Δεν είσαι μόνη σου {62}
Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του..είναι καταδικασμένος να το ξανά ζήσει. Ακούω σιγανά, σαν αντίλαλο τη φράση που κόλλησε άθελα στο μυαλό μου. Το βράδυ που πέρασε τόσο επώδυνα, δεν κοιμήθηκα. Αναρωτιόμουν, εγώ που δεν το θυμάμαι..θα το ξαναζήσω; Να μιλήσω στη μητέρα μου για τον David; Να πώ στο πατέρα μου όλα όσα ξέρω; Κοιτούσα τους δείκτες του ρολογιού να χτυπούν και έκλεινα απαλά τα μάτια μου. Οι δείκτες ακουγόταν στο σκοτάδι και μου θύμιζαν τους χτύπους της καρδίας μου. Άμα μπορούσα να πάω το χρόνο πίσω, πριν το ατύχημα, και γυρνούσα το δίκτυ του ρολογιού το τελευταίο λεπτό πριν η σφαίρα χτυπήσει το κεφάλι μου... Αρχίζω να νοσταλγώ τα πράγματα που αδυνατώ να κάνω, ενώ έπρεπε να είμαι ευγνώμον για τα πράγματά που μπορώ. Από ότι φαίνεται, αδυνατώ να το κάνω και αυτό.
Τι παράξενο συναίσθημα το κενό. Το τίποτα. Αισθανόμουν άβολα τα πόδια μου κάτω από τη κουβέρτα. Μισώ το συναίσθημα να μουδιάζει το σώμα μου, και να μην το νοιώθω, αλλά περισσότερο μισώ να μουδιάζει η ψυχή μου.
Το πρωί ο Λίαμ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να περάσω από την αποθήκη. Όμως του ειπα ψέματα πως έπρεπε να μείνω σπίτι γιατί είχαμε επισκέπτες. Δεν γούσταρα να δω το πρόσωπο του. Με τόσα ψέματα που έχει στεγάσει, είμαι σίγουρη πως πλέον η αλήθεια δεν θα τον εξορκίζει, ούτε θα τον λυτρώνει.. θα τον δαιμονίζει. Εκείνος άρχισε να βρίζει εξαγριωμένος και κατέληξε να μου πει αυτό που ήθελε από το τηλέφωνο.
«Χθες τα γαμιόλικα μπάσταρδα επιτέθηκαν. Σαν εκδίκηση για το γαμώ στέκι τους. Η αποθήκη καταστράφηκε, χρειαζόμαστε χρήματα.» η φωνή του ήταν βαρεία, χωρίς δίχως τύψεις που ζητάει κάτι τέτοιο από την αδελφή του, χωρίς ενοχές και πάνω από όλα χωρίς συμπόνια. Μπορούσα να καταλάβω ότι καπνίζει.
«Και εγώ τι να κάνω;» ψιθύρισα
«Ω ξέρεις πολύ καλά..» γέλασε
«Δεν θέλω, όχι πάλι, Λίαμ-» έκλεισα τα μάτια μου σαν να ικέτευα τη τύχη να μου κάνει δώρο λίγο από την ευλογιά της.
«Δεν σε ρώτησα άμα θες. Ούτε εγώ γούσταρα να μου γαμήσουν την αποθήκη, αλλά η ζωή είναι άδικη μωρό μου, και εσυ πρέπει να μάθεις συμβιβάζεσαι. Δεν νομίζεις;» και εσυ πρέπει να μάθεις να είσαι λιγότερο μαλάκας μωρό μου, δεν νομίζεις;
«Ναι» ξεφύσησα για να τελειώσει το θέμα.
«Και από εδώ και πέρα..θα πηγαίνεις κάθε μέρα» μου ανακοίνωσε. Ένοιωσα το σπάσιμο μέσα μου και του απάντησα με δυσκολία «Να πας εσυ!» φώναξα.
Του έκλεισα το τηλέφωνο και ύστερα το πέταξα στο τραπέζι. Ήξερα πως αυτό δεν ήταν άρνηση, αφού δεν υπήρχε στις επιλογές μου, ήταν απλά μια αντίδραση.
Πήγα στην κουζίνα οπού βρισκόταν ο Άλεξ.. Τα πόδια μου σέρνονταν, με το ζόρι περπατούσα. Καπνίζει και κοιτάζει έξω από το παράθυρο.
Αναρωτιέμαι τι σκέφτεται. Διάολε, δεν ξέρω γιατί αλλά θα έδινα και ένα εκατομμύριο ακροάσεις για να πρωταγωνιστώ στις σκέψεις εκείνου του πανέμορφου μπάσταρδου. Ο ήλιος τρυπώνει δειλά και όμορφα, από τα παράθυρα και καταλήγει στο πρόσωπο του. Πως θα βρω το κουράγιο να του πω όταν μοιάζει ακατόρθωτο να το πω στον εαυτό μου;
Με αυτές τις σκέψεις αναστέναξα και έκατσα στη τραπεζαρία. Στραβοκατάπια και άρχισα να ψηλαφίζω το απαλό κίτρινο τραπεζομάντηλο.
«Πρέπει να ξανά πάω» λέω ξαφνικά. Εκείνος γυρίζει και με κοιτάζει. «Κάθε..μέρα..πρέπει» συνεχίζω δισταχτικά. Τα φρύδια του σμίγουν και σφίγγει τις γροθιές του. Οι φλέβες του αναδύονται αργά. Τα χέρια του πέφτουν με ορμή πάνω στο τραπέζι και αναπηδάω.
«Γιατί το ανέχεσαι αυτό Εύα; Γιατί δεν κάνεις κάτι γαμώτο;» φωνάζει.
«Γιατί κουράστηκα» ξεφυσάω. Δεν τον κοιτάζω καν, το κεφάλι μου είναι σκυμμένο.
Άργησε να μου απαντήσει. Καθόταν και με κοιτούσε νευριασμένος. Δεν έχει άδικο, δεν δικαιολογώ την κούραση μου. Κανένας δεν πρέπει να το κάνει, για οτιδήποτε συμβαίνει στον εαυτό μας είμαστε εμείς οι φταίχτες. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι, επιβραβεύουν τον εαυτό τους για τα κατορθώματα τους και κατηγορούν τους άλλους για τα σφάλματα τους, νομίζοντας πως έτσι θα ξεφύγουν από τις συνέπειες.
«Όπως και να έχει..εσύ δεν θα πας πουθενά» με ενημερώνει και απομακρύνεται. Εγώ τον κοιτάω με απορία. Τραβάει τα καστανά μαλλιά του προς τα πίσω, είναι από της αγαπημένες μου κινήσεις του όταν αγανακτεί.
«Θα σου φέρω εγώ τα χρήματα» προσθέτει και κρεμάει από τα χείλια του το τσιγάρο.
«Πως; Που τα βρίσκεις;» αναφωνώ ρίχνοντας απανωτές ερωτήσεις.
«Κάποτε θα μάθεις, όχι τώρα» λέει χαλαρός και απομακρύνει το τσιγάρο του.
Πετάγομαι όρθια και του λέω:
«Σταματήστε να είστε όλοι τόσο μυστικοπαθείς! Σε παρακαλώ, πες μου που τα βρίσκεις..» ειπα αν και η τελευταία πρόταση μου ήταν πιο ψύχραιμη.
«Γίνεσαι υπερβολική» ξεφυσάει το καπνό του.
«Δεν υπάρχει ‘υπερβολικό’, υπάρχουν άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν!» φωνάζω.
«Τότε δεν σε καταλαβαίνω» γυρίζει και με κοιτάζει.
«Κανένας δεν το κάνει, δεν περίμενα από εσένα..» απαντώ αυταρχικά πριν φύγω εκνευρισμένη από το δωμάτιο και κλειδωθώ στο μπάνιο.
Βγάζω με γρήγορες κινήσεις τα ρούχα μου και ανοίγω το ζεστό νερό της μπανιέρας. Ξεφυσάω και βουλιάζω μέσα στο καυτό νερό και τις σαπουνάδες. Αναστενάζω σιγανά μόλις το δέρμα μου λιώσει στο ανακουφιστικό νερό και απαλύνει το πόνο των αρθρώσεων μου. Μετά από λίγη ώρα βγήκα από τη μπανιέρα και τύλιξα μια άσπρη πετσέτα τριγύρω μου.
Κοιτάχτηκα στο καθρέπτη και παρατήρησα πόσο έχω αλλάξει τους τελευταίους μήνες. Πραγματικά έχω αλλάξει. Έτριψα το αριστερό μάτι μου και ύστερα το χέρι μου έπεσε πάνω στο μάγουλο μου, παραμορφώνοντας το.
Θεώρησα πως ο Άλεξ θα πρέπει να έχει φύγει για τα χρήματα οπότε βγήκα έξω από το μπάνιο φορώντας μόνο τη πετσέτα τριγύρω μου.
Alex’s POV
Τα χέρια μου βρισκόντουσαν πάνω στο τραπέζι και παίζανε με τα δάχτυλα μου. Το τσιγάρο κρεμόταν από το στόμα μου και που και που το άρπαζα για να ξεφυσήσω το καπνό. Της ειπα ότι δεν την καταλαβαίνω. Και πράγματι δεν το κάνω. Γιατί είναι τόσο αντιδραστικά ρε γαμώτο; Θα της φέρω τα χρήματα τι σκατά άλλο θέλει; Ποτέ δεν καταλάβαμε ο ένας τον άλλον, αλλά αυτή είναι η ουσία. Έτσι και αλλιώς, βαρέθηκα να με ‘καταλαβαίνουν’.
Βγήκε από το μπάνιο φορώντας μόνο μια άσπρη πετσέτα να κρύβει το σώμα της. Της έριξα μια βιαστική ματιά αδιαφορώντας. Μετά όμως αντιλήφθηκα καλύτερα τη κατάσταση και την ξανά κοίταξα κοκαλωμένος. Γαμώτο. Γαμώτο. Γαμώτο. Επίτηδες το κάνει;
«Α..ε νόμιζα ότι είχες φύγει» είπε αμήχανη και έσφιξε τη πετσέτα πάνω της. Μην την σφίγγεις γαμώτο το κάνεις χειρότερα.
«Όχι ακόμα» καθάρισα το λαιμό μου. Την επεξεργαζόμουν με τα μάτια μου. Τα βρεγμένα μαλλιά της πέφτουν απαλά πάνω στο στήθος και -γαμώτο- η σκέψη ότι δεν φοράει τίποτα από μέσα έχει τρελάνει το μυαλό μου.
«Μην με κοιτάς νοιώθω άβολα!»
Γυρίζω από την άλλη το κεφάλι μου. Μην κοιτάξεις. Μην κοιτάξεις. Οι αναπνοές μου γίνονται ελαφρώς πιο βαθιές και γρήγορες. Και εκείνη τη στιγμή ήθελα απλός να της τραβήξω τη πετσέτα, να την βάλω κάτω και – συγκρατήσου μην γυρίσεις.
«Τέλειωνε» της λέω και παλεύω να μείνω ακίνητος.
«Προσπαθώ να πάρω τα ρούχα μου!» η γαμημένη σκέψη ότι τώρα θα παίρνει τα εσώρουχα της βαράει αλύπητα το κεφάλι μου.
Μου λείπει αρκετά. Πόσο καιρό έχω να αγγίξω το γυμνό δέρμα της, ποσό καιρό έχω να την φιλήσω. Πόσο καιρό έχω να αισθανθώ τη ταχυκαρδία στο στήθος της, πόσο καιρό έχω να της ψιθυρίζω ‘ησύχασε’ για να μην έχει άγχος. Πόσο γαμημένο καιρό έχει να μου τραβήξει απαλά τα μαλλιά, πόσο καιρό έχει να αρωματιστεί το στρώμα του κρεβατιού μου από τη μυρωδιά της. Πόσο καιρό έχω να ξυπνήσω και το πρώτο πράγμα που θα δω, είναι αυτή δίπλα μου. Δεν ήθελα να ήταν μεθυσμένη τότε, δεν ήθελα να θυμάμαι τα μισά μετά, δεν ήθελα όλο αυτό να γίνει εξαετίας του ποτού. Ήθελα να με θέλει. Να μην φώναζε το ποτό..το όνομα μου, το πόσο με αγαπάει, το ποσό με θέλει αλλά εκείνη.
«Εύα..» γρύλισα.
«Δεν τα φτάνω!» διαμαρτύρεται.
Σηκώνομαι απότομα και βαδίζω προς το μέρος της. Κάνω γρήγορες κινήσεις και δεν ξέρω από τι ακριβώς. Εκνευρισμό; Αναστάτωση; Ίσως όλα μαζί.
Δεν παύω να έχω το κεφάλι μου γυρισμένο από την άλλη. Σηκώνω τα χέρια μου και αρχίζω να ψάχνω τη τσάντα με τα ρούχα της πάνω στη ντουλάπα. Δεν είναι και ότι πιο εύκολο από τη στιγμή που δεν βλέπεις. Αρχίζουν να πέφτουν όλες οι τσάντες πάνω στο κεφάλι μου και βρίζω. Τις διώχνω από πάνω μου και απομακρύνομαι χιλιοστά. «Απλά πάρτες!» φωνάζω
«Εντάξει» γελάει. Ξεκαρδιστικό Εύα.
«Τι κάνεις;» γελάει ξανά. Ω δεν θέλεις να ξέρεις τι θα κάνω άμα δεν φύγεις σύντομα από κοντά μου.
«Τέλος..πάντων. Ευχαριστώ» αναστενάζει. Έτσι και αναστενάξει άλλη μια φορά..
«Ξέρεις, μπορείς να ανοίξεις τα μάτια σου. Δεν με πειράζει και τόσο. Αρκεί να μην με κόβεις..ξέρεις σαν είσαι λουκάνικο και εγώ ψωμάκι» γελάει και σταυρώνει τα χέρια της. Λουκάνικο;
Γελάει και ύστερα σιωπάει απότομα. «Ω θεέ μου» λέει κοφτά.
«Δεν το εννοούσα έτσι» συνεχίζει.
«Έτσι και αλλιώς. Δεν είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί, Johnson» χαμογελάω στραβά και ανοίγω τα μάτια μου. Είναι τόσο κοντά μου. Η ζωή και ο θάνατος στέκονται ένα βήμα απέναντι μου. Είναι κυρίως ο θάνατος, γιατί με σκοτώνει κάθε μέρα, όλη μέρα, βλέπεις..δεν έχουν όλοι το προνόμιο να πεθαίνουν μόνο μια φορά. Και είναι ζωή, γιατί η ιδεα του θανάτου πηγάζει ένα πάθος για ζωή στους ανθρώπους και όσο παράξενο και αν ακούγεται, εγώ ζώ για να πεθαίνω. Παίρνω μια εισπνοή και την σκανάρω με τα μάτια μου. Γλύφω τα χείλια μου όσο κοιτάζω τα δικά της.
Οι γυμνοί ώμοι της, η πετσέτα που ίσα-ισα καλύπτει το σώμα της, διάολε, έχω αρχίσει να ιδρώνω.
Αυτά τα γαμημένα τα χείλια της, πόσο θέλω να της τα φιλήσω μέχρι να ματώσουν. Γιατί με κοιτάζει σαν να με προκαλεί; Ας με φιλούσε και μετά ας πέθαινα. Ας ήταν η τελευταία γαμημένη ανάμνηση μου για τον άλλο κόσμο, θα ήταν η τελευταία, θα την θυμόμουν καλύτερα. Και όσο θα φτύνω αίμα για να μην την ξεχάσω και εκεί, θα θεωρούμε ακόμα ζωντανός.
«Πήγαινε να ντυθείς» της λέω ψύχραιμος. Στο διάστημα που μεσολάβησε με κοιτούσε έντονα. Σαν να ήθελε να παίξει. Δεν θες να παίξεις μαζί μου Εύα.
Με κοιτάζει και την κοιτάζω, εκείνη παίζει και εγώ την αφήνω να κερδίσει.
Παλιά με κοιτούσε διαφορετικά. Ερωτευμένα, σαν να ήμουν ένα είδος διαφυγής της. Όπως ένας χαμένος ταξιδιώτης το δρόμο του, όπως ένας χρόνια φυλακισμένος την ελευθέρια, όπως εγώ αυτήν. Και τώρα το βλέμμα της πάνω μου έχει ξεθωριάσει. Γιατί με αφήνει να την κοιτάζω μόνος μου έτσι;
Έγνεψε και έσφιξε τα ρούχα στα χέρια της. Έστρεψε ξανά προς το μπάνιο. Αναστέναξα και έπεσα πίσω στο καναπέ. Ο σύρτης της πόρτας ακούστηκε ως τα αφτιά μου.
Μετά από λίγα λεπτά, βγαίνει από το μπάνιο- φορώντας ρούχα- και κάθεται δίπλα μου στο καναπέ.
«Άλεξ.. σχετικά με το προηγούμενο θέμα» λέει ξαφνικά και αρχίζει να παίζει με τα δάχτυλα της. Γυρίζω να την κοιτάξω.
«Πες μου που βρίσκεις τα χρήματα. Υπόσχομαι πως δεν θα πω τίποτα. Δεν μπορώ να μην ξέρω!»
«Φυσικά και μπορείς.» γελάω και απλώνω το χέρι μου στη πλάτη του καναπέ. Γέρνω προς το μέρος της και της χαμογελάω στραβά.
«Δεν έχεις ακουστά τη παροιμία, ‘η περιέργεια..σκότωσε τη γάτα’;» ρωτάω ρητορικά.
Σηκώνω το πιγούνι της και οι ματιές μας συγκρούονται.
«Και άμα με ξανά ρωτήσεις, δεν θα σε σκοτώσει η περιέργεια αλλά εγώ» της χαμογελάω. Εκείνη σκιάζεται και ξεροκαταπίνει. Γίνεται χλωμή. Συνοφρυώνομαι καθώς γλείφω τα χείλια μου και απομακρύνομαι.
«Πρέπει να αρχίσεις να καταλαβαίνεις πότε μιλάω σοβαρά και πότε όχι» γελάω.
«Και σοβαρά Εύα, γιατί τον ανέχεσαι; Δεν σε καταλαβαίνω γαμώ! Θα ένοιωθες εντάξει να πας εκεί;» της λέω.
«Ναι»
«Είσαι απαίσια ψεύτρα» κουνάω το κεφάλι μου χωρίς καν να την κοιτάξω.
«Πρέπει να βρω τον Λίαμ...» μουρμουρίζω με σιγουριά.
«Όχι!» φωνάζει.
«Έπρεπε να το είχα κάνει από την αρχή! Σταμάτα να με εμποδίζεις! Είδες πόσο σκατά κατέληξαν τα πράγματα με το να με εμποδίζεις συνέχεια!» της απαντώ στον ίδιο τόνο.
«Ξέρεις τι; Σας έχω βαρεθεί όλους σας!» κάγχασε και σηκώθηκε. Μένω ακίνητος και γυρνάω σταθερά για να την κοιτάξω ανέκφραστα.
«Όλοι σας πιστεύεται πως είναι τόσο εύκολο! Όμως εγώ δεν ξέρω! Με πιέζεται όλοι να κάνω ότι σας ευχαριστεί. Ε λοιπόν δεν ξέρω τι να κάνω! Δεν ξέρω τίποτα για εσένα, τίποτα για τον Λίαμ, και το κυριότερο..δεν ξέρω τίποτα για εμένα! Αν πας, θα την πληρώσω εγώ! » φωνάζει
«Γαμώτο!» κραυγάζει και κάθεται στο καναπέ. Πιάνει το κεφάλι της και με τα δυο χέρια της σαν να φυλακίζει τις σκέψεις της.
«Είμαι εντελώς μόνη μου» μουρμουρίζει.
Το σώμα της δέχεται μικρές συσπάσεις που μου δίνουν την αίσθηση να καταλάβω πως κλαίει.
«Το ξέρεις;» σηκώνει το κεφάλι της για να με κοιτάξει και βλέπω για πρώτη φορά μετά από μήνες δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Οι οφθαλμοί της μοιάζουν πρησμένοι, το πρόσωπο της αναψοκοκκινισμένο, και τα χείλια της τρέμουν. Τα δάκρυα της τρέχουν, και εγώ πνίγομαι όπως κάθε φορά.
Την κοιτάζω, αν και δεν ξέρω τι πρέπει να της πω.
«Δεν είσαι μόνη σου» την καθησυχάζω. Τείνω τα χέρια μου προς το σώμα της, και σκέφτομαι να τα τυλίξω γύρω της. Πως σκατά θα το πάρει; Η επόμενη κίνηση της θυμάμαι με είχε σοκάρει. Οι παλάμες της βρέθηκαν τυλιγμένες γύρω από τις δίκες μου, και οι αντίχειρες της χάιδεψαν απαλά το δέρμα μου, σαν να χαϊδεύανε και καθησυχάζανε την ίδια τη ψυχή της. Θυμάμαι που έριξα μια μάτια στα χέρια μας και ύστερα σε εκείνη χαμογελώντας της στραβά. Τοποθέτησε τα χέρια μου από μόνη της γύρω από το σώμα της. Τα κατά κόκκινα μάτια της κοιτούν το κενό. Γαμώτο. Το δέρμα της είναι τόσο ζεστό, σαν να ψήνετε στο πυρετό.
Την σφίγγω λίγο παραπάνω και ολοκληρωνόμαστε. Πλησιάζω το πρόσωπο μου κοντά της καθώς την κοιτάζω συμπονετικά.
«Δεν είσαι μόνη σου μωρό μου» της επαναλαμβάνω. Βάζω τα χείλια μου πάνω στο κεφάλι της και μετά από μερικά δευτερόλεπτα το φιλάω. Δεν λυπάμαι κανέναν άλλον εκτός από αυτήν. Τίποτα άλλο δεν αξίζει τη λύπηση μου.
«Έχεις..τους γονείς σου» της υπενθυμίζω.
«Έχεις τον αδελφό σου» προσθέτω και εκείνη γελάει ειρωνικά.
«Τους φέρθηκα σκατά!» φωνάζει και κοπανάει το κάλυμμα του καναπέ.
«Έχεις εμένα» συνεχίζω
«Και σε εσένα σκατά φέρθηκα» μουρμουρίζει.
Κλείνει τα μάτια της και ξεσπάει. Τα χέρια της σφίγγουν το μανίκι της μπλούζας μου και τα δάκρυα της, την μουσκεύουν.
«Φοβόμουν πάρα πολύ, το ξέρεις; Ήταν σκέτος εφιάλτης, έτρεμαν τα πόδια μου. Φοβόμουν από τη πρώτη στιγμή. -Γαμώτο- Δεν θέλω να ξανά πάω! Μετά ήρθε ένας τύπος..και μετά ήρθες εσυ..και..εγώ φοβόμουν, το ξέρεις;» λέει συγχυσμένη. Μέσα στο πανικό και τη παράνοια που κυριεύει το κεφάλι της, σφίγγει με όλη της τη δύναμη το χέρι μου. Οι ανάσες της βγαίνουν βαριές και το τρέμουλο του σώματος της δονεί το σώμα μου.
Στερεώνω το πιγούνι μου πάνω στα μαλλιά της και κοιτάζω μπροστά.
«Το ξέρω μωρό μου»
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
WOAAAAAAAAAH
ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΔΡΙΜΥΤΕΡΗ
*Μην περιμενετε και αλλο κεφαλαιο μεχρι το Σαββατο γιατι με πολιορκουν διαγωνισματα.*
ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΑΛΕΥΑ -ΤΟ ΠΙΟ FAIL ΣΙΠΝΕΙΜ- ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ😈
Spoiler: Alex's Day😎. -γκχ γκχ δλδ θα 'μαθουμε' που σκατα βρισκει τελικα τα χρηματα απο POV του-
Ο Αλεξουσκος υποφερει με ολη την εννοια της λεξης:'(
Α και κατι αλλο..
Με προκαλεσαν να κανω τσαλεντζ, με εχουν ξανα προκαλεσει πολλες φορες αλλα τα κανω σπανια -οχι οτι βαριεμαι η κτ τετοιο- KaterinaDallas
Anyway , τωρα μου αρεσαν οι ερωτησεις. Οποτε θα τις απαντησω.
1. Θα ηθελες να ξερεις ποιος σε προδοσε και δεν το εμαθες η ποιος σε αγαπησε και δεν το εμαθες?
-Προσωπικα, το δευτερο. Γιατι προτιμω να ασχοληθω με τους σωστους ανθρωπους στη ζωη μου.
2. Βουλιαζουν 2 ανθρωποι. Τον εναν τον αγαπας εσυ τρελα και ο αλλος αγαπαει εσενα τρελα. Ποιον θα σωσεις?
-Οχι παλι αυτη η ερωτηση:'( δεν εχω ιδεα, δεν παιζει να γινει κατι τετοιο😂
3. Τι τυπος εισαι στη παρεα?
Ε δεν ξερω πως με βλεπουν οι αλλοι. Οποτε ρωτησα τη παρεα😏
Ναι..κακη ιδεα.
ΝΕΞΤ
4. Το τελευταιο πειραγμα που δεχτηκες απο κολλητο?
Το σκριν απανω λογικα👆:ρ
5. Αν επρεπε να φυγεις απο τη ζωη του Κρας σου για να ειναι ευτιχησμενος θα το εκανες?
-Δεν εχω κρας αλλα και παλι δεν καταλαβαινω την ερωτηση. Φιλε τι εννοεις; Φυσικα και θα το εκανα και ας μην ηταν το Κρας, θα το εκανα για τον οποιοδηποτε. Προσωπικα αν δεν το εκανα θα ειχα τυψεις.
6.Τι κανεις οταν βαριεσαι;
-Γραφω κεφαλαια σε μια ιστορια που λεγεται 'Never Say Never' μην την διαβασετε
7. Τι μαρκα κινητο εχεις;
-Samsung Galaxy j5
8. Αγαπημενος ηθοποιος?
-Idk
9.Ποιο φαγητο μισεις?
-ΦΑΣΟΛΑΔΑ, ΕΙΝΑΙ ΟΤΧ
10.Αγαπημενη σειρα?
-Idk:'(
-ΑΝΝΙΤΑ, ΤΟ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟ ΠΟΝΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ😈🎉
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top