Άνοιξε τα μάτια σου {64}
*WARNING*
Κρίσημο κεφάλαιο. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας πριν το διαβάσετε.
Eva’s POV
Το βράδυ που μου μίλησε για το παρελθόν του και άνοιξε έστω λίγο το παράθυρο του εσωτερικού του κόσμου, κρυφοκοίταξα μέσα από αυτό. Και θεέ μου, ο κόσμος του καταστρέφετε. Όλα διαλύονται. Είχε βυθίσει το πρόσωπο του σαν ικέτης στο λαιμό μου, σαν να προσπαθούσε να πιαστεί από τον δικό μου κόσμο, μιας που ο δικός του καταρρέει. Για κάποιο λόγο, θα προτιμούσα να σώσω το κόσμο του, παρά τον δικό μου. Ίσως φιλοτιμηθεί και ζήσουμε και δυο μας στον δικό του. Το βραδύ αυτό, που μάλλον θα το βαφτίσω το ‘Το βράδυ της αποκάλυψης’ ήταν το τελευταίο που μιλήσαμε. Οι επόμενες μέρες..εξελίχθηκαν παράξενα.
Κάθε μέρα εξαφανιζόταν το πρωί, και γύριζε κάθε μέρα όλο και πιο εξαντλημένος. Ποτέ δεν μου απάντησε που βρίσκει τα χρήματα..
Αναστέναξα και με μια κίνηση δυνάμωσα τον ήχο της τηλεόρασης. Ανακάθισα οκλαδών πάνω στο καναπέ περιμένοντας τον Άλεξ να γυρίσει. Έπρεπε να το είχε είδη κάνει. Όμως έχει εξαφανιστεί από το πρωί, και τώρα τα μεσάνυχτα πλησιάζουν.
‘Σε αγωνία παραμένουν όλοι οι καταστηματάρχες καθώς και οι πωλητές για την ασφάλεια της επιχείρησης τους. Οι αρχές υποστηρίζουν πως πρόκειται για κάποια έμπειρη συμμορία ενώ μάρτυρες και θύματα της ληστείας ισχυρίζονται πως ο οπλισμένος δράστης επιτίθεται καθημερινά σε διαφορετικά καταστήματα, ενώ εξαφανίζεται πρώτου προφτάσουν τα περιπολικά της αστυνομίας. Οι αρχές προτείνουν στους καταστηματάρχες να παρέρχονται σε επιφύλαξη μέχρι τη σύλληψη του δράστη.’’ Η τηλεόραση έπαιζε χωρίς να της δίνω σημασία. Ήθελα μόνο να τον δω να μπαίνει στο σπίτι από το παράθυρο όπως συνηθίζει. Κάποιος να μου επιβεβαιώσει πως είναι καλά τέλος πάντων.
«Που είσαι ρε Άλεξ;» μονολόγησα καθώς έλεγχα για άλλη μια φορά τις χιλιάδες αναπάντητες που του έχω αφήσει στο κινητό.
Έκλεισα το κινητό μου και κοίταξα το κενό. Άρχισα να χτυπάω νευρικά τα δάχτυλα μου πάνω στον καναπέ και να κοιτάζω από εδώ και εκεί. Γαμώτο. Αυτή η ανησυχία, είναι τόσο βασανιστική. Τόσο όσο να σου χώνουν αργά ένα μαχαίρι στο στομάχι.
Δεν άντεξα περισσότερο, άρπαξα το τηλέφωνο μου και πήρα τηλέφωνο κάποια που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι μαζί της ο Άλεξ.
«Ο συνδρομητής που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος» άκουσα στο ακουστικό και σπάστηκα περισσότερο.
«Ελπίζω να μην το πίστεψες. Εντάξει Johnson έχεις 1 λεπτό στη διάθεση σου, δεν πολύ γουστάρω τις επαφές μαζί σου» ακούστηκε ξανά η φωνή της Έμμα στην άλλη γραμμή. Χαμογέλασα ανακουφισμένη ακούγοντας την, αγνοώντας την αγένεια της.
«Να..εμ ήθελα να σε ρωτήσω άμα είναι εκεί ο Άλεξ» της απάντησα.
«Όχι γιατί; Πως και δεν πηδιέται μαζ-εεε πως και δεν είναι μαζί σου;» ρώτησε και συνοφρυώθηκα. Ψυχραιμία Εύα. Ψυχραιμία. Πήρα μια βαθιά εισπνοή που την εξέπνευσα αργά.
«Έχει εξαφανιστεί από το πρωί. Δηλαδή κάθε μέρα λείπει αλλά γυρίζει το μεσημέρι σε αντίθεση με σήμερα. Ανησυχώ.»
«Ο Άλεξ..εξαφανίζεται κάθε μέρα το πρωί;» άρχισε να φωνάζει.
«Ναι γιατί;»
«Ω θεέ μου, κατάλαβα τι παίζει.. είν-είναι τόσο μαλάκας-γαμώτο- αν έπαθε κάτι;» άρχισε να φωνάζει πανικοβλημένη, μιλούσε κοφτά σαν να μην ήξερε τι να πρώτό ουρλιάξει. Χριστέ μου, που έμπλεξε ο Άλεξ; Γνωρίζω πως είναι ικανός για..όλα, και αυτό είναι το χειρότερο.
«Τι; Τι κατάλαβες; Κινδυνεύει ο Άλεξ;» ύψωσα το τόνο της φωνής μου και για άγνωστο λόγο πλησίασα το πρόσωπο μου προς το τηλέφωνο.
«Έμμα; Ψέλλισα όταν είδα ότι δεν απαντούσε.
«Έμμα;;» ούρλιαξα αυτή τη φορά, μα η μαλακισμένη μου το είχε κλείσει.
Πετάω το κινητό στο καναπέ με οργή. Η αρτηριακή μου πίεση είναι έτοιμη να εκραγεί, ένας πόνος κάθεται βαριά στη κοιλιά μου ενώ η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρηγορά που θα έλεγε κάποιος πως έχει σκοπό να με μελανιάσει. Και τα λεπτά περνάνε σαν αιώνες και τα χέρια μου τρέμουν όσο εκείνος δεν εμφανίζεται.
Μέσα στην ησυχία του δωματίου, αρχίζω να αφουγκράζω σιγανούς ήχους απέξω από το σπίτι. Θεώρησα πως άρχισε να βρέχει, πως ίσως ο ουρανός με συμπονάει όμως κοιτώντας το παράθυρο έβλεπα μόνο σκοτάδι. Τίποτα άλλο.
Άνοιξα ελάχιστα το παραθυρόφυλλο και έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο. Η ψύχρα ανατρίχιαζε όλο μου το πρόσωπο. Ο αέρας φάνταζε σαν να πάλευε με τον εαυτό του. Όμως δεν έβρεχε. Και δεν ήταν ο Άλεξ..
Άκουσα τον λεπτό ήχο των κλειδιών του και το σώμα μου ταράχτηκε. Έμεινα ακίνητη σαν κεραυνοβολημένη, ακούγοντας προσεχτικά τον θόρυβο. Πρέπει να είναι αυτός. Ένοιωσα σαν να βγάζουν ένα αγκάθι από μέσα μου.
Αποφάσισα να μην κάνω αισθητή την παρουσία μου. Έκατσα στη γωνιά, χωρίς να βγάλω αχνά. Ήθελα πραγματικά να δω τι θα κάνει.
Η πόρτα ανοίγει αργά. Σκύβω το σώμα μου και βρίσκομαι γονατισμένη κάτω από το τραπέζι.
Μπορώ να δω μόνο τα πόδια του να εισέρχονται μέσα στο σπίτι.
Μαζεύω λίγο το σώμα μου και παρακολουθώ τα πόδια του.
Ανασαίνει βαριά. Τα πόδια του σέρνονται, τρίβουν το πάτωμα. Χριστέ μου φαντάζει τόσο νωθρός. Μακάρι να μπορούσα να τον δω ολόκληρο. Γιατί περπατάει τόσο αργά;
Κλείνει τη πόρτα πίσω του. Πηγαίνει προς τη κουζίνα και βάζει ένα ποτήρι νερό. Το πίνει σαν να έχει να δροσίσει στο στόμα του για αιώνες. Αναστενάζει και αφήνει το ποτήρι πάνω στο πάγκο της κουζίνας. Βαριανασαίνει τόσο που με ανησυχεί.
Ρίχνω μια ματιά εν ριπή οφθαλμού προς τη πόρτα. Παρατηρώ το πάτωμα και γουρλώνω τα μάτια μου μόλις αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη του αίματος στο πάτωμα. Χριστέ μου. Όσο το ξύλινο πάτωμα είναι αιματοβαμμένο, διαισθάνομαι πως και ο ιδρώτας που στάζει από το κούτελο μου είναι αίμα. Με πιάνει πανικός και αγκαλιάζω το πόδι του τραπεζιού.
Δυσκίνητα, σαν μηχανή που χρειάζεται λάδωμα κάθετε σε μια καρεκλά και μένει εκεί. Βάζει το κεφάλι του μέσα στα χέρια του και προσπαθεί να ησυχάσει.
Η καρδιά μου σφίγγεται να τον ακούω να υποφέρει. Πετάγομαι όρθια και αφηρημένη, χτυπάω το κεφάλι μου στο τραπέζι. Ξανά πέφτω κάτω και ο γδούπος που έκανε το κεφάλι μου τον έκανε να γυρίσει προς το μέρος που ακούστηκε ο θόρυβος αλλά δεν με παρατηρεί. Πιάνω το κεφάλι μου με τα χέρια μου σφίγγοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου. Ξανά σηκώνομαι και πάω προς το μέρος του.
Αντικρίζω το αίμα στο πάτωμα και το δικό μου παγώνει. Το στήθος μου αρχίζει να ανεβοκατεβαίνει, οι παλμοί μου είναι έτοιμη να εκραγούν άλλη μια φορά.
Ακολουθώ με τα μάτια μου το μονοπάτι από το αίμα και είναι ακριβώς εκεί οπού περπατούσε προηγούμενος ο Άλεξ. Θεέ μου, είναι σαν ο διάολος να μπήκε στο σπίτι. Αλλά στην ουσία, διάολος δεν είναι κάνεις. Υπάρχουν διαβολικές πράξεις, όχι άνθρωποι. Το γυάλινο ποτήρι που έπιασε, ο πάγκος της κουζίνας, ο χερούλι της πόρτας, έχουν ματωμένα αποτυπώματα από αυτόν. Γυρίζω αμέσως να τον κοιτάξω.
Πάω κοντά του και γονατίζω ακριβώς μπροστά στο πληγωμένο σώμα του. Το κεφάλι του εξακολουθεί να είναι μέσα στα χέρια του. Τον παρατηρώ καλά και τα μάτια μου βουρκώνουν. Τα ρούχα του έχουν σκιστεί, αφήνοντας με να δω το ματωμένο δέρμα του. Οι αγγόνες του έχουν γδαρθεί, όποια επιφάνεια έχει πιάσει τριγύρω έχει χρωματίσει με το αίμα του. Δαγκώνω τα χείλια μου για μην κλάψω. Χαϊδεύω τα μαλλιά του για να τον παρακινήσω να με κοιτάξει.
«Άλεξ..» ψελλίζω. Η φωνή μου είναι αδύναμη να υψωθεί, είναι σαν κάποιος να με εμποδίζει.
Δεν με κοιτάζει. Δεν κάνει καμία κίνηση. Με το ένα του χέρι βγάζει τα χρήματα από την τσέπη του και τα τοποθετεί αργά..πάνω στο τραπέζι. Ξανά βυθίζεται στον πόνο σιωπηλός. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και αρχίζω να κάνω ήχους με τους λυγμούς μου.
«Πήγαινε κοιμήσου.» μου λέει παγερά. Χωρίς να μου ρίξει καμία ματιά.
«Όχι» απαντώ κουνώντας αριστερά και δεξιά το κεφάλι μου.
Τα δάκρυα φτάνουν στα χείλια μου και τα γλύφω. Εκείνος δεν προσπαθεί να με μεταπείσει, διάολε φαντάζει κουρασμένος να το κάνει. Μόνο αναστενάζει.
«Κοίτα με λίγο, μόνο για λίγο» τον παρακαλώ καθώς χαϊδεύω τα μαλλιά του.
«Σε παρακαλώ μάτια μου» συνεχίζω. Τα φρύδια μου λυγίζουν, τα δάκρυα καινέ το δέρμα μου. Μακάρι να πόναγα εγώ για αυτόν. Αλλά κάτι μου λέει..ότι είτε πονά αυτός, είτε εγώ, θα είναι το ίδιο.
Σηκώνει το πρόσωπο του για να με κοιτάξει και τρομάζω από την κούραση του. Το πρώτο πράγμα που παρατηρώ είναι τα ματωμένα χέρια του, οι πληγές να αναδύονται μέσα από τα σκισίματα του. Το πρόσωπο του..είναι γεμάτο γδαρσίματα. Το μάγουλο του έχει μια μεγάλη γρατζουνιά, τα χείλη του είναι σκισμένα, και τα μάτια του είναι πιο σκοτεινά από την νύχτα έξω από το παράθυρο.
«Ασε με να σε βοηθήσω..» τον εκλιπαρώ όσο διώχνω μερικές τούφες από τα μαλλιά του μακριά από το πρόσωπο του. Είναι τόσο όμορφο. Ακόμα και μέσα στις γρατζουνιές, τα αίματα, και την εξαθλίωση. Στα μάτια μου πάντα θα είναι πανέμορφος.
«Έπρεπε..να σου φέρω τα χρήματα» μιλάει αργά, με παύσεις, διάολε δεν τον έχω ξανάδει έτσι. Δεν έχω ξανά δει κανέναν άνθρωπο έτσι. Τα μάτια του είναι βουτηγμένα στην αποδυνάμωση. Μοιάζει αδύνατον να κουνήσει τις αρθρώσεις του.
«Και αύριο..πρέπει να ξάνα πάω» συνεχίζει. Πιάνει το στομάχι του και πιέζει τη πληγή του. Τώρα νοιώθω τη καρδιά μου σαν αυτή τη βαθιά πληγή που πιέζει.
«Είσαι τρελός! Δεν μπορείς! Μου έχεις είδη αποδείξει ότι είσαι άξιος Άλεξ, όμως είσαι άνθρωπος γαμωτο! Θα πάω εγώ..εκεί..ξανά. Δεν έχουμε άλλη επιλογή»
«Πάνω από το πτώμα μου θα ξάνα πας εκεί» λέει σοβαρός. Βογκάει για λίγο από το πόνο και ύστερα ανασαίνει.
«Άλεξ..» λέω ξεψυχισμένα.
Πιέζει τα δόντια του, έχει κλειστά τα μάτια του και απορροφά το πόνο. «Προτιμώ να πεθαίνω, Εύα» λέει μέσα από τα βογγητά του.
«Τι-Τι μπορώ να κάνω;»
«Τίποτα» μου απαντά τόσο ψυχρά.. που το σώμα μου ανατριχιάζει στη φωνή του.
«Πονάς;» τον ρωτάω.
«Δεν έχει σημασία» αναστενάζει.
Μοιάζει κατόρθωμα το γεγονός ότι έχει δυνάμεις για να μιλήσει.
Συνοφρυώνομαι και τα τρεμάμενα χείλια μου χωρίζονται. Τα ίδια μου τα δάκρυα είναι έτοιμα να με πνίξουν.
«Πάψε! Πως γίνεται να μην έχει σημασία; Υποφέρεις, το βλέπω!» φωνάζω μέσα στο πανικό. Πιάνω το πρόσωπο του για να με ακούσει καθαρά. Δεν θα τον ρωτούσα που πληγώθηκε, τουλάχιστον όχι τώρα, αφού ήξερα την άσχημη αντίδραση του.
«Και εγώ μαζί σου» ψελλίζω. Βγάζει τα χέρια μου από πάνω του και γυρίζει το πρόσωπο του από την άλλη. Θεέ μου δεν τον έχω ξανά δει έτσι. Είναι σαν να ξυπνάω ένα πρωί και να βλέπω τον ουρανό πράσινο. Ήταν πάντα άφθαρτος, κάλος σε οτιδήποτε επιχειρεί, φερόταν έξυπνα , ένα αγόρι με ατσαλένιο πείσμα.
«Δεν θέλω να με βλέπεις έτσι» γυρίζει το πρόσωπο του από την άλλη.
«Αιμορραγείς μωρό μου, ασε με να σε βοηθήσω» του ψιθυρίζω. Βάζω απαλά τη παλάμη του χεριού μου στο μάγουλο του και την γυρίζω προς το μέρος μου. Τον κοιτάζω συμπονετικά. Υποφέρει και προσπαθεί να το κρύψει. Χαϊδεύω απαλά το δέρμα του και καθησυχάζω τους δαίμονες του.
«Τι μπορώ να κάνω;» Φέρνω πλάγια το κεφάλι μου. Τα δάχτυλα μου συνεχίζουν να χαϊδεύουν το πρόσωπο του. Πιέζει τα χείλια του και βάζει το χέρι του πάνω από το δικό μου. «Απλά, συνέχισε αυτό» μου λέει.
«Λατρεύω το άγγιγμα σου» ανασαίνει και χαμογελάω δειλά.
Πράττω όπως μου είπε. Τα δάχτυλα μου ψηλαφίζουν το κρύο πρόσωπο του τόσο απαλά. Σαν να εξορκίζω τον πόνο του. Πόσο θέλω να ρουφήξω όλη τη δυσφορία του, και να την φυλακίσω όλη μέσα μου. Θα πονάω λιγότερο έτσι, είμαι σίγουρη. Ξαπλώνω το κεφάλι μου πάνω στα γόνατα του και κλείνω τα μάτια μου. Αγναντεύω το σκοτάδι χωρίς να σταματήσω να χαϊδεύω τρυφερά τις γωνίες του πρόσωπο του. Δάκρυα έσταζαν από τα κλειστά μάτια μου πάνω στα γόνατα του.
«Εύα κοιτάμε» άκουσα τη φωνή του και ένοιωσα τη παρουσία του κοντά μου. Είχε γονατίσει διπλά μου.
«Κοιτάμε μάτια μου , κοίτα με» με παρακάλεσε όσο προσπαθούσε να βγάλει τα μαλλιά μπροστά από το πρόσωπο μου.
Ανασήκωσα αργά το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Τα μάτια μου είχαν κοκκινήσει από το κλάμα. Ήταν υγρά από το καπνό που τα δάκρυζε.
«Μη κλαις» είπε χαμηλόφωνα, σαν ψαλμός στα αφτιά μου. Σκούπισε τα δάκρυα μου με τον αντίχειρα του.
Γέλασα μέσα από τους λυγμούς μου.
«Ποιος είσαι και τι έκανες στον Άλεξ;» ρώτησα με ένα μικρό γέλιο.
«Ο Άλεξ είμαι» χαμογέλασε.
«Τι;» φωνάζω και σηκώνω το κεφάλι μου. Δεν ξέρω καν γιατί το ρώτησα. Δεν ξέρω καν ποιον ρώτησα. Ήμουν τόσο ξαφνιασμένη σαν να ξύπνησα από όνειρο. Άλλη μια ανάμνηση μαζί του ξύπνησε μέσα μου, και κάθε φάρα που ξυπνάνε αυτές νιώθω να ξυπνάω και εγώ μαζί τους.
«Άλεξ;» τον κουνάω όμως εκείνος δεν ανταποκρίνεται. «Άλεξ;» επαναλαμβάνω πιο σιγανά και τον ξανά κουνάω, το σώμα του κουνιέται αλλά εκείνος μένει ανεπηρέαστος. Σμιγώ τα φρύδια μου προβληματισμένη και τον ξανά κουνάω. «ΑΛΕΞ;» φωνάζω αυτή τη φορά. Σηκώνομαι απότομα και πάω κοντά στο πρόσωπο του. Οι άγαρμπες κινήσεις μου δεν βοηθούν. «Α-Άλεξ;» ψιθυρίζω με κοφτή φωνή. Τον κουνάω άλλη μια φορά.
«Απάντα μου!!» φωνάζω
«Γιατί δεν μου απαντάς;;» φωνάζω. Γαντζώνομαι από το μπράτσο του και το τραβάω.
«Α-Άνοιξε τα μάτια σου και μιλά μου!» του λέω. Όμως τα μάτια του πάρα μένουν κλειστά, το σώμα του ακίνητο και εκείνος κενός. Τα μάτια μου κοκκινίζουν, έχοντας μόλις ξεραθεί από τα δάκρυα, ξάνα υγραίνονται.
«Μην με αγχώνεις Άλεξ! Απαντά μου!» φωνάζω. Χριστέ μου, η καρδιά μου χτυπάει σαν παλαβή, γιατί να μην χτυπάει τώρα και η δική του έτσι;
Πιάνω το πρόσωπο του και φαντάζω σαν να μιλώ στα κλειστά μάτια του.
«Σε παρακαλώ, απάντα, άφησε με να ακούσω λίγο τη φωνή σου!» τα δάκρυα στάζουν, τα χείλια μου χωρίζονται, τα φρύδια μου λυγίζουν.
«Άλεξ, με φοβίζεις!» ουρλιάζω και απομακρύνομαι.
«Όχι, δεν γίνεται, δεν γίνεται να μην μου απαντάς!» φωνάζω. Νοιώθω σαν ο λαιμός μου να έχει ματώσει. Το λαρύγγι μου τσούζει από την πίεση της φωνής μου. Αρπάζω το ματωμένο χέρι του και το βάζω στο πρόσωπο μου.
«Βάλε τα χέρια σου στο πρόσωπο μου, όπως κάνεις πάντα» φωνάζω. Ρουφάω τη μύτη μου και περιμένω κάποια απάντηση. Μα εκείνος δεν αντιδρά.
«Απάντα μου!» φωνάζω και αφήνω ελεύθερο το χέρι του. Το μάγουλο μου έχει σίγουρο βαφτεί με αίμα, αλλά θα το άφηνα να βαφτεί όπως να είναι άμα ήταν από τα χέρια του.
«Σε παρακαλώ μωρό μου. Άνοιξε τα μάτια σου! Πες μου κάτι γαμώτο!!! Πες μου, άνοιξε τα μάτια σου, κάνε κάτι, το ξέρω πως είσαι ζωντανός, ξέρω πως με ακούς!» λέω μέσα στο παραλήρημα και τον πανικό. Φιλάω σαν υστερικά το πρόσωπο του, και τις γρατζουνιές του. Το κοιτάζω σαν να είμαι απέναντι από τις αναμνήσεις μου και αδυνατώ να τις δω. Χριστέ μου μου λείπουν είδη τα μάτια του.
Τον φιλάω τρυφερά από το μέτωπο του ως το πιγούνι του και το δέρμα του καίει τα χείλια μου.
Φτάνω στα χείλια του και πλησιάζω με δέος το τρεμάμενο πρόσωπο μου κοντά τους. Ενώνω τα χείλια μου μαζί τους απελπισμένη.
«Άμα δεν βγούμε ζωντανοί από εδώ..» συνέχισε πλησιάζοντας το πρόσωπο του με το δικό μου.
Τον κοιτούσα με απορία, οι κόρες των ματιών μου διαστέλλονταν σαν τρέλες με τη μηδενική απόσταση μας. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε συνεχώς.
«Ναι;» ρώτησα σιγανά καθώς τον σκάναρα με τα μάτια μου. Εκείνος με πλησίαζε όλο και περισσότερο.
Τα κούτελα μας καθώς και οι μύτες μας είχαν πλέον ενωθεί. Το σκοτάδι και το φως καταφέραν να συνυπάρξουν αρμονικά.
Άγγιξε επιτέλους τα χείλια μου. Ενώθηκαν.
Νοιώθω την ανάμνηση να περνάει από το μυαλό μου, θυμάμαι να τον φιλάω, και ανοίγω τα χείλια μου για να τον ξανά φιλήσω στο παρόν.
Τότε νοιώθω εκείνον να ανταποκρίνεται. Αισθάνομαι ολοκληρωμένη και ένα κύμα αγαλλίασης πέφτει απαλά στο σώμα μου. «Να πεθαίνω πιο συχνά» χαμογελάει ελάχιστα μέσα από το φιλί μας. Οι μύτες μας ακόμα ακουμπούν, τον κοιτάζω σαν να προσπαθώ να φυλακίσω τα μάτια του στα δικά μου. Τα χέρια μου βρίσκονται στο πρόσωπο του.
Είναι τόσο κόπανος γαμώτο. Ένα δάκρυ από τα ματιά μου έσταξε πάνω στα χείλια του σαν να τα ποτίζει. «Είσαι..τόσο καθίκη, Άλεξ» του λέω πριν τον ξάνα φιλήσω.
Η σκέψη ότι θα τον χάσω δεν πίστευα ποτέ ότι θα ήταν τόσο επώδυνη. Γαμώτο, σε αγαπάω τόσο πολύ, μα όταν ανταποκρίνεσαι στην αγάπη μου.. ίσως σε αγαπάω λίγο πάρα πάνω.
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Πω φιλε τι ηταν αυτο:'( ?
-TestingmyPatience-
Της ειχα κανει πλακα οτι ηταν ο επιλογος και πως ο Αλεξ ψοφαει.
Σορρυ σγαπω😂💕
ΛΟΙΠΟΝ
ΟΜΓ ΕΙΜΑΣΤΕ #1 ΕΦΗΒΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ. ΔΕΝ ΖΩ. ΑΠΛΑ...ΟΚ ΑΠΛΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ❤
ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΠΡΙΝ 8 ΜΗΝΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ.. ΚΑΙ ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΤΗΝ #100 ΘΕΣΗ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΜΕ.❤
Και θυμαμαι μερικες.. που ειστε εδω απο τις πρωτες μερες που δημοσιευσα αυτη την ιστορια. Σας θυμαμαι ολες και απλα..ομγ❤
Btw
Πολυ ψυχοπλακωμα, σορρυ
Αλλα δεν νομιζω να σας χαλασε το τελος😏💕
Αυτο που με στεναχωρει ειναι πως οπου να νε η ιστορια τελειωνει.. και την αγαπω τοσο πολυ, δεν θελω να την αποχωριστω😭
Σκεφτομαι για δευτερο βιβλιο. Αλλα πραγματικα δεν ξερω. Εμενα μου ειπαν οτι τα δευτερα βιβλια ειναι συνηθως πιο βαρετα και χαλανε την ιστορια. Εχω ειδη σκεφτει καποιες ιδεες. Αλλα ναι, δεν ξερω.
-Αννα που νυσταζει Vol1019289 - παλιες καλες συνηθειες-🌙
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top