Είμαστε οι Κράιμς {02}
Μετά από αρκετή ώρα πήρα το δρόμο του σπιτιου. Οι δρόμοι της γειτονίας εδώ και 17 χρόνια είναι ίδιοι χωρίς καμία ιδιαίτερη μεταλλαγή. Και έτσι βρέθηκα να περπατώ στην πλατιά άσφαλτο προσπερνώντας τα ίδια κτήρια και μαγαζιά. Παίρνοντας από το CoffeU, η ματιά μου έπεσε στον αδελφό μου και τον Γιάννη.
Έσκυψα το κεφάλι μου κάνοντας πως δεν τους είδα.
Ξαφνικά ένοιωσα τη λαβή κάποιου στο καρπό του χεριού μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και αντίκρισα τον αδελφό μου.
«Μικρή έχεις τίποτα?» ψιθύρισε
«Εσυ δεν έχεις χρήματα?» αναστέναξα ψάχνοντας στη τσέπη μου για ψηλά.
«Ξεχάστηκα..άντε φέρε τώρα» είπε και άνοιξε το χέρι του περιμένοντας τα κέρματα.
Κατάφερα και ξέθαψα μερικά δίνοντας του τα στο χέρι.
« Πάω να φέρω τους καφέδες» λέει άχρωμα ο Άρης και σηκώνετε από τη καρέκλα της καφετέριας.
Τον παρατηρώ να πηγαίνει να παραγγείλει, και ύστερα συνεχίζω να περπατώ έξω από τη καφετέρια.
«Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μας?» με σταμάτησε η φωνή του Γιάννη
Οι 5 λέξεις του με έβαλαν σε αμέτρητες σκέψεις. Έχω να κάτσω με παρέα εδώ και 1 χρόνο. Είναι λυπηρό να έχεις ξεχάσει πως είναι να γελάς ξένοιαστη με άλλους.
Πόσο μου λείπουν εκείνες οι παράλογες συζητήσεις, ακόμα και οι σπόντες που πετούσαμε. Θα ήθελα να κάτσω, αλλά μου είναι αδύνατο όσο θυμάμαι τον Άλεξ.
«Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδεα» απάντησα και συνέχισα να περπατώ.
« Κάτσε 10 λεπτά και φεύγεις» με ξανά σταμάτησε η επίμονη φωνή του.
Κοίταξα τριγύρω ανήσυχη με τα μάτια μου να σκανάρουν όλο το μέρος μήπως και ο Άλεξ είναι κάπου εδώ.
«Εμ..Ένταξη» απάντησα δισταχτικά και κάθισα απέναντι του.
«Σε ενοχλεί?» είπε και μου έδειξε το τσιγάρο που κρατούσε στα χέρια του.
«Έχω συνηθίσει» απάντησα
« Από ποιους?» ρώτησε και άφησε τη κάπνα να βγει από το στόμα του.
«Από..κάτι φίλους μου..» απάντησα δισταχτικά αναφερόμενη στους Κράιμς.
« Άκουσα ότι δεν είσαι και το πιο κοινωνικό άτομο» είπε με ένα μικρό χαμόγελο
«Υποθέτω άκουσες σωστά..» απάντησα έχοντας καρφώσει χωρίς λόγο τα μάτια μου στο τραπέζι.
Εκείνος γέλασε πνιχτά απομακρύνοντας το τσιγάρο από κοντά του.
«Να σου πω τι μ αρέσει πάνω σου?» ρώτησε.
Ξαφνιάστηκα και γέλασα ελαφρά κάπως κολακευμένη.
«Το ότι είσαι πολύ μυστήρια» συνέχισε σχηματίζοντας ένα παράξενο χαμόγελο πάνω του.
Η φωνή του μου φάνηκε θαμπή καθώς η ματιά μου καρφώθηκε στον Άλεξ που μας πλησίαζε.
Αισθάνομαι ακινητοποιημένο το σώμα μου. Λες και με έδεσαν με σφιχτά σκοινιά που με γδέρνουν , κάθε μου κίνηση πλέον θα ήταν μάταια. Και όσο πλησιάζει εκείνος, τόσο αυξάνονται οι παλμοί μου που πλέον πιστεύω πως έχουν σκοπό να με μελανιάσουν.
« Τι γίνετε ρε παιδιά? Όλα καλά?» ρωτάει χαλαρά και στερεώνει τα χέρια του στο τραπέζι. Τα μάτια του με καρφώνουν και γυαλίζουν από την οργή που προσπαθεί μάταια να καλύψει.
«Έλα να σου πω εσένα» συνέχισε και με πλησίασε. Με τράβηξε από το χέρι σηκώνοντας με. Με απομάκρυνε από τη καφετέρια πηγαίνοντας με σε ένα κοντινό στενό.
Πριν το καταλάβω, με στρίμωξε στο τοίχο εγκλωβίζοντας με.
«Τι σου 'χω πει γαμώτο?» γρύλισε οργισμένος
Στραβοκατάπια αδύναμη κοιτάζοντας τον τρομαγμένη. Έβαλα τα δυνατά μου να μιλήσω, καθώς ο φόβος είχε κατακλίσει μέχρι και τη φωνή μου.
«Να μιλάω μόνο στους Κράιμς» απάντησα με ένα κόμπο στο λαιμό.
«Μπράβο..τήρησες τον κανόνα?» ειπε ρητορικά
«ΌΧΙ!» φώναξε και σήκωσε το χέρι του χαστουκίζοντας με, με δύναμη. Το πρόσωπο μου γύρισε από την άλλη με τα μάτια μου να νε κλειδωμένα από το πόνο.
«Πήγαινε σπίτι σου... Και ξέρεις τι θα γίνει άμα ξανά παραβιάσεις τον κανόνα» είπε και απομακρύνθηκε από κοντά μου.
Εγώ έγνεψα ηττημένη όπως πάντα και τον υπάκουσα περπατώντας προς το σπίτι.
(.....)
Φτάνοντας πλέον στο σπίτι κλείνω από πίσω μου τη πόρτα, και ακούω το νεροχύτη της κουζίνας να τρέχει. Πλησιάζω και βλέπω τη μητέρα μου να πλένει τα πιάτα. Μου ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και της χαμογελάω προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη των ματιών μου, αλλά και τον οξύ πόνο που αισθάνομαι.
Ανεβαίνω τα σκαλιά του σπιτιου και φτάνω στο δωμάτιο μου.
Κοιτάζομαι στο καθρέπτη και βγάζω έναν ασυγκράτητο λυγμό από το στόμα μου προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Σκουπίζω αυτά που έχουν είδη αρχίσει να απειλούν τα μάγουλα μου και απομακρύνομαι βουλιάζοντας στο κρεβάτι μου.
Το μόνο πράγμα που κάνω όταν βρίσκομαι σπίτι είναι να κλειδώνεται στο δωμάτιο μου για όσες ώρες μπορώ περισσότερο. Ξέρω ότι ακούγεται μοναχικό, και είναι, αλλά παρόλα αυτά μου αρέσει να αισθάνομαι τη προστασια των τεσσάρων τοίχων μου.
Πήρα το Laptop στα χέρια μου. Είδα τις ειδοποιήσεις που μου είχαν έρθει, αν και ποτέ δεν είχα χρόνο να τις δω όλες. Αποφάσισα να γράψω άλλο ένα Blog, μιας που είναι το μόνο πράγμα που είμαι καλή σε αυτό.
Είχα γύρω στα 200 παραπάνω σχόλια από εχθές και 50 άτομα που είχαν κάνει κοινοποίηση τα κείμενα μου. Τα σχόλια ήταν τα περισσότερα θετικά, και λάτρευα το γεγονός ότι ένοιωθα ευπρόσδεκτη κάπου, έστω μέσο ίντερνετ. Επιπλέον έχω ακούσει πολλές φορές να μιλάνε για τα Blog μου, στο σχολείο, στο δρόμο, και αυτό με πλημμύριζε κάθε φορά ικανοποίηση. Ήταν διάσημο. Μα πάνω από όλα ήταν οι ανώνυμες περίπλοκες σκέψεις μια απλής έφηβης.
Γεια σε όλους, ελπίζω να είστε καλά. Θα μπω πολύ απότομα στο θέμα, προειδοποιώ. Αυτό που έχω παρατηρήσει στους ανθρώπους, είναι πως κακολογούν κάποιον είτε οπότε τον ζηλεύουν, είτε όποτε τον φοβούνται. Μερικές φορές και τα δυο. Έχω άδικο; Δεν είναι ανάγκη να φοβάσαι μην σε πληγώσει, είναι φορές που σε κάνουν να φοβάσαι τον εαυτό σου, μην χάσεις τη θέση ισορροπίας σου. Και μερικοί άνθρωποι είναι καλοί μόνο στο να ισορροπούν. Όπως και να 'χει..
Σκόπευα να γράψω κ άλλο, καθώς κάθε φορά που αρχίζω, τα δάχτυλα μου παίρνουν φωτιά και το μυαλό μου δημιουργεί ατέλειωτες προτάσεις λες και το πληκτρολόγιο μου είναι ένας καμβάς ζωγραφικής γεμάτος από χρωματιστές σκέψεις της MissAnonymous. Όμως ο Πάνος μου στέλνει ένα μήνυμα που μου τραβάει τη προσοχή, και αποφασίζω να του απαντήσω.
Πάνος: Το τελειώνεις τουλάχιστον;
Εγώ: Πως ήξερες πως γράφω;
Πάνος: Ίσως επειδή κάθε φορά γράφεις και εμένα μαζί;
Χαμογελάω σαν παιδί πληκτρολογώντας την απάντηση.
Εγώ: Μπα, μερικές φορές γράφω μόνο εσένα
Μου άρεσε να τον πειράζω. Ο Πάνος ήτανε από τους καλύτερους μου φίλους, και ίσως ανθρώπους που είχα γνωρίσει. Δεν έγραφε Blog, αλλά ισχυριζόταν ότι το διάβαζε. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ,μαζί είχαμε ανταλλάξει χιλιάδες βαθυστόχαστες συζητήσεις, και απόψεις που μόνο εμείς καταλαβαίναμε. Παρόλα αυτά δεν τον είχα δει ποτέ από κοντά, αν και θα πέθαινα να το κάνω.
Η ώρα πέρασε ευχάριστα με εμένα να ανταλλάσσω μηνύματα με εκείνον, αυτός ήξερε πως να σε κάνει να μην βαριέσαι. Αρχίσαμε να βρίζουμε τον Άλεξ, να μου λέει για χιλιοστή φορά να μείνω μακρυά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top