Ίσως ήταν μοιραίο {10}

«Ξέρεις..πάντα αναρωτιόμουν, πως άρχισε με αυτόν»  μίλησε και άρχισε να χαράζει αόρατα σχέδια πανω στο γαλάζιο σεντόνι του κρεβατιού μου.

«Τι εννοείς;»  τον ρώτησα και σήκωσα τη μέση μου. Την στήριξα και ένοιωσα το ζεστό δέρμα μου να δροσίζετε πανω στο παγωμένο τοίχο.

«Ήταν τόσο μαλάκας, και τα έφτιαξες μαζί του;»  γέλασε.
Προβληματίστηκα, και ανοιγόκλεισα δειλά τα μάτια μου.

«Ο-Όχι» ειπα και βολεύτηκα καλύτερα πανω στο στρώμα.

«Τότε;» ανασήκωσε ειρωνικά το ένα του φρύδι. Αναστέναξα και γύρισα να τον κοιτάξω. «Είναι μεγάλη ιστορία» του ειπα και χαμογέλασα στο τέλος.

«Τέλεια! Μισό» φώναξε και βγήκε έξω από το δωμάτιο τρέχοντας.

Τον παρακολούθησα από τη στιγμή που τινάχτηκε. Ανασήκωσα έκπληκτη τα φρύδια μου. Ύστερα κατέβασα το κεφάλι μου , έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι μου και το έκρυψα. Άρχισα να γελάω μόνη μου και τη συμπεριφορά του.
Μόλις ήρθε με ένα μπολ pop corn στα χέρια, έκλεισε το φως και ξανά έκατσε δίπλα μου οκλαδόν. Δάγκωσα τα χείλια μου προσπαθώντας να συγκρατηθώ από το να γελάσω. Έφαγε βιαστικά λίγα popcorn. «Και κάτι ακόμα!» είπε. Άρπαξε το φακό που είχα ακουμπισμένο πανω στο γραφείο μου και μου τον έδωσε στα χέρια. Κοίταξα ξαφνιασμένη το φακό και ύστερα ανέβασα αργά το βλέμμα μου προς τον Γιάννη.

Κοίταξε αμήχανα τριγύρω και έφαγε άλλο ένα Popcorn.

«Τώρα υποτίθεται πρέπει να παραμείνει κλειστό το φως, και εσυ να βάλεις το φακό κάτω από το πρόσωπο σου» μου είπε και άρχισα να γελάω. «Δεν είναι ιστορία τρόμου» ειπα μέσα από τα χαχανητά μου.

«Σοβαρά; Ιστορία με τον Αλεξ και δεν είναι τρόμου;» ρώτησε

«Όχι!» του απάντησα και ξανά άρχισα να γελάω

«Λοιπόν, στο θέμα μας!» αναφώνησα αποφασισμένη να αρχίσω την διήγηση. Αυτός έφαγε άλλο ένα PopCorn για απάντηση.

Ήμουν καινούργια στη πόλη και γεμάτη όρεξη να τη γνωρίσω. Είχα προσπεράσει τη θλίψη μου για την απότομη αλλαγή περιβάλλοντος. Με έθλιβε το γεγονός που δεν θα περάσω τα δέκατα έκτα γενέθλια μου με την Δάφνη και τη Βερόνικα όπως κάθε χρόνο. Είχα ακουστά πως στη πόλη κυκλοφορεί μια επικίνδυνη ομάδα παιδιών, και δεν ήταν από αυτές της πλάκας. Που απλός καπνίζουν, και εκνευρίζουν καθηγητές. Οι Κράιμς, ήταν διαφορετικοί. Πολλοί αναρωτιόντουσαν άμα τους φοβούνται και οι ίδιοι τους οι γονείς. Πίστευα πως γνώριζα, αλλά δεν το έκανα.

Ήταν απόγευμα. 6:45. Θυμάμαι είχα κοιτάξει πριν λίγο το ρολόι μου. Ήμουν σε μια καφετέρια, δεν σκόπευα να κάτσω, είχα μόλις πληρώσει για το καφέ μου. Τη τελευταία στιγμή ακούστηκε ένας πολύ δυνατός ήχος που έκανε το καφέ να μου πέσει.

Θυμάμαι το χαμό. Τις φωνές πανω από το κεφάλι μου. Έκλεισα τα αφτιά μου, έσφιγγα τα μάτια μου, δάκρυα έτρεχαν από αυτά γιατί τα εκρηκτικά τα έτσουζαν. Το σώμα μου το ένοιωθα αδύναμο και βρώμικο. Καρέκλες πετάγονταν, ο κόσμος πανω κάτω. «Κάψτε τους όλους ρε!» άκουγα τις φωνές. Τα μολότοφ, η φωτιά, ο καπνός. Τα μάτια μου θολά, ιδρώτας έσταζε. Προσπερνούσα το πλήθος τρέχοντας για να φύγω. Ένα εκρηκτικό έπεσε μπροστά μου και πανω στο πανικό με ανάγκασε να αλλάξω πορεία.

Τα δάκρυα θόλωναν την όραση μου. Στην ουσία δεν είχα ιδεα τι έκανα και που πατούσα. Ήταν τρομαχτικό.

Το μόνο που θυμάμαι είναι να με τα βίας να διακρίνω μια μορφή από μακριά. Με στόχευε με μια μολότοφ. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως όλα είχαν τελειώσει. Όμως, μόλις είχαν αρχίσει.
Με πλησίασε περισσότερο και κατέβασε το χέρι του. Δεν κατάλαβα πολλά. Με τράβηξε από το μπράτσο και με απομάκρυνε από το μέρος. Προσπέρασε τις φωτιές, τους καπνούς και με έφερε σε μια γωνία όπου δεν κινδύνευα.

«Είσαι τρελή γαμώ;» μου φωνάζει. Τότε ήταν που άκουσα μια πρώτη φορά τη φωνή του. Τα πράσινα μάτια του με καίγανε όσο τα κοιτούσα φοβισμένη.

«Να αυτοκτονήσεις θες;» μου λέει ειρωνικά

«Τι; Όχι!» απαντώ με δυσκολία.

«Τότε γιατί μπήκες μπροστά μου;» ξανά φώναξε. Ήταν θυμωμένος, και ανήσυχος.

Τον κοίταξα δειλά και αδύναμα. Συμμάζεψα λίγο περισσότερο το σώμα μου, και πήρα εισπνοή. Όταν είδε πως δεν απαντώ, χαλάρωσε τη στάση του.

«Περίμενε εδώ» μου είπε και βγήκε ξανά στους καπνούς και τις φωτιές.

Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Έπρεπε να φύγω, να τρέξω στο σπίτι. Όμως το μυαλό μου δεν σκέφτοταν καθαρά. Ήθελα να δω το πρόσωπο που η μαύρη μάσκα του έκρυβε. Τον άκουσα να φωνάζει κάτι στους υπολοίπους. Ποτε δεν κατάλαβα τι έλεγε.
Ξανά ήρθε προς το μέρος μου. Έβγαλε βιαστικός τη μάσκα του, και την τύλιξε. Άρχισα να τον σκανάρω με τα μάτια μου. Πάρα ήταν όμορφος για να είναι μέρος των Κράιμς. Τα καστανά μαλλιά του ήταν ανάκατα, τα χαρακτηριστικά του πρόσωπο του ήταν καλοσχηματισμένα. Τα μάτια του είχαν βαθύ πράσινο. Το σώμα του φαινόταν τόσο καλογυμνασμένο μέσα από την κάτασπρη, κοντομάνικη μπλούζα που φορούσε. Τα μαύρα τατουάζ ξεχώριζαν στο δεξί του χέρι. Χριστέ μου, όλη του η εμφάνιση έμοιαζε με αποτέλεσμα τελειομανίας.

Προσπαθούσα να βρω τις αναπνοές μου μέσα σε μια νεκρική σιωπή. Θαμπά ακούγονταν τα ουρλιαχτά και τα εκρηκτικά που είχαμε αφήσει πίσω μας.

«Είσαι.. από τους Κράιμς» ψέλλισα σκιασμένη. Ήξερα πως δεν έπρεπε να του μιλάω. Δεν έπρεπε να είμαι τώρα μαζί του. Είναι επικίνδυνος.

«Είσαι από το..σχολείο; Δεν..σε έχω ξανά δει.» με επεξεργάζεται καλά με τα μάτια του, και βάζει χαλαρά τα χέρια στις τσέπες του. Νοιώθω ένα μούδιασμα σε όλο το σώμα μου όσο με κοιτάει. «Είμαι καινούργια» στραβοκαταπίνω και εκείνος σχηματίζει ένα στραβό χαμόγελο.

«Δεν περίμενα ποτέ να..να σε γνωρίσω!» του λέω. Κοπιάζω να του μιλήσω. Είναι σαν ο λαιμός μου να έχει ξεραθεί.

Εκείνος έχει γυρίσει και παρακολουθεί τον αγώνα της ομάδας του. Τις φλόγες, τον αποπνιχτικό καπνό, και τον κόσμο που ξεχύνετε και πλημμυρίζει όλο το χώρο. Μετά από λίγο γυρνάει για να με αντικρίσει και μου λέει.
«Ποτέ μη λες ποτέ» χαμογελάει στραβά.

Έμεινα απλά, προσυλωμένη να κάθομαι να τον κοιτώ, σαν να είναι κάτι εξωπραγματικό. Είχα ακουστά για τους Κράιμς, αλλά να βλέπω τώρα μπροστά μου τον αρχηγό τους; Σχεδόν δεν νοιώθω τα πόδια μου. Είναι πιο καυτός απο όσο περίμενα.
Τι λέω;

«Είναι επικινδυνά εδώ..για ένα κορίτσι σαν και εσένα» με πλησιάζει και με επεξεργάζεται άλλη μια φορά με τα μάτια του.

«Λοιπόν δεν πρόβλεψα πως εσυ και οι φίλοι σου θα κάνατε τέτοιο χαμό!» συνοφρυώνομαι.

«Θα μου πεις για πιο διάολο λόγο μπήκες μπροστά μου;» λέει και μένω σιωπηλή. Κοιτάω το πάτωμα αμήχανα. Στη πραγματικότητα δεν ξέρω το γιατί. Δεν καταλάβαινα τι έκανα εκείνη τη στιγμή. Όλα έμοιαζαν με λαβύρινθο, ένα είδος αδιέξοδου.

«Όσο όμορφη και να ‘σε, χάνω το χρόνο μου μαζί σου..» ξεφυσάει

Εκείνη τη στιγμή ένα εκρηκτικό έπεσε δίπλα μας και εκείνος με τράβηξε απότομα προς το μέρος του. Ένωσα τα δυο σώματα μας. Γούρλωσα τα μάτια μου και ένοιωθα τη καρδιά μου να σφυροκοπάει. Ολόκληρη η ραχοκόκκαλά μου είχε ανατριχιάσει. Ο καπνός απλώθηκε και με έκανε να αρχίσω να βήχω.

«Όχι ρε πούστη» φωνάζει και φοράει με θυμό ξανά τη μάσκα του. Κρύβει το πρόσωπο του με το μαύρο ύφασμα και για μια στιγμή εύχομαι κάποτε να το ξαναδώ

«Κάτσε εδώ!» με προστάζει.

«Εσυ είσαι ικανή να βγεις μέχρι να σε πέτυχουν»

Κατευθύνετε άνετος προς τις φλόγες. Παίζει με τη μολότοφ στα χέρια του, ώσπου τη ρίχνει σαν αστραπή κάτω. Πως είναι δυνατόν να μπαίνει μέσα στον ίδιο το καπνό με τέτοια χαλαρότητα; Κινείται σαν να πηγαίνει μια απλή βόλτα. Προσπερνά τόσο εύκολα και τόσο έξυπνα τα εκρηκτικά , κάτι που μου δείχνει ποσό έμπειρος είναι. Άμα όμως πάθει κάτι; Παίζει κυριολεχτικά με τη φωτιά! Για μια στιγμή. Τι με νοιάζει εμένα άμα πάθει κάτι; Γελάω με τον εαυτό μου και διώχνω αυτές τι σκέψεις.

«Αλεξ! Θα έρθουν οι μπάτσοι, τη κάνουμε!» ακούγετε η φωνή κάποιου από την ομάδα του.

Αλεξ...ώστε αλεξ τον λένε..

Δεν περίμενα να ξανά μιλήσουμε ποτέ. Αυτός ήταν στους Κράιμς. Μια επικίνδυνη ομάδα, με διαφορετικά 'πιστεύω'. Είμασταν σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ίσως ήταν μοιραίο. Ίσως.

«Δηλαδή;» με ρωτάει ο Γιάννης. Σηκώνει το μπολ με τα PopCorn, το γυρίζει ανάποδα μπας και πέσει κανένα ψίχουλο.

«Ήταν κάλος. Μαζί μου τουλάχιστον. Και ξέρεις τον αγαπούσα, νομίζω! Νόμιζα πως και αυτός μ-με αγαπούσε! Παρόλο που δεν μου το είχε πει» αναστενάζω.

«Wow, πάντως ήταν πολύ πιο συναρπαστικό από όσο περίμενα» γελάει αφηνιασμένος.

«Όταν άλλαξε, έκανα τα πάντα για μάθω τι του συμβαίνει, και να τον βοηθήσω. Όμως ο Αλεξ είναι τόσο μυστήριως, τόσο εσωστρεφής και τόσο ξεροκέφαλος!» λέω εκνευρισμένη και χτυπάω το κρεβάτι για να ξεσπάσω.

Ηρεμώ μόλις σκέφτομαι ποσό τυχερή είμαι που όλο αυτό τέλειωσε. Όμως, ένα αίσθημα μελαγχολίας κατά τρώει το μέσα μου. Τελικά ίσως και να μου λείπουν αυτές οι μέρες. Ήμουν πραγματικά ερωτευμένη μαζί του. Τουλάχιστον έτσι πίστευα. Όταν με φίλαγε, όταν έλεγε το όνομα μου, με έκανε να νοιώθω τη μοναδική ζωντανή που έχει περάσει τις πύλες του παράδεισου. Όμως έτσι έπρεπε να γίνει. Θα ήταν μια περιπέτεια που έβαλε τέλος. Ναι, αυτό θα ήταν. Όσο θυμάμαι τον σημερινό εαυτό του, αηδιάζω!

Εκείνη τη στιγμή, παίρνω ένα μήνυμα από αυτόν. Ξεφυσάω και το ανοίγω.

Alex: Αύριο το βράδυ θα σε στο στέκι. Μην αργήσεις. Να είσαι προετοιμασμένη για κάτι ξαφνικό.

Να ανησυχώ;

Γιατί; :Εγώ

Alex: Θα δεις μωρό μου.

Ω ναι, σίγουρα πρέπει να ανησυχώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top