Είμαι κακιά επιλογή {37}
ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ👆
85 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Το τσουχτερό κρύο πάγωνε κάθε σημείου του σώματος μου. Το υγρό που κυλούσε στις φλέβες μου δεν ήταν σίγουρα αίμα, αλλά πάγος. Το σώμα μου τρεμούλιαζε προσπαθώντας να βρει τη ζεστασιά από το μπουφάν που φορούσα. Έφτιαξα καλύτερα το μπουφάν πάνω μου, και έριξα μια ματιά στα χέρια μου. Κόκκινα και παγωμένα σαν να ήταν χωμένα στο χιόνι για ώρες. Ξεφύσησα με την αναπνοή μου να παγώνει στην ατμόσφαιρα από το κρύο. Έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες του μπουφάν και συνέχισα να περπατώ.
Χωρίς λόγο, υπεραναλύω τις στιγμές που ήμουν στο κτήριο μαζί του. Και ποσό πεθυμώ τη ζεστασιά. Όχι της φωτιάς. Της δικιάς του.
Κοίταμε μάτια μου, κοίταμε. ψιθυρίζει η ψευδαίσθηση του. Την λατρεύω. Την ευγνωμονώ, γιατί μερικές φορές μόνο εκείνη μου τον δίνει.
Πλέον είχα φτάσει στο τρένο. Άρχισα να περπατώ πάνω στις διαχωριστικές γραμμές. Ο άνεμος ανατρίχιαζε το ψυχρό δέρμα μου και χτυπούσε με μανία το πρόσωπο μου. Αλλά η σκέψη πως θα τον δω λιώνει τον πάγο. Τα σκούρα χρώματα της νύχτας χρωμάτιζαν το οπτικό μου πεδίο. Τα φωτιστικά του δρόμου δημιουργούσαν μια υπέροχη αντίθεση.
Το τρένο ήρθε. Στάθηκα απέναντι του χωρίς λόγο. Ο λιγοστός κόσμος άρχισε να βγαίνει από τις πόρτες προσπερνώντας με. Σαν να με αόρατη. Μόνο ο άνεμος δεν παραμελούσε τη παρουσία μου. Φύσαγε, σαν να με παρότρυνε να κουνηθώ.
Κοίταξα τριγύρω, αλλά ο Άλεξ δεν ήταν πουθενά.
«Πσίτ, εδώ» άκουσα τη φωνή του. Γύρισα ξαφνιασμένη. Αλλά δεν είδα κανέναν. Ίσως ήταν κάποιος, στη σκοτεινή γωνιά που παρατηρούσα. Κάποιος στηριζόταν στο τοίχο χαλαρά, αλλά δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του.
Κατάλαβε πως δεν μπορούσα να τον δω, και απομακρύνθηκε από τον τοίχο.
Εμφανίστηκε αργά η μορφή του καθώς έβγαινε απο το σκωτάδι και επιβεβαίωσε τις υποψίες μου πλησιάζοντας με. Ήταν ο Άλεξ.
«Δεν περίμενα να έρθεις» είπε με τη φωνή του ειλικρινής και ανακουφισμένη.
«Όμως ήρθα » απάντησα
«Μπορώ να το δω αυτό» είπε χαμηλόφωνα και έβαλε χαλαρά τα χέρια του στις τσέπες του.
Δεν απάντησα. Ήμουν αρκετά αγχωμένη έχοντας τον απέναντι μου. Και το κρύο δεν βοηθούσε.
«Με ντρέπεσαι;» ρώτησε και γέλασε απολαβαίνοντας τη αμηχανία μου.
«Όχι, πως σου ήρθε αυτό;» απάντησα και γέλασα ελαφρά.
«Σε ξέρω αρκετά καλά» είπε αδιάφορα και ύστερα άρχισε να περπατά προς τα δεξιά.
«Αλήθεια;» ρώτησα παραξενευμένη και ακολούθησα τη πορεία του στο βάδισμα.
«Καλύτερα από ότι ξέρεις εσυ τον εαυτό σου» συνέχισε κοιτώντας το έδαφος που προσπερνούσε με το περπάτημά του.
«Δηλαδή;» ρώτησα αυξάνοντας την ταχύτητα του περπατήματος μου, ώστε να μπορώ να τον φτάσω. Παρόλο εκείνος δεν έκανε βιαστικά βήματα.
Σήκωσε προς τα πάνω το κεφάλι του σκεπτόμενος.
«Δηλαδή.. ξέρω πως όταν κοιμάσαι, σε ενοχλεί το παραμικρό φως. Ξέρω πως, σ αρέσει το πρωί, γιατί λες πως έχει "φρέσκο φως". Όταν είσαι θυμωμένη κλείνεις τα μάτια και μετράς μέχρι το είκοσι για να ηρεμίσεις, όταν κρυώνεις δαγκώνεις ασυνείδητα τα χείλια σου. Οτι φιλάς ωραία...» έλεγε καθώς περπατούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον ανάμεσα στο βαθύ σκοτάδι. Ένοιωσα τα μάγουλα μου να περνούν να ροδοκοκκινίζουν απαλά.
«Και..πως κοκκινίζεις εύκολα» συμπλήρωσε και σταμάτησε το βάδισμα του ώστε να με κοιτάξει. Χαμογέλασε στραβά αντικρίζοντας με.
«Πως τα ξέρεις μερικά από αυτά;» τον ρώτησα με ένα αγνό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου.
«Μου τα είπε ένας φίλος» απάντησε
«Τον ξέρω;»
Ανασήκωσε το κεφάλι του δήθεν σκεπτόμενος..
«Μμμ μπορεί» απάντησε και το ξανά κατέβασε.
«Πάνο τον λένε;» ρώτησα σχεδόν σίγουρη για την απάντηση.
«Ναι» απάντησε ξερά. Μου κάνει εντύπωση πως έχει εστιάσει τόσο πολύ σε τέτοιες λεπτομέρειες του εαυτό μου.
«Έχουμε τον ίδιο φίλο» απάντησα
«Τότε υποθέτω δεν πρέπει να τον εμπιστεύεσαι..»
«Γιατί?..Επειδή τα λέει σε εσένα;» γέλασα και έβαλα μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί μου.
«Μόνο σε εμένα» είπε χαμηλόφωνα καθώς παρατηρούσε τις κινήσεις μου.
«Θες να κάνουμε κάτι;» ρώτησε πιο δυνατά και κοίταξε ανήσυχος τριγύρω του.
Εγώ έγνεψα σίγουρη.
«Θέλω» συνέχισα αποφασιστικά.
Τα μάτια του με κοίταξαν ικανοποιημένα. Αυτό το βαθύ πράσινο χρώμα του με παραλύει. Είναι τόσο τρελός. Θεότρελος. Το ξέρει και του αρέσει. Νοιώθω το μάτια του να μου ψιθυρίζουν ''Είσαι να πάμε μια βόλτα προς το χάος;''. Η φωνή της λογικής είναι τόσο αδιάφορη μπροστά στη δικιά του. Μερικά λάθη είναι τόσο γαμημένα ελκυστικά.
Πλησίασε στο σταματημένο τρένο και στάθηκε λίγα χιλιοστά μακριά από το κενό. Έβγαλε από τη κατάμαυρη μικρή τσάντα που είχε μαζί του, σπρέι.
Γύρισε και μου πέταξε ένα στο χέρι. Ξαφνιάστηκα από την απότομη κίνηση του, αλλά το έπιασα.
«Δεν είμαι καλή στη ζωγραφική» γέλασα και ανακάτεψα το σπρέι.
Εκείνος δεν απάντησε. Με αγνόησε και άρχισε να σχεδιάζει πάνω στο τρένο. Παρακολουθούσα τις προσεχτικές κινήσεις του. Το κόκκινο βαθύ χρώμα αναφαινόταν στο σκουριασμένο τρένο. Κοίταξα το βαγόνι που είχα απέναντι μου. Ήταν καθαρό, σαν να περίμενε εμένα να το ζωγραφίσω. Ξανά γύρισα το βλέμμα μου προς το βαγόνι του Άλεξ.
«Γιατί δεν κάνεις κάτι;» με ρώτησε χωρίς καν να με κοιτάξει.
«Δεν..ξέρω τι να κάνω» απάντησα δισταχτικά.
Εκείνος άφησε κάτω το δικό του σπρέι και με πλησίασε. Άρπαξε το χέρι μου και κράτησε μαζί μου το σπρέι. Το κούνησε πέρα δώθε βγάζοντας το χρώμα του. Δεν ζωγράφιζε κάτι, απλά χρωμάτιζε αδιάφορα.
«Απλά κάνε κάτι, οτιδήποτε » γέλασε και απομακρύνθηκε συνεχίοντας το δικό του σχέδιο.
«Εκεί είναι! Πιάστους!» ακούστηκε μια ξένη βαριά φωνή. Γυρίσαμε και οι δυο ξαφνιασμένοι προς το μέρος που ακούστηκε. Δυο αστυνομικοί έτρεχαν προς το μέρος μας. Ένοιωσα το φως από το φακό τους να με χτυπά ελαφρά στο πρόσωπο.
«Ηλίθιοι μπάτσοι» μουρμούρισε ο Άλεξ και έβαλε τα σπρέι βιαστικά πάλι στη τσάντα του.
«Μας έπιασαν;» ρώτησα ανήσυχη. Οι παλμοί μου είχαν αυξηθεί αρκετά. Το κρύο άρχισε να ανατριχιάζει κάθε πόρο, κάθε χιλιοστό του δέρματος μου.
«Το να μας πιάσουν δεν είναι ακόμα στη λίστα» αναφώνησε βιαστικά καθώς με άρπαζε από το χέρι για να τρέξουμε.
Συνέχιζε να κρατά το παγωμένο χέρι μου όσο τρέχαμε. Το δικό του ήταν ζεστό, το αγκάλιαζε και έλιωνε το δικό μου ψυχός. Τα πόδια μας έτρεχαν ενστικτωδώς μέσα στη νύχτα, το κράτημα του μου υπενθύμιζε πως είμαι ασφαλές. Προσπερνούσαμε τα βαγόνια του τρένου, κινούμασταν εμείς αντί για αυτό. Και κλέβουμε, καταστρέφουμε, παρανομούμε, καπνίζουμε, τρέχουμε, γελάμε, ερωτευόμαστε, κάπως έτσι πάει.
Άφησε το χέρι μου αφού κατάλαβε πως είχε καταφέρει να με ξεπαγώσει από το φόβο μου. Γύρισε και κοίταξε πίσω του, οι αστυνόμοι ακόμα μας κυνηγούσαν. Σταμάτησε και άρπαξε το χέρι μου ξανά.
Κρύφτηκε απότομα στο σκοτάδι του τοίχου παίρνοντας με μαζί του. Κολλήσαμε τα σώματα μας στο τοίχο και χαθήκαμε στο σκοτάδι του.
«Που πήγαν;» άκουσα την μακρινή φωνή του αστυνομικού να απευθύνετε στον συνάδελφο του.
Το φως του φακού εξέταζε κάθε γωνιά και η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί. Εκείνος, ένοιωσε τους εντόνους παλμούς μου και το τρέμουλο μου από το κράτημα του, και γέλασε αλαζονικά. Εκείνος το διασκεδάζει.
Το φως από το φακό πέρασε δίπλα μου, και έσφιξα τρομαγμένη το χέρι του. Άνοιξα το στόμα μου έτοιμη να ουρλιάξω. Εκείνος έκλεισε επιθετικά το άλλο του χέρι το στόμα μου.
«Μην τολμήσεις να φωνάξεις μωρό μου» ψιθύρισε και ενώ με κάρφωνε με τα καταπράσινά μάτια του περιμένοντας με να συμφωνήσω.
Ηρέμισα, αποδυναμώθηκα. Γιατί αιμορραγώ κάθε φορά που με καρφώνει με τα μάτια του. Έγνεψα φοβισμένη και εκείνος έβγαλε το χέρι του δισταχτικά από πάνω μου.
«Καλό κορίτσι» γέλασε.
«Φρανκ, βαριέμαι να κυνηγώ δυο κωλόπαιδα βραδιάτικα. Αστούς» άκουσα τη φωνή του ενός αστυνομικού.
«Μπάσταρδε» πετάχτηκε ψιθυριστά ο Άλεξ. Προσπάθησα να πνίξω αδύναμη το γέλιο μου.
Ο Άλλος αστυνομικός συμφώνησε με τον συνάδελφο του, και παραμένοντας αμίλητος άλλαξε πορεία μαζί του.
Χαλαρώσαμε και αλληλοκοιταχτήκαμε. Αρχίσαμε να γελάμε σιγανά. Χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο. Απλός γελούσαμε. Ο γλυκός ήχος του γέλιου του, είναι τόσο μοναδικός, σπάνιος σαν μελωδία στα αφτιά μου. Σιγά σιγά σταματήσαμε και μείναμε σιωπηλοί. Απομακρύνθηκα από το τοίχο, και κατευθύνθηκα για να ελέγξω πως σίγουρα οι αστυνομικοί έφυγαν. Πριν προλάβω να δω, με τράβηξε από το χέρι παρασέρνοντας όλο το σώμα μου κοντά του. Κόλλησε τα σώματα μας.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησα προσπαθώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου.
«Δεν έχεις προσέξει τι προσπαθώ να κάνω όλη αυτή την ώρα;» είπε ήρεμος και έσφιξε περισσότερο τη μέση μου.
Τα μάτια του ήταν τόσο ψύχραιμα. Σαν η θάλασσα μέσα τους να ηρέμισε κατεβάζοντας τις φουρτούνες τις. Παρόλα αυτά η σπίθα μέσα τους δεν έσβηνε ήταν άφθαρτη και με ανάγκαζε να ζητώ άσυλο από τα μάτια του.
«Κάτι έχω προσέξει» απάντησα χαμογελώντας.
Εκείνος μείωσε την απόσταση μας. Πλησίασε το πρόσωπο του προς το δικό μου. Ήμουν έτοιμη να αποδεχτώ τα ζεστά χείλια του. Όταν έβαλε το χέρι του γύρω από το μάγουλο μου για καλύτερο έλεγχο πάνω μου.. ξαφνιάστηκε και απομακρύνθηκε απότομα.
«Κρυώνεις;» ρώτησε παραξενευμένος
«Και άμα κρύωνα τι θα έκανες;» τον κοίταξα πονηρά και δάγκωσα ελαφρά το κάτω μέρος των χειλιών μου.
Όταν δεν μου απάντησε, πίστεψα πως απλός αγνόησε την ερώτηση, πράγμα που για να είμαι ειλικρινής με απογοήτευσε λίγο. Αλλά εκείνος, ένωσε απαλά τα κούτελα μας και χάιδεψε τρυφερά και αργά το μάγουλο μου.
«Θα έκαιγα όλη τη πόλη άμα μου έλεγες πως κρυώνεις» απάντησε χαμηλόφωνα και ψύχραιμα.
Δάγκωσα ακόμα πιο έντονα τα χείλια μου. Με τη δύναμη που θα μπορούσαν ίσως να ματώσουν. Τα ματιά μου τον κοίταξαν αγνά, σαν να τον ευχαριστούν.
«Το κάνεις έτσι και αλλιώς» γέλασα λίγο.
«Τώρα θα έχω λόγο» ήταν η τελευταία πρόταση του πριν με τραβήξει απότομα και ενώσει επιτέλους τα χείλια μας.
Αγκάλιασε όλη τη μικροσκοπική μου μέση με τα χέρια του και την κράτησε ακόμα ποιο σφιχτά. Εμβάθυνε το φιλί κάνοντας τις γλώσσες μας να χορεύουν σαν τρελές μεταξύ τους. Έβαλα τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του παίζοντας με τα απαλά μαλλιά του. Τον αισθανόμουν δικό μου. Με τρέλαινε αυτό. Ξύπναγε πρωτόγνωρα συναισθήματα που δεν ήξερα καν πως υπήρχαν. Απομακρύνθηκε και επιτέθηκε στο λαιμό μου φιλώντας τον έντονα για να του αφήσει σημάδι.
Τέντωσα το λαιμό μου και έκλεισα τα μάτια μου απολαμβάνοντας τα χείλια του πάνω μου. Ώσπου απομακρύνθηκε απότομα και καθάρισε το λαιμό του.
«Τι σκατά θα γίνει με εμάς του δυο μπορείς να μου πεις;»
«Αλεξ, απλά θέλω αποκλειστικότητα. Δηλαδή..δεν θέλω να πηγαίνεις με άλλες και εγώ να είμαι μια από αυτές. Αποκλειστικότητα, θέλω.»
«Δεν μπορώ να πάω με άλλη έτσι και αλλιώς» είπε σοβαρός. Υποθέτω εννοεί πως δεν μπορεί.. γιατί θέλει εμένα; Επειδή με σκέφτεται;
«Τι εννοείς;» συνοφρυώθηκα.
«Τίποτα. Αποκλειστικότητα θες; Αποκλειστικότητα θα έχεις.»
Γούρλωσα τα μάτια μου ξαφνιασμένη από τα λόγια του. Όση λύπη μου έχει προκαλέσει στο παρελθόν είναι μηδενική μπροστά στη χαρά που μου προσφέρει τώρα.
«Γιατί κάνεις το ίδιο λάθος δυο φορές;» ρώτησε βγάζοντας με από το λήθαργο μου και γέλασε λίγο, γλείφοντας το κάτω μέρος των χειλιών του.
«Πιστεύω για να κάνουμε το ίδιο λάθος δυο φορές..πάει να πει πως ίσως δεν είναι και τόσο λάθος» του απάντησα και χαμογέλασα.
«Είμαι κακιά επιλογή» με προειδοποίησε με ένα αλαζονικό και στραβό χαμόγελο.
«Μ αρέσεις κακιά επιλογή» απάντησα πιο σίγουρη από ποτέ.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Ατσαααα τι γινετε εδω?😏
Ο Αλεξ και η Ευα.. επιτελους τα ξεκαθαρισαν.😍💋
Το επομενο.. κεφαλαιο, ισως αργησει λιγο, γιατι γραφω 3 διαγωνισματα αυτη τη εβδομαδα και...ναι.😒
Τελικα αυτη η ιστορια..θα βγει πολυ..μεγαλη. Πανω απο 50 κεφαλαια. Ναι, δεν θα με ξεφορτωθητε ευκολα😢😂
Και να φανταστητε αυτη η ιστορια φτιαχτηκε τελειως αυθορμητα. Δεν περιμενα καν πως θα αρεσε lol
Σας ευχαριστω πολυ για ολη σας την υποστηριξη❤
Vote and comment💋
-Αννα που ανυπομονει για τις χριστουγενιατικες διακοπες😍🎄❄
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top