εκτοξεύετε ακούστηκε σε όλο το μαγαζί κάνοντας όλους όσους ήταν μέσα να φωνάξουν, να αγκαλιάσουν τον άνθρωπο δίπλα τους, η να πέσουν κάτω.

«Τι λες να σου κάνω μια εξυπηρέτηση να αδειάσω το χώρο της ταμειακής μηχανής;» γελάω καθώς τον σημαδεύω με το όπλο.

Εκείνος έχει χλομιάσει, τα πόδια του μοιάζουν με ζελέ, τα τρεμάμενα χέρια του ψάχνουν το ταμείο και προσπαθεί να το ανοίξει με τις ατσούμπαλες κινήσεις που του δημιουργεί το άγχος.

«Δεν έχω όλο τον χρόνο παλιό καργιόλη, φέρε τα γαμημένα χρήματα πριν σου τινάξω τα μυαλά!» φωνάζω άλλη μια φορά. Η αγριότητα της φωνής μου είναι ίδια με αυτή όταν καταστρέφουμε με τους Κράιμς. Όταν ουρλιάζω στους μπάτσους, και όταν διατάζω την ομάδα.

«Εντάξει εντάξει η-ηρέμησε!» λέει ο υπάλληλος και μου ανοίγει το ταμείο, ύστερα το γέρνει προς το μέρος μου. Γαμήσου.

«Μην μου λες να ηρεμίσω πούστη» γρυλίζω τοποθετώντας τη κάνη του όπλου στο κεφάλι του. Έχει ασπρίσει ολόκληρος, σαν να τον βούτηξαν στην χλωρίνη. Γνέφει το πρόσωπο του μέσα από το ακανόνιστο τρέμουλο.

Αρπάζω όλα τα χρήματα βάζοντας τα στην τσάντα μου. Γδύνω ολόκληρο το ταμείο και ύστερα τρέχω μακριά από το μαγαζί.

Τα πόδια μου τρέχουν ασταμάτητα, η καρδιά μου χτυπάει ξανά με μανία, γελάω σαν υστερικός νικητής. Μου έλειψε όλο αυτό. Η γαμημένη αδρεναλίνη να με χτυπάει από όλες τις μεριές.
Οι σειρήνες των περιπολικών ακούγονται από πίσω μου. Επιταχύνω και κοιτάζω πίσω μου. Δεν φαίνονται, οπότε πρέπει να είναι αρκετά πίσω μου.

Κρύβομαι σε ένα στενό οπού οι τοίχοι με καλύπτουν και το σκοτάδι με προστατεύει σαν φύλακας. Εκεί ρίχνω τη πλάτη μου στο τοίχο και προσπαθώ να ανακτήσω ξανά τη φυσιολογική ροή των αναπνοών μου. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει και γελάω μέσα από τις αναπνοές μου.

[.......]
Μπαίνω μέσα στο σπίτι. Κοπανάω τη πόρτα πίσω μου. Οι ανάσες μου είναι τόσο βαριές και γρήγορες, ο ιδρώτας στάζει από πάνω μου. Ξαφνικά μόνο εγώ ακούγομαι. Το σπίτι αναμένει σε μια αποπνιχτική ησυχία που στερείτε τη φωνή της. Μεσημέριασε, έπρεπε να είχε ξυπνήσει. Τα ρούχα μου έχουν σκιστεί, το δέρμα μου έχει γδαρθεί, τα πνευμονία μου πονούν.

Πηγαίνω στην κουζίνα και πίνω λίγο νερό, σαν να ήμουν πριν λίγα λεπτά ένας διψασμένος στην έρημο. Και είναι μια έρημος. Δεν έχουμε ερημώσει; Όλα μέσα μας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα δάσος που πλέον κάηκε. Που εμείς οι ίδιοι βάλαμε φωτιά. Ως μια παράλια δίχως θάλασσα, ως μια παράλια όπου η άμμος της, έπνιξε τη θάλασσα δημιουργώντας την κατάντια μιας νεκρής ερήμου. Είχαμε τη θάλασσα, είχαμε το συναίσθημα και τώρα δεν έχουμε τίποτα.

Το νερό ανακουφίζει το ξερό λαιμό μου. Οι ανάσες μου δεν παύουν να είναι τρομαχτικά ασταμάτητες.

«Άλεξ;» ακούω τη φωνή της να καλεί το όνομα μου. Γυρίζω να την κοιτάξω. Έχει στερεωμένη τη πλάτη της στο τοίχο, τα χέρια της είναι σταυρωμένα όσο με παρατηρεί. Τα μαλλιά της πέφτουν πάνω στο στήθος της, τα κατά πράσινα μάτια της με καρφώνουν λες και θέλουν να γδύσουν τη ψυχή μου.

«Που είχες πάει;» με ρωτάει ύστερα. Παίρνω μια βαθιά εισπνοή από τη μύτη. Πετάω τα χρήματα πάνω στο τραπέζι για απάντηση και εκείνη ρίχνει τη ματιά της πάνω τους αφηνιασμένη. Έπειτα κοιτάζει ξανά εμένα έτοιμη να μιλήσει.

«Μην ρωτήσεις» της λέω σταθερά, αν και ακούστηκε περισσότερο προειδοποιητικά.

Με κοιτάζει εξεταστικά. Απομακρύνετε χαλαρή από το τοίχο, ενώ με πλησιάζει με αυτοπεποίθηση και άνεση. Παραξενεύομαι και τότε αρπάζει το όπλο από την τσέπη μου.

«Και..τι ήθελες το όπλο;» ρωτάει όσο παίζει με αυτό.

«Εύα..» γρύλισα

«Χαλάρωσε, θέλω απλά να το δω» γέλασε. Άρχισε να το κοιτάζει και να το αναλύει από όλες τις μεριές. Έμοιαζε με μικρό παιδί που πιάνει για πρώτη φορά στα χέρια του νεροπίστολο.

Έκλεισε το ένα μάτι της και τέντωσε τα χέρια της.

«Που να σημαδέψω;» γέλασε.

Έκανε πλάκα, έπαιζε πράγματι με το όπλο, σαν να ήταν νεροπίστολο. Θυμάμαι να κάθομαι να την παρατηρώ, τόσο καλά, σαν να ήταν η αγαπημένη μου ζωγραφιά. Μ άρεσε να την βλέπω να παίζει με τη φωτιά. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν πίσω στη πλάτη της, το χέρι της πίεζε το όπλο. Της ταίριαζε τόσο πολύ. Γαμώτο, πυροβόλα με. Τρελαινόμουν να την βλέπω με το όπλο, με τις μολότοφ, με τα εκρηκτικά, μέσα στον κίνδυνο, και μέσα στη φωτιά φάνταζε πιο όμορφη. Έφερνε τη φωτιά στον παράδεισο.

«Οπουδήποτε» μουρμούρισα.

Έκατσε στη καρέκλα πίσω της και έκλεισε τα μάτια της. Ξεφύσησε και ετοιμάστηκε να σημαδέψει. Τότε, ξαφνικά τοποθετεί τη κάνη του όπλου ακριβώς πάνω..εκεί που δεν πρέπει.

Γουρλώνω τα μάτια μου και λυγίζω ελάχιστα τη κοιλιά μου αυτόματα.

«Εύα! Πάρε τα γαμημένα χέρια σου από εκεί!!» φωνάζω σταθερά.

Ανοίγει τα μάτια της και βγάζει ένα επιφώνημα, σοκαρισμένη .
Τράβηξε αμέσως το όπλο από εκεί.

«Συγνώμη..» γελάει ντροπαλά.

«Εννοούσα οπουδήποτε, αλλά όχι εμένα. Και κυρίως..όχι τα αρχίδια μου!» της λέω και εκείνη σχηματίζει ένα πονηρό χαμόγελο.

«Αλλιώς;» σηκώνετε. Το χαμογελαστό πρόσωπο της βρίσκεται χιλιοστά από το δικό μου.

«Αλλιώς θα σε ρίξω κάτω και-»

«Τόλμα» με διακόπτει. Το πλατύ χαμόγελο της απλώνετε στο πρόσωπο της και τα πονηρά μάτια της τρεμοπαίζουν.

Χαμογελάω στραβά και την κοιτάζω, αφήνοντας την ανέγγιχτη. Με κοιτάζει σαν να περιμένει ανυπόμονα την υποχώρηση μου. Μετά από λίγο σέρνω το πόδι μου πίσω από το δικό της, βάζοντας της έτσι τρικλοποδιά. Πέφτει στα χέρια μου. Δεν θα την άφηνα να πέσει κάτω. Πλησιάζω το πρόσωπο μου και της ψιθυρίζω αισθησιακά «Κατά λάθος..» και ύστερα σχηματίζω ξανά ένα στραβό χαμόγελο όσο την κοιτάζω.

Στην αρχη μοιάζει ενοχλημένη, ύστερα γελάει ελαφρά και με κοιτάζει σαν νικημένη.

Εντελώς απρόσμενα φέρνει με ορμή το γόνατο της πάνω στο όργανο μου. Βγάζω ένα επιφώνημα πόνου και απομακρύνομαι. Το σώμα μου συσπάτε και λυγίζω τα γόνατα μου. Σφίγγω τα μάτια μου καθώς σωριάζομαι κάτω.

Αυτό..πόνεσε.

Με κοιτάζει από πάνω.

«Κατά λάθος..» μου χαμογελάει και σκύβει το πρόσωπο της κοντά στο δικό μου. Τα μάτια μου παραμένουν κλειστά ώσπου τα ανοίγω για την κοιτάζω πρόσωπο με πρόσωπο.

«Έτσι και δεν μπορώ να ξανά πηδήξω..την-την έχεις γαμήσει» λέω μέσα από τα δόντια.

«Από εσένα;» γελάει γυρνώντας πλάγια το πρόσωπο της.

«Είχα ακουστά πως χρειάζεσαι πουλί για αυτό» συνεχίζει και ξανά ισιώνει τη κορμοστασιά της.
Βάζω τα δυνατά μου να σηκωθώ.

Στερεώνομαι στο διπλανό έπιπλο και καταφέρνω να σταθώ στα πόδια μου αγκομαχώντας. Γαμώτο. Είναι σαν να έχω σπασμένα γυαλιά στο παντελόνι μου.

«Δεν θα ησυχάσεις αν δεν μου σακατέψεις τα αρχίδια σήμερα;» της λέω.

«Σε χαλάει;» γελάει. Εσύ τι λες;

«Θα προτιμούσα να μου τα σακατέψεις με άλλο τρόπο»

Ανασηκώνει υποτιμητικά τα φρύδια της.

«Συμβιβάσου με αυτόν»

Αφήνω μια απότομη εκπνοή και το χέρι μου ξανά πέφτει πάνω στο διπλανό έπιπλο για να στηριχτώ.

«Ναι δεν είναι ότι δεν με εμπνέει η συζήτηση για τα αρχίδια μου αλλά τι λες να αφήσεις για τώρα το όπλο;» της λέω και το αρπάζω από τα χέρια της.

Γελάει. Είχε καιρό να γελάσει, και ένα παράξενο πράγμα..γελούσε και ένοιωθα πως γελούσα εγώ. Γαμώτο. Αν υπήρχε ένας γαμημένος διακόπτης στα συναισθήματα, θα ήταν όλα τόσο εύκολα. Να σβήνουν και να ανάβουν με έναν απλό διακόπτη. Όχι με την αυτοκαταστροφή.

Είχε πλέον νυχτώσει. Τα παράθυρα σκοτείνιασαν, οι δρόμοι ερήμωσαν. Ήχοι από αυτοκίνητα να περνούν την άσφαλτο ακούγονταν ξανά και ξανά. Βγήκα έξω στη βεράντα και στήριξα τον αγκώνα μου στα κάγκελα. Άναψα τσιγάρο και το κρέμασα από το στόμα μου. Κάθε τρεις και λίγο ο καπνός χάνονταν σταδιακά στον αέρα όπως χάνονται οι μπουρμπουλήθρες στην θάλασσα. Παρακολουθούσα τη πόλη. Χωρίς να σκέφτομαι πόσο 'όμορφη' είναι. Παπαριές. Δεν ήταν, για εμένα δεν ήταν. Θα ήθελα να την καταστρέψω, θα μου άρεσε να της βάλω φωτιά και να την κάνω ένα μάτσο στάχτες. Έτσι, θα έδειχνε πολύ πιο όμορφη.

Το σκοτάδι ήταν πυκνό, και ο καπνός χανόταν ξανά και ξανά. Όπως χάνονται οι άνθρωποι, όπως χάνονται οι αναμνήσεις. Και κάποια στιγμή όλοι θα χαθούμε, είτε σαν τον καπνό, είτε από τον καπνό.

«Ευχαριστώ» ακούω μια φωνή και δεν μοιάζει μα αυτή των σκέψεων μου. Πότε σκατά ήρθε δίπλα μου;
Γυρίζω να την κοιτάξω ανήξερος για πιο πράγμα με ευχαριστεί.

«Για τα χρήματα. Ξέχασα να στο πω πριν, αντί για αυτό σου σακάτεψα τα..τα τέτοια σου» λέει και ξεφυσάει τον καπνό από το δικό της τσιγάρο.

Γελάω με την αμηχανία της, κουνώντας αριστερά και δεξιά το κεφάλι μου. Χωρίς καν να την κοιτάξω. Συνεχίζω να καπνίζω και εγώ ανενόχλητος.

Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα..

«Και δεν μου είπες τελικά..πως γνωριστήκατε με τον Λίαμ;» λέει ξαφνικά και γυρίζει να με κοιτάξει.

«Με είχες ρωτήσει και πιο παλιά» απαντάω κοιτώντας το έξω. Φέρνω ξανά το τσιγάρο στα χείλια μου.

«Και τι μου είχες απαντήσει;»
Απομάκρυνα λίγο το τσιγάρο.

«Σου είχα πει 'Μην το ψάχνεις Εύα, είναι μεγάλη ιστορία'» της αποκρίθηκα εκπνέοντας τον καπνό. Και μέσα σε αυτό το καπνό ήταν σαν ζωντάνευε η τότε σκηνή μπροστά μου.

«Μ αρέσουν οι μεγάλες ιστορίες» μου είπε και γύρισε το σώμα της προς τη μεριά μου. Στήριξε τον αγκώνα της πάνω στα κάγκελα.

«Εμένα πάλι καθόλου»

«Απλά πες μου!» γελάει.

Ξεφυσάω το καπνό άλλη μια φορά.

«Στο ορφανοτροφείο όλα ήταν σκατά. Όλα. Έπρεπε να καπνίζουμε κρυφά, να τρώμε ότι μαλακία μας δώσουν αλλιώς θα μέναμε νηστικοί, και να υποχρεωνόμαστε να ακούμε τα άλλα παιδιά να μυξοκλαίνε όλη τη νύχτα. Ο Λίαμ, εγώ και ο Τζος είμασταν..σαν αδέλφια. Στις 10 Μάιου ο Λίαμ είχε την φανερή ιδεα να το σκάσουμε.»

«Και; Δέχτηκες;» ρωτάει σαν να κρέμεται από τα χείλια μου.

«Εννοείται. Όμως ο Λίαμ θεωρείσαι καλύτερα να μου κρύψει ένα μέρος του σχεδίου. Είμασταν ένα βήμα μακριά από την ελευθερία, και τότε ο αδελφός σου βγάζει το μαχαίρι και ετοιμάζεται να το καρφώσει στον κοιμισμένο φύλακα.»

Σταματάω εκτελώντας μια παύση. Γυρίζω να την κοιτάξω, ενώ αυτή το κάνει είδη προσηλωμένη.

«Ήμουν μικρός και μαλάκας. Δεν τον άφησα, τον εμπόδισα, και τσακώθηκα για να του πάρω το μαχαίρι. Ο Τζος δεν έκανε τίποτα. Το μαχαίρι έπεσε κάτω και ξύπνησε τον φύλακα. Ο Λίαμ έτρεξε, και ο φύλακας είδε εμένα με το μαχαίρι στα χέρια.» ξαφνικά σιωπάω.

«Ο μπάσταρδος! Του έσωσα τη ζωή και ενός κατέστρεψε τη δική μου! Έπρεπε να τον αφήσω να ψοφήσει!» κοπανάω τα κάγκελα με δύναμη, ώστε να αρχίζουν να τρέμουν όλα μαζί.

«Θα μπορούσα να δώσω τον Τζος, αλλά τον κάλυψα. Με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί με απόφαση του συμβουλίου να οδηγηθώ μόνος μου στο κοντινό αναμορφωτήριο»

«Θεέ μου και έμεινες εκεί;» με ρωτάει.

«Όχι φυσικά, το έσκασα μετά από μισό χρόνο. Μαζί με τον Μάριο» γέλασα.

«Εκεί τον γνώρισες;» με ρωτάει και γνέφω.

«Τα τελευταία λόγια του Τζος προτού των δω για τελευταία φορά ήταν 'Θα στο χρωστάω φίλε, κάποια μέρα θα στο ξεπληρώσω'»

«Ω Άλεξ λυπάμαι» μου λέει όσο ακουμπάει το χέρι της συμπονετικά στον ώμο μου. Μένω ανεπηρέαστος στο άγγιγμα της. Δεν γυρίζω να την κοιτάξω. Δεν βγάζω το χέρι της. Δεν αντιδρώ.

«Μη το κάνεις. Δεν γουστάρω να με λυπούνται» λέω απλά.

Εκείνη παίρνει βαθιά εισπνοή και τεντώνετε. «Ότι πεις σκληρέ άντρα» χασμουριέται.

«Θέλω απλός να χαλαρώσω» αλλάζει θέμα.

Γυρίζω να την κοιτάξω. Της χαμογελάω στραβά, και την φέρνω κοντά μου. Κολλάω τα σώματα μας ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με αυτό της βραδιάς που της ειπα πως θα έκαιγα τη πόλη άμα κρυώνει. Δεν έμαθα ποτέ αν με πήρε στα σοβαρά, μα το εννοούσα. Σκύβω ελάχιστα και της φιλάω απαλά το λαιμό. Το δέρμα της καεί τα χείλια μου. «Άλεξ..στα-σταμάτα» τραβιέται

«Εγώ έτσι χαλαρώνω τις γυναίκες» χαμογελάω μέσα από τα φιλιά της αφήνω.

«Όταν συμφωνήσαμε να μείνω μαζί σου, υποσχέθηκες ότι δεν θα τα κάνεις αυτά..»

Και τελικά καταλήξαμε να καπνίζουμε, να λέμε ιστορίες και να φιλιόμαστε μέσα στο σκωτάδι.

«Το ξέρω, αλλά είμαι απαίσιος. Δεν τηρώ τις υποσχέσεις μου» ξανά χαμογελάω και απομακρύνομαι ελάχιστα. Την κοιτάζω βαθιά και συνεχίζω να της χαμογελάω. Κλείνω τα μάτια μου και ενώνω το μέτωπο μου με το σβέρκο της σαν να είναι το καταφύγιο μου. Είναι όλα για αυτήν...
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ💘
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕΕ ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ?

ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ , ΟΙ ΖΩΕΣ ΜΑΣ ΑΡΧΙΖΟΥΝ😭

Οποτε:
• Μαθαμαι που βρισκει τα χρηματα ο Αλεξ αν και ηταν λιγουλακι φανερο😂

• Το παρελθον του Αλεξ εχει ξανα αναφερθει στο κεφαλαιο 50 οπου τα θυμαται ολα αυτα. Αμα καποια δεν θυμαται το κεφαλαιο, μπορει να τσεκαρει.

•RIP τα αρχ**** του Αλεξ😂

•Θυμαται καμοια τον Γιαννη?:'(

Στο επομενο δεν εχω ιδεα τι να γραψωω αλλα κατι θα σκεφτω..
Λογικα θα συναντηθουν οι Κραιμς ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΑ😈

-Αννα, που νυσταααζει😌🌙 - οκ θυμαμαι στα πρωτα κεφαλαια που το ελεγα συνεχεια και απλα....οκ- :'( ♡

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top