Ανοσία {69}

Κουράστηκα. Ξυπνήστε με όταν αλλάξει αυτός ο κόσμος. Γιατί οι άνθρωποι να προκαλούν τόσο πόνο ο ένας στον άλλον; Όλοι ξύνουν και ανοίγουν πληγές, που μοιάζουν με απλές γρατζουνιές. Κ όμως, δεν ξέρανε πως τους άφησε σημάδι. Τελικά, χειρότερη βρισιά από την λέξη ' άνθρωπος' δεν θα βρεις. Σκεφτόμουν το παρελθόν του Άλεξ και του Λίαμ. Σκεφτόμουν το δικό μου. Σκέφτηκα... πως η λέξη παρελθόν είναι διπολική. Από την μια, νοιώθεις μελαγχολία που η ζωή σου ήταν κάποτε θύμα της δυστυχίας, και από την άλλη..χαρά και ευγνωμοσύνη που όλα τέλειωσαν. Σε άλλη περίπτωση, νοσταλγείς το παρελθόν, και νοιώθεις θλίψη που όλα δεν είναι όπως τότε. Ναι. Καλά το έθεσα. Το παρελθόν, είναι διπολικό. Ενώ όλοι μιλούσαν μεταξύ τους, εγώ ήμουν απλά χαμένη στις σκέψεις μου. Όπως πάντα.

«Πηγαίναμε εκεί με τους γονείς μου όταν ήμουν μικρός. Το μέρος γαμάει.» απάντησε ο Μάριος όσο ζωγράφιζε αόρατα σχέδια στα χαλίκια με το σβησμένο τσιγάρο που κρατούσε. Ο ανατριχιαστικός ήχος που έκανε το τσιγάρο πάνω στις γκρι μικρές πέτρες, ήταν ο μονός που ακουγόταν. -Κι λίγη μακρινή μουσική από την κάτω καφετέρια-

«Ο Αύγουστος τελειώνει. Ψηφίζω να τον απολαύσουμε όσο ακόμα μπορούμε.» ισχυρίστηκε η Στεφανία.

«Συμφωνώ» ειπα σηκώνοντας το κεφάλι μου, που ήταν όλη αυτή την ώρα σκυμμένο και παγωμένο στις κινήσεις του τσιγάρου του Μάριου.

«Με τι αυτοκίνητο;» ρώτησε η Έμμα. Τα χέρια της στήριζαν το βαριεστημένο πρόσωπο της που παραμόρφωναν με αστείο τρόπο τα μάγουλα της, και στενεύαν τα μάτια της. 

Τα μάτια και των έξι, έπεσαν στο μαύρο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του απέναντι δρόμου. Ο οδηγός ήταν ένας απλός νέος με μια λιτή άσπρη μπλούζα και μερικά γένια ημέρων ενώ τα καστανόξανθα μαλλιά του ήταν προσεχτικά καλοχτενισμένα. Γέλασα μόλις αντιλήφθηκα τα φρέσκο αγορασμένα προφυλαχτικά στα χέρια του, που μόλις τα έβαζε στη τσάντα του. Αλληλοκοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας, και μίλησαν για εμάς τα υπονοούμενα. Τα μάτια τους πάρα ήταν πονηρά. Είχαν αυτή τη πονηράδα που πρέπει να τρομάζει τον οποιοδήποτε. Και δεν λέγεται δειλία, αλλά επιβίωση.

Η επόμενη σκηνή ήταν απλά και οι έξι να κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. Στη μέση, ο Άλεξ συγκροτούσε την ομάδα. Μέσα στα τις αλυσίδες που κρεμώντας από τα τζιν τους, τα τατουάζ, τα σκουλαρίκια, την άγρια και επικίνδυνη τέλος πάντων εμφάνιση τους, εγώ διέφερα. Πάντα το έκανα ανάμεσα τους. Δεν είχα ποτέ μου αυτή την τολμηρή εμφάνιση, ένοιωθα πάντα παράξενα, αλλά κάτι μου λέει πως θα ένοιωθα ακόμα πιο παράξενα αν την είχα.

Ο οδηγός μας έριξε μια βιαστική ματιά και ύστερα ξανά πάγωσε το βλέμμα του πάνω μας φοβισμένος. Ανακάθισε νευρικός στη θέση του, ενώ μπορούσα να καταλάβω μέσα από τα γυαλιά ηλίου του πως μας επεξεργάζεται με τα μάτια του.

«Βγες έξω» τον διατάζει ο Άλεξ ενώ στηρίζει τα χέρια του πάνω στο αυτοκίνητο.

«Τι;» σαστιστεί εκείνος.

Ο Άλεξ ανασαίνει και ανοίγει τη πόρτα του αυτοκίνητου απότομα. Τον τραβάει και τον βγάζει βίαια από το αμάξι. Ο Γιώργος τον σπρώχνει από μπροστά του, και τα γυαλιά ηλίου του πέφτουν, βρίσκοντας καταφύγιο στο πάτωμα. Ενώ, ο Άλεξ κάθεται αυτός στη θέση του.

«Ίσως να το επιστρέψω, αν δεν βαριέμαι.» γυρίζει να τον κοιτάξει.

Ο καστανόξανθος νεαρός σηκώνεται σκουπίζοντας τα γόνατα του ενώ κρατάει σφιχτά τα γυαλιά στα χέρια του. Μόλις σηκώσει το πρόσωπο του, ο Άλεξ γουρλώνει τα μάτια του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του χαλαρώνουν όλα μαζί από το ξάφνιασμά, ύστερα τον αγριοκοιτάζει και γυρίζει το κεφάλι του ίσια προς το δρόμο. Θα πρέπει να τον ξέρει. Τον κοιτάζω και εγώ καλά μα δεν μου θυμίζει τίποτα. Βάζει βιαστικά τα γυαλιά του και νοιώθω τα ματιά του να με σκανάρουν αδιάπαυστα μέσα από το γυαλί. Τον κοιτώ φοβισμένη και στραβοκαταπίνω. Αγκαλιάζω το σώμα μου , γυρνώντας το κεφάλι μου προς άλλη μεριά.

«Μπες στο αυτοκίνητο Εύα.» προστάζει ο Άλεξ.

Τον υπακούω και κάθομαι στη θέση του συνοδηγού συνεπαρμένη από το έντονο βλέμμα του -πρώην- οδηγού. Θεέ μου, όχι και άλλοι εχθροί, δεν θα το άντεχα.

«Ε πσίτ, και κάτι ακόμα» του φωνάζει ο Μάριος. Κάθεται στα πίσω καθίσματα, έχει ανοιχτό το παράθυρο και το χέρι του περασμένο από αυτό, ενώ βαράει ελαφρά το αμάξι.

«Τα προφυλαχτικά.» του λέει ανοίγοντας το χέρι του. «Σοβαρά;» γυρίζω και του λέω. Εκείνος χώνει τα χέρια στις τσέπες του χωρίς καμία αντίσταση,  δίνει με τρεμάμενα χέρια τα προφυλαχτικά. Πάρα είναι σοκαρισμένος, μα γιατί;

«Φχαριστώ!» απαντά αυτός κοφτά και δυνατά.

«Ε Άλεξ! Δεν χωράμε και οι τέσσερεις στα γαμώ καθίσματα!» φωνάζει η Έμμα.

«Κάτσε στα πόδια μου» την παροτρύνει ο Μάριος και οι υπόλοιποι γελάνε.

«Άντε γαμήσου» του απαντά.

«Καλά κάτσε πρώτα και βλέπουμε για αυτό» γελάει αυτός και οι άλλοι μαζί του. Εκείνη χαμογελάει ειρωνικά.

«Ευχαρίστως» λέει και πέφτει με δύναμη πάνω του. Εκείνος ουρλιάζει ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του, ενώ εγώ μορφάζω φαντάζοντας το πόνο που θα αισθάνεται αυτή την στιγμή.

«Έμμα, δεν νομίζω ότι θα μπορώ να γαμηθώ μετά από αυτό» της ψιθυρίζει μέσα από τα βογγητά του.

«Κρίμα. Πάτα το!» φωνάζει.

Οι ρόδες του αυτοκινήτου ξεκίνησαν να γυρίζουν και προσπεράσαμε το καστανόξανθο αγόρι που έμεινε να μας κοιτά κοκαλωμένος, αλλά και τα στενά που τριγυρνάγαμε. Κοιτούσα τους δρόμους να χάνονται από πίσω μας και έβγαζα το κεφάλι μου έξω από παράθυρο, απολαμβάνοντας τον αέρα να χτυπά το πρόσωπο μου. Οι άλλοι από πίσω δεν έχασαν την ευκαιρία να βάλουν δυνατή  και ξεσηκωτική μουσική. Χορεύανε, πίνανε, ουρλιάζανε, κάνανε κωλοδάχτυλο στον έξω κόσμο. Δηλαδή, κάθε φορά που περνούσαμε από αστυνομικό τμήμα, το μεσαίο δάχτυλο του Άλεξ θα ήταν σίγουρα υψωμένο στον αέρα. Ενώ η Στεφανία είχε βγάλει κόκκινο σπρέι που έβαφε από πίσω τον δρόμο. – Η περίοδος του δρόμου- όπως το αποκαλούσε. Αυτοί είναι οι Κράιμς.

Η Έμμα σηκώθηκε ξανά από το κάθισμα της - ή αλλιώς να τα πόδια του Μάριου- και πλησίασε από πίσω τον ώμο του Άλεξ.

«Άλεξ, αυτός δεν ήταν ο Γιάννης;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα, έτσι ώστε η φωνή της να καλύπτεται από τη μουσική, μα εγώ ήμουν δίπλα του και μπόρεσα να ακούσω.

«Ναι.» απαντάει παγερά και σφίγγει το τιμόνι. Η φλέβα αναδύθηκε στο σφιγμένο χέρι του όσο εκείνος κοιτούσε με θυμό το δρόμο.

Γιάννης..;

[......]

Μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε, έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο και αντίκρισα το μέρος. Άνοιξα αμέσως τη πόρτα και τα πόδια μου βουλιάξαν απαλά στην αμμουδιά. Ο αέρας αγκάλιασε απαλά το πρόσωπο μου, το κύμα της θάλασσας έσκασε απαλά. Ο ήχος της παραλίας νανούριζε τις αρνητικές μου σκέψεις, μέρωνε τους δαίμονες μου, και αγαπούσε την μισητή πλευρά του εαυτού μου. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και διάολε κάθε φορά που άκουγα τα κύματα να σκάνε απαλά στην χρυσαφένια άμμο, ένοιωθα τη θάλασσα να ξεψυχά. Είχε απογευματιάσει, και ο ουρανός άγγιζε τη θάλασσα, τα μενεξεδένια χρώματα του μπερδευόντουσαν και δένονταν μεταξύ τους. Ο αέρας εξέπνεε την ανάσα του συνεχώς πάνω μας.

«Στο ειπα ότι το μέρος γαμάει» είπε ο Μάριος στον Άλεξ τη πρώτη μας πρόταση αφού φτάσαμε.

«Καιιι τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησε η Έμμα.

«Θα παίξουμε 'most likely'» της απαντάει απλά ο αρχηγός των Κράιμς ενώ ψάχνει κάτι στις αποσκευές του αυτοκίνητου.

«Τι είναι αυτό;»

Εκείνος βγάζει από τις αποσκευές 3 ποτήρια αλκοόλ κρατώντας τα δυο με το ένα χέρι.

Σκύβει και ρίχνει απαλά το ένα πάνω στην άμμο. «Ένα παιχνίδι. Λέμε με την σειρά μαλακίες που θα μπορούσε να κάνει κάποιος. -Ρίχνει και το δεύτερο μπουκάλι- Ύστερα ψηφίζουμε όλοι ποιος από τους παίχτες είναι ικανός να το κάνει. – Ρίχνει και το τρίτο μπουκάλι- Αν αυτός με τους περισσότερους ψήφους το έχει όντως κάνει... -σηκώνει το βλέμμα του πάνω της -  πίνει τόσα ποτήρια αλκοόλ όσο ήταν και οι ψήφοι» το πρόσωπο του είναι στην ευθεία, ίσιο και τα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά του την κοιτάζουν. Σχεδόν χαμογελάει στραβά. Σχεδόν. Τα μάτια του συναγωνίζονται το αψεγάδιαστο χρώμα της θάλασσας. Βάζει χαλαρός τα χέρια στις τσέπες του κρατώντας ίσιο το καλογυμνασμένο σώμα του. Ο αέρας φυσάει τα μαλλιά του και την μαύρη μπλούζα πάνω του.

«Μέσα» φωνάζει ενθουσιασμένη και πέφτει κάτω στην άμμο με τα πόδια σταυρωτά.

Η μέρα έκλεισε εντελώς τα μάτια της και το σκοτάδι μας περικύκλωσε. Η θάλασσα έγινε λίγο πιο αναστατωμένη. Καθίσαμε πάνω στην άμμο, τριγύρω από την φωτιά που είχαμε ανάψει. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου και ένοιωθα τους κόκκους της άμμου να γαργαλάνε και να τσιμπάνε τις πατούσες μου. Τα κύματα της θάλασσας σκάγανε δίπλα μου και οι φλόγες απέναντι μας σκιάζανε τα πρόσωπα μας. Η ζεστασιά γαλήνευε τη ψυχή μου. Και δεν μιλάω για αυτήν της φωτιάς...

«Ποιος θα μαλάκας θα έκλεβε κατάστημα με μπάτσο μέσα;» αρχίζει το παιχνίδια η Έμμα. « Νομίζω η απάντηση είναι προφανής» προσθέτει.

«Ο Άλεξ 1000%» απαντάει ο Μάριος.

«Γεια σου ρε Άλεξ» τον βαράει φιλικά στην πλάτη ο Γιώργος, υπονοώντας την ψήφο του προς αυτόν.

«Άλεξ!» γελάει η Στέφ

«Εγώ λέω εσένα! Έμμα.» επιτίθεται ο Άλεξ και εκείνη του σηκώνει το μεσαίο της δάχτυλο χαμογελώντας.

Όταν έρχεται η σειρά μου να απαντήσω, σηκώνω τα φρύδια μου και εκείνος με μιμείται του χαμογελάω δειλά ανασηκώνοντας τους ώμους μου, υπονοώντας το αυτονόητο. Εκείνος γυρίζει ξανά το πρόσωπο του προς την ευθεία μουρμουρίζοντας  «Λέτε μαλακίες»

«Λέγε, το έχεις κάνει;» ρωτάει η Έμμα.

«Ε ναι το έχω!» παραδέχεται και οι υπόλοιποι γελάμε. Τα γέλια μας σε συνδυασμό με τον ήχο της φωτιάς που μοιάζει με ψίθυρους, φτιάχνουν μια όμορφη ατμόσφαιρα, στολισμένη από θαλπωρή που σπάνια βρίσκεις στους Κράιμς..

«Αρά έχουμε 4 ποτήρια όλα δικά σου μεγάλε» γελάει ο Μάριος γεμίζοντας και τα 4 ποτήρια του.

Εκείνος ανασαίνει και αρπάζει το ένα ποτήρι πίνοντας το μονορούφι. Κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι του για να συνέλθει από την καυτερή γεύση του και ξανά πίνει με μιας το δεύτερο. Αυτό έκανε και στα άλλα δυο ακόμα.

«Ποιος θα γαμούσε δυο γκόμενες ταυτόχρονα;» ρωτάει με τη σειρά του ο Γιώργος.

«ΜΑΡΙΟΣ.» φωνάζει αμέσως η Έμμα.

«Τι;» γυρίζει προς το μέρος της.

«Ω ναι.. Μάριος» απαντάει και η Στέφ.

Ο Άλεξ για απάντηση πλησιάζει το πρόσωπο του προς τη φωτιά, για να κοιτάζει καλυτέρα τον Μάριο απέναντι του. Χαμογελάει στραβά όσο γεμίζει τα δικά του ποτήρια.

«Σε πιάσανε φίλε» του λέει όσο κουνάει το ένα ποτήρι επίτηδες για να τον ενοχλήσει ο θόρυβος.

«ΔΕΝ ΠΑΣ ΠΙΣΩ!» σηκώνεται ο Μάριος και τον δείχνει με το δάχτυλο του.

«Νομίζω η φήμη σου έχει καθοριστεί» γελάω καθώς κατεβάζω αργά το χέρι του.

«Το έχεις κάνει;» ρωτάει ο Γιώργος. Λυγίζει το σώμα του πάνω από τα σταυρωμένα πόδια του.

«Ναι. ΑΛΛΑ το μετάνιωσα!» αναφωνεί. «Μου κάνανε πλάκα ότι της άφησα και τις δυο έγκυο» μουρμουρίζει κοιτώντας αλλού.

Αρχίσαμε να γελάμε, εγκάρδια, κρατώντας τις κοιλίες μας. Άκουγα το γέλιο του δίπλα μου. Του Άλεξ.
Ήταν καλύτερος ήχος από αυτόν την θάλασσας. Καλύτερος και από το αγαπημένο μου τραγούδι. Θα το έβαζα και ήχο κλήσης αν μπορούσα. Κάθε φορά που μου γελάει, ορκίζομαι η ψυχή μου αναγεννιέται και εξορκίζει κάθε δεισιδαιμονία του μυαλού μου.

«Ποιοι έμειναν στην ιδιά τάξη;» ουρλιάζει η Στεφανία. Ένα κύμα σκάει δίπλα της και όλοι αρχίζουν τα ουρλιάζουν σηκώνοντας τα χέρια τους «Εμείς!!» τα αγόρια με βαριά δυνατή φωνή. Βάλαμε οπότε να πιούμε μονορούφι τα ποτά.

Ο Άλεξ κάρφωνε το βλέμμα του πάνω μου αφηνιασμένος. «Ήσουν καλή μαθήτρια» μου λέει.
Αναστενάζω και αρχίζω να ζωγραφίζω πάνω στην άμμο διαφορά σχέδια. Τα δάχτυλα μου γεμίζουν με την κρύα άμμο και το πρόσωπο μου παραμένει σκυθρωπό.

«Έχασα την χρονιά. Λόγο της αμνησίας και..απουσιών.» του απαντώ.

Επικρατεί μια σιωπή. Μια όμορφη σιωπή, που την τραυματίζει ο ήχος της φωτιάς και της θάλασσας Όμως κανένας μας δεν μιλάει, κανένας δεν απελευθέρωσε τις σκέψεις του. Ο Άλεξ ανάσανε και τράβηξε το σώμα μου κοντά στο δικό του. Ξάπλωσα το κεφάλι μου πάνω στο στερνό του και φίλησε το κεφάλι μου σφίγγοντας με περισσότερο κοντά του. Η κοντομάνικη μπλούζα μου, άφηνε τα χέρια μου να παγώνουν, μα τώρα βρίσκουν ζεστασιά πάνω του. Όλο μου το σώμα κατακλύζεται από αγαλλιάσει και μια στιγμή σκέφτηκα πως ίσως είμαστε από τους λίγους αμαρτωλούς μέσα στο παράδεισο τους. Ίσως να είμαστε εκ φύσης αταίριαστοι, μα οι πιο ταιριαστοί αταίριαστή. Ίσως είμαστε φτιαγμένοι για να  αναπνέουμε μέσα από τα φιλιά που θα ανταλλάσσουμε, ίσως μέσα στην κανονικοποιημένη ζωή που βιώνουμε, το να είμαστε μαζί είναι μια επανάσταση. Μυρίζω το άρωμα του και μα το θεό, αρχίζω να πιστεύω πως ο παράδεισος είναι φτηνός μπροστά στην αγκαλιά του.

«Ποια ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής σας; Αυτή που σας στιγμάτισε;» τους ρωτάω

«Περίμενε» απαντά η Στεφανία. Ανακάθεται πάνω στην άμμο και σηκώνει μέχρι πάνω το  λεπτό μανίκι της μπλούζας της. Το δέρμα της φαινόταν απαλό, καθαρό χωρίς κανένα ίχνος γρατζουνιάς. Μα μόλις έφτασε μέχρι τον ώμο της, φάνηκε το πληγωμένο μπράτσο της. Ήταν κοκκινισμένο και μαυρισμένο, σαν να το έβαλε μέσα στη φωτιά. Οι πληγές της ήταν βαθιές και παλιές. Και κάτι μου λέει πως δεν θα έφευγαν ποτέ. Και αν ήταν να το κάνουν, αυτό θα ήταν στο δέρμα της, όχι στη ψυχή της.  Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό, τα μάτια μου στένεψαν και στραβοκατάπια.

«Δεν ήμουν και το πιο κοινωνικό άτομο εντάξει; Μερικά παιδιά την έβρισκαν κάνοντας τη ζωή μου δύσκολη, μα όταν έφτασαν στο σημείο να μου κάψουν τα χέρια, εκεί ήταν που όλα άλλαξαν»

«Και δεν σκέφτηκες ότι δεν θες ξανά συμβεί αυτό σε κανέναν;» την ρώτησα.

«Όχι, σκέφτηκα πως να τους πονέσω περισσότερο» γέλασε.

Ανοιγόκλεισα έκπληκτη τα μάτια μου και τότε άκουσα τον Μάριο να ξεροβήχει. Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του.

«Άλεξ, θυμάσαι τη φάρσα είχαμε κάνει στον αναμορφωτήριο; Ε όταν με έπιασαν, έφαγα το ξύλο της ζωής μου» άρχισε να γελάει και μαζί με τον Άλεξ. Ένοιωθα το στήθος του στη πλάτη μου να ανεβοκατεβαίνει όσο ήμουν ακόμα στην αγκαλιά του.

«Φίλε, γελά λίγο. Μέχρι και η γιαγιά μου γελάει πιο συχνά από σένα. Και είναι νεκρή!» σκουντάει τον Γιώργο μα εκείνος παραμένει παγερά ανέκφραστος. Η αλήθεια είναι, σπάνια έχω δει αυτό τον άνθρωπο να γελάει και έστω να χαμογελάει. Είναι τόσο γαμημένα εσωστρεφής και σιωπηλός. Μα εγώ πιστεύω, πως οι σιωπηλοί άνθρωποι, έχουν φλύαροι ψυχή.

«Εσένα ποια ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής σου;» τον ρωτάω γεμάτη περιέργεια. Μισό κλείνω τα μάτια μου και αρχίζω να παίζω με τα δάχτυλα μου.

Εκείνος ξεψυχάει την ανάσα του και κοιτάζει πελαγωμένος την φωτιά μπροστά του να τρεμοπαίζει με τον αέρα.

«Μια μέρα..ο πατέρας μου γύρισε οργισμένος από την δουλεία. Δεν τον είχα ξανά δει έτσι, μάλλον τον είχαν απολύσει. Ξέσπασε πάνω μου κατηγορώντας με για τον θάνατο της μάνας μου. Είπε, ότι αν δεν ήταν έγκυος σε εμένα, τώρα θα ήταν ζωντανή. Είπε πόσο εμπόδιο είμαι στη ζωή του, μου είπε πόσο άχρηστος είμαι. Ίσως ήταν και μεθυσμένος, αλλιώς ίσως να μην με χτύπαγε με τη ζώνη του. Όμως μετά από λίγους μήνες, πέθανε και αυτός. Οπότε μάλλον φταίω για τον θάνατο και των δυο γονιών μου.»

Η καρδιά μου σφίχτηκε, τον συμπόνησα. Κοίταξα την άμμο  στα πόδια μου έχοντας χάσει την μιλιά μου.

Τι απαίσιο, όμως δεν φταις εσύ για τον θάνατο τους Γιώργο. Το ξέρεις.» του λέω τελικά και αλλάζω το βλέμμα μου προς την φωτιά.

«Όπως και να έχει, αυτή ήταν η χειρότερη μέρα μου.» ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του.

«Εμένα ήταν όταν έπιασα τη μάνα μου να πηδιέται με έναν άγνωστο στο σπίτι. Όταν ήμουν δέκα. -γελάει- το μόνο που είπε ήταν να της πιάσω τα προφυλαχτικά από το διπλανό συρτάρι.» πετάγεται η Έμμα. Σχεδόν γελάει και χαμογελάει μελαγχολικά ή και ειρωνικά. Ένας θεός ξέρει πως γελάει ένας πληγωμένος άνθρωπος.

«Άλεξ;» τον ρωτάω

«Δεν ξέρω.» ψελλίζει. Σηκώνω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω και συναντώ τα ματιά του. Με κοιτάζει για αρκετά δευτερόλεπτα και εύχομαι να ήξερα τι σκέφτεται.

Τα μάτια του είναι η μονή αδιέξοδος που νοιώθω το αίσθημα της ελευθερίας. Με κοιτούν όμορφα. Πάντα. Γλύφει τα χείλια του και στο τέλος τα δαγκώνει.

«Μάλλον... όταν σε πυροβόλησαν» συνεχίζει. Σκύβει λίγο περισσότερο το πρόσωπο του και φιλάει απαλά τα χείλια μου.

«Αυτή; Αυτή ήταν η χειρότερη σου μέρα;» πετάγεται ξανά η Έμμα, και φαντάζει έξαλλη. Δεν καταλαβαίνω ποιο είναι το πρόβλημα της.  Με αγριοκοιτάζει ενώ η άμμος που έχει συσσωρεύσει στη χούφτα της είναι τόσο πολύ που θα της σκίσει τα χέρια.

«Εύα;» με ρωτάει η Στεφανία.

Πιέζω τα χείλια μου και σκέφτομαι καλά την απάντηση μου. Δεν μπορώ να απαντήσω... ο Άλεξ, ξέρεις.. με χτύπαγε παλιά.

«Δεν ξέρω. Δηλαδή, δεν θυμάμαι. Είναι πολλά...αλλά μεγάλη ιστορία» της απαντώ τελικά.

«Εντάξει πως το κάνεις αυτό; Πως γίνεται όλοι να είμαστε διαλυμένη από το παρελθόν μας και εσυ απλός -απλός να παραμένεις ο εαυτός σου; Τι διάολο;» φωνάζει ξανά η Έμμα. Η άμμος που ήταν προηγούμενος φυλακισμένη στο χέρι της, τώρα πέφτει σιγά σιγά ξανά προς το σύνολο της.

«Έχεις χάρισμα Εύα, ίσως έχεις ανοσία!» μου απευθύνεται και εγώ γελάω. «Ανοσία
επαναλαμβάνω.

Ξανά γελάω σιγανά και ρίχνω το κεφάλι μου κάτω, κοιτώντας άλλη μια φορά την φωτιά.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
ΓΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΣΑΑΑΣ💞
ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ/ΠΩΣ ΕΙΣΤΕ/ΠΩΣ ΠΑ ΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ? Η ΠΕΘΕΡΑ? Ο ΘΕΙΟΣ? Ο ΣΚΥΛΟΣ? ΟΛΑ ΚΑΛΑ?

ΧΑΙΡΟΜΑΙ.

ΕΓΩ ΠΗΓΑ ΜΕ ΜΙΑ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΕΓΚΑΤΕΛΙΜΕΝΟ ΚΤΗΡΙΟ. ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΚΑΠΩΣ CREEPY ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΕΠΡΙΖΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ
"ΕΛΑΑ ΡΕ ΒΛΑΚΑ ΘΑ ΕΧΕΙ ΦΑΣΗ"
κ πηγαινα στα δωματια και εξερευνουσα ολο το χωρο κ εβγαζα φωτος.  Κ ξργω, ακουγεται ενα ουρλιαχτο  σαν να σφαζανε κατσικα ενα πραγμα, σαν τη μανα μου οταν βλεπει τους βαθμους μου ενα πραγμα, ( οχι νταξ😂) και ακομα να καταλαβω απο που σκατα ηρθε. Κ μου κοπηκαν τα γονατα. (Μετα ειδα οτι υπαρχει παιδικη χαρα διπλα....ναι...)

Ταθελεοκωλοςσουαννουλα.
Δενξερωγιατισαςεκανααναφορατηζωημου:(

Παλι αργησα... αλλα το επομενο δεν θα αργησει τοσο, αληθεια. Σε 3 μερες θα το εχω ανεβασει...μαλλον.

1. Ωραιος ο αριθμος του Κεφ.😏

2.  Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΚΑΝΕ ΚΑΜ ΜΠΑΚ? χαχ, οχι. Θα δειτε στο επομενο τι παιζει. 😏

3. Αυτα τα κεφαλαια ειναι χαλαρα.. αφου οπου να ειναι, θα ερθει το ψυχοπλακωμα της ζωης σας. Και μετα Τελος:'(

4. Πλησιαζουν τα 5-6 τελευταια κεφαλαια της ιστοριας που ειναι ΟΛΑ κρισημα. Και..ναι. Ελπιζω να ζησετε για να τα διαβασετε ολα:'(

Η εικονα πανω απο την _marikk_, thank youuuu💘

Σχολιαστε ποια θελει αφιερωση στο επομενο κεφ εδω και θα επιλεξω τυχαια:➡

ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ ΘΑ ΤΟ ΤΗΡΙΣΩ:)

Anyway βαριεμαιβαριεμαιβαριεμαι.

Δεεν ξερω αν το εχετε πιασει ΑΛΛΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩ ΝΑ ΜΕΤΑΔΟΣΩ ΕΝΑ ΓΑΜΩ ΜΥΝΗΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.

Βασικα. Πολλα θελω. Που θα τα πω στον επιλογο. Εχετε πιασει κανενα?:3💖

[ ΕΛΑΠΟΥΔΕΝΕΧΕΙΣΠΙΑΣΕΙ😏]

Μην μου πειτε για τους πληγωμενους ανθρωπους ρε παιδια, ειναι τοσο φανερο. Κατι...αλλο?:'(
Η τουλαχιστον, αν το κανετε, υποστηριξτε την αποψη σας:3

-Αννα που βαριεεεεεται την ζωη της ahhh...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top