Είναι η κοπέλα μου {39}

59 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Έφτανα στο αυτοκίνητο. Αγνό φαινόταν καθώς ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω. Η αριστερή παλάμη μου είχε αγκαλιάσει με τη σφιχτή λαβή της το κοντάρι της μαύρη βαλίτσας που έσερνα μαζί μου. Ήταν αρκετά βαριά, παρόλο που επέλεξα να πάρω μαζί μου μόνο τα απαραίτητα. Το λιοπερίχυτο πρωί χόρευε με το δροσερό αεράκι που χάιδευε απαλά το πρόσωπο μου. Ο χειμώνας είχε μπει αλλά η μάχη του με τη ζέστη συνεχίζετε. Στην αρχή όσο μείωνα την απόσταση μου με το αυτοκίνητο τόσο αυξανόταν το άγχος μου. Υπήρχαν αρκετές ερωτήσεις που βασάνιζαν το μυαλό μου. Χαλάρωσε Εύα, πάρτω σαν εκδρομή. Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου με σκοπό να τον καθησυχάσω.

Έφτασα απέναντι στο αυτοκίνητό όπου συνάντησα και τους υπόλοιπους.
Όλοι τους ήταν σε κίνηση , τους προσπέρασα αμίλητη και έκανα μια στάση μπροστά από το χώρο αποσκευών. Ξεφύσησα κουρασμένη από τη βαριά βαλίτσα που έσερνα όλη αυτή την ώρα και στερεώθηκα πάνω στο κοντάρι της. Ύστερα κατέβασα το κοντάρι και προσπάθησα να την σηκώσω για να την τοποθετήσω μπροστά το χώρο αποσκευών που είχα μπροστά μου, μαζί με τις άλλες βαλίτσες.

«Άστη» ακούστηκε η φωνή του Αλεξ από πίσω μου με ένα μικρό γελάκι στο τέλος . Πέρασε το χέρι του από μπροστά μου αρπάζοντας τη βαλίτσα που πάλευα να σηκώσω και την έβαλε με ευκολία πάνω στις υπόλοιπες.

Άνοιξε τη μπροστινή πόρτα του αυτοκίνητου και κάθισε απότομα στη θέση του οδηγού. Το αυτοκίνητο δεν ήταν δικό μας, κανένας από εδώ δεν είχε δικό του αμάξι. Δεν ρώτησα όμως ποτέ να βεβαιωθώ. Υπέθεσα πως το δανειστήκαμε.

Κάθισα με τη σειρά μου στα πίσω καθίσματα. Κάθισα κοντά στο παράθυρο. Πάντα μου άρεσε να κάθομαι εκεί. Δίπλα μου πετάχτηκε απότομα η Έμμα, πέρασε το χέρι της από μπροστά μου και άνοιξε τέρμα το παράθυρο. Απομακρύνθηκε ικανοποιημένη και έριξε πίσω το σώμα της.

Προσπάθησα να βάλω τη ζώνη ασφαλείας αλλά με σταμάτησε η φωνή του Αλεξ «Ούτε που να το σκέφτεσαι Εύα» είπε καθώς με κοιτούσε από το καθρέπτη του αυτοκίνητου. Τον υπάκουσα και άφησα κάτω τη ζώνη προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου.
Το χαμόγελο του ήταν μικρό και βαθυστόχαστο, ούτε ο ίδιος είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν χαραγμένο πάνω του.
Συνήλθε καθαρίζοντας το λαιμό του και ξεκίνησε τη μηχανή του αυτοκίνητου μη θέλοντας άσκοπη χρονοτριβή.

Αυτή η αγνή θαλπωρή που ζωγραφίζετε στις χαρούμενες ατμόσφαιρες, η χαρά του μικρού παιδιού που κρύβετε προσεχτικά μέσα μας σαν τον τελευταίο καταζητούμενο άγγελο στην κόλαση. Αυτή η χαρά, δεν υπήρχε. Ξέραμε καλά, πως δεν πρόκειται για εκδρομή. Αλλά για υποχρέωση.

Έβαλε το ένα του χέρι στο τιμόνι και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Το μανίκι της μπλούζας του ήταν ελάχιστα ανασηκωμένο. Αρκετά για να φαίνονται τα τατουάζ στα χέρια του. Κόλλησα το κεφάλι μου πάνω στο παράθυρο και κοιτούσα με ρίγος τους δρόμους που προσπερνούσαμε. Έριξα σαν νεκρή το χέρι μου απέξω από το παράθυρο και έπαιζα στα δάχτυλα μου τον αέρα που τα χτυπούσε κραταιά.

Τα μαλλιά μου μπερδευόταν στο πρόσωπο μου και ο άνεμος δάκρυζε τα μάτια μου. Τα έκλεισα προστατεύοντας τα από τις εκτυφλωτικές ακτίνες. Χάθηκα μέσα στη αγκαλιά του ήλιου, η καλοκαιρινή ζέστη που μου μετέφερε με πλάνευε, παρακινώντας με να κλείσω τα μάτια μου, σαν τα σκεπάζω με ένα κατάμαυρο πέπλο. Διάκοψε τις άλλες μου αισθήσεις, με παρακινούσε να εστιάσω μόνο στην αγκαλιά του. Σαν να ζήλευε όλα τα υπόλοιπα, παρακαλούσε για την αποκλειστικότητα. Οι δρόμοι που προσπερνούσαμε με υπνώτιζαν..

«Εύα, έλα σήκω» άκουσα τη απαλή φωνή του στο αφτί μου. Ήταν βελούδινη, σαν το πρωινό φως που τρυπώνει ντροπαλά από τα παντζούρια του δωματίου. Το χέρι του ταρακούνησε προσεχτικά το σώμα μου κάνοντας τα μάτια μου να πεταρίζουν.

Άνοιξα τα μάτια μου αργά, η μορφή του ήταν θολή και βελτιώνονταν με τα δευτερόλεπτα.

«Κοιμήθηκες» χαμογέλασε χαϊδεύοντας μια φορά τα μαλλιά μου. Η φωνή του συγχρονιστικέ με τη πλήρη ευκρίνεια της μορφής του. Θα ευχόμουν να ήταν πάντα αυτός ο ήλιος που θα με ξυπνούσε.

Ανασήκωσα το σώμα μου και τον αντίκρισα στο ύψος του.

«Οι άλλοι;» τον ρώτησα παρατηρώντας το κενό αυτοκίνητο τριγύρω μου.

«Προχωρήσαν» απάντησε.

Αφουγκράζοντας τα λόγια του, σηκώθηκα και βγήκα έξω από το αυτοκίνητο. Εκείνος έκλεισε τη πόρτα από πίσω μου. Το στόμα μου έπεσε και πάγωσα σαν κεραυνοβολημένη μόλις αντίκρισα το μέρος το οποίο είμασταν. Η φαντασία μου ήταν φτωχή μπροστά στη θέα που είχα μπροστά μου. Το μέρος θα μπορούσε άνετα να είναι παρμένο από έναν πανάκριβο πίνακα. Χωρίς καμία ιδιαίτερη πολυτέλεια δημιουργούσε την ιδανική λιτότητα.

«Είναι υπέροχο» ειπα ενθουσιασμένη με ένα μικρό γέλιο στο τέλος.

«Ναι καλό είναι» απάντησε αδιάφορα

Μικρές σκηνές τριγύρω από τη τρεμάμενη φωτιά. Όλη η περιοχή είναι περικυκλωμένη από ψηλά δέντρα. Η μυρωδιά από τα χειμωνιάτικα άνθη χαϊδεύει τη μύτη μου. Εδώ το κρύο είναι πιο βαρύ.

«Αλεξ!» ακούστηκε μια ενθουσιασμένη φωνή να μας πλησιάζει. Ανήκε σε ένα ψηλό γεροδεμένο άντρα. Το πρόσωπο του ήταν φιλικό και καλοπροαίρετο, τα μαλλιά του σχημάτισαν ελαφρές καστανές μπούκλες. Πλησιάζει και χαιρετά με χειραψία τον Αλεξ.

«Χαρντ» απαντά εκείνος και ανταποκρίνεται στη χειραψία.

«Η κοπέλα;» ρώτησε και άρχισε να με σκανάρει ευδιάθετα τα μάτια του.

«Η Εύα, και..είναι» κόλλησε, καί με κοίταξε περιμένοντας την άδεια να συνεχίσει. Τον κοίταξα απορημένη.

«Είναι η..κοπέλα μου» απάντησε γρήγορα, παίρνοντας μόνος του πρωτοβουλία. Αυτή τη στιγμή το μέρος φαινόταν ένα τίποτα μπροστά στη δικιά του ομορφιά. Θεέ μου, τι έκανα και μου δίνεις το παράδεισο όσο ζω; Έχω ακούσει να λένε πως η ζωή είναι η κόλαση, άμα καταφέρεις να παραμείνεις αγνός ανάμεσα σε χιλιάδες δαίμονες, τότε σαν πεθαίνεις, ζεις στο παράδεισο. Ίσως στη δικιά μου περίπτωση να ισχύει το αντίθετο.

Πεταλούδες χόρευαν στο στομάχι μου και ένοιωσα το μοναδικό άνθος που φύτρωσε μέσα μου, πάνω στη ξηρασία που είχε απομείνει. Καταντάει παράξενο να περιμένεις από τον ίδιο σου το δολοφόνο να σε αναστήσει. Ήταν αδύνατον να συγκρατήσω το χαμόγελο μου. Πόσο χρειαζόμουν να το ακούσω.

Ο Χαρντ αναφώνησε έκπληκτος και γύρισε για να με ξανά κοιτάξει. Ζωγράφισε ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του. Ω θεε μου.

Ύστερα σοβάρεψε και έπιασε απότομα το μπράτσο του Αλεξ, απομακρύνοντας τον από εμένα.

«Αλεξ, μου είπαν ότι δεν είναι η πρώτη φορά» ψιθύρισε σοβαρός.

«Όχι, δεν είναι» απάντησε

«Τότε μην με απογοητεύσεις» του είπε σταθερά.
Στα αλήθεια πιστεύουν πως δεν τους ακούω;

Ο Αλεξ, έγλυψε το κάτω μέρος των χειλιών του, κόβοντας τον πιο επικριτικά.

«Μόνο άμα το θελήσω.» είπε

«Τότε φρόντισε, να μην το θελήσεις» του ανταπάντησε πιο έντονα.

«Αλλάζω ανάλογα της ώρες μου Χαρντ, να ελπίζεις να είσαι τυχερός» γέλασε και απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον παραξενευμένο τον συνομιλητή του. Τουλάχιστον δεν είμαι η μόνη μου τον βρισκω μυστήριο. Η συμπεριφορά του δίνει πολλές αφορμές.

«Πάμε;» με ρώτησε με βαριά φωνή ,βάζοντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου. Το χέρι του είναι τόσο ζεστό, απαλό , αγκαλιάζει τόσο υπέροχα τη μέση μου.
Ξεκουράζει όλο μου το σώμα.

Έγνεψα, και ακολούθησα το βήμα του προς τους άλλους. Ήταν όλοι συγκεντρωμένοι και μιλούσαν μεταξύ τους.

«Αποφασίσατε να έρθετε;» μας έριξε επικριτικά το βλέμμα του ο Μάριος, σταυρώνοντας αυστηρά τα χέρια του.

Αγνόησα την ερώτηση του και έριξα το κεφάλι μου στον ώμο του Αλεξ. Ξεκούραζα το κεφάλι μου πάνω του.

Η Έμμα με κοιτούσε άγρια, δεν θέλω να τη προκαλώ, αλλά πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως ο Άλεξ εχει προχωρήσει τη ζωή του. Και πρέπει να κάνει και εκείνη το ίδιο.

Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί σε μια σκηνή. Ήταν ανοιχτή και παρατημένο στην άκρη ήταν ένα όπλο. Φαινόταν αληθινό, παρόλα αυτά δεν είχα ιδεα άμα ήταν γεμισμένο. Μιας που θα τα βάλουμε με αυτούς που θα έρθουν για να διεκδικήσουν τη περιοχή, πρέπει να είμαι προετοιμασμένη. Έστω λίγο. Αλλά δεν θα μπορούσα να πάω μέσα σε μια ξένη σκηνή και να αρπάξω το όπλο.

Η μήπως θα μπορούσα; Δεν ευθύνομαι εγώ, εκείνο φωνάζει το όνομα μου.

Απομακρύνθηκα από τους άλλους, χωρίς να με προσέξουν, συνέχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Πλησίασα τη σκηνή μέχρι τα πόδια μου να κοκαλώσουν απέναντι της.

Κοίταξα τριγύρω για να ελέγξω άμα κάποιος ήταν κοντά μου. Το μάτι μου δεν έπιασε κανέναν που θα μπορούσε να δώσει σημασία.
Μπήκα μέσα στη σκηνή απότομα, πριν αλλάξω γνώμη. Βρέθηκα γονατισμένη , διπλά από το όπλο. Το πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου και άρχισα να το αγγίζω από όλες του της μεριές. Ήταν παράξενη αίσθηση. Σαν να ήθελα να εξερευνήσω κάθε σημείο του.

Το σήκωσα και τέντωσα τα χέρια μου σημαδεύοντας απέναντι. Φυσικά δεν είχα σκοπό να πυροβολήσω. Κλείδωσα σφιχτά τα μάτια μου προσπαθώντας να θυμηθώ τα λόγια του Αλεξ.

''Μια ανάσα, ένα τρέμουλο, μια στιγμιαία κίνηση.. μπορεί να σε κάνει να χάσεις το στόχο''

«Να σε δω με όπλο, και τι στο κόσμο..» άκουσα τη φωνή του Αλεξ με ένα μικρό γέλιο στο τέλος. Μα δεν ήταν αυτή που προσπαθούσα να συλλογιστώ. Ήταν τωρινή.

Ακινητοποιήθηκα σαν να κεραυνοβολημένη, αφουγκράζοντας το άκουσμα της φωνής του.

«Τρελαίνομαι να σε βλέπω έτσι» είπε χαμηλόφωνα, σαν να έψαλε στον εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα με πλησίαζε. Ήταν από πίσω μου πλέον, ένοιωθα την ανάσα του να χαϊδεύει το δέρμα μου. Έβαλε τα χέρια του γύρω από τη κοιλιά μου. Τοποθέτησε με αργές κινήσεις , το κεφάλι του στον ωμό μου. Σήκωσε το ένα μου χέρι και το έβαλε πάνω στο όπλο, ώστε να το κρατήσω καλύτερα.

«Και με τα δυο σου χέρια» είπε όσο είχε ακόμα αγκαλιά τη μέση μου, με το ένα του χέρι. Το άλλο κράταγε ελαφρά το δικό μου.

«Εσυ πως σημαδεύεις;» τον ρώτησα και γύρισα το πρόσωπο μου για να τον κοιτάξω. Δεν με άφησε όμως να τον κοιτάξω, γύρισε το πρόσωπο μου ξανά προς τον στόχο. Ήθελε να εστιάσω σε αυτόν από ότι κατάλαβα. Με έκανε να νοιώθω ευάλωτη, το γεγονός πως δεν μπορώ να τον δω, μόνο να τον νοιώσω.

«Σκέφτομαι τη μούρη του Γιάννη για στόχο. Πετυχαίνει πάντα. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό.» απάντησε.

«Το προσπερνάω.» στριφογύρισα τα μάτια μου και σχεδόν κατάφερα να πνίξω το γέλιο μου.

«Ευθύγραμμα τα χέρια σου» άλλαξε θέμα και έβαλε τα χέρια μου στην ευθεία.

«Αλεξ, να σε ρωτήσω κάτι άσχετο;» ειπα καθώς κατέβαζα τα χέρια μου.

«Ναι» είπε και απομακρύνθηκε ελάχιστα.

«Άμα η Έμμα σου έλεγε να τα ξαναβρείτε τι θα της απαντούσες;» τον ρώτησα. Ήταν μια ερώτηση που με βασάνιζε πολύ ώρα.

«Αφού εσένα θέλω, τι θες να της απαντήσω;» ρώτησε ρητορικά.

«Ναι αλλά μπορεί να μετανιώσεις. Να με θεωρήσεις λάθος και εγώ τότε-»

«Μην σε νοιάζει μωρό μου, συνηθίζω να γουστάρω τα λάθη μου» με διέκοψε και φίλησε το λαιμό μου.

Ελπίζω να το εννοεί..
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Γεια σαςς💝
Τι κανεεεετε?💞

Απολαυστε αυτα τα κεφαλαια που ειναι ολα καλα, γιατι μετα ερχονται δυσκολα. Και οχι, δεν εχει καμοια σχεση με το Γιαννη.😢

Το επομενο, τη Κυργιακη💋

Σας αγαπω, κλνχτ💝

-Αννα που ειναι ενθουσιασμενη because σε 1 εβδομαδα σχεδον κλεινουν τα σχολεια:)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top