Δεν θέλω να σε χάσω {76}

«Μαμά! Μπαμπά!» φωνάζω μόλις πατάω το πόδι μου στο πρώτο ξύλινο πλακάκι της εστίας. «Είμαι σπι-» κάνω να πω, μα βλέποντας μπροστά μου ένα σωρό γεμάτες βαλίτσες και το μέρος σε μια μεγάλη αναστάτωση αλλάζω πορεία λέγοντας «Λάθος σπίτι.».

Μα πρώτου προλάβω να κλείσω τη πόρτα ακούγεται η φωνή της μητέρας μου καθώς κατεβαίνει τα σκαλιά «Προς το παρόν, σωστό». Τα τακούνια της καθώς χτυπούν πάνω στα μαρμάρινα σκαλιά, κερδίζουν τη προσοχή της ακοής μου.

Τα λόγια της με μπερδεύουν, και γυρίζω αργά για να την κοιτάξω.

«Τι εννοείς, προς το παρόν; Και γιατί οι βαλίτσες είναι περισσότερες και από τα έπιπλα του σπιτιου;» τα μάτια μου διευρύνουν ξανά το δωμάτιο και αναλύουν τη κατάσταση.

Εκμεταλλεύομαι τη σιωπή της, συνεχίζοντας. «Σε λίγες μέρες ανοίγει το σχολείο, μην μου πεις ότι σας έπιασε ο πόνος για τις καλοκαιρινές διακοπές» γελάω.

«Δεν πρόκειται για διακοπές» ανταπαντάει, προχωρώντας λίγα βήματα προς το μέρος μου.

Γέρνω πλάγια το κεφάλι μου απορημένη, και συνοφρυώνομαι αμυδρά. Μια τούφα από τα μαλλιά μου πέφτει μπροστά στο πρόσωπο μου και την μαζεύω γρήγορα.
«Τότε;» ρωτάω.

Ανοιγοκλείνει τα μάτια της και πιέζει τα χείλια της. Ενώνει τα δάχτυλα και των δυο χεριών της, ακουμπώντας τα πάνω στη στενή μπορντό φούστα της. Αναστενάζει βαριά.

«Η..εταιρία έχει την ευκαιρία να εξαπλώσει τη φήμη της και στο εξωτερικό. Και, για να γίνει αυτό..πρέπει να βρισκόμαστε σε αυτό.»

Δεν χαμογελούσα, αλλά το πρόσωπο μου έγινε ακόμα πιο σοβαρό, και ψυχρό από ότι ήταν πριν, έμοιαζα σαν άνθος που του κλέβουν τον ήλιο, και μαραζώνει απότομα.

«Τι θες να πεις;» ξανά ρωτώ.

«Θα συνεχίσεις κανονικά το σχολείο. Στο Λονδίνο.» λέει.

«Ε;» Σαστιστώ

«Και ο Άρης; Η σχολή του; Τι θα γίνει με αυτόν;» ρωτάω αμέσως, όχι επειδή με έκαιγε ιδιαίτερα η σχολή επιστημών υγείας του Άρη και το τμήμα φαρμακολογίας του, αλλά επειδή προσπαθούσα απελπισμένα να φέρω μια λογική δικαιολογία στον ερχόμενο αντίλογο μου.

«Ο Άρης θα μείνει εδώ, και θα συνεχίσει τις σπουδές του, είναι ενήλικας, εξάλλου» μου απαντάει.

«Και-και σου πάει η καρδιά να τον αφήσεις μοναχό του; Σε ένα κενό σπίτι;» φωνάζω αναστατωμένη.

«Επιτέλους!» αναφωνεί ευτυχισμένος αυτός , αλλάζοντας κανάλι στην τηλεόραση. Γυρίζουμε θυμωμένα και οι δυο μας προς το μέρος του. Αφού νοιώθει αμηχανία από τις καυτερές ματιές μας, διορθώνει βιαστικά τον εαυτό του. «Εννοώ θα κάνω τη καρδιά μου πέτρα και θα το υποστώ»

«Και εγώ ενήλικη είμαι.» στρέφω ξανά προς το μέρος της μητέρας μου.

«Δεν έχεις τελειώσει καν το σχολείο!» αναφωνεί εκείνη, προσπαθώντας να αποβάλει την σοβαρότητα από το τόνο της φωνής της. Ένοιωθε τύψεις η μάλλον ευάλωτη, γιατί γνώριζε σε τι συνθήκες παρασύρει εμένα , την υπομονή, και την αντοχή μου. «Θα το είχες, αν δεν πάθαινες αυτή τη αναθεματισμένη αμνησία» συνεχίζει ψιθυριστά.

«Δεν μπορείς να με κατηγορείς για αυτό..» στραβοκαταπίνω. Ο λαιμός μου είναι ξερός, και ο κόμπος του δυσκολεύει την ικανότητα ομιλίας μου. Σημάδι ότι είμαι έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Ξανά.

«Δεν το κάνω. Αλλά είμαστε οικογένεια σου, και ένα κορίτσι που ακόμα δεν έχει τελειώσει το σχολείο, ένα κορίτσι που δεν μπορεί να σταθεί μόνο του στα πόδια του, ωφελεί να ακολουθήσει την οικογένεια του»

«Τη ποια μου;» γελάω «Πολύ νωρίς το θυμήθηκες αυτό» της αντιμιλάω οργισμένη, περπατώ γρήγορα, σαν η πόρτα του δωματίου μου, -οπού θέλω να φτάσω- κλείνει σταδιακά. Λίγο πριν κλείσω συντετριμμένη τη πόρτα, η φωνή της με διακόπτει άλλη μια φορά. Και το χειρότερο από όλα, ήταν πως φοβόμουν, ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα με διακόπτανε προτού κλείσω αυτή τη πόρτα.

«Το Λονδίνο είναι όμορφο, φιλόξενο. Γιατί να σε κρατά πίσω αυτό το μέρος;» ρωτάει. Αλλά μου φάνηκε εντελώς αφελής και παραδόξως ανόητη αυτή η ερώτηση.

Γυρίζω παρόλα αυτά και της απαντώ παγερά: «Δεν με κρατά το μέρος, οι άνθρωποι του με κρατάνε.»

Κοπάνισα τη πόρτα, και κλειδώθηκα για τελευταία φορά στους ζεστούς τοίχους του δωμάτιου μου.  Τους είχα παραμελήσει, όσο βρισκόμουν στο σπίτι του Άλεξ. Θυμάμαι τον εαυτό μου να γραφεί ανέμελα Blog πάνω στο πάντα στρωμένο κρεβάτι του. Δεν μου άρεσε να το βλέπω άστρωτο, με αναστάτωνε για κάποιο λόγο. Να κοιτώ τους δίχτες του ρολογιού βαριεστημένα, και τώρα πλέον, τους κοιτώ αγχωμένα, σαν να μετράω τις ώρες μου μαζί του.

[……]

«Πλάκα μου κάνεις..» αναφωνεί.

«Όχι, σε μια εβδομάδα θα είμαι Λονδίνο..» ανασαίνω.

«Και ο Άλεξ;» ρωτάει, αν και είναι γελοίο, γιατί ο Άλεξ είναι ίσως ο μόνος λόγος που δεν θέλω να φύγω. Μερικές φορές νοιώθω ότι ονειρεύομαι, η ότι βρίσκομαι σε κανένα κόμμα. Πριν ένα χρόνο ήταν ο μοναδικός λόγος που ήθελα απλός να χαθώ. Τώρα ο μοναδικός λόγος που θέλω να χαθώ, είναι για να χαθούμε μαζί. Η ζωή σε εκπλήσσει ώρες ώρες.

Φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω, με μελανιές στο πρόσωπο και το σώμα μου. Δεν φοβάμαι τον πόνο των μελανιών, δεν με απασχολούν. Φοβάμαι το πόνο που θα αισθανθώ μόλις μάθω ποιος μου τις δημιούργησε.

«Στεφ..δεν θέλω να φύγω.. δεν αντέχω καν στη σκέψη. Γιατί το σύμπαν με απεχθάνεται; Και πως θα το πω στον Άλεξ;»

«Να μου πεις τι;» ακούω τη φωνή του καθώς βγαίνει από το μπάνιο.

Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω, και για μια στιγμή η ανάσα μου κόβεται. Στραβοκαταπίνω. «Στεφ πρέπει να σε κλείσω, τα λέμε».

«Τι θες να μου πεις..;» επαναλαμβάνει.

Τι να σου πρώτο πω; Ότι κυνηγάω κάτι αναμνήσεις που δεν πρόκειται ποτέ να φτάσω; Ότι θέλω να με βάλεις ανάμεσα στα χέρια σου και να με ξεχάσεις εκεί; Ότι θέλω να αγκαλιάζεις. Ότι θέλω να σκουπίζεις τα δάκρυα μου το βράδυ; Ότι θέλω να με φιλάς; Ότι θέλω να με αγγίζεις απαλά σαν να είμαι η φωτογραφία από την αγαπημένη σου ανάμνηση; Ότι σε αγαπάω, και δεν θέλω να σε αφήσω; Ότι πρέπει να σε αφήσω..; Χαμογελάω αισθητά. Για μια στιγμή τα μάτια μου βουρκώνουν.  «Τίποτα σημαντικό» του λέω.

Ανασηκώνει τα φρύδια του και ανασαίνει. «Σίγουρα» απαντάει ειρωνικά. Κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι, αλλά η πλάτη του είναι γυρισμένη προς εμένα.

Σκύβει το σώμα του και οι αγκώνες ακουμπούν στα γόνατα του. Σκύβει το κεφάλι του και τραβάει τα μαλλιά του προς τα πάνω. «Αύριο πρέπει να πάω για τα χρήματα.» μου ανακοινώνει και παραξενεύομαι. Αρχίζω να συνοφρυώνομαι και εκείνος γυρίζει ελάχιστα το κεφάλι του προς το μέρος μου, αλλά η πλάτη του πάρα μένει ακίνητη.

«Η Νταϊάνα μου έπρηξε τα αρχίδια να το κάνω, για να συμμετέχει στο κίνημα» μου εξηγεί. Γελάω με την έκφραση που χρησιμοποίησε και έρχομαι κοντά του περνώντας τα χέρια μου γύρω από το σβέρκο του απαλά. Με αποτέλεσμα να ενώνονται ελαφρά πάνω στο στήθος του. Σκύβει το κεφάλι του και αγγίζει το αριστερό χέρι μου, χαϊδεύοντας πάνω-κάτω το απαλά.

«Τότε υποθέτω δεν μπορείς να..» δαγκώνω τα χείλια μου, μη μπορώντας να συγκρατήσω το πονηρό χαμόγελο μου.

Χαμογελάει λοξά «Άλλο αυτό.» στρέφει το κεφάλι του προς το μέρος μου και ενώνει αμέσως τα χείλια μας.

Με ξαπλώνει πίσω στο κρεβάτι χωρίς να αποχωριστεί τα χείλια μου. Η πλάτη μου βουλιάζει πάνω στο στρώμα και κρατώ το πρόσωπο του για να μην διακόψω την επαφή των χειλιών μας.

Τα χέρια του αγγίζουν , χαϊδεύουν και πηγαίνουν πίσω από τη μέση μου ώσπου αποφασίζει να βγάλει σταδιακά τη μπλούζα μου αφήνοντας με, περισσότερο εκτεθειμένη. Τα χείλια του κατεβαίνουν προς τα κάτω και ανατριχιάζω, λικνίζοντας λίγο τη μέση μου προς τα πάνω. Ξανά ενώνει τα χείλια μας  και τείνω το χέρι μου πίσω στην πλάτη του για τον βοηθήσω να βγάλει τη μπλούζα του.

Παίρνει πρωτοβουλία και την βγάζει από μόνος του βιαστικά. Παρατηρώ για χιλιοστή φορά το καλογυμνασμένο σώμα του που κάνει πιο ζεστή την ατμόσφαιρα.

Αφού γδυθούμε εντελώς και οι δυο μας, και κάθε φορά που το γυμνό σώμα μου ακουμπάει το δικό του δημιουργείτε ένα κύμα ηλεκτρισμού και ανατριχίλας στο σημείου επαφής, βάζει το προφυλαχτικό που έβγαλε αρχικά από το συρτάρι δίπλα και αρχίζει να εισχωρεί μέσα μου αργά.
Πνίγω την ανάσα μου νοιώθοντας τη κάψα σε ολόκληρο το σώμα μου. Σηκώνει τα μάτια του και κοιτάει κατευθείαν μέσα στα δικά μου.

Κοιτάζω αλλού αλλά γυρίζει απαλά με τη παλάμη του, το πρόσωπο μου προς το δικό του. Αρχίζει να κάνει επαναλαμβανόμενες εισχωρήσεις και οι ανάσες μου γίνονται πιο βαθιές και γρήγορες. Κλειδώνω καλά για μια στιγμή τα μάτια μου σαν να προσπαθώ να πνίξω κάτι μέσα τους.

Τα ξανά ανοίγω για να συναντήσω τους σμαραγδή οφθαλμούς του. Οι δίκες του ανάσες είναι βαριές μα σιωπηλές και κάνουν τις δίκες μου να μοιάζουν ακλόνιστες. Τα χείλια του γίνονται μισάνοιχτα και ανασαίνει από το στόμα, η έκφραση του εκπέμπει μια βαθιά ευχαρίστηση που προσπαθεί μάταια να κρύψει.

Κλείνει τα μάτια του και ρίχνει σιγά το κούτελο του πάνω στο δικό μου.

Είναι τόσο μεγάλο το αίσθημα της αναψυχής και ηδονής που απλά νοιώθω την ανάγκη να σπρώξω, η να τραβήξω κάτι. Βάζω το τρεμάμενο χέρι μου πάνω στο στήθος του και αυτός το πιάνει κρατώντας το εκεί, ρίχνει το κεφάλι του κάτω ανασαίνοντας και το ξανά ανυψώνει φιλώντας εύστοργα το χέρι μου.

Το σώμα του σκύβει πιο κοντά μου και αναγκάζομαι να το βγάλω από το στήθος του. Κατεβαίνει στο λαιμό μου οπού συνεχίζει, με το κεφάλι του σκυμμένο, εκεί να κάνει τις εισχωρήσεις. Τεντώνω το κεφάλι μου και αναστενάζω σιγανά.

Κρατιέται από το ξύλο του κρεβατιού και έπειτα φιλάει αργα το λαιμό μου. Το λατρεύω όταν φιλάει το λαιμό μου, είναι η πιο ανατριχιαστική πράξη, ειδικά όταν τη κάνει εκείνος με τόσο πάθος.

Και έτσι όπως ήταν, άρχισα να σκέφτομαι ότι θα φύγω, πως δεν θα με ξανά αγκαλιάσει, δεν θα με ξανά φιλήσει, δεν θα δω ξανά τα μάτια του , δεν θα ξανά μυρίσω το ωραίο άρωμα του, και η μελαγχολία άρχισε να με πνίγει. 

Ξέχασα τι γινόταν, τι κάναμε, και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα τον αφήσω. Ήμουν πάγος, και τα μάτια μου στάζανε το νερό που έλιωνε. Στραβοκατάπια.

Κολλημένο το πρόσωπο του πάνω στο λαιμό μου , το γύρισε ελαφρά προς το βλεμμα μου και φίλησε το μάγουλο μου. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε με μια ανάσα, χαμηλόφωνα σαν η ατμόσφαιρα να εμπόδιζε τη ζεστή φωνή του. Δεν απάντησα και μούγκρισε «Μμ;» και με ξανά φίλησε.

Του χαμογελάω ψεύτικα, και τόση ψευτίλα μα το θεό θα φάνηκε απελπιστικά γελοία. «Τίποτα».

Έπρεπε όμως κάποτε να βρω το θάρρος να του το πω.

Εκπνέει κάπως ξεψυχισμενα και καταλαγιάζει. Απομακρύνεται και ξαπλώνει δίπλα μου.

«Αφού δεν τέλειωσες» του ειπα αναφερόμενη, στην εμ, εκσπερμάτωση.

«Τέλειωσα.» αναφέρθηκε πιο γενικά. Και σίγουρα όχι στην εκσπερμάτωση.

«Όχι δεν εννοούσα αυτό» ανταπαντάω.

Γυρίζει και μου λέει «Ξέρω τι εννοούσες».

Εκπνέει. «Πες μου τι στο διάολο γίνεται».

«Θα σου πω μετά» τον ενημερώνω. Δεν είμαι έτοιμη να τον καταστρέψω ακόμα. Ανασαίνω και πάω κοντά του. Το σώμα του κολλάει πάνω στο δικό του και ξαπλώνω το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του.

«Κρατάμε για λίγο» βολεύομαι καλύτερα. Υγραίνει τα χείλια του και τοποθετεί το χέρι του γύρω μου σφίγγοντας με περισσότερο πάνω του.

Κλείνω τα μάτια μου μέσα στην αγκαλιά του. Τα χέρια του και το σώμα του είναι τόσο ζεστά.
Νοιώθω λες και είμαι φυλακισμένη μέσα στην ευχάριστη ζεστασιά, θέρμη και εγκαρδιότητα, οπού η τρυφερότητα και η προστασία είναι φύλακες. Η θαλπωρή είναι τόσο έντονη και η νοιώθω τους χτύπους της καρδίας του να τραγουδούν σιωπηλά νανουρίσματα, ενώ να νοιώθω τους δικούς μου πιο εντόνους. Ορκίζομαι πως αν έτσι ήταν ο παράδεισος, θα πέθανα για να βρίσκομαι για πάντα σε αυτόν.

«Άλεξ, με νοιάζεσαι;» ήθελα να το ακούσω να το λέει, ήθελα να τη θυμάμαι κάπως αυτή τη στιγμή.

«Μπα» κάνει αυτός.

Συνοφρυώνομαι και σουφρώνω ενοχλημένη τα χείλια μου. «Ώστε έτσι..τότε ούτε εγώ».

Γελάει και φιλάει το κεφάλι μου «Πολύ» ψελλίζει.

«Αλήθεια;» χαμογελάω. Σηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Τα μάτια μας συναντιούνται, και κοιτάζουμε βαθιά ο ένας τον άλλον. Μου γνέφει σίγουρος.

Δαγκώνω τα χείλια μου προσπαθώντας να μην γελάσω. Δεν είπαμε κάτι αστείο, και δεν χρειαζόταν να γελάσω επειδή είπαμε κάποιο αστείο, απλός επειδή ήμουν ευτυχισμένη.

«Σίγουρα;» ξανά κατεβάζω το κεφάλι μου.

«Μμ» μουγκρίζει θετικά.

Μετά από λίγα λεπτά ησυχίας, τον ξανά ρωτάω. «Πολύ σίγουρα ε;»

Ανασαίνει με αγανάκτηση και σηκώνει τη μέση του, πιάνει ένα στυλό και ένα χαρτί από το διπλανό κομοδίνο και γραφεί κάτι. Παραξενεύομαι. Πλησιάζω το κεφάλι μου για να δω τι γραφεί αλλά το γυρίζει προς το μέρος του απότομα για να μην προλάβω να διαβάσω. Ανασηκώνω το ένα μου φρύδι παιχνιδιάρικα. 

«Ορίστε, το ‘χεις και υπογεγραμμένο» μου λέει και ύστερα μου δίνει το χαρτί στα χέρια. Το κρατάω και διαβάζω δυνατά «Σε νοιάζομαι..» και από κάτω βλέπω την υπογραφή του και αρχίζω να γελάω. Μου χαμογελάει λοξά.

Μετά από λίγη ώρα σηκώνομαι, συγκεκριμένα κατευθύνομαι προς τη κουζίνα για πιώ ένα ποτήρι νερό.

Το νερό τρέχει από το νεροχύτη μέσα στο ποτήρι μου και παγώνω ασυνείδητα τα μάτια μου πάνω στην ροή του. Σκέφτομαι πως θα φύγω, και δεν θα έχω αναμνήσεις μαζί μου. Η γαμημένη αμνησία δεν λέει να με αφήσει ήσυχη. Και θέλω να έχω να τον θυμάμαι. Έχω περιέργεια. Έχω ανάγκη. Ήμουν τόσο νευριασμένη και ταυτόχρονα απογοητευμένη με την κατάσταση που έσφιγγα τόσο το ποτήρι που θα μπορούσε να σπάσει. «Εύα..» ακούω μια θολή φωνή. «Εύα!» ξανά ακούω και αυτή τη φορά με ξύπνησε από το λήθαργο μου.

Πετάγομαι και βλέπω το νερό από το ποτήρι μου να ξυλίζει , ενώ ο Άλεξ με κοιτάει παράξενα από το σαλόνι.  «Τι στο διάολο έχεις πάθει σήμερα; Όλα καλά;»

Κοπανάω το ποτήρι πάνω στο πάγκο, και το νερό ξεχύνεται στο πάγκο, ενώ το γυαλί του κόντεψε να σπάσει από τη δύναμη.  «Όχι δεν είναι όλα καλά!» του λέω.

«Θέλω να θυμηθώ! Έχουν περάσει τόσοι μήνες, δεν μπορώ άλλο!» πιάνω το κεφάλι μου και φωνάζω. Έρχεται και μου και πιάνει το μπράτσο μου για να με καθησυχάσει. Σκύβω το κεφάλι μου για να μην δει ότι κλαίω.

«Θέλω πίσω τις αναμνήσεις» του λέω

«Δεν πειράζει μωρό μου, θα κάνουμε καινούργιες» μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Δεν καταλαβαίνω! Προσπαθώ τόσο σκληρά!» φωνάζω και ανασαίνω κοφτά. Σκύβει το κεφάλι του προς το δικό μου με μισάνοιχτα τα μάτια του.«Αυτό είναι το πρόβλημα. Μην προσπαθείς»

Ανασαίνω και ύστερα τον αγκαλιάζω. Τον σφίγγω πάνω μου και του ψιθυρίζω «Δεν θέλω να σε χάσω»
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣΣΣ❤
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ?💘

Νε οκευ νε αργησα παλι. Σκοπευα να ανεβασω πιο γρηγορα, αλλα μου βγηκε πιο μεγαλο το κεφ soooo...

Εμ μην με σκοτωσετε.
Ολα γινονται για καποιο λογο:)
Δεν βασανιζω τους χαρακτηρες ετσι για τη πλακα μου.

Καλα και για αυτο.

ΑΛΛΑ ΘΑ ΜΕ ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ😏

Η Ευα του τα επριξε λιγο του Αλεκς χεχε. Αλλα ειναι καλη μωρε, εχει συγχιστει απλα τωρα:'(

Και ναι μολις εγραψα το τελευταιο σεκς της ιστοριας. Woah.🔥

Προβλεψεις για την αντιδραση του Αλεξ μολις μαθει οτι η Ευα θα φυγει?😔

Τα επομενα κεφαλαια ειναι τα τελευταια κρισημα.

Spoiler: Καποια δεν καθεται στα αυγα της και ακολουθει τον Αλεξ καπου που δεν πρεπει:)

Νενενε θα εχουμε και αποκαλυψεις και εγκεφαλικα και απο ολα.♥

Be ready girllssss

-Αννα, που βαριεται τη ζωαρα της:)💜

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top