Δεν ήθελα {06}
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΠΛΙΖ:(
147 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Περπατούσαμε στο σκοτάδι που θα φάνταζε σύμμαχος όταν μας περικύκλωνε σαν φύλακας. Η αυτοπεποίθηση τους προέρχονταν από σκοτεινές πήγες όμως εξέπεμπε φως απάνω τους.
Τύφλωνε εμένα και με αποδυνάμωνε με αποτέλεσμα να παραμένω σκοτεινή, να χάνομαι αναμεσά τους και να μην ξεχωρίζω από τη νύχτα. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο σαν μια γερή αλυσίδα. Ο Αλεξ ήταν ο μεσαίος που συγκροτούσε όλη την ομάδα. Οι κινήσεις, το περπάτημα, το βλέμμα ήταν σπιθαμές αυτοπεποίθησης που σε τρόμαζε. Ήταν επικίνδυνοι. Η πόλη ήξερε πως μια τέτοια ομάδα κυκλοφορούσε, λίγοι ήταν όμως αυτοί που τους είχαν καταλάβει. Αναρρωτίθηκε κανείς άραγε τι κρύβετε πίσω από την αυτοπεποίθηση και τον κίνδυνο; Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Διαφθορά.
«Κανένας, τσιγάρο;» ρώτησε η Έμμα καθώς προχωρούσε.
Κανένας δεν απάντησε.
«Υπέροχα» μουρμούρισε σαρκαστικά.
«Γιατί δεν παίρνεις;» της απευθύνθηκε ο τρομοκράτης μου.
«Δεν έχω χρήματα, Αλεξ!» αναφώνησε στριφογυρίζοντας τα μάτια της.
Εκείνος σταμάτησε το περπάτημα του, και οι υπόλοιποι αντέγραψαν τη κίνηση του.
«Ποιος είπε ότι χρειάζεσαι;» της απάντησε με ένα στραβό χαμόγελο και πονηρό ύφος.
«Δεν με έχεις ικανή Αλεξ;» τον ρώτησε με ένα τόνο ειρωνείας
«Φυσικά και σε έχω» γέλασε.
Τότε σχημάτισε ένα χαμόγελο σιγουριάς στο πρόσωπο της και στάθηκε μπροστά σε όλους μας.
«Θέλω συνεργό. Ποιος είναι μέσα;» ρώτησε βάζοντας το χέρι στην μέση της.
«Η Εύα. Πρέπει να μαθαίνει.» πετάχτηκε ο Αλεξ πριν προλάβει κάποιος άλλος να απαντήσει. Γύρισε και με κοίταξε αντικρίζοντας το χλωμό πρόσωπο μου.
«Εύα τσακίσου» είπε η Έμμα κάνοντας μου νόημα να την ακολουθήσω ενώ ο Αλεξ με έσπρωξε με δύναμη ώστε να προχωρήσω.
Υπάκουσα και ακολούθησα το βάδισμα της Έμμας καθώς άρχισα να τραβάω νευρικά το μανική της μπλούζας μου. Σταθήκαμε μπροστά στο μαγαζί που θα πέσει θύμα των προθέσεων μας. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, ένα σχετικά μικρό μέρος με ένα ενιαίο μεγάλο χώρο που χωριζόταν από τα διάφορα ράφια με τα προϊόντα.
«Όχι κάμερες; Ευκολάκι!» είπε γελώντας και συνέχισε να παρατηρεί καλά το κτήριο.
«Δεν ξέρω..» μουρμούρισα νοιώθοντας την ανασφάλειες να με καταβάλουν.
«Ένα πακέτο τσιγάρα θα πάρουμε, άραξε επιτέλους!» μου είπε χαμηλώνοντας το τόνο της φωνής της και στριφογύρισε τα μάτια της κάνοντας με να ξεφυσήσω.
«Έχει μπάτσο εκεί, πρόσεχε τον» με προειδοποίησε και εγώ έγνεψα.
Εισήλθαμε μέσα και αμέσως ένοιωσα το ευχάριστο τραγούδι του καταστήματος να δημιουργεί μια αγνά όμορφη ατμόσφαιρα με αποτέλεσμα να με καθησυχάζει λίγο. Αλλά η υπενθύμιση τον προθέσεων μας, σκοτείνιαζε ξανά το μυαλό μου. Οι πελάτες δεν ήταν πολλοί, κάτι που μας ευνοούσε. Περπατούσαν χαζεύοντας τα προϊόντας και τις τιμές του καταστήματος.
«Απασχόλησε τον ταμία, εγώ θα πάρω τα τσιγάρα. Μην κάνεις απότομες κινήσεις που μπορούν να τραβήξουν τη προσοχή» μου ψιθύρισε σταθερά και έγνεψα για άλλη μια φορά.
Πλησίασα τον ταμεία προσπαθώντας να χαλαρώσω το σώμα μου από το τρέμουλο που το βασανίζει. Άρχισα να τον απασχολώ με θέματα που δημιουργούσε αυθόρμητα το κεφάλι μου. Όσο για την Έμμα...
Κοίταξε τριγύρω της ανήσυχη και αφού βεβαιώθηκε πως κανένας δεν την παρατηρεί, άρπαξε τα τσιγάρα βάζοντας τα κατευθείαν στη τσέπη της. Ο ταμίας που μιλούσε αλλά εγώ δεν του έδινα σημασία.
«Ένταξη ευχαριστώ» του ειπα απότομα και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
Την ώρα που η Έμμα την προσπερνούσε, ο συναγερμός χτύπησε βαθιά στα αυτιά μου και όλοι οι πελάτες όπως και ο ταμίας κάρφωσαν αναστατωμένοι το βλέμμα τους πανω μας. Βαβούρα άρχισε να επικρατεί και εμένα τα πόδια μου κοπήκαν.
«Σκατά !Τρέξε!» μου φώναξε και η φωνή της έλιωσε το πάγο που ακινητοποιούσε το σώμα μου.
Αμέσως τρέξαμε έξω από μαγαζί με τον αστυνομικό να μας ακολουθεί από πίσω. Τα πόδια μου έτρεξαν αυτόματα όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Οι παλμοί μου χτυπούσαν στο τέρμα. Ο ιδρώτας έσταζε πανω μου και έκαιγε το δέρμα μου. Ένοιωθα το τρέξιμο του αστυνομικού από πίσω μου να με φτάνει και επιτάχυνα. «Ακίνητες» άκουσα τη φωνή του να μας προστάζει. Φτάσαμε στους Κράιμς και τους προσπεράσαμε φωνάζοντας τους να μας ακολουθήσουν. Εκείνοι τρέξανε μαζί μας. Η Έμμα πέταξε το κουτί με τα τσιγάρα στα χέρια του Αλεξ και εκείνος τα έπιασε με ευκολία. Σταματήσαμε σταδιακά τα τρέχουμε όταν σιγουρευτήκαμε πως ο αστυνομικός μας είχε χάσει. Προσπάθησα να βρω την αναπνοή μου μετά από τόσο τρέξιμο και αναστάτωση, όπως όλοι οι άλλοι. Ο Αλεξ πλησίασε την Έμμα σηκώνοντας το πιγούνι της « Καλή δουλειά» της είπε χαμογελώντας στραβά και εκείνη αντέγραψε το χαμόγελο το.
Συνεχίσαμε να περπατάμε, ώσπου ένοιωσα το χέρι του Αλεξ να με τραβάει απότομα προς το μέρος του, έτσι να κολλήσει τα σώματα μας.
«Δεν τα πήγες και άσχημα» ψιθύρισε χαμογελώντας πονηρά.
«Μ αρέσεις όταν είσαι επικίνδυνη» ξανά ψιθύρισε αισθησιακά στο αφτί μου.
«Σ αρέσει να με αναγκάζεις να είμαι αυτό που θες;» αντιμίλησα.
Αισθάνθηκα το χαμόγελο του πανω στο σβέρκο μου. Έσκυψε λίγο περισσότερο και φίλησε απαλά το λαιμό μου. «Το χεις και μόνη σου μωρό μου, δεν χρειάζεσαι εμένα»
«Θα προχωρήσετε επιτέλους;» μας απευθύνθηκε η Στεφανία εκνευρισμένη από την αργοπορία μας.
Ο Αλεξ , αφουγκράζοντας τα λόγια της, έβαλε το χέρι του γύρω μου και προχωρήσαμε. Καταριέμαι τα λάθη που δεν έπρεπε ποτέ να κάνω. Ποτέ. Δεν έπρεπε να τον πλησιάσω, δεν έπρεπε να μπλεχτώ στο κόσμο τους. Δεν ανήκω εκεί.
«Καθίστε εδώ» πρόσταξε το αυταρχικό αγόρι που είχε τόση ώρα το χέρι του γύρω μου, και έδειξε ένα πεζούλι.
Εκείνοι υπάκουσαν στις εντολές του αρχηγού των Κράιμς. Ξεφύσησα και κάθισα δίπλα στον Αλεξ.
«Έχετε δει κανένα Blog της MissAnonymous;» ρώτησε η Στέφ προσπαθώντας να ξεκινήσει κάποια συζήτηση.
Γούρλωσα τα μάτια μου νοιώθοντας τον ίδρωτα να με λούζει. Οι σφυγμοί μου χτυπούσα συνεχώς ακανόνιστα. Πήρα βαθιά εισπνοή προσπαθώντας να φερθώ φυσιολογικά και άρχισα να παρατηρώ τριγύρω τις αντιδράσεις των υπολοίπων.
«MissΤι?» αναφώνησε ο Αλεξ και άρχισε να γελάει μανιωδώς
«Ακουστά την έχω» είπε ο Μάριος
«Δεν πάω το στυλ της» μίλησε η Έμμα
Φυσικά, δεν περίμενα από τους Κράιμς να ενδιαφέρονται για τέτοια θέματα. Τους ενδιαφέρει μόνο να ζουν για να καταστρέφουν. Σε ένα κόσμο με αναρχία και φωτιά.
Δεν απάντησα και έσκυψα το κεφάλι για να αποφύγω τις ματιές των υπολοίπων. Ξαφνικά ένοιωσα το κινητό μου να δονείτε στη τσέπη του παντελονιού μου. Το έβγαλα και είδα τον όνομα του Γιάννη να αναγράφετε στην οθόνη. Με έπαιρνε τηλέφωνο.
«Ποιος είναι ο Γιάννης;» ρώτησε ξαφνικά ο Αλεξ. Άρχισε να με κοιτάει αυστηρά και επικριτικά προκαλώντας μου άγχος. Έπρεπε να απαντήσω την αλήθεια. Ξέρω πως τα ψέματα κάνουν πάντα τα πράγματα χειρότερα. Ύψωσα το κεφάλι που αποφασισμένη να απαντήσω την αλήθεια.
«Ο..φίλος του αδελφού μου» ειπα δισταχτικά και απέρριψα αμέσως τη κλήση.
«Πάλι αυτός;» ούρλιαξε με μια αγριότητα στη φωνή του και βάρεσε με δύναμη το πεζούλι. Μου ξέφυγε ένα επιφώνημα τρόμου από τα χείλια μου και μαζεύτηκα τρομαγμένη.
«Έλα να σου πω! Τώρα!» φώναξε εκνευρισμένος. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει, δαίμονες χόρευαν μέσα τους.
«Αλεξ σε παρακαλώ..» ειπα χαμηλόφωνα προσπαθώντας να αποφύγω τις συνέπειες.
«Έλα μαζί μου τώρα!» φώναξε αναγκάζοντας με να σηκωθώ με τα τρεμάμενα πόδια μου να με κρατούν με το ζόρι όρθια. Αμέσως με άρπαξε από το μπράτσο οδηγώντας με μακριά από τους υπολοίπους.
«Τι σου ειπα ρε γαμώτο; Ε; Κόψε τις γαμημένες επαφές μαζί του!» φώναξε και για στιγμή με έκανε να πιστέψω πως είναι πληγωμένος αλλά έδιωξα αμέσως αυτές τις σκέψεις από το κεφάλι μου, ο Αλεξ έχει μόνο οργή όχι θλίψη, όχι ενοχές.
«Δ-Δεν έχουμε επαφές Αλεξ» απάντησα στραβοκαταπίνοντας.
«Ποιον κοροϊδεύεις ρε πούστη; Σε πήρε τηλέφωνο! Γιατί?» φώναξε
«Δεν ξέρω!» φώναξα υψώνοντας το τόνο της φωνής μου
«Με κοροϊδεύεις πίσω από τη πλάτη μου γαμώτο, μαλακισμένη!!»φώναξε και με έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Συγκρούστηκα με φόρα πανω στο τοίχο νοιώθοντας όλη μου τη πλάτη να γδάρετε. Ένοιωσα το αίμα να κυλάει από το κεφάλι μου ανατριχιάζοντας το σβέρκο μου. Ο πόνος ήταν τόσο διαπεραστικά οξύς που βασάνιζε αλύπητα ολόκληρο το σώμα μου. Άρχισα να κλαίω χαμηλόφωνα απελευθερώνοντας ασυγκράτητους λυγμούς από το στόμα μου.
«Σε είχα προειδοποιήσει Εύα» τον άκουσα να μου απευθύνετε.
«Σήκω πανω, δεν ήθελα να σε χτυπήσω» ξανά μίλησε πιο ήρεμος προσφέροντας μου το χέρι του.
«Π-Πάω σπίτι» ειπα με τη φωνή μου να τρέμει σαν να αργοσβήνει όπως τη φωτιά. Κατάφερα και σηκώθηκα όταν στήριξα το χέρι μου στο τοίχο.
«Εύα..δεν ήθελα να σε χτυπήσω τόσο» είπε με τη φωνή του δημιουργημένη από τύψεις. Ένοιωσα τον αντίχειρα του να χαϊδεύει απαλά το μάγουλο μου, σκουπίζοντας τα δάκρυα μου.
Εγώ κούνησα θετικά το κεφάλι μου και συνέχισα.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Γεια σαςς
Τι κανεεετεεε?
Ο Αλεξ..ειναι αυτος 👇
(Mmmmm😏)
Το τραγουδι ειναι απο τη ταινια
Suicide Squad.
Ειδα τη ταινια , τη λατρεψαα🔝
Spoiler: Η MissAnonymous θα αποκαλυφθεί😈
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top