Δεν έπαθε τίποτα {03}
153 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Κούραση.
Άμα μας ρωτήσει κάποιος..τι είναι κούραση, όλοι θα γνωρίζουν να απαντήσουν. Κούραση. Η κατάσταση στην όποιά βρίσκεται κάποιος μετά από υπερβολική εργασία, συνηθίζει να έχει μειώσει αντοχών και συμπτώματα αδυναμίας. Λίγο πολύ όλοι κουραζόμαστε που και που, σωστά;.. Πριν λίγους μήνες, τριγυρνούσα στους διάδρομους του σχολείου, και είδα για χιλιοστή φορά το κορίτσι με τα άτονα ρούχα, τα απεριποίητα μαλλιά να κάθεται μοναχή της στη τάξη. Καθόταν σε όλα τα διαλλείματα μέσα στη τάξη. Πήρα το θάρρος, ενθαρρυμένη από την περιέργεια μου να τή ρωτήσω γιατί αντιμετωπίζει έτσι τη καθημερινότητας της. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. «Είμαι κουρασμένη» αναστέναξε. Μα δεν την κατάλαβα. Δεν έτρεξε, δεν έδρασε καν, δεν εργάστηκε, δεν...δεν..δεν...
Δεν την κατάλαβα, δεν πίστευα πως θα καταλάβω ποτέ. Αλλά σήμερα το κάνω. Κούραση. Δεν είναι αναγκαίο να τρέξεις για να κουραστείς. Δεν είναι αναγκαίο να εργαστείς, να δράσεις, να πέσεις, δεν είναι απαραίτητο να χτυπάει ακανόνιστα η καρδιά σου. Μπορείς να κουραστείς και χωρίς να έχεις κουνήσει το μικρό σου δαχτυλάκι. Να είσαι αδύναμος για να γελάσεις και να κλάψεις. Τα συναισθήματα σου να φαντάζουν μια μακρινή ουτοπία. Να είσαι υπερβολικά εξουθενωμένος για να μιλήσεις. Ώστε μόνο η κατάσταση ύπνου να σε ευνοεί. Τόσο κουρασμένος να διεκδικήσεις τα δικαιώματα σου, να σταθείς στα πόδια σου, να παλέψεις για αυτούς που αγαπάς. Οπότε..άμα σε ρωτήσουν τι είναι κούραση.. και δεν έχεις βιώσει τίποτα από τα παραπάνω.. να απαντήσεις ' Δεν ξέρω'.
«Εύα!» άκουσα τη φωνή της μητέρας μου να με φωνάζει, λύνοντας τις αλυσίδες μου από το κείμενο.
Ξεφύσησα κλείνοντας ενοχλημένη το Laptop.
«Κατεβαίνω» απάντησα και άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά προς το σαλόνι.
«Ο Γιάννης οπού είναι θα έρθει. Εγώ θα φύγω και σου αφήνω εδώ τα κλειδιά να του ανοίξεις!» είπε κουνώντας επιβλητικά τα κλειδιά μπροστά μου.
«Για μισό, ο Άρης δεν είναι εδώ. Ο Γιάννης γιατί θ..»
«Αγάπη μου θα έρθει σε λίγο, δεν μας απασχολεί αυτό.» με διέκοψε πιο έντονα και εκνευρισμένα καθώς άφηνε τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι.
«Καλά..» αναστέναξα και βούλιαξα στο καναπέ. Άρπαξα το τηλεχειριστήριο και άναψα αδιάφορα την τηλεόραση.
Άκουσα τη πόρτα από πίσω μου να κλείνει βιαστικά. Θα ήταν η μητέρα που έφυγε.
Άρχισα να αλλάζω συνεχώς το κανάλι και να προσπερνώ όλες τις αδιάφορες και βαρετές διαφημίσεις. Η τηλεόραση παίζει είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Γιατί λοιπόν να δείχνει πάντα ανοησίες μόνο όταν εγώ επιλέγω να δω λίγο; Άμα είχα μεγάλη φαντασία θα έλεγα πως οι εταιρίες έχουν συνωμοτήσει εναντίον μου.
Το κουδούνι με ξύπνησε από το λήθαργο μου και με σήκωσε από το καναπέ. Ο Γιάννης πρέπει να είναι.
Άνοιξα τη πόρτα και έκανα στην άκρη για να περάσει.
«Γεια σου Εύα» χαμογέλασε έκπληκτος από την εμφάνιση μου.
«Γεια» απάντησα ανταποκρίνοντας στο χαμόγελο.
«Ο..Άρης;» ρώτησε ψάχνοντας τον τριγύρω.
«Θα έρθει σε λίγο» είπε με τη φωνή μου να τον σταματά από την αναζήτηση των ματιών του για τον αδελφό μου.
«Κατάλαβα. Με τη γκόμενα είναι πάλι» γέλασε.
Γούρλωσα ξαφνιασμένη τα μάτια μου μη μπορώντας να συγκρατήσω το χαμόγελο μου. Άρχισα να βήχω στα ψεύτικα και έντονα. Ο Άρης ποτέ δεν μιλάει για αυτά.
Εκείνη την ώρα άνοιξε απρόσμενα η πόρτα. Ο Άρης εισήλθε μέσα στο σπίτι βιαστικός, ξέροντας πως είχε αργήσει. Ένοιωσα το λιγοστό ψύχος να μπαίνει εισβάλει απότομα στη ζεστασιά του σπιτιου.
«Ήρθα» είπε κοφτά και κρέμασε τη μαύρη ζακέτα του πάνω στη ξύλινη κρεμάστρα του σαλονιού.
«Το βλέπουμε» απάντησε ο Γιάννης και έκανε λίγα βήματα στην άκρη για να περάσει ο Άρης.
Τους παρατηρώ αδιάφορα όσο στηρίζομαι χαλαρά στη γωνιά του τοίχο.
Ξαφνικά ακούω έναν έντονο ήχο από το τραπέζι του σαλονιού όπου είχα αφήσει το κινητό μου. Ο χαρακτηριστικός ήχος μηνύματος. Πλησιάζω και αρπάξω το κινητό μου.
Άλεξ: Έλα στο στέκι
Ξεφύσησα δυσαρεστημένη άφησα κάτω το κινητό. Χτένισα αναστατωμένη προς τα πάνω τα μαλλιά μου και προσπέρασα τον Γιάννη και τον Άρη. Μου ερχόταν να βάλω τα κλάματα μόνο και μόνο στην ιδέα πως θα είμαι πάλι μαζί με τον Άλεξ. Τόσο άδικο.
«Τι έπαθες εσυ;» ρώτησε ο Άρης ανασηκώνοντας παραξενευμένος το φρύδι του.
Γύρισα και τον κοίταξα αποφασισμένη να υποκριθώ με επιτυχία πως όλα είναι καλά.
«Τίποτα» του ειπα και ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου.
Έκλεισα τη πόρτα πριν προλάβω να αντικρίσω την αντίδραση τους.
Πήρε βαθιά εισπνοή προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για άλλη μια δύσκολη μέρα.
[.....]
«Εύα σου μιλάω!» παραπονέθηκε εκνευρισμένη η Στεφανία.
Ξύπνησα απότομα από τις σκέψεις μου όσο ήμουν στην αγκαλιά του Άλεξ. Είχε βάλει χαλαρά το ένα του χέρι τριγύρω μου, όσο κάπνιζε με το άλλο.
«Τι;» ρώτησα ξαφνιασμένη και ξεπάγωσα τη μάτια μου κοιτώντας την απότομα.
«Που χτύπησες;» επανέλαβε προσπαθώντας να συγκρατηθεί ψύχραιμη.
«Τ-τι εννοείς;» ρώτησα συνοφρυώθηκα ανοιγοκλείνοντας παραξενευμένη τα μάτια μου.
Χτύπησε εκνευρισμένη το μέτωπο της και αναστέναξε.
«Έχεις μια μεγάλη κοκκινίλα στο μάγουλο» ειπε απότομα
Έβαλα δισταχτικά το ένα μου χέρι και άγγιξα απαλά το μάγουλο μου. Πράγματι όταν το χέρι μου ενώθηκε με εκείνο, ένοιωσα έναν έντονο τοξικό πόνο. Πρέπει να είναι από το χθεσινό χαστούκι του Άλεξ.
Σήκωσα το βλέμμα μου αντικρίζοντας αδύναμη τον Άλεξ. Με κοίταξε και εκείνος σοβαρός.
«Δεν έπαθε τίποτα» είπε κοιτώντας ξανά τους υπολοίπους.
«Δεν θυμάμαι να ρώτησα εσένα Άλεξ» ανταπάντησε η Στεφανία.
«Δεν είναι τίποτα Στέφ» συμφώνησα με τον Άλεξ προσπαθώντας να παίξω σωστά τον ρόλο μου. Σε καμία περίπτωση δεν σκέφτηκα να πω την αλήθεια.
«Τέλος πάντων, να πάμε σε ένα μπαρ που άνοιξε πρόσφατα;» ρώτησε ο Άλεξ ξεφεύγοντας τελείως από το θέμα.
«Μέσα» απάντησε η Έμμα σηκώνοντας απότομα τον εαυτό της από το πεζούλι που καθόταν παρακολουθώντας τη συζήτηση μας.
Στο τέλος, όλοι τους συμφωνήσαμε. Φυσικά για εμένα η ερώτηση δεν ίσχυε, έπρεπε να συμφωνήσω έτσι και αλλιώς.
Το Μπαρ ήταν ευρύχωρο γεμάτο από ζωντανή μουσική και αδρανούς εφήβους. Η διάθεση μου για διασκέδαση είναι απλός ανύπαρκτή σε αντίθεση με τον Άλεξ και τους υπόλοιπους. Όταν εκείνος φλερτάρει με όλο το γυναικείο φύλο που βρίσκετε στο μέρος, εγώ χάνομαι στις ιδίες μου τις σκέψεις.
«Πως το βλέπεις Εύα; Θα πιείς επιτέλους;» ρώτησε εκνευρισμένος ο Άλεξ προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τη μουσική.
«Ήπια λίγο δεν χρειάζεται άλλο» απάντησα χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να μην τον προκαλέσω να εκνευριστεί περισσότερο.
Εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του.
«Πιες» διέταξε. Ποιό είναι το πρόβλημα του;
«Μα..» απάντησα δισταχτικά
«Πιες ειπα» με διέκοψε και χτύπησε εκνευρισμένος το πάγκο με τα ποτα.
Το κοιτούσα αδύναμα και μελαγχολικά. Τον υπάκουσα πίνοντας ένα ακόμα ποτήρι αλκοόλ.
Το ένα έγινε δυο, και τα δυο έγιναν τρία. Μέχρι να φτάσω σε ένα βαθμό που δεν θυμόμουν τους αριθμούς μετά. Η ζαλάδα είχε αρχίσει τα καταβάλει απειλητικά την όραση και τις κινήσεις μου. Ο Άλεξ με πίεζε όλο και περισσότερο, φοβόμουν πως θα μεθύσω και εκείνος θα με είχε του χεριού του.
Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα με έσωσε.
«Ναι; Αντε γαμήσου! Σιγά μην έρθω βραδιάτικα. Γαμώ..καλά καλά..» άκουσα τη εκνευρισμένη φωνή του.
«Λοιπόν εγώ τη κάνω» είπε πίνοντας και τη τελευταία γουλιά ποτού στο ποτήρι του. Το άφησε κάτω και έκανε μια απόπειρα να φύγει βιαστικός.
«Άλεξ περίμενε!» τον σταμάτησα
Γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένος από τη φωνή μου.
«Σε παρακαλώ, πήγαινε με σπίτι» τον ικέτεψα
«Μεγάλο κορίτσι εισαι, να πας μόνη σου» καγχασε.
«Άλεξ δεν μπορώ! Δεν..» απάντησα αγαναχτισμένη προσπαθώντας μάταια να τον πείσω.
Η φωνή μου διακόπηκε από το φόβο όταν εκείνος γύρισε θυμωμένος και με πλησίασε.
«Μπορείς να σκάσεις και να μην μου αντιμιλάς;» ρώτησε και τράβηξε βίαια προς το μέρος του τα μαλλιά μου. Έβγαλα ένα βογγητό πόνου όσο εκείνος τραβούσε τις ρίζες των μαλλιών μου.
«Θα υπακούσεις με το καλό.. η με το κακό τρόπο» είπε και τα τράβηξε με περισσότερη δύναμη κάνοντας με να σφίγγω τα δόντια μου από το πόνο.
«Ότι προτιμάς μωρό μου» χαμογέλασε στραβά.
Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου καρφώνοντας στον Άρη και το Γιάννη που μπαίνουν μέσα στο μπαρ. Υπέροχα, τα πράγματα δεν μπορούν χειρότερα..
«Τι κάνει ο τύπος εκεί στην κοπελιά;» ρώτησε ο Γιάννης και μας έδειξε.
Ο Άρης ανοιγόκλεισε σοκαρισμένος τα μάτια του προσπαθώντας να μας διακρίνει καλύτερα.
«Μαλάκα τ-τι λες; Αυτή είναι η αδελφή μου!» φώναξε εκνευρισμένος και άρχισε να μας πλησιάζει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top